Αυστρία

χώρα της κεντρικής Ευρώπης

Συντεταγμένες: 47°20′N 13°20′E / 47.333°N 13.333°E / 47.333; 13.333

Η Αυστρία, επίσημα Δημοκρατία της Αυστρίας (γερμανικά: Republik Österreich‎‎), είναι περίκλειστη χώρα στο νότιο τμήμα της Κεντρικής Ευρώπης και βρίσκεται στις Ανατολικές Άλπεις. Είναι μια ομοσπονδία εννέα κρατιδίων, ένα από τα οποία είναι η πρωτεύουσα Βιέννη, η μεγαλύτερη πόλη και κρατίδιο σε πληθυσμό. Η χώρα συνορεύει με τη Γερμανία στα βορειοδυτικά, την Τσεχία στα βόρεια, τη Σλοβακία στα βορειοανατολικά, την Ουγγαρία στα ανατολικά, τη Σλοβενία και την Ιταλία στα νότια, και την Ελβετία και το Λίχτενσταϊν στα δυτικά. Καταλαμβάνει έκταση 83.879 τετραγωνικών χιλιομέτρων και έχει πληθυσμό 9 εκατομμύρια κατοίκους.[5]

Δημοκρατία της Αυστρίας
Republik Österreich

Σημαία

Εθνόσημο
Εθνικός ύμνος: Land der Berge, Land am Strome
Χώρα των βουνών, χώρα στον ποταμό
Τοποθεσία της χώρας στον κόσμο
Η θέση της Αυστρίας (σκούρο πράσινο)
-στην Ευρωπαϊκή ήπειρο (πράσινο και σκούρο γκρι)
-στην Ευρωπαϊκή Ένωση (πράσινο)
και μεγαλύτερη πόληΒιέννη
48°12′30″N 16°22′23″E / 48.2083°N 16.3731°E / 48.2083; 16.3731 (Βιέννη)
Γερμανικά
Ομοσπονδιακή Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία
Αλεξάντερ Φαν ντερ Μπέλεν
Καρλ Νεχάμερ
Νομοθετικό σώμα
Εθνικό Συμβούλιο
Ίδρυση
• 1η Δημοκρατία
• 2η Δημοκρατία
• Συνθήκη Αυστριακού Κράτους
• Ισχύον Σύνταγμα

12 Νοεμβρίου 1918
27 Απριλίου 1945
27 Ιουλίου 1955

1920[1]
 • Σύνολο
 • % Νερό
 • Σύνορα

83.871 km2 (115η)
1,3%
2.562 km
Πληθυσμός
 • Εκτίμηση 7-2024 
 • Πυκνότητα 

9.179.693[2] (98η) 
109,5 κατ./km2 (105η) 
ΑΕΠ (ΙΑΔ)
 • Ολικό  (2016)
 • Κατά κεφαλή 

417,226 δισ. $[3]  
48.004 $[3]  
ΑΕΠ (ονομαστικό)
 • Ολικό  (2016)
 • Κατά κεφαλή 

386,752 δισ. $[3]  
44.498 $[3]  
ΔΑΑ (2021)Αύξηση 0,916[4] (25η) – πολύ υψηλός
ΝόμισμαΕυρώ 1 (€ EUR)
 • Θερινή ώραCET (UTC +1)
(UTC +2)
ISO 3166-1AT
Internet TLD.at και .eu ως μέλος της ΕΕ
Οδηγούν σταδεξιά
Κωδικός κλήσης+43
1 Πριν από το 1999: Αυστριακό Σελίνι

Η Αυστρία αναδύθηκε από τα απομεινάρια της Ανατολικής και της Ουγγρικής Μαρκίας στο τέλος της πρώτης χιλιετίας. Αρχικά μαργραβάτο της Βαυαρίας, αργότερα εξελίχθηκε σε δουκάτο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1156 και στη συνέχεια σε αρχιδουκάτο το 1453. Από τον 16ο αιώνα η Βιέννη άρχισε να λειτουργεί ως διοικητική αυτοκρατορική πρωτεύουσα και η Αυστρία έγινε έτσι η καρδιά του Οίκου των Αψβούργων. Μετά τη διάλυση της Αυτοκρατορίας το 1806 η Αυστρία ίδρυσε τη δική της αυτοκρατορία, που έγινε μεγάλη δύναμη και το κυρίαρχο μέλος της Γερμανικής Συνομοσπονδίας. Η ήττα της Αυστριακής Αυτοκρατορίας στον Αυστροπρωσικό Πόλεμο του 1866 οδήγησε στο τέλος της Συνομοσπονδίας και άνοιξε τον δρόμο για την ίδρυση της Αυστροουγγαρίας ένα χρόνο αργότερα.

Μετά τη δολοφονία του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου το 1914 ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ κήρυξε στη Σερβία τον πόλεμο, που τελικά κλιμακώθηκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ήττα και η επακόλουθη κατάρρευση της Αυτοκρατορίας οδήγησαν στην ανακήρυξη της Δημοκρατίας της Γερμανικής Αυστρίας το 1918 και αργότερα στην Πρώτη Αυστριακή Δημοκρατία το 1919. Κατά τον μεσοπόλεμο τα αντικοινοβουλευτικά αισθήματα κορυφώθηκαν με τον σχηματισμό μιας Αυστροφασιστικής δικτατορίας υπό τον Ένγκελμπερτ Ντόλφους το 1934. Ένα χρόνο πριν από το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Αυστρία προσαρτήθηκε στη Ναζιστική Γερμανία από τον Αδόλφο Χίτλερ και έγινε ένα υποεθνικό τμήμα της. Μετά την απελευθέρωσή της το 1945 και μια παρατεταμένη περίοδο Συμμαχικής κατοχής, η χώρα ανέκτησε την κυριαρχία της και διακήρυξε τη διαρκή της ουδετερότητα το 1955.

Η Αυστρία είναι μια κοινοβουλευτική αντιπροσωπευτική δημοκρατία με ένα λαϊκά εκλεγμένο πρόεδρο ως αρχηγό του κράτους και έναν καγκελάριο επικεφαλής της κυβέρνησης. Οι μεγαλύτερες αστικές περιοχές είναι η Βιέννη, το Γκρατς, το Λιντς, το Σάλτσμπουργκ και το Ίνσμπρουκ. Η Αυστρία καταγράφεται σταθερά ως μία από τις πλουσιότερες χώρες στον κόσμο με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, μία από τις χώρες με το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο και κατατάχθηκε 18η στον κόσμο για το Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης το 2020.

Η Αυστρία είναι μέλος των Ηνωμένων Εθνών από το 1955[6] και της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 1995[7]. Φιλοξενεί τον ΟΑΣΕ και τον ΟΠΕΚ και είναι ιδρυτικό μέλος του ΟΟΣΑ και της Ιντερπόλ.[8] Υπέγραψε επίσης τη Συμφωνία Σένγκεν το 1995[9] και υιοθέτησε ως νόμισμα το ευρώ το 1999[10].

Ετυμολογία

Επεξεργασία
Η πρώτη εμφάνιση της λέξης "Ostarrîchi", κυκλωμένη με κόκκινο και μεγεθυμένη. Η σύγχρονη Αυστρία τιμά αυτό το έγγραφο, με ημερομηνία 996, ως την ίδρυση του έθνους.

Το γερμανικό όνομα της Αυστρίας, Österreich, προέρχεται από το Παλαιό Άνω Γερμανικό Ostarrîchi, που σήμαινε "ανατολικό βασίλειο" και που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο "έγγραφο Ostarrîchi" του 996.[11][12] Αυτή η λέξη είναι πιθανώς μετάφραση της Μεσαιωνικής Λατινικής Marchia orientalis σε τοπική (βαυαρική) διάλεκτο.

Η Αυστρία ήταν νομός της Βαυαρίας που δημιουργήθηκε το 976. Η λέξη "Austria" είναι εκλατινισμός του γερμανικού ονόματος και καταγράφηκε για πρώτη φορά τον 12ο αιώνα.[13] Τότε η Αυστριακή λεκάνη του Δούναβη της Αυστρίας (Άνω και Κάτω Αυστρία) ήταν η ανατολικότερη περιοχή της Βαυαρίας.

Ιστορία της Αυστρίας

Επεξεργασία

Ιστοριογραφία

Επεξεργασία

Δεδομένου ότι η περιοχή που εννοείται με τον όρο «Αυστρία» υπέστη δραστικές αλλαγές με την πάροδο του χρόνου, η ενασχόληση με την Ιστορία της Αυστρίας εγείρει μια σειρά ερωτημάτων, π.χ. αν περιορίζεται στη σημερινή ή την πρώην Δημοκρατία της Αυστρίας ή αν εκτείνεται επίσης σε όλες τις προηγούμενες χώρες που κυβερνούσαν οι ηγεμόνες της Αυστρίας. Επιπλέον θα έπρεπε η αυστριακή ιστορία να περιλαμβάνει την περίοδο 1938–1945, όταν ονομαστικά δεν υπήρχε; Από τα εδάφη που τώρα ανήκουν στη δεύτερη Δημοκρατία της Αυστρίας, προστέθηκαν πολλά με την πάροδο του χρόνου – μόνο δύο από τις εννέα επαρχίες ή Bundesländer (Κάτω Αυστρία και Άνω Αυστρία) είναι αυστηρά «Αυστρία», ενώ άλλα τμήματα της πρώην κυρίαρχης επικράτειάς της ανήκουν πλέον σε άλλες χώρες, όπως η Ιταλία, η Κροατία, η Σλοβενία και η Τσεχία. Εντός της Αυστρίας υπάρχουν τοπικά και χρονικά ποικίλες συγγένειες με γειτονικές χώρες.[14]

Γενική άποψη

Επεξεργασία

Η ανθρώπινη κατοίκηση στη σημερινή επικράτεια της Αυστρίας μπορεί να εντοπιστεί στις πρώτες αγροτικές κοινότητες της πρώιμης Λίθινης Εποχής (Παλαιολιθική). Στην ύστερη Εποχή του Σιδήρου καταλήφθηκε από τους ανθρώπους του κελτικού πολιτισμού Χάλστατ (περίπου 800 π.Χ.), έναν από τους πρώτους κελτικούς πολιτισμούς πριν από τον πολιτισμό Λα Τεν στη Γαλλία. Αρχικά οργανώθηκαν ως κελτικό βασίλειο που αναφέρεται από τους Ρωμαίους ως Νόρικουμ, που χρονολογείται από περίπου το 800 έως το 400 π.Χ. Στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. τα εδάφη νότια του Δούναβη έγιναν τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ενσωματώθηκαν ως Επαρχία του Νόρικουμ γύρω στο 40 μ.Χ.

Ο σημαντικότερος ρωμαϊκός οικισμός βρισκόταν στο Κάρνουντουμ, που είναι μέχρι σήμερα επισκέψιμος ως χώρος ανασκαφών. Τον 6ο αιώνα οι Βαϊουβάροι, ένας γερμανικός λαός, κατέλαβαν αυτά τα εδάφη μέχρι που υποτάχθηκαν στη Φραγκική Αυτοκρατορία τον 9ο αιώνα. Γύρω στο 800 μ.Χ. ο Καρλομάγνος ίδρυσε την προφυλακή της Επαρχίας των Αβάρων (Awarenmark) στη σημερινή Κάτω Αυστρία, για να αναχαιτίζει τις επελάσεις των Σλάβων και των Αβάρων.

Τον 10ο αιώνα ιδρύθηκε μια ανατολική (ανατολικά του ποταμού Ενς) προφυλακή του Δουκάτου της Βαυαρίας, που συνόρευε με την Ουγγαρία, ως Marchia orientalis (Μαρκία της Ανατολής) ή «Μαργραβάτο της Αυστρίας» το 976, που διοικείτο από τους Μαργράβους των Μπάμπενμπεργκ. Αυτή η «Ανατολική Μαρκία» (συνοριακή χώρα), στα γερμανικά ήταν γνωστή ως Ostarrîchi ή «Ανατολικό Βασίλειο», εξ ου και «Αυστρία». Η πρώτη αναφορά του Ostarrîchi εμφανίζεται σε ένα έγγραφο με αυτό το όνομα του 996 μ.Χ.. Το 1156 ο Αυτοκράτορας Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα δημιούργησε ένα ανεξάρτητο δουκάτο (Privilegium Minus) υπό τον Οίκο των Μπάμπενμπεργκ, μέχρι την εξάλειψή του το 1246, που αντιστοιχεί στη σημερινή Κάτω Αυστρία.

Μετά τη δυναστεία των Μπάμπενμπεργκ και μια σύντομη μεσοβασιλεία η Αυστρία τέθηκε υπό την κυριαρχία του Γερμανού Βασιλιά Ροδόλφου Α΄ των Αψβούργων (1276–1282), ξεκινώντας μια δυναστεία που θα διαρκούσε επτά αιώνες και διακρίθηκε σταδιακά από τη γειτονική Βαυαρία, εντός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τον 15ο και στις αρχές του 16ου αιώνα παρατηρήθηκε σημαντική επέκταση των εδαφών των Αψβούργων μέσω της διπλωματίας και των γάμων για να συμπεριλάβουν την Ισπανία, την Ολλανδία και τμήματα της Ιταλίας. Αυτός ο επεκτατισμός, μαζί με τις γαλλικές φιλοδοξίες και την επακόλουθη αντιπαλότητα Αψβούργων-Γάλλων ή Βουρβόνων-Αψβούργων ήταν σημαντικοί παράγοντες που διαμόρφωσαν την ευρωπαϊκή ιστορία για περισσότερα από 200 χρόνια (1516-1756).

Με το Διάταγμα της Βορμς (Wormser Vertrag) της 28ης Απριλίου 1521 ο Αυτοκράτορας Κάρολος Ε' (Αρχιδούκας της Αυστρίας 1519-1521) διαίρεσε τη δυναστεία, παραχωρώντας τα κληρονομικά Αυστριακά εδάφη (Österreichische Länder) στον αδελφό του Φερδινάνδο Α' (1521) και ιδρύθηκαν οι πρώτες κεντρικές διοικητικές δομές. Το 1526 ο Φερδινάνδος επίσης κληρονόμησε τα βασίλεια της Βοημίας και της Ουγγαρίας μετά τη Μάχη του Μόχατς που διχοτόμησε το τελευταίο. Ωστόσο η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν τώρα ακριβώς δίπλα στα αυστριακά εδάφη. Ακόμη και μετά την ανεπιτυχή Πρώτη Πολιορκία της Βιέννης από τους Τούρκους το 1529 η οθωμανική απειλή παρέμεινε για ακόμη ενάμιση αιώνα. Υπήρξε μια μάχη όπου ο Χριστιανός Πολωνός βασιλιάς Γιαν Γ΄ Σομπιέσκι σταμάτησε τη μουσουλμανική επίθεση εναντίον των Χριστιανών και της πόλης της Βιέννης το 1683.

Ο 16ος αιώνας είδε επίσης την εξάπλωση της Μεταρρύθμισης. Μετά το 1600 περίπου η πολιτική των Αψβούργων για επανακαθολικοποίηση ή Καθολική Ανανέωση (Rekatholisierung) οδήγησε τελικά στον Τριακονταετή Πόλεμο (1618–1648). Αρχικά θρησκευτικός πόλεμος, ήταν επίσης ένας αγώνας για την εξουσία στην κεντρική Ευρώπη, ιδιαίτερα τη γαλλική αντίδρααη στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Τελικά η πίεση του αντιαψβουργικού συνασπισμού της Γαλλίας, της Σουηδίας και των περισσότερων προτεσταντικών γερμανικών κρατών περιόρισε την εξουσία τους στα εδάφη της Αυστρίας και της Τσεχίας το 1648.

Το 1683 οι Οθωμανικές δυνάμεις απωθήθηκαν από τη Βιέννη για δεύτερη φορά και τελικά, στον Μεγάλο Τουρκικό Πόλεμο (1683–1699), απωθήθηκαν και πέρα από το Βελιγράδι. Όταν η κύρια (ισπανική) γραμμή των Αψβούργων εξέλιπε το 1700, προκαλώντας τον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής (1701–1714) μεταξύ των Αψβούργων και του Βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄ της Γαλλίας. Στη συνέχεια η Αυστρία απέκτησε τον έλεγχο, μέσω της Συνθήκης της Ουτρέχτης του 1713, των Ισπανικών Κάτω Χωρών, της Νάπολης και της Λομβαρδίας.

Οι κατακτήσεις αυτές μαζί με εκείνες στα Βαλκάνια έδωσαν στην Αυστρία τη μεγαλύτερη εδαφική της έκταση μέχρι σήμερα. Το 1713 έγινε επίσης η Νομική Κύρωση, που σχεδιάστηκε για να αποτρέψει οποιαδήποτε περαιτέρω διαίρεση της επικράτειας. Αλλά όταν ο Κάρολος ΣΤ΄ (Αρχιδούκας 1711–1740) πέθανε και τον διαδέχθηκε η κόρη του Μαρία Θηρεσία (1740–1780), η αδυναμία της Αυστρίας οδήγησε στον Πόλεμο της Αυστριακής Διαδοχής (1740–1748) και στον Επταετή Πόλεμο (1756–1763). Στη συνέχεια η Αυστρία έχασε τη Σιλεσία από την Πρωσία. Η Αυστρία έχασε επίσης προηγούμενες κατακτήσεις από τους Οθωμανούς εκτός από το Μπανάτο του Τέμεσβαρ και τη Σίρμια στον Αυστρορωσοτουρκικό Πόλεμο, παρά το γεγονός ότι ήταν σύμμαχος με τη Ρωσία.

Αυτοί οι Σιλεσιανοί Πόλεμοι ξεκίνησαν μια μακροχρόνια ένταση μεταξύ της Αυστρίας και της Πρωσίας. Η Μαρία Θηρεσία ουσιαστικά βασίλεψε ως αυτοκράτειρα μέσω του συζύγου της Φραγκίσκου Στεφάνου της Λωρραίνης (π. 1765) και ίδρυσαν τη νέα δυναστεία των Αψβούργων-Λωρραίνης. Επί της βασιλείας της ξεκίνησαν εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις και, όταν πέθανε ο Φραγκίσκος το 1765, αυτές συνεχίστηκαν από τον γιο της Ιωσήφ Β' (Αυτοκράτορας 1765–1790, Αρχιδούκας 1780–1790). Ωστόσο ο διάδοχός του, ο αδελφός του Λεοπόλδος Β' (1790–1792), ήταν πολύ πιο συντηρητικός.

Ο επόμενος αυτοκράτορας, ο γιος του Φραγκίσκος Β' (1792-1835), βρέθηκε σε πόλεμο με τη Γαλλία κατά τους πολέμους του Πρώτου (1792-1797) και του Δεύτερου Συνασπισμού (1798-1802), το προοίμιο των Ναπολεόντειων Πολέμων (1803-1815), κατά τους οποίους η Αυστρία έχασε περαιτέρω εδάφη. Μετά από περαιτέρω απώλειες της Αυστρίας στον Πόλεμο του Γ΄ Συνασπισμού (1803–1806), το μέλλον της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων φαινόταν όλο και πιο αβέβαιο. Ο Ναπολέων είχε αυτοανακηρυχθεί Αυτοκράτορας της Γαλλίας τον Μάιο του 1804, ήταν απασχολημένος με την αναδιοργάνωση μεγάλου μέρους των εδαφών της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και φαινόταν ότι θα έπαιρνε και τον τίτλο του αυτοκράτορα, ως δεύτερος Καρλομάγνος. Ο Φραγκίσκος Β' απάντησε ανακηρύσσοντας την Αυτοκρατορία της Αυστρίας τον Αύγουστο και παίρνοντας τον νέο τίτλο του Αυτοκράτορα. Το 1806, έχοντας μέχρι τότε και τους δύο τίτλους, παραιτήθηκε από το αυτοκρατορικό στέμμα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, που πλέον έπαψε να υπάρχει.

Μετά το Συνέδριο της Βιέννης η Αυστρία εντάχθηκε στη Γερμανική Συνομοσπονδία μέχρι τον Αυστροπρωσικό Πόλεμο του 1866. Τον 19ο αιώνα τα εθνικιστικά κινήματα εντός της αυτοκρατορίας έγιναν όλο και εμφανέστερα και το γερμανικό στοιχείο εξασθενούσε ολοένα και περισσότερο, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των ιταλόφωνων εδαφών της Αυστρίας το κέρδισε το νέο Βασίλειο της Ιταλίας. Με την εκδίωξη της Αυστρίας από τη Γερμανική Συνομοσπονδία μετά την ήττα της από την Πρωσία στον πόλεμο το 1866, δημιουργήθηκε η Δυαδική Μοναρχία με την Ουγγαρία με τον Αυστροουγγρικό Συμβιβασμό του 1867. Αυτό πέτυχε να μειώσει αλλά όχι να άρει τις εθνικιστικές εντάσεις, καθώς άφησε δυσαρεστημένος κυρίως σλαβικούς λαούς και τους Ρουμάνους, δυσαρέσκεια που έμελλε να εκραγεί με τη δολοφονία το 1914 του διαδόχου του θρόνου της Αυστροουγγαρίας, Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σαράγεβο και την εν συνεχεία αλυσιδωτή αντίδραση που είχε ως αποτέλεσμα τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι απώλειες του πολέμου είχαν ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της αυτοκρατορίας και της δυναστείας το 1918.

Οι μη γερμανικές εθνότητες αποσχίστηκαν αφήνοντας τα σημερινά όρια της Αυστρίας ως Γερμανικής Αυστρίας, που ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη δημοκρατία. Η σοβαρή παγκόσμια οικονομική κρίση σε συνδυασμό με τις εγχώριες πολιτικές εντάσεις οδήγησαν σε εμφύλιες διαμάχες τον Φεβρουάριο του 1934, με το Σύνταγμα του Μαΐου του 1934 να οδηγεί σε ένα αυταρχικό συντεχνιακό κράτος. Μόλις δύο μήνες αργότερα οι Αυστριακοί Ναζί οργάνωσαν το πραξικόπημα του Ιουλίου, θέλοντας να προσαρτήσουν τη χώρα στη Ναζιστική Γερμανία, με αποτέλεσμα τη δολοφονία του καγκελαρίου Ένγκελμπερτ Ντόλφους. Ενώ το πραξικόπημα απέτυχε ο Αδόλφος Χίτλερ κατάφερε να προσαρτήσει την Αυστρία στις 12 Μαρτίου 1938 ως Ostmark, μέχρι το 1945. Η Αυστρία χωρίστηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη συνέχεια το 1955 έγινε το ανεξάρτητο κυρίαρχο κράτος (Δεύτερη Δημοκρατία) που υπάρχει σήμερα. Το 1995 η Αυστρία εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Προϊστορία και αρχαία ιστορία

Επεξεργασία

Παλαιολιθική

Επεξεργασία
 
Η Αφροδίτη του Βίλλεντορφ, π. 25.000 π.Χ. Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Βιέννης

Οι Άλπεις ήταν απρόσιτες κατά την Εποχή των Παγετώνων, επομένως η ανθρώπινη κατοίκηση χρονολογείται όχι νωρίτερα από τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο, κατά την εποχή των Νεάντερταλ. Τα παλαιότερα ίχνη ανθρώπινης κατοίκησης στην Αυστρία, πριν από περισσότερα από 250.000 χρόνια, βρέθηκαν στο σπήλαιο Ρέπολουστ στο Μπαντλ, κοντά στο Πέγκαου στον νομό Γκρατς-Ούμγκεμπουνγκ της Στυρίας. Αυτά περιλαμβάνουν λίθινα εργαλεία και οστέινα εργαλεία και θραύσματα αγγείων μαζί με υπολείμματα θηλαστικών. Στο σπήλαιο Γκούντενους στη βορειοδυτική Κάτω Αυστρία βρέθηκαν αντικείμενα 70.000 ετών περίπου.

Τα κατάλοιπα της Ανώτερης Παλαιολιθικής είναι περισσότερα στην Κάτω Αυστρία. Τα πιο γνωστά βρίσκονται στην περιοχή Βαχάου, συμπεριλαμβανομένων των τοποθεσιών με τα δύο παλαιότερα έργα τέχνης στην Αυστρία. Αυτές είναι εικονιστικές αναπαραστάσεις γυναικών, η Αφροδίτη του Γκάλγκενμπεργκ που βρέθηκε κοντά στο Στράτσινγκ και πιστεύεται ότι είναι 32.000 ετών και η γειτονική της Αφροδίτη του Βίλλεντορφ (26.000 ετών), που βρέθηκε στο Βίλλεντορφ, κοντά στο Κρεμς αν ντερ Ντόναου. Το 2005 στην ίδια περιοχή ανακαλύφθηκε ένας διπλός τόπος ταφής βρεφών στο Κρεμς-Βάχτμπεργκ, που χρονολογείται από τον Πολιτισμό της Λα Γκραβέτ, (27.000 ετών), τον παλαιότερο τάφο που έχει βρεθεί στην Αυστρία μέχρι σήμερα.[15][16]

Μεσολιθική

Επεξεργασία

Τα μεσολιθικά κατάλοιπα περιλαμβάνουν σπήλαια-καταφύγια στη Λίμνη της Κωνσταντίας και την Κοιλάδα του Ρήνου των Άλπεων, ένα τόπο ταφής στο Ελσμπετεν και μερικές άλλες τοποθεσίες με μικρολιθικά αντικείμενα που δείχνουν τη μετάβαση από τη ζωή ως κυνηγών-τροφοσυλλεκτών και μόνιμους αγρότες και κτηνοτρόφους.

Νεολιθική

Επεξεργασία

Κατά τη Νεολιθική εποχή εποικίστηκαν οι περισσότερες από εκείνες τις περιοχές της Αυστρίας που ήταν δεκτικές στη γεωργία και αποτελούσαν πηγές πρώτων υλών. Τα κατάλοιπα περιλαμβάνουν εκείνα του πολιτισμού της γραμμικής ταινιωτής κεραμικής, ενός από τους πρώτους αγροτικούς πολιτισμούς στην Ευρώπη. Ο πρώτος καταγεγραμμένος αγροτικός οικισμός από αυτή την περίοδο ήταν στο Μπρουν αμ Γκέμπιργκε στο Μέντλινγκ. Το πρώτο βιομηχανικό μνημείο της Αυστρίας, το ορυχείο πυριτόλιθου στο Μάουερ-Αντονσέχε στη συνοικία Μάουερ του νότιου διαμερίματος Λίζινγκ της Βιέννης χρονολογείται από αυτή την περίοδο. Στον Πολιτισμό Λένγκιελ, που ακολούθησε τη Γραμμική ταινιωτή κεραμική στην Κάτω Αυστρία, κατασκευάστηκαν κυκλικές τάφροι.

Χαλκολιθική περίοδος
Επεξεργασία

Ίχνη της Χαλκολιθικής Εποχής στην Αυστρία εντοπίστηκαν στον θησαυρό της Λεκάνης των Καρπαθίων στο Στόλχοφ, στο Χόχε Βαντ της Κάτω Αυστρίας. Οικισμοί σε κορυφές λόφων αυτής της εποχής είναι συνηθισμένοι στην ανατολική Αυστρία. Την περίοδο αυτή οι κάτοικοι αναζήτησαν και εκμεταλλεύτηκαν πρώτες ύλες στις περιοχές των κεντρικών Αλπεων. Το πιο σημαντικό εύρημα θεωρείται ο Άνθρωπος των πάγων Ότσι, μια καλοδιατηρημένη μούμια ενός παγωμένου ανθρώπου στις Άλπεις που χρονολογείται περίπου από το 3.300 π.Χ., αν και αυτά τα ευρήματα βρίσκονται τώρα στην Ιταλία, στα αυστριακά σύνορα. Ενας άλλος πολιτισμός είναι η Ομάδα Μόντζεε, που αντιπροσωπεύεται από καλύβες σε πασσάλους στις λίμνες των Άλπεων.

Η Εποχή του Χαλκού

Επεξεργασία

Με την αρχή της Εποχής του Χαλκού εμφανίστηκαν οχυρώσεις που προστάτευαν τα εμπορικά κέντρα εξόρυξης, επεξεργασίας και εμπορίου χαλκού και κασσίτερου. Αυτός ο ακμάζων πολιτισμός αντανακλάται στα επιτύμβια αντικείμενα, όπως στο Πίτεν, στο Νούσντορφ ομπ ντερ Τράιζεν της Κάτω Αυστρίας. Στην ύστερη Εποχή του Χαλκού εμφανίστηκε ο Πολιτισμός του Ούρνφιλντ, στον οποίο ξεκίνησε η εξόρυξη αλατιού στα βόρεια αλατωρυχεία του Χάλστατ.

Η Εποχή του Σιδήρου

Επεξεργασία
 
Δερμάτινο παπούτσι του Πολιτισμού του Χάλστατ, 800–400 π.Χ.
 
Οι πολιτισμοί Χάλστατ (800 π.Χ.: σκούρο κίτρινο· 500 π.Χ.: ανοιχτό κίτρινο) και Λα Τεν (450 π.Χ.: σκούρο πράσινο· 50 π.Χ. ανοιχτό πράσινο)

Η Εποχή του Σιδήρου στην Αυστρία αντιπροσωπεύεται από τον Πολιτισμό Χάλστατ, που διαδέχθηκε τον Πολιτισμό Ούρνφιλντ, επηρεασμενος από τους μεσογειακούς πολιτισμούς και τους λαούς της Στέπας. Αυτός σταδιακά μετατράπηκε στον Κελτικό Πολιτισμό Λα Τεν.

Ο πολιτισμός της πρώιμης εποχής του σιδήρου πήρε το όνομά του από το Χάλστατ, σημείο αναφοράς του στην Άνω Αυστρία. Ο πολιτισμός συχνά περιγράφεται σε δύο ζώνες, δυτική και ανατολική, μέσα από τις οποίες κυλούν οι ποταμοί Ενς, Υμπς και Ινν. Η περιοχή του Δυτικού Χάλστατ βρισκόταν σε επαφή με τις ελληνικές αποικίες στις ακτές της Λιγυρίας. Στις Άλπεις διατηρούσε επαφές με τους Ετρούσκους και τις ελληνικές αποικίες της Ιταλίας. Το Ανατολικό είχε στενούς δεσμούς με τους Λαούς της Στέπας που είχαν περάσει πάνω στη λεκάνη των Καρπαθίων από τις νότιες ρωσικές στέπες.

Ο πληθυσμός του Χάλστατ αντλούσε τον πλούτο του από την οικονομία του αλατιού. Σε νεκροταφείο του ανακαλύφθηκαν εισαγόμενα είδη πολυτελείας με προέλευση από τη Βόρεια και τη Βαλτική Θάλασσα μέχρι την Αφρική. Τα παλαιότερα στοιχεία μιας αυστριακής βιομηχανίας κρασιού ανακαλύφθηκαν στο Ζάγκερσντορφ του Μπούργκενλαντ σε ένα ταφικό τύμβο. Το Άρμα του Στρέττβεγκερ στη Στυρία είναι απόδειξη της θρησκευτικής ζωής της εποχής.

Στην ύστερη Εποχή του Σιδήρου εξαπλώθηκε στην Αυστρία ο Κελτικός πολιτισμός Λα Τεν. Αυτός ο πολιτισμός μας έδωσε τα πρώτα καταγεγραμμένα τοπικά ονόματα φυλών (Ταυρίσκοι, Αμβιδραύοι, Αμβισόντες) και τοπωνύμια. Από αυτόν προέκυψε το Νόρικουμ (2ος αιώνας έως περίπου 15 π.Χ.) - μια συνομοσπονδία κελτικών φυλών των Αλπεων (παραδοσιακά δώδεκα) υπό την ηγεσία των Νορίκων. Περιοριζόταν στη σημερινή νότια και ανατολική Αυστρία και μέρος της Σλοβενίας. Η Δύση εποικίστηκε από τους Ραίτιους.

Το Ντύρνμπεργκ και το Χάλαϊν (Σάλτσμπουργκ) ήταν κελτικοί οικισμοί του αλατιού. Στην ανατολική Στυρία και στο Μπούργκενλαντ (π.χ. Ομπερπούλεντορφ) εξορυσσόταν και υφίστατο επεξεργασία σιδηρομετάλλευμα υψηλής ποιότητας και στη συνέχεια εξαγόταν στους Ρωμαίους ως ferrum noricum (Νορικός χάλυβας). Αυτό οδήγησε στη δημιουργία ενός ρωμαϊκού εμπορικού σταθμού στο Μάγκνταλενσμπεργκ στις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ., που αργότερα αντικαταστάθηκε από τη ρωμαϊκή πόλη Βίρουμουμ. Οχυρωμένοι οικισμοί στην κορυφή λόφων (Oppidum), π.χ. το Κουλμ (ανατολική Στυρία), το Ιντουνουμ (σημ. Φίλλαχ), το Μπουργκ (Σβάρτσενμπαχ) και το Μπράουνσμπεργκ (Χάινμπουργκ), ήταν κέντρα δημόσιας ζωής. Μερικές πόλεις όπως το Λιντς (Λέντος) χρονολογούνται επίσης από αυτήν την περίοδο.

Ρωμαϊκή εποχή

Επεξεργασία
 
Η επαρχία Νόρικουμ τονισμένη εντός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Παρόλο που το Νόρικουμ και η Ρώμη ήταν ενεργοί εμπορικοί εταίροι και είχαν σχηματίσει στρατιωτικές συμμαχίες, γύρω στο 15 π.Χ. η πλειονότητα αυτού που σήμερα γνωρίζουμε ως Αυστρία προσαρτήθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ξεκινώντας τα 500 χρόνια της λεγόμενης "Austria Romana" (όπως ήταν γνωστή τον 19ο αιώνα). Το Νόρικουμ έγινε επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Επί της βασιλείας του Αυτοκράτορα Κλαυδίου (41–54 μ.Χ.) η ρωμαϊκή επαρχία του Νόρικουμ είχε ως όριά της στα βόρεια τον Δούναβη, στα βορειοανατολικά τα δάση της Βιέννης και στα ανατολικά περίπου τα σημερινά ανατολικά σύνορα της Στυρίας. ενώ στα νοτιοανατολικά και νότια οριοθετούνταν από τους ποταμούς Αιζακ και Δράβο. Αργότερα, επί Διοκλητιανού (284–305), η επαρχία χωρίστηκε κατά μήκος της κύριας κορυφογραμμής των Άλπεων σε μια βόρεια (Noricum ripense) και μια νότια (Noricum Mediterraneum). Μετά τον Τσίλλερ στα δυτικά, που αντιστοιχεί στις σημερινές επαρχίες Φόραρλμπεργκ και Τιρόλο, βρισκόταν η επαρχία Ραιτία, που ενσωμάτωσε την προηγούμενη επικράτεια της Βιντελίσια. Στα ανατολικά βρισκόταν η Παννονία, συμπεριλαμβανομένου του σημερινού Μπούργκενλαντ. Στα νότια ήταν η περιοχή 10 Venetia et Histria.[17] Ο ποταμός Δούναβης σχημάτισε τα Δουνάβια όρια (limes Danubii), μια αμυντική γραμμή που χώριζε την Άνω και την Κάτω Αυστρία από τα Γερμανικά φύλα των Μαρκομάνων και των Κουάδων.

Οι Ρωμαίοι έχτισαν πολλές πόλεις που σώζονται μέχρι σήμερα. Μεταξύ αυτών τη Vindobona (Βιέννη), το Juvavum (Σάλτσμπουργκ), το Valdidena (Ίνσμπρουκ) και το Brigantium (Μπρέγκεντς).[18] Άλλες σημαντικές πόλεις ήταν το Virunum (βόρεια του σύγχρονου Κλάγκενφουρτ), η Teurnia (κοντά στο Σπίταλ) και το Λαουριάκουμ (Ενς). Σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι της ρωμαϊκής περιόδου είναι το Κλάινκλαϊν (Στυρία) και το Τσόλφελντ Zollfeld (Μαγκντάλενσμπεργκ).

Ο Χριστιανισμός εμφανίστηκε στην Αυστρία τον 2ο αιώνα μ.Χ., δημιουργώντας την εκκλησιαστική οργάνωση που μπορεί να αναχθεί στον 4ο αιώνα μ.Χ. Μετά την άφιξη των Βαϊουβάρων η Αυστρία έγινε αντικείμενο ιεραποστολικών προσπαθειών, όπως του Ρούπερτ και του Βιργίλιου της Ιβερνοσκωτικής αποστολής.

Περίοδος των Μεταναστεύσεων

Επεξεργασία
 
Δρόμοι των Βαρβαρικών εισβολών, 100–500 μ.Χ.

.

Πρώτη φάση: Γότθοι, 300–500 μ.Χ
Επεξεργασία

Οι Μεγάλες μεταναστεύσεις (Völkerwanderung) σφράγισαν την παρακμή της ρωμαϊκής εξουσίας στην Αυστρία. Στην πρώτη φάση (300–500 μ.Χ.) η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία παρενοχλείτο όλο και περισσότερο από γερμανικές φυλές από τον 5ο αιώνα, συμπεριλαμβανομένων Γότθων και Βανδάλων. Καθώς ο ιστός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατέρρεε η ικανότητα της Ραιτίας, του Νόρικουμ και της Παννονίας να αμυνθούν γινόταν όλο και πιο προβληματική. Το Ραδαγάισος κατέλαβε μέρος της χώρας το 405. Μετά από αρκετές επιδρομές στην Ιταλία έφτασαν οι Βησιγότθοι το 408 υπό τον Αλάριχο Α'.[19]

Όπως περιγράφεται από τον Ζώσιμο ο Αλάριχος ξεκίνησε από την Ήμονα (σημερινή Λιουμπλιάνα) που βρισκόταν μεταξύ της Άνω Παννονίας και του Νόρικουμ, πάνω από τις Καρνικές Αλπεις, φτάνοντας στο Βίρινουμ του Νόρικουμ, όπως είχε συμφωνήσει με τον Ρωμαίο στρατηγό Στιλίχωνα, μετά από πολλές αψιμαχίες μεταξύ τους. Ο Αλάριχος δωροδοκήθηκε με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για τη διατήρηση της ειρήνης από τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο, με την προτροπή του Στιλίχωνα. Από εκεί κατεύθυνε τις επιχειρήσεις του εναντίον της Ιταλίας, απαιτώντας το Νόρικουμ μεταξύ άλλων εδαφών και λεηλατώντας τελικά τη Ρώμη το 410, αλλά πέθανε επιστρέφοντας την ίδια χρονιά.[20]

Οι Βησιγότθοι τελικά προχώρησαν, επιτρέποντας μια σύντομη περίοδο σταθερότητας εκτός από τις εγχώριες αναταραχές το 431. Το 451 ξεχύθηκαν στη χώρα οι Ούννοι και το 433 η Παννονία εκκενώθηκε λόγω των επιθέσεών τους. Ο θάνατος του Αττίλα το 453 επέτρεψε στους Οστρογότθους να διαλύσουν την αυτοκρατορία των Ούννων. Πολλές φυλές, μέχρι τότε υπό τους Ούνους, τώρα άρχισαν να εγκαθίστανται κατά μήκος της λεκάνης του Δούναβη και να διεκδικούν την ανεξαρτησία τους. Μεταξύ αυτών ήταν οι Ρογοί, που σχημάτισαν το δικό τους κράτος (Ρογιλάνδη) πέρα από τον Δούναβη και άρχισαν να επιβάλλουν τη θέλησή τους στο Νόρικουμ.

Το 472 Οστρογότθοι και Αλαμαννοί εισέβαλαν στην περιοχή αλλά δεν την υπέταξαν. Ακόμη και όταν ο Οδόακρος είχε ανατρέψει τον τελευταίο Δυτικό Ρωμαίο Αυτοκράτορα το 476, παρέμεναν υπολείμματα της ρωμαϊκής διοίκησης στις επαρχίες πριν από την τελική κατάρρευση της Ύστερης Αρχαιότητας σε αυτή την περιοχή. Το Νόρικουμ εγκαταλείφθηκε τελικά το 488,[21] ενώ η Ραιτία εγκαταλείφθηκε από τους Ρωμαίους στους Αλαμάννους.

Σε εγκαταλελειμμένες και κατεστραμμένες πόλεις και κτίρια επικράτησε σιγά σιγά χάος κατά τον 4ο και τον 5ο αιώνα. Το 493 η περιοχή ανήκε βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχου και δεν υπήρξε άλλη ρωμαϊκή επιρροή. Η κατάρρευση της Οστρογοτθικής αυτοκρατορίας ξεκίνησε με τον θάνατό του το 526.

Δεύτερη φάση : Σλάβοι και Βαϊουβάροι, 500-700 μ.Χ.
Επεξεργασία

Κατά τη δεύτερη φάση των Μεγάλων μεταναστεύσεων (500–700 μ.Χ.) οι Λογγοβάρδοι (Λομβαρδοί) έκαναν μια σύντομη εμφάνιση στις βόρειες και ανατολικές περιοχές γύρω στο 500 μ.Χ., αλλά απωθήθηκαν νότια στη βόρεια Ιταλία από τους Άβαρους το 567. Οι Άβαροι και οι υποτελείς τους Σλάβοι είχαν εγκατασταθεί από τη Βαλτική Θάλασσα μέχρι τα Βαλκάνια.[22] Οταν οι Άβαροι υπέστησαν αποτυχίες στα ανατολικά το 626 οι Σλάβοι επαναστάτησαν, δημιουργώντας δικά τους κράτη. Οι Σλάβοι των Αλπεων (Καραντανοί) εξέλεξαν ως κόμη τους ένα Βαυαρό, τον Οδιλο, και αντιστάθηκαν επιτυχώς στην περαιτέρω υποταγή τους στους Αβάρους.

Η σλαβική φυλή των Καραντανών μετανάστευσε δυτικά κατά μήκος του Δράβου στις Ανατολικές Άλπεις στον απόηχο της επέκτασης των Αβάρων επικυρίαρχών τους κατά τον 7ο αιώνα, αναμεμειγμένη με τον κελτορωμαϊκό πληθυσμό και ίδρυσε το βασίλειο της Καραντανίας (αργότερα Καρινθία), που κάλυπτε μεγάλο μέρος της ανατολικής και κεντρικής Αυστρίας και ήταν το πρώτο ανεξάρτητο σλαβικό κράτος στην Ευρώπη, με κέντρο το Τσόλφελντ. Μαζί με τον αυτόχθονα πληθυσμό μπόρεσαν να αντισταθούν στην περαιτέρω εισβολή των γειτονικών Φράγκων και Αβάρων στις νοτιοανατολικές Άλπεις.

Στο μεταξύ η γερμανική φυλή των Βαϊουβάρων (Βαυαρών), υποτελών των Φράγκων, είχε αναπτυχθεί τον 5ο και 6ο αιώνα στα δυτικά της χώρας και στη σημερινή Βαυαρία, ενώ στο σημερινό Φόραρλμπεργκ είχαν εγκατασταθεί οι Αλαμαννοί. Στις βόρειες Άλπεις οι Βαυαροί είχαν εγκατασταθεί ως δουκάτο περί το 550 μ.Χ., υπό την κυριαρχία των Αγιλολφιδών μέχρι το 788 ως ανατολική προφυλακή της Φραγκικής Αυτοκρατορίας. Εκείνη την εποχή τα εδάφη που κατείχαν οι Βαυαροί εκτείνονταν νότια μέχρι το σημερινό Νότιο Τιρόλο και ανατολικά μέχρι τον ποταμό Ενς. Το διοικητικό κέντρο ήταν στο Ρέγκενσμπουργκ. Αυτές οι ομάδες αναμείχθηκαν με τον ραιτορωμανικό πληθυσμό και τον απώθησαν στα βουνά κατά μήκος της Κοιλάδας Πούστερ.[23]

Στα νότια της σημερινής Αυστρίας οι σλαβικές φυλές είχαν εγκατασταθεί στις κοιλάδες του Δράβου, του Μουρ και του Σάβου το 600 μ.Χ. Η μετανάστευση των Σλάβων προς τα δυτικά σταμάτησε την περαιτέρω εκείνη των Βαυαρών προς τα ανατολικά το 610. Η περαιτέρω δυτική επέκτασή τους επιτεύχθηκε το 650 στην Κοιλάδα Πούστερ (Pustertal), αλλά σταδιακά υποχώρησε στον Ποταμό Ενς το 780.[22] Το όριο εγκατάστασης μεταξύ Σλάβων και Βαυαρών αντιστοιχεί περίπου σε μια γραμμή από το Φράισταντ μέσω του Λιντς και του Σάλτσμπουργκ (Λουνγκάου), στο Ανατολικό Τιρόλο (Λέζαχταλ), με τους Άβαρους και τους Σλάβους να καταλαμβάνουν την ανατολική Αυστρία και τη σημερινή Βοημία.

Η Καραντανία, υπό την πίεση των Αβάρων, έγινε κράτος υποτελές της Βαυαρίας το 745 και αργότερα ενσωματώθηκε στην Αυτοκρατορία των Καρολιδών, αρχικά ως φυλετικό μαργραβάτο υπό τους Σλάβους δούκες και, μετά την αποτυχημένη εξέγερση του Λιούντεβιτ Ποσάφσκι στις αρχές του 9ου αιώνα, υπό ευγενείς διορισμένους από τους Φράγκους. Κατά τους επόμενους αιώνες Βαυαροί άποικοι κατέβηκαν τον Δούναβη και ανέβηκαν στις Άλπεις, μια διαδικασία μέσω της οποίας η Αυστρία επρόκειτο να γίνει η κυρίως γερμανόφωνη χώρα που είναι σήμερα. Μόνο στη νότια Καρινθία, ο σλαβικός πληθυσμός διατήρησε τη γλώσσα και την ταυτότητά του μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν μια διαδικασία αφομοίωσης μείωσε τον αριθμό τους σε μια μικρή μειοψηφία.

Μεσαίωνας

Επεξεργασία

Πρώιμος Μεσαίωνας: Δουκάτο της Βαυαρίας (8ος–10ος αι.)

Επεξεργασία
 
Αβαρική Μαρκία στην ανατολική Βαυαρία μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Ντράβα
  Φραγκική Αυστρασία το 774
  Λομβαρδικά και Βαυαρικά εδάφη που ενσωματώθηκαν από τον Καρλομάγνο 788
  Εξαρτήσεις
 
Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τον 10ο αιώνα με τις Βαυαρικές μαρκίες, περιλαμβανομένης της Καρινθίας.

Η σχέση της Βαυαρίας με τους Φράγκους ποίκιλε, επιτυγχάνοντας προσωρινή ανεξαρτησία μέχρι το 717 μ.Χ. για να υποταχθεί στον Κάρολο Μαρτέλο. Τελικά ο Καρλομάγνος (Αυτοκράτορας 800–814) καθαίρεσε τον τελευταίο δούκα των Αγιλολφιδών Τάσιλο Γ΄ αναλαμβάνοντας τον άμεσο έλεγχο των Καρολιδών το 788 μ.Χ., με μη κληρονομικούς Βαυαρούς βασιλιάδες. Ο Καρλομάγνος οδήγησε στη συνέχεια τους Φράγκους και τους Βαυαρούς εναντίον των ανατολικών Αβάρων το 791, έτσι ώστε το 803 είχαν απωθηθεί στα ανατολικά των ποταμών Φίσα και Λέιτα.[22] Αυτές οι κατακτήσεις επέτρεψαν την εγκαθίδρυση ενός συστήματος αμυντικών μαρκιών (στρατιωτικών παραμεθόριων) από τον Δούναβη μέχρι την Αδριατική.[24] Περί το 800 μ.Χ. το Österreich, το «Βασίλειο της Ανατολής», είχε ενωθεί με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.[18]

Μια από τις ανατολικές μαρκίες ήταν η Αβαρική (Awarenmark), που αντιστοιχούσε περίπου στη σημερινή Κάτω Αυστρία, που συνορεύει με τους ποταμούς Ενς, Ράαμπ και Δράβο, ενώ στα νότια βρισκόταν η Μαρκία της Καρινθίας, αναφερόμενες και οι δύο συλλογικά ως Marcha orientalis (Ανατολική Μαρκία), περιφέρεια του Δουκάτου της Βαυαρίας. Το 805 οι Άβαροι, με την άδεια του Καρλομάγνου και με επικεφαλής τον Χαγάνο τους, εγκαταστάθηκαν νοτιοανατολικά από τη Βιέννη.[25]

Μια νέα απειλή εμφανίστηκε το 862, οι Ούγγροι, ακολουθώντας το φαινόμενο του εκτοπισμού από ανώτερες δυνάμεις από πιο ανατολικές περιοχές. Το 896 οι Ούγγροι ήταν πλέον παρόντες σε μεγάλους αριθμούς στην Ουγγρική Πεδιάδα από την οποία έκαναν επιδρομές στις Φραγκικές περιοχές. Νίκησαν τους Μοραβούς και το 907 τους Βαυαρούς στη Μάχη του Πρέσμπουργκ και το 909 είχαν κατακλύσει τις μαρκίες, αναγκάζοντας τους Φράγκους και τους Βαυαρούς να επιστρέψουν στον ποταμό Ενς.[24]

Η Βαυαρία έγινε Μαργραβάτο υπό τον Ενγκελντέο (890–895) και επανιδρύθηκε ως Δουκάτο υπό τον Αρνούλφο τον Κακό (907–937), που την ένωσε με το Δουκάτο της Καρινθίας, καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος των ανατολικών Άλπεων. Αυτό όμως αποδείχθηκε βραχύβιο. Ο γιος του Έμπερχαρντ (937–938) βρέθηκε σε σύγκρουση με τον Γερμανό Βασιλιά Όθωνα Α' (Όθων ο Μέγας) που τον καθαίρεσε. Επόμενος Δούκας ήταν ο Ερρίκος Α' (947–955), αδελφός του Όθωνα. Το 955 ο Όθωνας κατάφερε να αναχαιτίσει τους Ούγγρους στη Μάχη του Λέχφελντ, ξεκινώντας μια αργή ανακατάκτηση των ανατολικών εδαφών, συμπεριλαμβανομένων της Ίστριας και της Καρνιόλας.

Επί της βασιλείας του γιου του Ερρίκου, Ερρίκου Β΄ (του Εριστικού) (955–976) ο Όθωνας έγινε ο πρώτος Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (962) και η Βαυαρία έγινε δουκάτο της. Ο Όθωνας Α' επανίδρυσε την ανατολική μαρκία και τον διαδέχθηκε ο Όθων Β΄ το 967 και ήρθε σε σύγκρουση με τον Ερρίκο τον οποίο καθαίρεσε, αναδιοργανώνοντας τα δουκάτα της αυτοκρατορίας του.

Ο Όθωνας περιόρισε σημαντικά τη Βαυαρία, αποκαθιστώντας την Καρινθία στα νότια. Στα ανατολικά ίδρυσε μια νέα Βαυαρική Ανατολική Μαρκία, στη συνέχεια γνωστή ως Αυστρία, υπό τον Λεοπόλδο (Luitpold), κόμη του Μπάμπενμπεργκ το 976. Ο Λεοπόλδος Α΄, επίσης γνωστός ως Λεοπόλδος ο Επιφανής (Luitpold der Erlauchte), κυβέρνησε την Αυστρία από το 976 έως το 994.

Αυστρία των Μπάμπενμπεργκ (976–1246)

Επεξεργασία
 
Δουκάτο της Βαυαρίας το 976 μ.Χ.
Μαργραβάτο (976–1156)
Επεξεργασία
 
Η Ostarrîchi σε έγγραφο από την εποχή του Όθωνα Γ'.
 
Το Δουκάτο της Βαυαρίας (Μπαγιοβάρια), το Μαργραβάτο της Ostarrîchi και το Δουκάτο της Καραντανίας π. 1000 μ.Χ.

Οι μαρκίες εποπτεύονταν από έναν κόμη ή ένα δούκα διορισμένο από τον αυτοκράτορα. Αυτοί οι όροι είχαν πολύ διαφορετικές έννοιες στον Πρώιμο Μεσαίωνα. Στις λομβαρδόφωνες χώρες ο τίτλος τελικά κατέληξε στο μαργράβος (γερμανικά: markgraf), δηλαδή "κόμης της μαρκίας".

Η πρώτη καταγεγραμμένη περίπτωση του ονόματος «Αυστρία» εμφανίστηκε το 996 σε ένα έγγραφο του βασιλιά Όθωνα Γ' γραμμένο ως Ostarrîchi, αναφερόμενο στην επικράτεια της Μαρκίας των Μπάμπενμπεργκ. Επιπλέον για πολύ καιρό χρησιμοποιήθηκε ο τύπος Osterlant (Ostland ή «Ανατολική Χώρα»), με τους κατοίκους να αναφέρονται ως Ostermann ή Osterfrau. Το εκλατινισμένο όνομα Αυστρία που εφαρμόστηκε για αυτή την περιοχή εμφανίζεται στα γραπτά του 12ου αιώνα την εποχή του Λεοπόλδου Γ' (1095-1136). (συγκρίνετε την Αυστρασία ως το όνομα του βορειοανατολικού τμήματος της Φραγκικής Αυτοκρατορίας). Ο όρος Ostmark δεν είναι ιστορικά επιβεβαιωμένος και φαίνεται να είναι μια μετάφραση του marchia orientalis που εμφανίστηκε πολύ αργότερα.

Οι Μπάμπενμπεργκ ακολούθησαν μια πολιτική εποικισμού της χώρας, καθαρίζοντας τα δάση και ιδρύοντας πόλεις και μοναστήρια. Κυβέρνησαν τη Μαρκία αρχικά από το Πέχλαρν και αργότερα από το Μελκ, επεκτείνοντας συνεχώς την επικράτεια προς τα ανατολικά κατά μήκος της κοιλάδας του Δούναβη, φτάνοντας 1002 στη Βιέννη. Η επέκταση προς τα ανατολικά σταμάτησε τελικά από τους πρόσφατα εκχριστιανισμένους Ούγγρους το 1030, όταν ο Βασιλιάς Στέφανος (1001–1038) της Ουγγαρίας νίκησε τον Αυτοκράτορα Κορράδο Β΄ (1024–1039) στη Βιέννη.

Επιτέλους είχε δημιουργηθεί μια επικράτεια «πυρήνας». Η χώρα περιείχε τα απομεινάρια πολλών προγενέστερων πολιτισμών, αλλά κυριαρχούσαν οι Βαυαροί, εκτός από την περιοχή της Λίμνης Κωνσταντίας στα δυτικά, που κατείχαν οι Αλαμαννοί (Φόραρλμπεργκ). Οι θύλακες του κελτορομανικού πληθυσμού (Walchen ή Welsche) διατηρήθηκαν, όπως γύρω από το Σάλτσμπουργκ, και τα ρωμαϊκά τοπωνύμια, όπως το Juvavum (Σάλτσμπουργκ). Επιπλέον αυτός ο πληθυσμός ξεχώριζε για τον Χριστιανισμό και τη γλώσσα του, μια λατινική διάλεκτο (Ρομανσική). Το Σάλτσμπουργκ ήταν ήδη επισκοπή (739) και το 798 αρχιεπισκοπή.

Αν και τα Γερμανικά Βαυαρικά αντικαθιστούσαν σταθερά τη Ρομανσική ως κύρια γλώσσα, οι Βαυαροί υιοθέτησαν πολλά ρωμαϊκά έθιμα και εκχριστιανίζονταν όλο και περισσότερο. Ομοίως στα ανατολικά τα Γερμανικά αντικατέστησαν τη Σλαβική γλώσσα. Οι Μαρκίες των γειτόνων της Αυστρίας ήταν το Δουκάτο της Βαυαρίας στα δυτικά, τα Βασίλεια της Βοημίας και της Πολωνίας στα βόρεια, το Βασίλειο της Ουγγαρίας στα ανατολικά και το Δουκάτο της Καρινθίας στα νότια. Σε αυτό το περιβάλλον, η Αυστρία, που εξακολουθούσαι να υπόκειται στη Βαυαρία, ήταν ένας σχετικά μικρός παίκτης.

Οι Μαργράβοι των Μπάμπενμπεργκ έλεγχαν πολύ λίγο τη σημερινή Αυστρία. Το Σάλτσμπουργκ, ιστορικά τμήμα της Βαυαρίας, έγινε εκκλησιαστική επικράτεια, ενώ η Στυρία ανήκε στο Δουκάτο της Καρινθίας. Οι Μπάμπενμπεργκ είχαν σχετικά μικρές κτήσεις, καθώς όχι μόνο το Σάλτσμπουργκ αλλά και τα εδάφη της Επισκοπής του Πασάου βρίσκονταν στα χέρια της εκκλησίας και οι ευγενείς έλεγχαν μεγάλο μέρος των υπολοίπων. Ωστόσο ξεκίνησαν ένα πρόγραμμα εδραίωσης της βάσης της εξουσίας τους. Μια τέτοια μέθοδος ήταν η πρόσληψη ατόμων όπως της οικογένειας Kuenringern ως Ministerialis, στους οποίους ανέθεταν σημαντικά στρατιωτικά και διοικητικά καθήκοντα.[26] Επέζησαν ως δυναστεία χάρη στην καλή τύχη και την ικανότητα στην πολιτική για την εξουσία, σε εκείνη την εποχή που κυριαρχούσε η συνεχής πάλη μεταξύ αυτοκράτορα και παπισμού.

Ο δρόμος δεν ήταν πάντα εύκολος. Ο πέμπτος μαργράβος, Λεοπόλδος Β' «Ο Δίκαιος» (Luitpold der Schöne) (1075-1095) καθαιρέθηκε προσωρινά από τον Αυτοκράτορα Ερρίκο Δ΄ (1084-1105) όταν βρέθηκε στη λάθος πλευρά της Έριδας της Περιβολής. Ωστόσο ο γιος του Λεοπόλδου Λεοπόλδος Γ΄ Ο Καλός (Luitpold der Heilige) (1095-1136) υποστήριξε τον επαναστάτη γιο του Ερρίκου Ερρίκο Ε' (1111-1125), συνέβαλε στη νίκη του και ανταμείφθηκε με το χέρι της αδερφής του Ερρίκου Αγνή του Βάιμπλινγκεν το 1106, συμμαχώντας έτσι με την Αυτοκρατορική οικογένεια. Στη συνέχεια ο Λεοπόλδος επικεντρώθηκε στην ειρήνευση των ευγενών. Τα μοναστηριακά του ιδρύματα, ιδιαίτερα το Κλοστερνόιμπουργκ και το Χαϊλίγκενκρόιτς, οδήγησαν στη μεταθανάτια αγιοποίηση του το 1458 και έγινε ο προστάτης άγιος της Αυστρίας. [27]

Ένωση με τη Βαυαρία 1139
Επεξεργασία

Τον Λεοπόλδο Γ' διαδέχθηκε ο γιος του Λεοπόλδος Δ' «Ο γενναιόδωρος» (Luitpold der Freigiebige) (1137–1141). Ο Λεοπόλδος ενίσχυσε περαιτέρω το καθεστώς της Αυστρίας με το να γίνει επίσης Δούκας της Βαυαρίας το 1139, όπως ο Λεοπόλδος Α'. Η ίδια η Βαυαρία βρισκόταν στα χέρια της δυναστείας των Γουέλφων, που αντιμάχονταν τους Χοενστάουφεν. Οι τελευταίοι ανέβηκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο το 1138 στο πρόσωπο του Κορράδου Γ΄ (1138–1152). ο Δούκας της Βαυαρίας Ερρίκος ο Υπερήφανος ήταν ο ίδιος υποψήφιος για το αυτοκρατορικό στέμμα και αμφισβήτησε την εκλογή του Κορράδου και στη συνέχεια στερήθηκε το Δουκάτο, που δόθηκε στον Λεοπόλδο Δ'. Όταν πέθανε ο Λεοπόλδος, τα εδάφη του κληρονόμησε ο αδελφός του Ερρίκος Β΄ (Heinrich Jasomirgott) (1141–1177).

Εν τω μεταξύ τον Κορράδο είχε διαδεχτεί ως αυτοκράτορας ο ανιψιός του Φρειδερίκος Α΄ Βαρβαρόσσα (1155–1190), που καταγόταν τόσο από τους Γουέλφους όσο και από τους Χοενστάουφεν και προσπάθησε να τερματίσει τις συγκρούσεις στη Γερμανία. Για τον σκοπό αυτό επέστρεψε τη Βαυαρία στους Γουέλφους το 1156, αλλά ως αποζημίωση ανύψωσε την Αυστρία σε δουκάτο μέσω ενός οργάνου, γνωστού ως Privilegium Minus. Έτσι ο Ερρίκος Β' έγινε Δούκας της Αυστρίας σε αντάλλαγμα για την απώλεια του τίτλου του Δούκα της Βαυαρίας.

Δουκάτο της Αυστρίας (1156-1246)
Επεξεργασία

Η Αυστρία ήταν πλέον μια ανεξάρτητη επικράτεια εντός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο Ερρίκος μετέφερε την επίσημη κατοικία του στη Βιέννη.

Λεοπόλδος ο Ενάρετος και ένωση με τη Στυρία (1177–1194)
Επεξεργασία

Το 1186 το Σύμφωνο του Γκέοργκενμπεργκ κληροδότησε στην Αυστρία τον νότιο γείτονα της Αυστρίας, το Δουκάτο της Στυρίας μετά τον θάνατο του άτεκνου Δούκα Ότοκαρ Δ΄, που συνέβη το 1192. Η Στυρία είχε αποκοπεί από τις βόρειες μαρκίες της Καρινθίας και αναβαθμίστηκε στο καθεστώς του Δουκάτου μόνο το 1180. Ωστόσο η επικράτεια του Δουκάτου της Στυρίας εκτεινόταν πολύ πέρα από το σημερινό ομώνυμο κρατίδιο, περιλαμβάνοντας τμήματα της σημερινής Σλοβενίας (Κάτω Στυρία), καθώς και τμήματα της Άνω Αυστρίας (το Τραουνγκάου, η περιοχή γύρω από το Βελς και το Στάιρ) και της Κάτω Αυστρίας (η κομητεία του Πίτερ, οι σημερινές περιοχές Βίνερ Νόιστατ και Νοϊνκίρχεν).

Ο δεύτερος Δούκας της Αυστρίας, γιος του Ερρίκου Β' Λεοπόλδος Ε' ο Ενάρετος (Luitpold der Tugendhafte) (1177–1194) έγινε δούκας αυτών των ενωμένων εδαφών. Ο Λεοπόλδος είναι ίσως περισσότερο γνωστός για τη φυλάκιση του Βρετανού Βασιλιά Ριχάρδου Α' μετά την Γ΄ Σταυροφορία (1189–1192), το 1192 στο Ντίρνσταϊν. Τα χρήματα που έλαβε ως λύτρα βοήθησαν στη χρηματοδότηση πολλών από τα έργα του.

Εκείνη την εποχή οι Δούκες Μπάμπενμπεργκ έγιναν μια από τις πιο σημαίνουσες οικογένειες στην περιοχή, με αποκορύφωμα τη βασιλεία του εγγονού του Ερρίκου, Λεοπόλδου ΣΤ΄ του Ενδόξου (Luitpold der Glorreiche) (1198–1230), του τέταρτου Δούκα, υπό τον οποίο άκμασε ο πολιτισμός του Ώριμου Μεσαίωνα, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής της Γοτθικής Τέχνης.

Φρειδερίκος ο Φιλόνικος: Διαίρεση της χώρας και τέλος μιας δυναστείας (1230–1246)
Επεξεργασία

Μετά τον θάνατο του Λεοπόλδου τον διαδέχθηκε ο γιος του Φρειδερίκος Β΄ ο Φιλόνικος (Friedrich der Streitbare) (1230–1246). Το 1238 χώρισε τη χώρα σε δύο περιοχές, που χωρίζονταν από τον ποταμό Ενς. Το τμήμα πάνω από τον Ενς έγινε Ob(erhalb) der Enns (Πάνω από τον Ενς) ή «Άνω Αυστρία» (Oberösterreich), αν και άλλα ονόματα όπως supra anasum (από μια παλιά λατινική ονομασία του ποταμού) και Austria superior ήταν επίσης σε χρήση. Τα εδάφη κάτω από τον Ενς ή unter der Enns έγιναν γνωστά ως Κάτω Αυστρία (Niederösterreich). Το Τραουνγκάου και το Στάιρ έγιναν μέρος της Άνω Αυστρίας και όχι της Στυρίας. Ένα άλλο από τα επιτεύγματα του Φρειδερίκου ήταν μια Πράξη για την Προστασία των Εβραίων το 1244.

Ωστόσο ο Φρειδερίκος σκοτώθηκε στη Μάχη του Ποταμού Λέιτα εναντίον των Ούγγρων και δεν άφησε απογόνους. Έτσι η δυναστεία των Μπάμπενμπεργκ εξέλιπε το 1246.

Μεσοβασιλεία (1246–1278)

Επεξεργασία
 
Οι κτήσεις του Ότακαρ Β΄.

Ακολούθησε η Μεσοβασιλεία, μια περίοδος αρκετών δεκαετιών κατά την οποία αμφισβητήθηκε το καθεστώς της χώρας και κατά την οποία το δουκάτο του Φρειδερίκου Β' έπεσε θύμα ενός παρατεταμένου παιχνιδιού εξουσίας μεταξύ των αντίπαλων δυνάμεων. Κατά την περίοδο υπήρχαν πολλοί διεκδικητές του τίτλου, συμπεριλαμβανομένου του Βλαδίσλαου, Μαργράβου της Μοραβίας, γιου του Βασιλιά Βεγκέσλαου Α΄ της Βοημίας. Ο Βασιλιάς Βεγκέσλαος στόχευε στην απόκτηση του Δουκάτου της Αυστρίας παντρεύοντας τον Βλαδίσλαο με την ανιψιά του τελευταίου Δούκα Γερτρούδη, πιθανή κληρονόμο και διεκδικήτρια.

Σύμφωνα με το Privilegium Minus που εκδόθηκε από τον Αυτοκράτορα Φρειδερίκο Βαρβαρόσσα το 1156, τα αυστριακά εδάφη μπορούσαν να κληροδοτηθούν μέσω της γυναικείας γραμμής. Ο Βλαδίσλαος εξασφάλισε την υποταγή των αυστριακών ευγενών, αλλά πέθανε λίγο αργότερα, στις 3 Ιανουαρίου 1247, προτού μπορέσει να καταλάβει το δουκάτο. Ακολούθησε ο Χέρμαν του Μπάντεν το 1248. Διεκδίκησε επίσης το χέρι της Γερτρούδης αλλά δεν είχε την υποστήριξη των ευγενών. Ο Χέρμαν πέθανε το 1250 και την αξίωσή του παρέλαβε ο γιος του Φρειδερίκος (1249-1268), αλλά χωρίς αποτέλεσμα λόγω της εισβολής της Βοημίας στην Αυστρία.

Σε μια προσπάθεια να τερματιστεί η αναταραχή μια ομάδα Αυστριακών ευγενών προσκάλεσε τον βασιλιά της Βοημίας Ότακαρ Β΄ Přemysl, αδερφό του Βλαδίσλαου, να γίνει ηγεμόνας της Αυστρίας το 1251. Ο πατέρας του είχε προσπαθήσει να εισβάλει στην Αυστρία το 1250. Ο Ότακαρ στη συνέχεια προχώρησε σε συμμαχία με τους Μπάμπενμπεργκ, καθώς παντρεύτηκε τη Μαργαρίτα, κόρη του Λεοπόλδου ΣΤ' και ως εκ τούτου πιθανή διεκδικήτρια του θρόνου, το 1252. Υπέταξε τους εριστικούς ευγενείς και έγινε κυρίαρχος του μεγαλύτερου μέρους της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της Αυστρίας, της Στυρίας και της Καρινθίας.

Ο Ότακαρ ήταν νομοθέτης και οικοδόμος. Μεταξύ των επιτευγμάτων του ήταν η ίδρυση του παλατιού Χόφμπουργκ στη Βιέννη. Ο Ότακαρ ήταν σε θέση να ιδρύσει μια νέα αυτοκρατορία, δεδομένης της αδυναμίας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μετά τον θάνατο του Φρειδερίκου Β' (1220–1250), ιδιαίτερα μετά το τέλος της δυναστείας των Χοενστάουφεν το 1254 με τον θάνατο του Κορράδου Δ΄ και την επακόλουθη αυτοκρατορική μεσοβασιλεία (1254–1273). Έτσι ο Ότακαρ προτάθηκε ως υποψήφιος για τον αυτοκρατορικό θρόνο, αλλά δεν τα κατάφερε.

Θρησκευτικές διώξεις
Επεξεργασία

Κατά τη Μεσοβασιλεία η Αυστρία ήταν το σκηνικό έντονων διώξεων των αιρετικών από την Ιερά Εξέταση. Οι πρώτες περιπτώσεις εμφανίστηκαν το 1260 σε περισσότερες από σαράντα ενορίες στη νότια περιοχή του Δούναβη μεταξύ του Σαλτσκάμεργκουτ και του Δάσους της Βιέννης, και στράφηκαν κυρίως κατά των Βαλδένσιων.

Άνοδος των Αψβούργων και θάνατος του Ότακαρ (1273-1278)
Επεξεργασία

Ο Ότακαρ διεκδίκησε ξανά τον Αυτοκρατορικό Θρόνο το 1273, όντας σχεδόν μόνος υποψήφιος στο κολέγιο των εκλεκτόρων. Αυτή τη φορά αρνήθηκε να δεχτεί την εξουσία του επιτυχόντα υποψηφίου, Ροδόλφου των Αψβούργων (αυτοκράτορας 1273–1291). Τον Νοέμβριο του 1274 η Αυτοκρατορική Δίαιτα στη Νυρεμβέργη αποφάσισε όλες οι κτήσεις του στέμματος που κατασχέθηκαν μετά τον θάνατο του Αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β' (1250) να αποκατασταθούν και ο βασιλιάς Ότακαρ Β΄ να απολογηθεί στη Δίαιτα επειδή δεν αναγνώρισε τον νέο αυτοκράτορα Ροδόλφο. Ο Ότακαρ αρνήθηκε είτε να εμφανιστεί είτε να αποκαταστήσει τα δουκάτα της Αυστρίας, της Στυρίας και της Καρινθίας με τη Μαρκία της Καρνιόλας, που είχε διεκδικήσει μέσω της πρώτης του συζύγου, κληρονόμου των Μπάμπενμπεργκ, και που τα είχε καταλάβει ενώ τα διεκδικούσε με έναν άλλο κληρονόμο των Μπάμπενμπεργκ, τον Μαργράβο Χέρμαν ΣΤ΄ του Μπάντεν.

Ο Ροδόλφος αντέκρουσε τη διαδοχή του Ότακαρ στην κληρονομιά των Μπάμπενμπεργκ, δηλώνοντας ότι οι επαρχίες πρέπει να επανέλθουν στο αυτοκρατορικό στέμμα λόγω της έλλειψης κληρονόμων αρσενικής καταγωγής (θέση που ωστόσο έρχονταν σε αντίθεση με τις διατάξεις του Αυστριακού Privilegium Minus). Ο βασιλιάς Ότακαρ τέθηκε υπό αυτοκρατορική απαγόρευση και τον Ιούνιο του 1276 κηρύχθηκε πόλεμος εναντίον του και ο Ροδόλφος πολιόρκησε τη Βιέννη. Έχοντας πείσει τον πρώην σύμμαχο του Ότακαρ Δούκα Ερρίκο ΙΓ΄ της Κάτω Βαυαρίας να αλλάξει πλευρά, ο Ροδόλφος ανάγκασε τον βασιλιά της Βοημίας να παραχωρήσει τις τέσσερις επαρχίες στον έλεγχο της αυτοκρατορικής διοίκησης τον Νοέμβριο του 1276.

Καθώς ο Ότακαρ είχε χάσει τα εδάφη του εκτός της Τσεχίας, ο Ροδόλφος του ξαναέδωσε το Βασίλειο της Βοημίας, αρραβώνιασε τη μικρότερη κόρη του Ιουδήθ των Αψβούργων (με τον γιο του Ότακαρ Βεγκέσλαος Β΄) και έκανε μια θριαμβευτική είσοδο στη Βιέννη. Ο Ότακαρ ωστόσο έθεσε ερωτήματα σχετικά με την εκτέλεση της συνθήκης, συνήψε συμμαχία με ορισμένους αρχηγούς των Πιαστ της Πολωνίας και εξασφάλισε την υποστήριξη αρκετών Γερμανών πριγκίπων, συμπεριλαμβανομένου και του Ερρίκου ΙΓ΄ της Κάτω Βαυαρίας. Για να αντιμετωπίσει αυτό τον συνασπισμό ο Ροδόλφος συνήψε συμμαχία με τον Βασιλιά Λαδίσλαο Δ' της Ουγγαρίας και έδωσε πρόσθετα προνόμια στους πολίτες της Βιέννης.

Στις 26 Αυγούστου 1278 οι αντίπαλοι στρατοί συναντήθηκαν στη Μάχη στο Μάρχφελντ, βορειοανατολικά της Βιέννης, όπου ο Ότακαρ ηττήθηκε και σκοτώθηκε. Το Μαργραβιάτο της Μοραβίας υποτάχθηκε και η κυβέρνησή του εμπιστεύτηκε τους εκπροσώπους του Ροδόλφου αφήνοντας τη χήρα του Ότοκαρ Κουνιγούνδη της Γαλικίας τον έλεγχο μόνο της επαρχίας που περιβάλλει την Πράγα, ενώ ο νεαρός Βεγκέσλαος Β' αρραβωνιάστηκε και πάλι την Ιουδήθ.

Ο Ροδόλφος μπόρεσε έτσι να αναλάβει τον αποκλειστικό έλεγχο της Αυστρίας, ως Δούκας της Αυστρίας και της Στυρίας (1278–1282), που παρέμεινε υπό την κυριαρχία των Αψβούργων για περισσότερους από έξι αιώνες, μέχρι το 1918.

Η ίδρυση της δυναστείας των Αψβούργων: Δουκάτο της Αυστρίας (1278–1453)

Επεξεργασία
 
Ο Ροδόλφος των Αψβούργων, Καθεδρικός Ναός του Σπάιερ όπου ετάφη.

Έτσι η Αυστρία και η Αυτοκρατορία περιήλθαν κάτω από ένα ενιαίο στέμμα των Αψβούργων και μετά από μερικούς αιώνες (1438) θα παρέμεναν σχεδόν συνεχώς έτσι (βλ. παρακάτω) μέχρι το 1806, όταν η αυτοκρατορία διαλύθηκε, αποφεύγοντας τις συχνές συγκρούσεις που είχαν συμβεί προηγουμένως.

Ο Ροδόλφος Α΄ και η πρωτοτοκία (1278-1358)
Επεξεργασία

Ο Ροδόλφος Α' πέρασε αρκετά χρόνια για να παγιώσει την εξουσία του στην Αυστρία, βρίσκοντας κάποια δυσκολία να καθιερώσει την οικογένειά του ως διαδόχους ηγεμόνες της επαρχίας. Τελικά η εχθρότητα των πριγκίπων ξεπεράστηκε και μπόρεσε να κληροδοτήσει την Αυστρία στους δύο γιους του. Τον Δεκέμβριο του 1282, στη Δίαιτα του Άουγκσμπουργκ, ο Ροδόλφος μεταβίβασε τα δουκάτα της Αυστρίας και της Στυρίας στους γιους του, Αλβέρτο Α' (1282–1308) και Ροδόλφο Β’(1282–1283) ως συγκυβερνήτες «από κοινού και μεμονωμένα» και έτσι έθεσε τα θεμέλια του Οίκου των Αψβούργων. Ο Ροδόλφος συνέχισε τις εκστρατείες του υποτάσσοντας και προσθέτοντας στις κτήσεις του και πέθανε το 1291, αφήνοντας όμως δυναστική αστάθεια στην Αυστρία, όπου συχνά το Δουκάτο της Αυστρίας μοιραζόταν μεταξύ των μελών της οικογένειας, και αποτυγχάνοντας να εξασφαλίσει τη διαδοχή στον αυτοκρατορικό θρόνο για τους Δούκες της Αυστρίας και της Στυρίας.

Το συνενωμένο δουκάτο διήρκεσε μόνο ένα χρόνο έως ότου η Συνθήκη του Ραϊνφέλντεν (Rheinfelder Hausordnung) το 1283 καθιέρωσε τη σειρά διαδοχής των Αψβούργων. Καθιερώνοντας την πρωτοτοκία, ο τότε εντεκάχρονος δούκας Ροδόλφος Β' υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από όλα τα δικαιώματά του στους θρόνους της Αυστρίας και της Στυρίας προς όφελος του μεγαλύτερου αδελφού του Αλβέρτου Α'. Ενώ ο Ροδόλφος έπρεπε να αποζημιωθεί αυτό δεν συνέβη, πέθανε το 1290 και ο γιος του Ιωάννης δολοφόνησε στη συνέχεια τον θείο του Αλβέρτο Α' το 1308. Για μια σύντομη περίοδο ο Αλβέρτος Α' μοιράστηκε επίσης τα δουκάτα με τον Ροδόλφο Α΄ της Βοημίας (1298–1307) και τελικά ανέλαβε τον αυτοκρατορικό θρόνο το 1298.

Μετά τον θάνατο του Αλβέρτου Α' το δουκάτο πέρασε στον γιο του, Φρειδερίκο τον Ωραίο (1308–1330), αλλά όχι η αυτοκρατορία, τουλάχιστον μέχρι το 1314, όταν έγινε συγκυβερνήτης της αυτοκρατορίας με τον Λουδοβίκο Δ'. Ο Φρειδερίκος έπρεπε επίσης να μοιραστεί το δουκάτο με τον αδελφό του Λεοπόλδο Α' τον Ένδοξο (1308–1326). Ένας άλλος αδελφός του, ο Αλβέρτος Β' ο Χωλός (1330–1358) διαδέχθηκε τον Φρειδερίκο.

Το μοντέλο της συνηγεμονίας παρέμεινε, καθώς ο Αλβέρτος έπρεπε να μοιραστεί το αξίωμα με έναν άλλο νεότερο αδερφό του, τον Όθωνα τον Εύθυμο (1330–1339), αν και προσπάθησε ανεπιτυχώς να θεσπίσει τους κανόνες διαδοχής με τους "Κανόνες του Οίκου του Αλβέρτου" (Albertinische Hausordnung). Όταν ο Όθων πέθανε το 1339 τον αντικατέστησαν οι δύο γιοι του, Φρειδερίκος Β' και Λεοπόλδος Β', δημιουργώντας ταυτόχρονα τρεις Δούκες της Αυστρίας από το 1339 έως το 1344, όταν και οι δύο πέθαναν έφηβοι χωρίς απογόνους. Η ενιαία κυριαρχία στο Δουκάτο της Αυστρίας επέστρεψε τελικά όταν ο γιος του, Ροδόλφος Δ' τον διαδέχθηκε το 1358.

Τον 14ο αιώνα οι Αψβούργοι άρχισαν να αποκτούν άλλες επαρχίες κοντά στο Δουκάτο της Αυστρίας, που είχε παραμείνει μια μικρή επικράτεια κατά μήκος του Δούναβη, και της Στυρίας, που είχαν αποκτήσει με την Αυστρία από τον Οτακαρ. Το 1335 ο Αλβέρτος Β' κληρονόμησε το Δουκάτο της Καρινθίας και τη Μαρκία της Καρνιόλας από τους τότε ηγεμόνες, τον Οίκο της Γκορίτσια.

Ο Ροδόλφος Δ' και το Privilegium Maius (1358–1365)
Επεξεργασία

Ο Ροδόλφος Δ' ο Ιδρυτής (1358–1365) ήταν ο πρώτος που διεκδίκησε τον τίτλο του Αρχιδούκα της Αυστρίας, μέσω του Privilegium Maius του 1359, που ήταν στην πραγματικότητα πλαστό και δεν αναγνωρίστηκε εκτός Αυστρίας μέχρι το 1453. Ωστόσο τον τοποθέτησε σε ίση μοίρα με τους άλλους πρίγκιπες-εκλέκτορες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Ροδόλφος ήταν ένας από τους πιο δραστήριους ηγεμόνες της εποχής του, εισάγοντας πολλά μέτρα και εξυψώνοντας τη σημασία της πόλης της Βιέννης.

Εκείνη την εποχή η Βιέννη υπαγόταν εκκλησιαστικά στην Επισκοπή του Πάσσαου, την οποία ο Ρούντολφ υποσκέλισε με την ίδρυση του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Στεφάνου και τον διορισμό του επικεφαλής του ως Αρχικαγκελάριου της Αυστρίας. Ίδρυσε επίσης το Πανεπιστήμιο της Βιέννης (Alma Mater Rudolphina). Βελτίωσε την οικονομία και εισήγαγε ένα σταθερό νόμισμα, την Πέννα της Βιέννης (Wiener Pfennig). Όταν πέθανε το 1365 χωρίς απογόνους η διαδοχή πέρασε στα αδέρφια του από κοινού σύμφωνα με τους "Κανόνες του Οίκου του Ροδόλφου" (Rudolfinische Hausordnung).

Το 1363 ο Ροδόλφος Δ' εξαγόρασε την κομητεία του Τιρόλου από τη Μαργαρίτα του Τυρόλου. Έτσι η Αυστρία ήταν πλέον μια πολύπλοκη χώρα στις Ανατολικές Άλπεις, και αυτές οι περιοχές αναφέρονταν συχνά ως Κληρονομικά Εδάφη των Αψβούργων, καθώς και απλώς ως Αυστρία, αφού και οι Αψβούργοι άρχισαν να αποκτούν εδάφη μακριά από τα Κληρονομικά τους.[28]

Αλβέρτος Γ΄ και Λεοπόλδος Γ΄: Ένας οίκος διαιρεμένος (1365–1457)
Επεξεργασία

Σχεδόν ολόκληρος ο 15ος αιώνας ήταν μια σύγχυση περιουσιακών και οικογενειακών διαφορών, που αποδυνάμωσαν σημαντικά την πολιτική και οικονομική σημασία των εδαφών των Αψβούργων. Μόλις το 1453, επί της βασιλείας του Φρειδερίκου Γ΄ του Ειρηνοποιού (1457–1493), η χώρα (τουλάχιστον οι βασικές περιοχές της) θα ενοποιούνταν και πάλι. Οι αδερφοί του Ροδόλφου Δ', Αλβέρτος Γ' με την κοτσίδα και Λεοπόλδος Γ' ο Δίκαιος μάλωναν συνεχώς και τελικά συμφώνησαν να χωρίσουν το βασίλειο με τη Συνθήκη του Νόιμπεργκ το 1379, κάτι που επρόκειτο να οδηγήσει σε περαιτέρω σχίσματα αργότερα. Συνολικά αυτό είχε ως αποτέλεσμα τρεις ξεχωριστές επικράτειες.

Η γραμμή του Αλβέρτου (1379–1457)
Επεξεργασία

Το 1379 ο Αλβέρτος Γ' διατήρησε την κυρίως Αυστρία στην κυριαρχία του μέχρι το 1395. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Αλβέρτος Δ' (1395-1404) και ο εγγονός του Αλβέρτος Ε' (1404-1439), που ανέκτησε τον αυτοκρατορικό θρόνο για τους Αψβούργους και μέσω των εδαφικών του κατακτήσεων θα γινόταν ένας από τους ισχυρότερους ηγεμόνες στην Ευρώπη, αν δεν είχε πεθάνει πρόωρα, αφήνοντας μόνο ένα διάδοχο, που γεννήθηκε τέσσερις μήνες μετά τον θάνατό του (Λαδίσλαος ο Υστερότοκος (1440–1457). Αντίθετα επωφελήθηκε ήταν ο κηδεμόνας του Λαδίσλαου και διάδοχος, ο Λεοπόλδιος Φρειδερίκος Ε' ο Ειρηνοποιός (1457–1493). Έχοντας εκλείψει η γραμμή του Αλβέρτου ο τίτλος πέρασε τώρα πίσω στους Λεοπόλδιους. Ο Φρειδερίκος γνώριζε τόσο πολύ τη δυνατότητα να είναι ο κηδεμόνας του νεαρού Λαδίσλαου που αρνήθηκε να τον αφήσει να κυβερνήσει ακόμη και όταν ενηλικιώθηκε (12 ετών στην Αυστρία εκείνη την εποχή) και έπρεπε να αναγκαστεί να τον αποδεσμεύσει από τις Αυστριακές Κτήσεις.

Η γραμμή του Λεοπόλδου(1379–1490)
Επεξεργασία

Ο Λεοπόλδος Γ' κατέλαβε τις υπόλοιπες περιοχές, βασιλεύοντας μέχρι το 1386. Τον διαδέχθηκαν δύο από τους γιους του από κοινού, ο Γουλιέλμος ο Ευγενικός (1386-1406) και ο Λεοπόλδος Δ' ο Παχύς (1386-1411). Το 1402 συνέβη μια άλλη διάσπαση στο Δουκάτο, αφού ο Λεοπόλδος Γ' είχε τέσσερις γιους και ούτε ο Λεοπόλδος Δ΄ ούτε ο Γουλιέλμος είχαν κληρονόμους. Στη συνέχεια τα εναπομείναντα αδέρφια μοιράστηκαν την επικράτεια.

Ο Ερνέστος ο Σιδηρούς (1402-1424) κατέλαβε την Εσωτερική Αυστρία, ενώ ο Φρειδερίκος Δ' των Άδειων Τσεπών (1402-1439) κατέλαβε την Εξωτερική Αυστρία. Οταν ο Γουλιέλμος πέθανε το 1406, αυτό τέθηκε επίσημα σε ισχύ με δύο ξεχωριστές δουκικές γραμμές, την Πρεσβύτερη Γραμμή του Ερνέστου και τη Νεότερη Γραμμή του Τιρόλου αντίστοιχα.

Η Γραμμή του Ερνέστου (Εσωτερική Αυστρία) 1406–1457)
Επεξεργασία
 
Ο Φρειδερίκος Ε΄ (1415–1493) του Χανς Μπούργκμαϊρ, περ. 1500 (Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης (Βιέννη)). Δούκας 1424, Βασιλιάς 1440, Αυτοκράτορας 1452, Αρχιδούκας 1457.

Η γραμμή του Ερνέστου αποτελείτο από τον Ερνέστο και μια κοινή κυριαρχία δύο γιων του μετά τον θάνατό του το 1424, του Αλβέρτου του ΣΤ' του Άσωτου (1457-1463) και του Φρειδερίκου Ε' του Ειρηνοποιού(1457-1493). Κι αυτοί μάλωναν και με τη σειρά τους χώρισαν την επικράτειά του στην Κάτω και την Εσωτερική Αυστρία μετά τον θάνατο του Λαδίσλαου το 1457 και την έκλειψη των Αλβερτίων. Ο Αλβέρτος κατέλαβε την Άνω Αυστρία το 1458, κυβερνώντας από το Λιντς, αλλά το 1462 προχώρησε στην πολιορκία του μεγαλύτερου αδελφού του στο Χόφμπουργκ της Βιέννης, καταλαμβάνοντας και την Κάτω Αυστρία. Ωστόσο, δεδομένου ότι πέθανε άτεκνος το επόμενο έτος (1463), οι κτήσεις του περιήλθαν αυτόματα στον αδερφό του και ο Φρειδερίκος έλεγχε τώρα όλες τις κτήσεις των Αλβερτίων και των Ερνεστίων.

Η πολιτική σταδιοδρομία του Φρειδερίκου είχε προχωρήσει σημαντικά, καθώς κληρονόμησε το Δουκάτο της Εσωτερικής Αυστρίας το 1424. Από Δούκας έγινε Γερμανός Βασιλιάς ως Φρειδερίκος Δ' το 1440 και Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ως Φρειδερίκος Γ' (1452–1493).

Θρησκευτικές διώξεις
Επεξεργασία
 
Μνημείο του 1997 για εκείνους που κάηκαν από τον Πέτρους Τσβάικερ στο Στάιρ το 1397.

Η Ιερά Εξέταση ήταν επίσης ενεργή υπό τους Αψβούργους, ιδιαίτερα μεταξύ 1311 και 1315 όταν λειτούργησε στο Στάιρ, το Κρεμς, το Σανκτ Πέλτεν και τη Βιέννη. Ο Ιεροεξεταστής Πέτρους Τσβάικερ διεξήγαγε σοβαρές διώξεις στο Στάιρ, το Ενς, το Χάρτμπεργκ, το Σόπρον και τη Βιέννη μεταξύ 1391 και 1402. Το 1397 κάηκαν περίπου 80-100 Βαλδένσιοι μόνο στο Στάιρ, για τους οποίους αναγέρθηκε μνημείο το 1997.

Δουκάτο και Βασίλειο
Επεξεργασία

Επί του Δουκάτου των Αψβούργων υπήρχαν 13 Δούκες στη σειρά, από τους οποίους οι τέσσερις στέφθηκαν επίσης Βασιλιάδες της Γερμανίας, ο Ροδόλφος Α', ο Αλβέρτος Α', ο Φρειδερίκος ο Ωραίος και ο Αλβέρτος Ε' (Αλβέρτος Β' ως Βασιλιάς της Γερμανίας), αν και κανένας δεν αναγνωρίστηκε ως Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Πάπα.

Όταν ο Δούκας Αλβέρτος Ε' (1404-1439) εξελέγη αυτοκράτορας το 1438 (ως Αλβέρτος Β'), ως διάδοχος του πεθερού του Σιγισμούνδου του Λουξεμβούργου (1433-1437), το αυτοκρατορικό στέμμα επέστρεψε για άλλη μια φορά στους Αψβούργους. Αν και ο ίδιος ο Αλβέρτος βασίλεψε μόνο για ένα χρόνο (1438–1439), από τότε όλοι οι αυτοκράτορας ήταν Αψβούργοι (με μία μόνο εξαίρεση: τον Κάρολο Ζ΄ 1742–1745) και οι ηγεμόνες της Αυστρίας ήταν επίσης Αυτοκράτορες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέχρι τη διάλυσή της το 1806.

Φρειδερίκος Ε' (1453–1493): Αναβάθμιση του δουκάτου
Επεξεργασία

Ο Φρειδερίκος Ε' (Δούκας 1424, Αρχιδούκας 1453, πέθανε το 1493) ο Ειρηνοποιός (Αυτοκράτορας Φρειδερίκος Γ' 1452–1493) επιβεβαίωσε το Privilegium Maius του Ροδόλφου Δ' το 1453 και έτσι η Αυστρία έγινε επίσημο αρχιδούκάτο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το επόμενο βήμα της ανάδειξής της στην Ευρώπη, και ο Λαδίσλαος ο Υστερότοκος (1440–1457) έγινε ο πρώτος επίσημος αρχιδούκας για μια σύντομη περίοδο, γιατί πέθανε λίγο αργότερα. Το έγγραφο ήταν πλαστό, υποτίθεται γραμμένο από τον Αυτοκράτορα Φρειδερίκο Α' και "ανακαλύφθηκε ξανά". Ο Φρειδερίκος είχε ξεκάθαρο κίνητρο γι' αυτό. Ήταν Αψβούργος, ήταν Δούκας της Εσωτερικής Αυστρίας εκτός από αυτοκράτορας και, μέχρι τον προηγούμενο χρόνο, ήταν κηδεμόνας του νεαρού Δούκα της Κάτω Αυστρίας Λαδίσλαου. Περίμενε επίσης να κληρονομήσει τον τίτλο του Λαδίσλαου, και το έκανε όταν εκείνος πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα και έγινε ο δεύτερος Αρχιδούκας.

Οι Αυστριακός Αρχιδούκες ήταν πλέον ίσοι με τους άλλους Πρίγκιπες Εκλέκτορες που επέλεγαν τους αυτοκράτορες. Η αυστριακή διακυβέρνηση επρόκειτο τώρα να βασιστεί στην πρωτοτοκία και το αδιαίρετο. Αργότερα η Αυστρία επρόκειτο να γίνει επίσημα γνωστή ως «Erzherzogtum Österreich ob und unter der Enns» (Αρχιδουκάτο της Αυστρίας πάνω και κάτω από τον Ενς). Το 1861 χωρίστηκε ξανά σε Άνω και Κάτω Αυστρία.

Συγκριτικά η εξουσία του αυτοκράτορα στη μοναρχία δεν ήταν μεγάλη, καθώς πολλές άλλες αριστοκρατικές δυναστείες επιδίωκαν τη δική τους πολιτική εξουσία εντός και εκτός της μοναρχίας. Ωστόσο ο Φρειδερίκος, αν και αδύναμος, ακολούθησε ένα σκληρό και αποτελεσματικό κανόνα. Επιδίωξε την εξουσία μέσω δυναστικών συμμαχιών. Το 1477 ο Μαξιμιλιανός (Αρχιδούκας και Αυτοκράτορας 1493–1519), μοναχογιός του Φρειδερίκου, παντρεύτηκε τη Μαρία, Δούκισσα της Βουργουνδίας, αποκτώντας έτσι τις περισσότερες από τις Κάτω Χώρες για την οικογένεια. Η στρατηγική σημασία αυτής της συμμαχίας ήταν ότι η Βουργουνδία, που βρισκόταν στα δυτικά σύνορα της αυτοκρατορίας, έδειχνε επεκτατικές τάσεις και ήταν εκείνη την εποχή ένα από τα πλουσιότερα και ισχυρότερα από τα δυτικοευρωπαϊκά έθνη-κράτη, με εδάφη που εκτείνονταν από τον νότο της Γαλλίας έως τη Βόρεια Θάλασσα.

Η συμμαχία δεν επιτεύχθηκε χωρίς κόστος, αφού η Γαλλία, που διεκδικούσε επίσης τη Βουργουνδία, αμφισβήτησε αυτήν την απόκτηση και ο Μαξιμιλιανός έπρεπε να υπερασπιστεί τα εδάφη της νέας συζύγου του από τον Λουδοβίκο ΙΔ', συνάπτοντας τελικά με τον θάνατο της Μαρίας το 1482 τη Συνθήκη του Αράς. Οι σχέσεις με τη Γαλλία παρέμειναν τεταμένες και ο Λουδοβίκος ΙΔ' ηττήθηκε στη μάχη του Γκινεγκάτ το 1479. Τα ζητήματα με τη Γαλλία επιλύθηκαν μόλις το 1493 με τη Συνθήκη του Σανλί, όταν είχε γίνει αυτοκράτορας ο Μαξιμιλιανός.

Αυτό και οι μετέπειτα δυναστικές συμμαχίες του Μαξιμιλιανού οδήγησαν στο ρητό:[29]

Bella gerant alii, tu felix Austria nube,
Nam quae Mars aliis, dat tibi regna Venus

Άσε τους άλλους να κάνουν πόλεμο, αλλά εσύ, ευτυχισμένη Αυστρία, παντρέψου, γιατί για εκείνα τα βασίλεια που δίνει ο Άρης σε άλλους, εσένα στα δίνει η Αφροδίτη

που έγινε σύνθημα της δυναστείας. Η βασιλεία του Φρειδερίκου ήταν κομβική για την αυστριακή ιστορία. Ένωσε τα εδάφη του πυρήνα της χώρας, απλώς επιβιώνοντας από την υπόλοιπη οικογένειά του. Το 1439, όταν πέθανε ο Αλβέρτος Ε' και οι ευθύνες και για τις δύο βασικές περιοχές βάρυναν τον Φρειδερίκο, εδραίωσε συστηματικά τη βάση της εξουσίας του. Το επόμενο έτος (1440) πήγε στη Ρώμη ως Βασιλιάς της Γερμανίας με τον κηδεμονευόμενό του Λαδίσλαο τον τελευταίο Αλβερτίνο δούκα, και όταν στέφθηκε στη Ρώμη το 1452 ήταν όχι μόνο ο πρώτος Αψβούργος αλλά και ο τελευταίος Γερμανός βασιλιάς που στέφθηκε στη Ρώμη από τον Πάπα.[30]

Η δυναστεία ήταν πλέον καθ' οδόν για να γίνει παγκόσμια δύναμη. Η έννοια του pietas austriacae (το θεϊκό καθήκον να κυβερνά) που είχε προέλθει από τον Ροδόλφο Α', αλλά αναδιατυπώθηκε από τον Φρειδερίκο ως A.E.I.O.U., Alles Erdreich ist Österreich untertan ή Austriae est imperare orbi universo (το πεπρωμένο της Αυστρίας είναι να κυβερνά τον κόσμο), συμβόλιζε την Αυστριακή εξουσία.[30] Ωστόσο δεν εξελίχθηκαν όλα ομαλά για τον Φρειδερίκο. Ο Αυστροουγγρικός Πόλεμος (1477–1488) είχε ως αποτέλεσμα ο Ούγγρος Βασιλιάς Ματθίας Κορβίνος να εγκατασταθεί στη Βιέννη το 1485 μέχρι τον θάνατό του το 1490. Η Ουγγαρία κατέλαβε ολόκληρη την Ανατολική Αυστρία. και ο Φρειδερίκος βρέθηκε με μια περιοδεύουσα αυλή, κυρίως στο Λιντς, την πρωτεύουσα της Άνω Αυστρίας.

Μαξιμιλιανός Α΄ (1493–1519): Επανένωση

Επεξεργασία
 
Ο Μαξιμιλιανός Α' του Άλμπρεχτ Ντύρερ, 1519

Ο Μαξιμιλιανός Α' μοιράστηκε την εξουσία με τον πατέρα του κατά το τελευταίο έτος της βασιλείας του Φρειδερίκου, εκλεγόμενος Βασιλιάς της Γερμανίας το 1486. Με την απόκτηση των εδαφών της γραμμής του Τιρόλου των Αψβούργων το 1490 επανένωσε τελικά όλα τα αυστριακά εδάφη, διαιρεμένα από το 1379. Χρειάστηκε επίσης να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της Ουγγαρίας όταν πέθανε ο Ματθίας Α' το 1490. Ο Μαξιμιλιανός κατέκτησε εκ νέου τα χαμένα εδάφη της Αυστρίας και συνήψε ειρήνη με τον διάδοχο του Ματθία Βλαδίσλαο με τη Συνθήκη του Πρέσμπουργκ το 1491. Ωστόσο το δυναστικό μοτίβο διαίρεσης και ενοποίησης θα επαναλαμβανόταν με τον καιρό. Με ασταθή σύνορα ο Μαξιμιλιανός βρήκε το Ίνσμπρουκ στο Τιρόλο ένα ασφαλέστερο μέρος για πρωτεύουσα, ανάμεσα στα βουργουνδικά και αυστριακά εδάφη του, αν και σπάνια βρισκόταν σε οποιοδήποτε μέρος για πολύ καιρό, έχοντας πλήρη επίγνωση του πώς ο πατέρας του είχε επανειλημμένα πολιορκηθεί στη Βιέννη.

Ο Μαξιμιλιανός ανέβασε την τέχνη των δυναστικών συμμαχιών σε νέο επίπεδο και άρχισε να δημιουργεί συστηματικά μια δυναστική παράδοση, αν και μέσα από σημαντικές αναθεωρήσεις. Η σύζυγός του Μαρία πέθανε το 1482, μόλις πέντε χρόνια μετά τον γάμο τους. Στη συνέχεια παντρεύτηκε την Άννα, Δούκισσα της Βρετάνης (με πληρεξούσιο) το 1490, μια κίνηση που θα έφερνε τη Βρετάνη, ανεξάρτητη εκείνη την εποχή, στην επικράτεια των Αψβούργων, κίνηση προκλητική για τη Γαλλική μοναρχία. Ο Κάρολος Η΄ της Γαλλίας είχε άλλες ιδέες και προσάρτησε τη Βρετάνη και παντρεύτηκε την Άννα, κατάσταση που περιεπλάκη περαιτέρω από το γεγονός ότι ήταν ήδη αρραβωνιασμένος με την κόρη του Μαξιμιλιανού Μαργαρίτα, Δούκισσα της Σαβοΐας. Ο γιος του Μαξιμιλιανού Φίλιππος ο Ωραίος (1478-1506) παντρεύτηκε την Ιωάννα, κληρονόμο της Καστίλης και της Αραγωνίας το 1496, και έτσι απέκτησε την Ισπανία και τα ιταλικά (Νάπολη, Βασίλειο της Σικελίας και Σαρδηνία) και τα αφρικανικά της προσαρτήματα και εκείνα του Νέου Κόσμου για τους Αψβούργους.

Ωστόσο το Tu felix Austria nube ήταν ίσως περισσότερο ρομαντικό παρά αυστηρά ρεαλιστικό, αφού ο Μαξιμιλιανός δεν άργησε να κάνει πόλεμο όταν αυτό ταίριαζε στον σκοπό του. Έχοντας τακτοποιήσει τα θέματα με τη Γαλλία το 1493 σύντομα ενεπλάκη στους μακροχρόνιους Ιταλικούς Πολέμους κατά της Γαλλίας (1494–1559). Εκτός από τους πολέμους κατά των Γάλλων υπήρξαν και οι πόλεμοι για την ανεξαρτησία της Ελβετίας. Ο Πόλεμος της Σουαβίας του 1499 σηματοδότησε την τελευταία φάση αυτού του αγώνα κατά των Αψβούργων. Μετά την ήττα στη Μάχη του Ντόρναχ το 1499 η Αυστρία αναγκάστηκε να αναγνωρίσει με τη Συνθήκη της Βασιλείας το 1499 την ανεξαρτησία της Ελβετίας, που τελικά επισημοποιήθηκε με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648. Αυτό ήταν σημαντικό καθώς οι Αψβούργοι είχαν προέλθει από την Ελβετία, η πατρογονική τους κατοικία ήταν το Κάστρο των Αψβούργων στο Καντόνι του Άαργκαου.

Στην εσωτερική πολιτική ο Μαξιμιλιανός ξεκίνησε μια σειρά μεταρρυθμίσεων με τη Δίαιτα της Βορμς το 1495, κατά την οποία το Αυτοκρατορικό Δικαστήριο (Reichskammergericht) εγκαινιάστηκε ως το ανώτατο δικαστήριο. Ένας άλλος νέος θεσμός του 1495 ήταν το Reichsregiment ή Αυτοκρατορική κυβέρνηση, που συνήλθε στη Νυρεμβέργη. Αυτή η προκαταρκτική άσκηση στη δημοκρατία απέτυχε και διαλύθηκε το 1502. Οι προσπάθειες για τη δημιουργία ενός ενοποιημένου κράτους δεν ήταν πολύ επιτυχημένες, αλλά μάλλον επανεμφανίστηκαν η ιδέα των τριών τμημάτων της Αυστρίας που υπήρχαν πριν από την ενοποίηση του Φρειδερίκου και του Μαξιμιλιανού.[31]

Ελλείψει κεφαλαίων για τα διάφορα σχέδιά του βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε οικογένειες τραπεζιτών όπως οι Φούγκερ και αυτοί οι τραπεζίτες ήταν που δωροδόκησαν τους πρίγκιπες εκλέκτορες για να επιλέξουν τον εγγονό του Μαξιμιλιανού, Κάρολο, ως διάδοχό του. Μια παράδοση που κατάργησε ήταν το έθιμο αιώνων σύμφωνα με το οποίο ο Άγιος Ρωμαίος Αυτοκράτορας έπρεπε να στεφθεί από τον Πάπα στη Ρώμη. Μη μπορώντας να φτάσει στη Ρώμη, λόγω της εχθρότητας των Βενετών, το 1508 ο Μαξιμιλιανός, με τη σύμφωνη γνώμη του Πάπα Ιούλιου Β', πήρε τον τίτλο Erwählter Römischer Kaiser («Εκλεγμένος Ρωμαίος Αυτοκράτορας»). Έτσι ο πατέρας του Φρειδερίκος ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας που στέφθηκε από τον Πάπα στη Ρώμη.

Κάρολος Α΄ και Φερδινάνδος Α΄ (1519-1564)

Επεξεργασία
 
Κάρολος Α΄, αποδ. στον Λάμπερτ Σούστρις 1548, Μουσείο του Πράδο, Μαδρίτη, Ισπανία

Δεδομένου ότι ο Φίλιππος ο Ωραίος (1478–1506) πέθανε πριν από τον πατέρα του Μαξιμιλιανό, η διαδοχή πέρασε στον γιο του Φιλίππου Κάρολο Α΄ (1519–1521) που έγινε ο Αυτοκράτορας Κάρολος Ε΄ με τον θάνατο του Μαξιμιλιανού το 1519. Βασίλεψε ως αυτοκράτορας από το 1519 έως το 1556, όταν εξασθενημένος παραιτήθηκε και πέθανε το 1558. Αν και στέφθηκε από τον Πάπα Κλήμη Ζ' στην Μπολόνια το 1530 (ο Κάρολος είχε λεηλατήσει τη Ρώμη το 1527), ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας που στέφθηκε ποτέ από Πάπα. Αν και τελικά υπολείφθηκε του οράματός του για μια παγκόσμια μοναρχία, ο Κάρολος Α' εξακολουθεί να θεωρείται ο πιο ισχυρός από όλους τους Αψβούργους. Ο καγκελάριος του, Μερκουρίνο Γκατινάρα, παρατήρησε το 1519 ότι βρισκόταν «στον δρόμο προς την παγκόσμια μοναρχία ... να ενώσει όλο τον Χριστιανικό κόσμο κάτω από ένα σκήπτρο» [32] φέρνοντάς τον πιο κοντά στο όραμα του Φρειδερίκου Ε΄ για το A.E.I.O.U. και το σύνθημα του Καρόλου Plus ultra (ακόμη παραπέρα) υποδήλωνε ότι αυτή ήταν η φιλοδοξία του.[33]

Έχοντας κληρονομήσει τις κτήσεις του πατέρα του το 1506 ήταν ήδη ένας ισχυρός ηγεμόνας με εκτεταμένες περιοχές. Με τον θάνατο του Μαξιμιλιανού αυτές οι περιοχές έγιναν αχανείς. Ήταν πλέον ηγεμόνας τριών από τις κορυφαίες δυναστείες της Ευρώπης—του Οίκου των Αψβούργων της ομώνυμης μοναρχίας, του Οίκου των Βαλουά-Βουργουνδίας των Βουργουνδικών Κάτω Χωρών και του Οίκου της Τραστάμαρα των Στεμμάτων της Καστίλλης και της Αραγωνίας. Αυτό τον έκανε κυρίαρχο εκτεταμένων εδαφών στην Κεντρική, Δυτική και Νότια Ευρώπη. και τις ισπανικές αποικίες στην Αμερική και την Ασία. Ως ο πρώτος βασιλιάς που κυβέρνησε την Καστίλλη, το Λεόν και την Αραγωνία ταυτόχρονα μόνος του, έγινε ο πρώτος Βασιλιάς της Ισπανίας.[34] Η αυτοκρατορία του εκτεινόταν σχεδόν σε τέσσερα εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα σε όλη την Ευρώπη, την Άπω Ανατολή και την Αμερική.[35]

Μια σειρά προκλήσεων βρέθηκαν στον δρόμο του Καρόλου και επρόκειτο να διαμορφώσουν την ιστορία της Αυστρίας για πολύ καιρό ακόμη. Αυτές ήταν η Γαλλία, η εμφάνιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα ανατολικά της και ο Μαρτίνος Λούθηρος (βλ. παρακάτω).

Ακολουθώντας τη δυναστική παράδοση οι κληρονομικές περιοχές των Αψβούργων διαχωρίστηκαν από αυτή την τεράστια αυτοκρατορία στη Δίαιτα της Βορμς το 1521, όταν ο Κάρολος Α' τις άφησε στην αντιβασιλεία του νεότερου αδελφού του Φερδινάνδου Α' (1521-1564), αν και στη συνέχεια συνέχισε να προσθέτει στα εδάφη των Αψβούργων. Από τότε που ο Κάρολος άφησε την Ισπανική Αυτοκρατορία του στον γιο του Φίλιππο Β' της Ισπανίας τα ισπανικά εδάφη αποξενώθηκαν οριστικά από τις βόρειες περιοχές των Αψβούργων, αν και παρέμειναν σύμμαχοι για αρκετούς αιώνες.

Οταν ο Φερδινάνδος κληρονόμησε επίσης τον τίτλο του Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον αδελφό του το 1558, οι Αψβούργοι είχαν ουσιαστικά μετατρέψει το κατόπιν εκλογής αξίωμα σε de facto κληρονομικό. Ο Φερδινάνδος συνέχισε την παράδοση των δυναστικών γάμων όταν παντρεύτηκε την Άννα της Βοημίας και της Ουγγαρίας το 1521, προσθέτοντας ουσιαστικά αυτά τα δύο βασίλεια στις κτήσεις των Αψβούργων, μαζί με τις γειτονικές περιοχές της Μοραβίας, της Σιλεσίας και της Λουσατίας. Αυτό τέθηκε σε ισχύ όταν ο αδελφός της Άννας Λουδοβίκος Β', Βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Βοημίας (και συνεπώς της δυναστείας των Γιαγκελλόνων σκοτώθηκε χωρίς κληρονόμο στη Μάχη του Μόχατς το 1526 κατά του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς και των Οθωμανών. Ωστόσο το 1538 το Βασίλειο της Ουγγαρίας χωρίστηκε σε τρία μέρη:

  • Το Βασίλειο της Ουγγαρίας (Βασιλική Ουγγαρία) (σημερινό Μπούργκενλαντ, τμήματα της Κροατίας, κυρίως Σλοβακία και τμήματα της σημερινής Ουγγαρίας) αναγνώρισε τους Αψβούργους ως Βασιλείς.
  • Οθωμανική Ουγγαρία (το κέντρο της χώρας).
  • Ανατολικό Ουγγρικό Βασίλειο, αργότερα Πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας υπό αντιβασιλείς των Αψβούργων, αλλά και υπό οθωμανική προστασία.

Η εκλογή του Φερδινάνδου αυτοκράτορα το 1558 επανένωσε τα αυστριακά εδάφη. Χρειάστηκε να αντιμετωπίσει εξεγέρσεις στις κτήσεις του, θρησκευτικές αναταραχές, οθωμανικές επιδρομές και ακόμη και ανταγωνισμό για τον ουγγρικό θρόνο από τον Ιωάννη Σιγισμούνδο Ζαπόλυα. ΟΙ κτήσεις του δεν ήταν σε καμία περίπτωση οι πιο πλούσιες των Αψβούργων, αλλά κατάφερε να αποκαταστήσει την εσωτερική τάξη και να κρατήσει μακριά τους Τούρκους, διευρύνοντας τα σύνορά του και δημιουργώντας μια κεντρική διοίκηση.

Όταν ο Φερδινάνδος πέθανε το 1564 τα εδάφη μοιράστηκαν ξανά μεταξύ των τριών γιων του, πρόνοια που είχε λάβει από το 1554.[36]

 
Ο θυρεός του αυτοκρατορικού οίκου των Αψβούργων το 1605
 
Η μάχη της Βιέννης το 1683 αναχαίτισε την προέλαση των Οθωμανών στην Ευρώπη
Η Αυστρία κατά τη Μεταρρύθμιση και την Αντιμεταρρύθμιση (1517–1564)
Επεξεργασία
 
Μεγάλο μέρος της ανατολικής Αυστρίας υιοθέτησε τον Λουθηρανισμό έως ότου οι αντιμεταρρυθμιστικές προσπάθειες το άλλαξαν στα τέλη του 16ου αιώνα.
 
Ο Αρχιδούκας Φερδινάνδος Α΄ (1521–1564)

Όταν ο Μαρτίνος Λούθηρος θυροκόλλησε τις 95 Θέσεις του στην πόρτα της Εκκλησίας του Κάστρου στη Βιτεμβέργη το 1517, αμφισβήτησε την ίδια τη βάση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον Καθολικό Χριστιανισμό και, ως εκ τούτου, την ηγεμονία των Αψβούργων. Μετά την εξέταση και την καταδίκη του Λούθηρου από τον Αυτοκράτορα Κάρολο Ε' στη Δίαιτα της Βορμς το 1521, ο Λουθηρανισμός και η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση εξαπλώθηκαν γρήγορα στα εδάφη των Αψβούργων. Προσωρινά απαλλαγμένος από τον πόλεμο με τη Γαλλία με τη Συνθήκη του Καμπραί του 1529 και την καταγγελία της απαγόρευσης του Λούθηρου από τους Προτεστάντες πρίγκιπες στο Σπάιερ εκείνο το έτος, ο Αυτοκράτορας επανεξέτασε το θέμα στη συνέχεια στη Δίαιτα του Άουγκσμπουργκ το 1530, οπότε είχε λάβει διαστάσεις.

Με την οθωμανική απειλή να αυξάνεται (βλ. παρακάτω), έπρεπε να διασφαλίσει ότι δεν θα αντιμετώπιζε ένα μεγάλο σχίσμα εντός του Χριστιανισμού. Αντέκρουσε τις λουθηρανικές θέσεις (Ομολογία της Αυγούστας) (Confessio Augustana) με την Confutatio Augustana και εξέλεξε τον Φερδινάνδο Βασιλιά των Ρωμαίων (δηλ. της Γερμανίας) στις 5 Ιανουαρίου 1531, εξασφαλίζοντας τη διαδοχή του ως Καθολικού μονάρχη. Σε απάντηση οι προτεστάντες πρίγκιπες και οι κτήσεις σχημάτισαν με τη γαλλική υποστήριξη τη Σμαλκαλδική Ένωση τον Φεβρουάριο του 153. Περαιτέρω τουρκικές επιθέσεις το 1532 (που τον ανάγκασαν να ζητήσει βοήθεια από τους Προτεστάντες) και άλλοι πόλεμοι εμπόδισαν τον αυτοκράτορα να αναλάβει περαιτέρω δράση σε αυτό το μέτωπο μέχρι το 1547, όταν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα νίκησαν την Ένωση στη Μάχη του Μύλμπεργκ, επιτρέποντάς του να επιβάλει για άλλη μια φορά τον Καθολικισμό.

Το 1541 η έκκληση του Φερδινάνδου προς τους στρατηγούς των κτήσεων για βοήθεια κατά των Τούρκων αντιμετώπισε το αίτημα για θρησκευτική ανοχή. Ο θρίαμβος του 1547 αποδείχθηκε βραχύβιος με τις γαλλικές και προτεσταντικές δυνάμεις να αμφισβητούν ξανά τον αυτοκράτορα το 1552 με αποκορύφωμα την Ειρήνη του Άουγκσμπουργκ το 1555. Εξαντλημένος ο Κάρολος άρχισε να αποσύρεται από την πολιτική και να παραδίδει τα ηνία. Ο προτεσταντισμός είχε αποδειχθεί πολύ σταθερά εδραιωμένος για να μπορέσει να ξεριζωθεί.

Η Αυστρία και οι άλλες κληρονομικές επαρχίες των Αψβούργων (και η Ουγγαρία και η Βοημία επίσης) επηρεάστηκαν πολύ από τη Μεταρρύθμιση, αλλά με εξαίρεση το Τιρόλο τα αυστριακά εδάφη απέρριψαν τον Προτεσταντισμό. Αν και οι ίδιοι οι ηγεμόνες των Αψβούργων παρέμειναν καθολικοί, οι μη αυστριακές επαρχίες μεταστράφηκαν σε μεγάλο βαθμό στον Λουθηρανισμό, που τον ανέχτηκε σε μεγάλο βαθμό ο Φερδινάνδος Α'.

Η απάντηση των Καθολικών στην Προτεσταντική Μεταρρύθμιση ήταν μια συντηρητική, που όμως αντιμετώπισε τα ζητήματα που έθεσε ο Λούθηρος. Το 1545 η μακροχρόνια Σύνοδος του Τρέντο άρχισε το έργο της για μεταρρυθμίσεις και μια Αντιμεταρρύθμιση στις κτήσεις των Αψβούργων. Η Σύνοδος συνεχίστηκε κατά διαστήματα μέχρι το 1563. Ο Φερδινάνδος και οι Αυστριακοί Αψβούργοι ήταν πολύ πιο ανεκτικοί από τους Ισπανούς συναδέλφους τους και η διαδικασία ξεκίνησε στο Τρέντο. Ωστόσο οι προσπάθειές του για συμφιλίωση στη Σύνοδο το 1562 απορρίφθηκαν και παρόλο που υπήρχε μια καθολική αντεπίθεση στα εδάφη των Αψβούργων από τη δεκαετία του 1550, βασίστηκε στην πειθώ, μια διαδικασία της οποίας ηγήθηκαν οι Ιησουίτες και ο Πέτερ Κανίσιους. Ο Φερδινάνδος εξέφρασε βαθιά λύπη για την αποτυχία να συμβιβάσει τις θρησκευτικές διαφορές πριν από τον θάνατό του (1564).[37]

Η άφιξη των Οθωμανών (1526-1562)
Επεξεργασία

Όταν ο Φερδινάνδος Α΄ παντρεύτηκε νύφη από την Ουγγρική δυναστεία το 1521, η Αυστρία αντιμετώπισε για πρώτη φορά τη δυτική οθωμανική επέκταση που είχε έρθει για πρώτη φορά σε σύγκρουση με την Ουγγαρία τη δεκαετία του 1370. Το θέμα έληξε όταν ο αδερφός της συζύγου του Άννας, ο νεαρός βασιλιάς Λουδοβίκος, σκοτώθηκε πολεμώντας τους Τούρκους υπό τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή στη Μάχη του Μόχατς το 1526 και ο τίτλος πέρασε στον Φερδινάνδο. Η χήρα του Λουδοβίκου Μαρία διέφυγε για να ζητήσει προστασία από τον Φερδινάνδο.

Οι Τούρκοι αρχικά αποχώρησαν μετά από αυτή την ήττα, εμφανίστηκαν όμως πάλι το 1528 προελαύνοντας προς τη Βιέννη και πολιορκώντας την τον επόμενο χρόνο. Αποσύρθηκαν εκείνο τον χειμώνα μέχρι το 1532, όταν η προέλασή τους ανακόπηκε από τον Κάρολο Ε', αν και έλεγχαν μεγάλο μέρος της Ουγγαρίας. Στη συνέχεια ο Φερδινάνδος αναγκάστηκε να αναγνωρίσει τον Ιωάννη Ζαπόλυα. Ο Φερδινάνδος και οι Τούρκοι συνέχισαν να διεξάγουν πόλεμο μεταξύ του 1537 και μιας προσωρινής εκεχειρίας το 1547, όταν η Ουγγαρία διαμελίστηκε. Ωστόσο οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν σχεδόν αμέσως μέχρι τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης του 1562 που επιβεβαίωσε τα σύνορα του 1547. Η οθωμανική απειλή επρόκειτο να συνεχιστεί για 200 χρόνια.

Εκ νέου διαίρεση των εδαφών των Αψβούργων (1564–1620)

Επεξεργασία

Ο Φερδινάνδος Α' είχε τρεις γιους που επέζησαν μέχρι την ενηλικίωση και ακολούθησε τη δυνητικά καταστροφική παράδοση των Αψβούργων να μοιράζει τα εδάφη του μεταξύ τους μετά τον θάνατό του το 1564. Αυτό αποδυνάμωσε σημαντικά την Αυστρία, ιδιαίτερα ενόψει της οθωμανικής επέκτασης. Επανενώθηκαν ξανά μόλις το 1620 επί της βασιλείας του Φερδινάνδου Γ' (Αρχιδούκας 1590-1637) — αν και για λίγο μέχρι το 1623. Μόλις το 1665, υπό τον Λεοπόλδο Α', τα αυστριακά εδάφη ενώθηκαν οριστικά.

Τα επόμενα λοιπόν 60 χρόνια η μοναρχία των Αψβούργων ήταν χωρισμένη σε τρεις επικράτειες:

Ως μεγαλύτερος γιο, στον Μαξιμιλιανό Β' και στους γιους του παραχωρήθηκε ο «πυρήνας» των εδαφών της Κάτω και Άνω Αυστρίας. Καθώς ο Φερδινάνδος Β' πέθανε χωρίς απόγονο, τα εδάφη του επανήλθαν στον πυρήνα μετά τον θάνατό του το 1595, στη συνέχεια υπό τον Ροδόλφο Ε' (1576–1608), τον γιο του Μαξιμιλιανού Β'.

Τον Μαξιμιλιανό Β' διαδέχτηκαν τρεις από τους γιους του, κανένας από τους οποίους δεν άφησε απογόνους, έτσι η γραμμή εξέλιπε το 1619 μετά την παραίτηση του Αλβέρτου Ζ' (1619-1619). Έτσι ο γιος του Καρόλου Β' Φερδινάνδος Γ' κληρονόμησε όλα τα εδάφη των Αψβούργων. Ωστόσο έχασε αμέσως τη Βοημία, που επαναστάτησε το 1619 και βρέθηκε για λίγο (1619–1620) υπό την κυριαρχία του Φρειδερίκου Α΄. Έτσι όλες οι χώρες περιήλθαν πάλι υπό έναν ηγεμόνα το 1620 όταν ο Φερδινάνδος Γ΄ εισέβαλε στη Βοημία και νίκησε τον Φρειδερίκο Α΄.

Αν και κανονικά θέση κατόπιν εκλογής, το αξίωμα του Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας πέρασε από τον Μαξιμιλιανό Β' και τους δύο γιους του (Ροδόλφο Ε' και Ματθία) που τον διαδέχθηκαν. Ο Αλβέρτος Ζ΄ ήταν Αρχιδούκας για λίγους μόνο μήνες πριν παραιτηθεί υπέρ του Φερδινάνδου Γ΄, που έγινε επίσης αυτοκράτορας.

"Κάτω Αυστρία"

Επεξεργασία
 
Το Στέμμα του Αυτοκράτορα Ροδόλφου Β΄.

Ο Ροδόλφος Ε' (Αρχιδούκας, Αυτοκράτορας Ροδόλφος Β' 1576–1612), ο μεγαλύτερος γιος του Μαξιμιλιανού, μετέφερε την πρωτεύουσά του από τη Βιέννη στον ασφαλέστερο τόπο της Πράγας, εν όψει της οθωμανικής απειλής. Διακρίθηκε ως μεγάλος προστάτης των τεχνών και των επιστημών, αλλά ως ανεπαρκής κυβερνήτης. Μεταξύ των κληροδοτημάτων του είναι το Αυτοκρατορικό Στέμμα των Αψβούργων. Προτίμησε να μοιράσει τις ευθύνες του ανάμεσα στα πολλά αδέρφια του (εκ των οποίων τα έξι έζησαν και μετά την ενηλικίωση), οδηγώντας σε μια μεγάλη ετερογένεια των πολιτικών σε όλες τις χώρες. Μεταξύ αυτών των αναθέσεων ήταν του Κυβερνήτη της Αυστρίας στον μικρότερο αδελφό του Ματθία το 1593.

Με την απόκτηση της "Άνω Αυστρίας" το 1595 οι εξουσίες του αυξήθηκαν σημαντικά, αφού τα υπόλοιπα εδάφη της Εσωτερικής Αυστρίας ήταν στα χέρια του Φερδινάνδου Γ' που ήταν τότε μόλις 17 ετών. Ωστόσο παρέδωσε τη διοίκηση στον Μαξιμιλιανό Γ', άλλο νεότερο αδερφό του. Το 1593 υποκίνησε μια νέα σύγκρουση με τους Οθωμανούς, που είχαν ξαναρχίσει τις επιδρομές το 1568, το λεγόμενο Μακρύ ή Δεκαπενταετή Πόλεμο του 1593 έως το 1606. Απρόθυμος να συμβιβαστεί και οραματιζόμενος μια νέα σταυροφορία τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά και οι εξαντλημένοι Ούγγροι εξεγέρθηκαν το 1604. Το ουγγρικό πρόβλημα επιδεινώθηκε περαιτέρω από τις προσπάθειες επιβολής εκεί μιας αντιμεταρρύθμισης. Για αυτό παρέδωσε την Ουγγαρία στον Ματθία, που συνήψε τη Συνθήκη της Βιέννης με τους Ούγγρους και την Ειρήνη του Ζιτβάτοροκ με τους Τούρκους το 1606, και η Τρανσυλβανία έγινε ανεξάρτητη και προτεσταντική.[38]

Αυτά τα γεγονότα οδήγησαν σε σύγκρουση (Bruderzwist) μεταξύ των αδελφών.[38]Ο Μέλχιορ Κλεσλ δημιούργησε μια συνωμοσία των αρχιδουκών για να εξασφαλίσει την επικράτηση του Ματθία. Το 1608 ο Ροδόλφος παραχώρησε μεγάλο μέρος της επικράτειάς του στον τελευταίο. Περαιτέρω σύγκρουση οδήγησε τον Ματθία να φυλακίσει το 1611 τον αδελφό του, που πλέον στερήθηκε κάθε εξουσία εκτός από τον κενό τίτλο του αυτοκράτορα, πέθανε τον επόμενο χρόνο και τον διαδέχθηκε ο Ματθίας.

Έτσι ο Ματθίας έγινε Αρχιδούκας το 1608 και Αυτοκράτορας το 1612, μέχρι τον θάνατό του το 1619. Η βασιλεία του χαρακτηρίστηκε από σύγκρουση με τον μικρότερο αδελφό του Μαξιμιλιανό Γ', που ήταν πιο αδιάλλακτος Καθολικός και υποστήριξε τον εξίσου φανατικό Φερδινάνδο Β' της "Εσωτερικής Αυστρίας" ως διάδοχο, έχοντας υπηρετήσει ως αντιβασιλέας του μεταξύ 1593 και 1595, πριν αναλάβει την «Άνω Αυστρία». Οι συγκρούσεις αποδυνάμωσαν τους Αψβούργους σε σχέση τόσο με τις κτήσεις τους όσο και με τα προτεσταντικά συμφέροντα. Ο Ματθίας μετέφερε την πρωτεύουσα στη Βιέννη από την Πράγα και εξασφάλισε περαιτέρω ειρήνη από την Τουρκία με μια συνθήκη το 1615. Εν τω μεταξύ ο θρησκευτικός ζήλος στην αυτοκρατορία αυξανόταν, και ακόμη και ο Κλεσλ μέχρι τότε Επίσκοπος Βιέννης (1614) και Καρδινάλιος (1615) θεωρείτο πολύ μετριοπαθής από εξτρεμιστές Καθολικούς, συμπεριλαμβανομένου του Φερδινάνδου Β'. Ο πόλεμος πλανιόταν στον αέρα και η επίθεση σε δύο κρατικούς αξιωματούχους στην Πράγα στις 23 Μαΐου 1618 (Η Εκπαραθύρωση της Πράγας) έμελλε να πυροδοτήσει τον πόλεμο. Ο Ματθίας, όπως και ο αδελφός του Ροδόλφος, απομονωνόταν όλο και περισσότερο από τον Φερδινάνδο που είχε φυλακίσει τον Κλεσλ.

Ο επόμενος αδελφός στη σειρά για τη διαδοχή το 1619 ήταν ο Αλβέρτος Ζ', αλλά πείστηκε να παραιτηθεί υπέρ του Φερδινάνδου Β' μέσα σε λίγους μήνες.

Μεταρρύθμιση και Αντιμεταρρύθμιση

Επεξεργασία
 
Ο Αρχιδούκας Φερδινάνδος Β΄ 1619–1637, αρχιτέκτονας της Αντιμεταρρύθμισης

Η θρησκεία έπαιξε μεγάλο ρόλο στην πολιτική αυτής της περιόδου και ακόμη και η ανεκτικότητα είχε τα όριά της μπροστά στις ασυμβίβαστες απαιτήσεις και των δύο στρατοπέδων. Καθώς πλησίαζε η τουρκική απειλή ο Μαξιμιλιανός Β' επρόκειτο να συνεχίσει την πολιτική ανεκτικότητας και συμφιλίωσης του πατέρα του, χορηγώντας Assekuration (νομιμοποίηση του προτεσταντισμού για τους ευγενείς) το 1571, όπως έκανε και ο Κάρολος Β' με τη Religionspazifikation το 1572, ενώ στο μακρινό Τιρόλο ο Φερδινάνδος Β΄ μπορούσε να είναι πιο επιθετικός. Την πολιτική του Μαξιμιλιανού Β' συνέχισαν οι γιοι του, Ροδόλφος Ε' και Ματθίας. Η δύναμη της Μεταρρύθμισης στην Άνω Αυστρία αμβλύνθηκε από εσωτερικά σχίσματα, ενώ στην Κάτω Αυστρία ο Μέλχιορ Κλεσλ ηγήθηκε μιας σθεναρής απάντησης των Καθολικών, εκδιώκοντας προτεστάντες ιεροκήρυκες και προωθώντας τον επαναπροσηλυτισμό.[39] Μια περαιτέρω παραχώρηση από τον Κάρολο Β' το 1578, η Brucker Pazifikation, συνάντησε μεγαλύτερη αντίσταση.[38]

Η Καθολική Αναγέννηση ξεκίνησε σοβαρά το 1595 όταν ενηλικιώθηκε ο Φερδινάνδος Β΄, που είχε εκπαιδευθεί στους Ιησουίτες. Είχε διαδεχτεί τον πατέρα του Κάρολο Β' στην Εσωτερική Αυστρία το 1590 και κατέστελλε δυναμικά την αίρεση στις επαρχίες που κυβερνούσε. Οι Επιτροπές της Μεταρρύθμισης ξεκίνησαν μια διαδικασία αναγκαστικού επανεκκαθολικισμού και το 1600 επιβλήθηκε στο Γκρατς και στο Κλάγκενφουρτ.[38][40] Σε αντίθεση με τους προηγούμενους Αυστριακούς ηγεμόνες ο Φερδινάνδος Β' δεν ανησυχούσε για την επίδραση της θρησκευτικής σύγκρουσης στην ικανότητά του να αντισταθεί στους Οθωμανούς. Η Αντιμεταρρύθμιση επρόκειτο να συνεχιστεί μέχρι το τέλος του Τριακονταετούς Πολέμου το 1648.

Η Αυστρία και ο Τριακονταετής Πόλεμος (1618–1648)

Επεξεργασία

Ο Φερδινάνδος Β' (1619–1637) και η υπερέκταση των Αψβούργων

Επεξεργασία

Όταν ο εξαιρετικά ευσεβής και αδιάλλακτος Φερδινάνδος Β' (1619-1637) εξελέγη Αυτοκράτορας (ως Φερδινάνδος Β') το 1619 για να διαδεχθεί τον ξάδερφό του Μαθτία, ξεκίνησε μια δυναμική προσπάθεια να επανακαθολικοποιήσει όχι μόνο τις Κληρονομικές Επαρχίες, αλλά επίσης και τη Βοημία και την Αψβουργική Ουγγαρία καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της Προτεσταντικής Ευρώπης εντός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Έξω από την επικράτειά του η φήμη του Φερδινάνδου Β' για ισχυρή αδιάλλακτη μισαλλοδοξία πυροδότησε τον θρησκευτικό Τριακονταετή Πόλεμο τον Μάιο του 1618 στην πολωτική πρώτη φάση του, γνωστή ως Εξέγερση στη Βοημία. Αφού η Εξέγερση της Βοημίας καταπνίγηκε το 1620, ξεκίνησε μια συντονισμένη προσπάθεια για την εξάλειψη του Προτεσταντισμού στη Βοημία και την Αυστρία, που ήταν σε μεγάλο βαθμό επιτυχής όπως και οι προσπάθειές του να περιορίσει την εξουσία της Δίαιτας. Η θρησκευτική καταστολή της αντιμεταρρύθμισης έφτασε στο αποκορύφωμά της το 1627 με το Επαρχιακό Διάταγμα (Verneuerte Landesordnung).[41]

Μετά από αρκετές αρχικές αντιξοότητες ο Φερδινάνδος Β' είχε γίνει πιο συμβιβαστικός, αλλά καθώς οι Καθολικοί αντέστρεψαν την κατάσταση και άρχισαν να έχουν μια μακρά σειρά επιτυχιών στο πεδίο των μαχών, εξέδωσε το Διάταγμα της Αποκατάστασης το 1629 σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει το status quo του 1555 (Ειρήνη του Άουγκσμπουργκ), περιπλέκοντας σε μεγάλο βαθμό την πολιτική των διαπραγματεύσεων για συνδιαλλαγή και παρατείνοντας τον πόλεμο. Ενθαρρυμένος από τις επιτυχίες στα μέσα του πολέμου ο Φερδινάνδος Β' έγινε ακόμη πιο δυναμικός, οδηγώντας σε βιαιοπραγίες του στρατού του, όπως η Λοταρία του Φράνκεμπουργκ (Frankenburger Würfelspiel) (1625), η καταστολή της Εξέγερσης των Αγροτών που ακολούθησε το 1626 και η Λεηλασία του Μαγδεβούργου (1631).[42] Παρά τη σύναψη της Ειρήνης της Πράγας (1635) με τη Σαξονία, και ως εκ τούτου τον εσωτερικό, ή εμφύλιο, πόλεμο με τους Προτεστάντες, ο πόλεμος συνεχίστηκε λόγω της παρέμβασης πολλών ξένων κρατών.

Ο Φερδινάνδος Γ΄ και η ειρηνευτική διαδικασία (1637-1648)

Επεξεργασία

Μέχρι τη στιγμή του θανάτου του Φερδινάνδου Β' το 1637 ο πόλεμος εξελισσόταν καταστροφικά για τους Αψβούργους και ο γιος του Φερδινάνδος Γ' (1637–1657), που ήταν ένας από τους στρατιωτικούς διοικητές του, αντιμετώπισε την ανάγκη να άρει τις συνέπειες του εξτρεμισμού του πατέρα του. Ο Φερδινάνδος Γ΄ ήταν πολύ πιο ρεαλιστής και είχε θεωρηθεί αρχηγός των οπαδών της ειρήνης στην αυλή και είχε βοηθήσει στη διαπραγμάτευση της Ειρήνης της Πράγας το 1635. Ωστόσο με τις συνεχιζόμενες απώλειες στον πόλεμο αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη το 1648 με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας, τερματίζοντας τον πόλεμο. Μία από τις ενέργειές του κατά το τελευταίο μέρος του πολέμου ήταν να δώσει περαιτέρω ανεξαρτησία στα γερμανικά κράτη (ius belli ac pacis - δικαιώματα σε καιρό πολέμου και ειρήνης), που σταδιακά θα άλλαζε την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ του Αυτοκράτορα και των κρατών προς όφελος των τελευταίων.

Αποτίμηση

Επεξεργασία

Ενώ οι απώτερες αιτίες του πολέμου παρέμεναν ασαφείς, αυτό επρόκειτο να αποδειχτεί οδοστρωτήρας καθώς η υπερέκταση των Αψβούργων οδήγησε στην εξάπλωσή του από μια εσωτερική διαμάχη στην εμπλοκή του μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης και ενώ μερικές φορές φαινόταν να βοηθά τον στόχο των Αψβούργων για πολιτική ηγεμονία και θρησκευτική ομοιομορφία, τελικά τους περιόρισε στα δικά τους κεντρικά εδάφη.

Ο αναγκαστικός προσηλυτισμός ή οι εκτοπίσεις που πραγματοποιήθηκαν στα μέσα του Τριακονταετούς Πολέμου, μαζί με τη μετέπειτα γενική επιτυχία των Προτεσταντών, είχαν πολύ αρνητικές συνέπειες για τον έλεγχο των Αψβούργων επί της ίδιας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αν και οι εδαφικές απώλειες ήταν σχετικά μικρές για τους Αψβούργους η Αυτοκρατορία απομειώθηκε σημαντικά, η εξουσία του ηγεμόνα περιορίστηκε και η ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη άλλαξε με νέα κέντρα που αναδύθηκαν στα σύνορα της αυτοκρατορίας. Οι κτήσεις θα λειτουργούσαν τώρα περισσότερο σαν εθνικά κράτη.

Ενώ στερήθηκαν τον στόχο της παγκόσμιας μοναρχίας, οι εκστρατείες εντός των κληρονομικών εδαφών των Αψβούργων ήταν σχετικά επιτυχημένες ως προς τις θρησκευτικές εκκαθαρίσεις, αν και η Ουγγαρία ποτέ δεν ξαναέγινε καθολική με επιτυχία. Μόνο στην Κάτω Αυστρία, και μόνο μεταξύ των ευγενών, έγινε ανεκτός ο προτεσταντισμός. Μεγάλος αριθμός ανθρώπων είτε μετανάστευσαν είτε προσηλυτίστηκαν, ενώ άλλοι συμβιβάστηκαν ως κρυπτοπροτεστάντες, με αποτέλεσμα κάποια σχετική ομοιομορφία. Η συντριβή της Εξέγερσης της Βοημίας εξάλειψε επίσης την τσεχική κουλτούρα και καθιέρωσε τη γερμανική ως εργαλείο του απολυταρχισμού των Αψβούργων. Οι Αυστριακοί μονάρχες είχαν στη συνέχεια πολύ μεγαλύτερο έλεγχο εντός της κληρονομικής βάσης της εξουσίας τους, ο δυναστικός απολυταρχισμός έγινε πιο σφιχτός και η εξουσία των κτήσεων μειώθηκε. Από την άλλη πλευρά η Αυστρία βγήκε πολύ μειωμένη σε πληθυσμό και οικονομική ισχύ και λιγότερο δυναμική και αποδυναμωμένη ως έθνος-κράτος.

Καθιερώθηκε η Μπαρόκ Αυστριακή Μοναρχία. Παρά τη διχοτόμηση μεταξύ της εξωτερικής πραγματικότητας και της εσωτερικής πεποίθησης, ο υπόλοιπος κόσμος έβλεπε την Αυστρία ως την επιτομή της βίαιης ομοιομορφίας και της ταύτισης εκκλησίας και κράτους.

Επιπτώσεις του πολέμου

Επεξεργασία

Όσον αφορά το ανθρώπινο κόστος, οι πολλές οικονομικές, κοινωνικές και πληθυσμιακές εξαρθρώσεις του Τριακονταετούς Πολέμου, που προκλήθηκαν από τις σκληροπυρηνικές μεθόδους των αυστηρών μέτρων της αντιμεταρρύθμισης του Φερδινάνδου Β' και η σχεδόν συνεχής απασχόληση μισθοφορικών στρατών συνέβαλαν σημαντικά στις ανθρώπινες απώλειες και στην τραγική ερήμωση όλων των γερμανικών κρατών, σε ένα πόλεμο που ορισμένες εκτιμήσεις ανεβάζουν τις απώλειες του αμάχων έως και 50% συνολικά. Οι μελέτες αναφέρουν ως επί το πλείστον τα αίτια θανάτου λόγω πείνας ή (ουσιαστικά από την προκαλούμενη από έλλειψη τροφής) εξασθένησης της αντοχής σε ενδημικές ασθένειες που έπαιρναν επανειλημμένα διαστάσεις επιδημίας στο γενικό πληθυσμό της Κεντρικής Ευρώπης - τα γερμανικά κράτη ήταν το πεδίο μάχης και περιοχές στρατοπέδευσης για τους μεγαλύτερους μισθοφορικούς στρατούς μέχρι τότε και οι στρατοί αναζητούσαν τροφή στις διάφορες επαρχίες κλέβοντας τα τρόφιμα των ανθρώπων που αναγκάστηκαν να βγουν στους δρόμους ως πρόσφυγες, ανεξάρτητα από την πίστη και την υπηκοότητά τους. Τόσο οι κάτοικοι των πόλεων όσο και οι αγρότες επλήγησαν επανειλημμένα και υπήρξαν θύματα των στρατών και των δύο πλευρών, που άφηναν ελάχιστα για τους πληθυσμούς που είχαν ήδη πιεστεί από τους πρόσφυγες λόγω του πολέμου ή που διέφευγαν από την καταστολή της καθολικής αντιμεταρρύθμισης υπό τη διακυβέρνηση του Φερδινάνδου.

Δυναστική διαδοχή και αναδιανομή των εδαφών

Επεξεργασία

Τα αυστριακά εδάφη τελικά περιήλθαν υπό ένα αρχιδουκάτο το 1620, αλλά ο Φερδινάνδος Β' τα αναδιένειμε γρήγορα το 1623 σύμφωνα με την παράδοση των Αψβούργων, μοιράζοντας την "Άνω Αυστρία" (Εξωτερική Αυστρία και Τιρόλο) στον μικρότερο αδελφό του Λεοπόλδο Ε' (1623-1632) που ήταν ήδη κυβερνήτης εκεί. Η Άνω Αυστρία θα παρέμενε υπό τους διαδόχους του Λεοπόλδου μέχρι το 1665 όταν επανήλθε στην ανώτερη γραμμή υπό τον Λεοπόλδο Α'.

Ο γιος του Λεοπόλδου Ε' Φερδινάνδος Κάρολος τον διαδέχθηκε στην Άνω Αυστρία το 1632. Ωστόσο ήταν μόλις τεσσάρων εκείνη την εποχή, έχσοντας τη μητέρα του Κλαυδία των Μεδίκων ως αντιβασιλέα μέχρι το 1646.

Καθιέρωση της μοναρχίας: άνοδος της ισχύος της Αυστρίας (1648–1740)

Επεξεργασία

Παρά τις αποτυχίες του Τριακονταετούς Πολέμου η Αυστρία μπόρεσε να ανακάμψει οικονομικά και δημογραφικά και να εδραιώσει τη νέα ηγεμονία που συχνά αναφέρεται ως Αυστριακό Μπαρόκ. Το 1714 η Αυστρία είχε γίνει ξανά μεγάλη δύναμη. Ωστόσο οι ρίζες της νομιμότητας των Αψβούργων, με την εξάρτησή της από τη θρησκευτική και πολιτική ομοιομορφία, την έκαναν όλο και πιο αναχρονιστική την Εποχή του Διαφωτισμού. Ωστόσο στις τέχνες και την αρχιτεκτονική το μπαρόκ άκμασε στην Αυστρία. Σε καιρό ειρήνης ο Φερδινάνδος Γ' (1637–1657) αποδείχθηκε μεγάλος προστάτης των τεχνών και μουσικός.

Μετά τον θάνατο του Φερδινάνδου το 1657 τον διαδέχθηκε ο γιος του Λεοπόλδος Α' (1657–1705), του οποίου η βασιλεία ήταν σχετικά μακρά. Εν τω μεταξύ στην «Άνω Αυστρία» ο Φερδινάνδος Κάρολος (1632–1662) αν και επίσης προστάτης των τεχνών κυβερνούσε με απολυταρχικό και πολυδάπανο τρόπο. Ο αδερφός του Σιγισμούνδος Φραγκίσκος (1662–1665) τον διαδέχθηκε για λίγο το 1662, αλλά πεθαίνοντας χωρίς διάδοχο το 1665 τα εδάφη του περιήλθαν στον Λεοπόλδο Α΄. Έτσι από το 1665 η Αυστρία επανενώθηκε τελικά ως ένα αρχιδουκάτο.

Λεοπόλδος Α΄ (1657–1705): Τελική ενοποίηση και απελευθέρωση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία

Επεξεργασία
 
Ο Λεοπόλδο Α'., 1657–1705.

Η βασιλεία του Λεοπόλδου Α' σημαδεύτηκε από την επιστροφή σε μια σειρά πολέμων. Ακόμη και προτού διαδεχτεί τον πατέρα του το 1657, συμμετείχε στον Δεύτερο Βόρειο Πόλεμο (1655–1660) απότοκο της συμμετοχής της Σουηδίας στον Τριακονταετή Πόλεμο, στον οποίο η Αυστρία τάχθηκε στο πλευρό της Πολωνίας, νικώντας την Τρανσυλβανία, σύμμαχο της Σουηδίας και Οθωμανικό προτεκτοράτο.

Στο τέλος αυτού του πολέμου οι Οθωμανοί κατέλαβαν το Νάγκιβαραντ στην Τρανσυλβανία το 1660, γεγονός που σήμανε την αρχή της παρακμής αυτού του πριγκιπάτου και την αύξηση της επιρροής των Αψβούργων. Μάταια οι Τρανσυλβανοί απευθύνθηκαν στη Βιέννη για βοήθεια, αγνοώντας τις μυστικές συμφωνίες Οθωμανών-Αψβούργων.

 
Η Δεύτερη πολιορκία της Βιέννης, 1683.

Ευτυχώς για την Αυστρία η Τουρκία ήταν απασχολημένη αλλού κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου, όταν θα ήταν ευάλωτη σε επίθεση στα ανατολικά της πλευρά. Μόλις το 1663 οι Τούρκοι ανέπτυξαν σοβαρές προθέσεις σχετικά με την Αυστρία, γεγονός που οδήγησε σε ένα καταστροφικό γεγονός για τον Οθωμανικό στρατό, που νικήθηκε στη μάχη του Σέντγκοταρντ τον επόμενο χρόνο.

Οι όροι, που υπαγορεύθηκαν από την ανάγκη της Αυστρίας να αντιμετωπίσει τους Γάλλους στη Δύση, ήταν τόσο δυσμενείς που εξόργισαν τους Ούγγρους που επαναστάτησαν. Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, αφού εκτέλεσε τους ηγέτες τους, ο Λεοπόλδος προσπάθησε να επιβάλει μια αντιμεταρρύθμιση, ξεκινώντας έναν θρησκευτικό εμφύλιο πόλεμο, αν και έκανε κάποιες παραχωρήσεις το 1681. Έτσι στις αρχές της δεκαετίας του 1680, ο Λεοπόλδος αντιμετώπιζε την ουγγρική εξέγερση, που υποστηριζόταν από τους Οθωμανούς και ενθαρρυνόταν από τους Γάλλους στην απέναντι πλευρά.

Εν τω μεταξύ η Αυστρία ενεπλάκη και αλλού με τον Γαλλο-Ολλανδικό Πόλεμο (1672–1678), που τερματίστηκε με τις Συνθήκες του Ναϊμέχεν που έδωσαν στους Γάλλους σημαντικές ευκαιρίες (reunions). Πράγματι οι ενέργειες της Γαλλίας, τώρα επίσης μεγάλης δύναμης, δεν επέτρεπαν στον Λεοπόλδο να επωφεληθεί από το πλεονέκτημά του έναντι των Τούρκων και οι αυστρο-οθωμανικές σχέσεις καθορίστηκαν με τη Συνθήκη του Βάσβαρ, που θα παρείχε περίπου είκοσι χρόνια ανακούφισης. Ωστόσο, οι reunions εξασφάλισαν την πολύ αναγκαία γαλλική ουδετερότητα, ενώ η Αυστρία ήταν σε επιφυλακή στα ανατολικά.

Στη συνέχεια οι Οθωμανοί κινήθηκαν εναντίον της Αυστρίας το 1682 σε αντίποινα για τις επιδρομές των Αψβούργων, φτάνοντας στη Βιέννη το 1683, που αποδείχθηκε καλά οχυρωμένη, και ξεκίνησαν να την πολιορκούν. Οι συμμαχικές δυνάμεις αποδείχθηκαν τελικά ανώτερες και την άρση της πολιορκίας ακολούθησε μια σειρά νικών το 1687 και το 1697, με αποτέλεσμα τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), το Βελιγράδι που έπεσε το 1688 ανακαταλήφθηκε το 1690. Αυτή οδήγησε στην αυστριακή ηγεμονία στην περιοχή και περιέλαβε στην Αυτοκρατορία μεγάλο αριθμό Σέρβων, που επρόκειτο να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην πολιτική της κατά τους επόμενους αιώνες.

Με τα ανατολικά σύνορα να έχουν πλέον επιτέλους εξασφαλιστεί, η Βιέννη μπορούσε να ανθίσει (Vienna gloriosa) και να επεκταθεί πέρα από τα παραδοσιακά της όρια. Στα ανατολικά ο Λεοπόλδος έμαθε ότι δεν είχε πολλά να κερδίσει με σκληρά μέτρα, πράγμα που αποδέχτηκε και παραχώρησε στην Ουγγρική Δίαιτα δικαιώματα μέσω του Diploma Leopoldianum του 1691. Ωστόσο στο στρατιωτικό μέτωπο, αυτό απλώς έλυσε τα χέρια της Αυστρίας να συμμετάσχει σε περαιτέρω δυτικοευρωπαϊκούς πολέμους. Η Αυστρία ενεπλάκη περισσότερο στη Δυτική Ευρώπη στον ανταγωνισμό με τη Γαλλία, πολεμώντας εναντίον της στον Πόλεμο του Συνδέσμου του Άουγκσμπουργκ (1688–1697).

Στο εσωτερικό μέτωπο η βασιλεία του Λεοπόλδου σημαδεύτηκε από την εκδίωξη των Εβραίων από τη Βιέννη το 1670 και η συνοικία τους μετονομάστηκε σε Leopoldstadt (Πόλη του Λεοπόλδου). Το 1680 ο Λεοπόλδος υιοθέτησε τη λεγόμενη Pragmatica, που ρύθμιζε εκ νέου τη σχέση μεταξύ γαιοκτημόνων και φτωχών αγροτών.[43]

Πόλεμος της Ισπανικής Διαδοχής (1701–1714): Ιωσήφ Α΄ και Κάρολος Γ΄

Επεξεργασία

Ο πιο περίπλοκος από όλους ήταν ο Πόλεμος της Ισπανικής Διαδοχής (1701–1714), στον οποίο οι Γάλλοι και οι Αυστριακοί (μαζί με τους Βρετανούς, Ολλανδούς και Καταλανούς συμμάχους τους) πολέμησαν για την κληρονομιά των τεράστιων κτήσεων των Ισπανών Αψβούργων. Η φαινομενική αιτία ήταν η διεκδίκηση του κενού ισπανικού θρόνου το 1701 από τον μελλοντικό Κάρολο Γ' της Αυστρίας (1711–1740). Ο Λεοπόλδος συμμετείχε στον πόλεμο αλλά δεν έζησε να δει το αποτέλεσμά του, τον διαδέχθηκε ο γιος του Ιωσήφ Α' το 1705. Η βασιλεία του Ιωσήφ ήταν σύντομη και ο πόλεμος τελείωσε τελικά το 1714, οπότε τον είχε διαδεχτεί ο αδελφός του Κάρολος Γ'.

Αν και οι Γάλλοι εξασφάλισαν τον έλεγχο της Ισπανίας και των αποικιών της για έναν εγγονό του Λουδοβίκου ΙΔ΄, οι Αυστριακοί είχαν επίσης σημαντικά κέρδη στη Δυτική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των πρώην Ισπανικών Κάτω Χωρών (που μετονομάστηκαν σε Αυστριακές Κάτω Χώρες), συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου μέρους του σημερινού Βελγίου), του Δουκάτου του Μιλάνου στη Βόρεια Ιταλία και της Νάπολης και της Σαρδηνίας στη Νότια Ιταλία. (Η τελευταία ανταλλάχθηκε με τη Σικελία το 1720). Με την ολοκλήρωση του πολέμου το 1714 η Αυστρία είχε αποκτήσει μια κομβική θέση στην ευρωπαϊκή πολιτική.

Στο τέλος του πολέμου οι σύμμαχοι της Αυστρίας την εγκατέλειψαν συνάπτοντας συνθήκες με τους Γάλλους, ενώ ο Κάρολος υπέγραψε τελικά τη Συνθήκη του Ράστατ το 1714. Αν και οι Αψβούργοι μπορεί να μην είχαν κερδίσει όλα όσα ήθελαν, ωστόσο σημείωσαν σημαντικά κέρδη τόσο από αυτή όσο και από εκείνη Κάρλοβιτς και παγίωσαν τη δύναμή τους. Στο υπόλοιπο της βασιλείας του η Αυστρία παραιτήθηκε από πολλά από αυτά τα αρκετά εντυπωσιακά κέρδη, κυρίως λόγω των ανησυχιών του Καρόλου για την επικείμενη εξαφάνιση του Οίκου των Αψβούργων.

Κάρολος Γ': Διαδοχή και Νομική Κύρωση (1713–1740)

Επεξεργασία
 
Κάρολος Γ', 1713–1740
Κύριο λήμμα: Κάρολος Γ΄

Γιατί ο Κάρολος είχε τώρα τα δικά του προβλήματα διαδοχής, έχοντας μόνο δύο κόρες. Η λύση του ήταν να καταργήσει την αποκλειστική ανδρική κληρονομιά μέσω της Νομικής Κύρωσης του 1713. Το 1703 ο πατέρας του Λεοπόλδος ΣΤ' είχε συνάψει μια συμφωνία με τους γιους του που επέτρεπε τη γυναικεία κληρονομιά αλλά ήταν ασαφής στις λεπτομέρειες και άφηνε περιθώρια για αβεβαιότητα. Η Νομική Κύρωση την ενίσχυσε και επιπλέον προέβλεπε το αδιαίρετο (indivisibiliter ac inseparabiliter) των εδαφών των Αψβούργων.

Αυτό επρόκειτο να αποτελέσει τη νομική βάση για την ένωση με την Ουγγαρία και τη νομιμοποίηση της μοναρχίας των Αψβούργων, που θα επιβεβαιωνόταν με τον Αυστροουγγρικό Συμβιβασμό του 1867 και θα διαρκούσε έως το 1918. Στη συνέχεια χρειάστηκε να ενισχύσει αυτή τη διευθέτηση διαπραγματευόμενος με τα γύρω κράτη. Η εσωτερική διαπραγμάτευση αποδείχθηκε σχετικά απλή και έγινε νόμος το 1723.

Ο Κάρολος ήταν τώρα πρόθυμος να προσφέρει συγκεκριμένα πλεονεκτήματα σε έδαφος και εξουσία με αντάλλαγμα τις άχρηστες αναγνωρίσεις άλλων δυνάμεων της Νομικής Κύρωσης που κατέστησε την κόρη του Μαρία Θηρεσία διάδοχό του. Εξίσου προκλητικό ήταν το ζήτημα των συζυγικών προοπτικών της διαδόχου και πώς θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ευρωπαϊκή ισορροπία δυνάμεων. Η τελική επιλογή του Φραγκίσκου Στεφάνου της Λωρραίνης το 1736 αποδείχθηκε μη δημοφιλής στις άλλες δυνάμεις, ιδιαίτερα στη Γαλλία.

Ο πόλεμος συνέχισε να είναι μέρος της ευρωπαϊκής ζωής στις αρχές του 18ου αιώνα. Η Αυστρία ενεπλάκη στον Πόλεμο της Τετραπλής Συμμαχίας και με τη Συνθήκη της Χάγης που τον ακολούθησε το 1720 τα εδάφη των Αψβούργων έφτασαν στη μεγαλύτερη εδαφική τους επέκταση. Πόλεμος με τη Γαλλία ξέσπασε πάλι το 1733 (Πόλεμος της Πολωνικής Διαδοχής, του οποίου η λήξη με τη Συνθήκη της Βιέννης το 1738 υποχρέωσε την Αυστρία να παραχωρήσει τη Νάπολη και τη Σικελία στον Ισπανό δευτερότοκο διάδοχο Δον Κάρλος με αντάλλαγμα το μικροσκοπικό Δουκάτο της Πάρμας και την προσχώρηση της Ισπανίας και της Γαλλίας στη Νομική Κύρωση. Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Καρόλου έγιναν επίσης περαιτέρω πόλεμοι κατά των Τούρκων, ξεκινώντας με μια επιτυχημένη αψιμαχία το 1716-1718, με αποκορύφωμα τη Συνθήκη του Πασάροβιτς. Λιγότερο επιτυχημένος ήταν ο πόλεμος του 1737-1739 που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια του Βελιγραδίου και άλλων συνοριακών εδαφών από την Αυστρία με τη Συνθήκη του Βελιγραδίου.[44]

Στο εσωτερικό μέτωπο τα στρατιωτικά και πολιτικά κέρδη συνοδεύτηκαν από οικονομική και πληθυσμιακή ανάπτυξη (Schwabenzug), καθώς η Αυστρία εισήλθε στην περίοδο του Ωριμου Μπαρόκ με αφθονία νέων κτιρίων, συμπεριλαμβανομένων των Μπελβεντέρε (1712-1783) και Καρλσκίρχε (1716-1737), τυπικά παραδείγματα των μεγάλων αρχιτεκτόνων αυτής της περιόδου, όπως οι Φίσερ, Χίλντεμπραντ και Πράνταουερ. Ωστόσο τα οικονομικά των Αψβούργων ήταν εύθραυστα. Είχαν βασιστεί για να χρηματοδοτήσουν τους πολέμους τους σε Εβραίους τραπεζίτες όπως ο Σάμουελ Οπενχάιμερ, που στη συνέχεια τον χρεοκόπησαν. Ωστόσο το χρηματοπιστωτικό σύστημα στην Αυστρία παρέμεινε απαρχαιωμένο και ανεπαρκές. Μέχρι τον θάνατο του Καρόλου το 1740 το ταμείο είχε σχεδόν εξαντληθεί.

Η θρησκευτική μισαλλοδοξία των Αψβούργων, κάποτε αδιαμφισβήτητη στα εδάφη του πυρήνα τους, έγινε αντικείμενο εντατικότερου ελέγχου το 1731, όταν 22.000 ύποπτοι ως κρυπτοπροτεστάντες εκδιώχθηκαν από το Σάλτσμπουργκ και το Σάλτσκαμεργκουτ. Παρόμοια μισαλλοδοξία επιδείχθηκε στον εβραϊκό πληθυσμό στη Βοημία και τις γύρω περιοχές με το Familianten (Familiantengesetze) το 1726 και το 1727. Χειρότερα θα είχαν ακολουθήσει αν δεν υπήρχε επίσης συνειδητοποίηση ότι υπήρχαν οικονομικές συνέπειες και ότι απαιτείτο κάποια προσαρμογή στις πιο ορθολογικές ιδέες της Δυτικής Ευρώπης. Μεταξύ αυτών ήταν ο καμεραλισμός, που ενθάρρυνε την οικονομική αυτάρκεια στο εθνικό κράτος. Έτσι ιδρύθηκαν και ενθαρρύνθηκαν εγχώριες βιομηχανίες όπως η Linzer Wollzeugfabrik, αλλά συχνά τέτοιες ιδέες υποτάχθηκαν στα κατεστημένα συμφέροντα όπως η αριστοκρατία και η εκκλησία. Η ορθολογιστική έμφαση στο φυσικό και στο λαϊκό ήταν το αντίθετο του ελιτισμού των Αψβούργων και της θεϊκής εξουσίας. Τελικά τον ορθολογισμό στην Αυστρία επέβαλαν εξωτερικές δυνάμεις.

Κατά τον θάνατό του το 1740 ο Κάρολος Γ' είχε εξασφαλίσει την αποδοχή της Νομικής Κύρωσης από τις περισσότερες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Το ερώτημα που έμενε ήταν αν ήταν ρεαλιστικό στα περίπλοκα παιχνίδια εξουσίας των ευρωπαϊκών δυναστειών.

Μαρία Θηρεσία και μεταρρυθμίσεις (1740–1780)

Επεξεργασία
Κύριο λήμμα: Μαρία Θηρεσία
 
Η Μαρία Θηρεσία της Αυστρίας σε νεαρή ηλικία το 1727.

Ο Κάρολος Γ' πέθανε στις 20 Οκτωβρίου 1740 και τον διαδέχθηκε η κόρη του Μαρία Θηρεσία. Ωστόσο δεν έγινε αυτοκράτειρα αμέσως, ο τίτλος αυτός πέρασε στον Κάρολο Ζ' (1742-1745), στη μοναδική περίπτωση που το αυτοκρατορικό στέμμα πέρασε έξω από τη γραμμή των Αψβούργων από το 1440 έως το 1806, ενώ ο Κάρολος Ζ' ήταν ένας από τους πολλούς που είχαν απορρίψει τη Νομική Κύρωση του 1713. Όπως πολλοί είχαν προβλέψει, όλες οι διαβεβαιώσεις από τις άλλες δυνάμεις αποδείχθηκαν ελάχιστης αξίας για τη Μαρία Θηρεσία.

Πόλεμος της Αυστριακής Διαδοχής (1740–1748)

Επεξεργασία

Στις 16 Δεκεμβρίου 1740 τα στρατεύματα της Πρωσίας εισέβαλαν στη Σιλεσία υπό τον Βασιλιά Φρειδερίκο τον Μέγα. Αυτός ήταν ο πρώτος από τους τρεις Σιλεσιανούς Πολέμους, που διεξήχθησαν μεταξύ Αυστρίας και Πρωσίας αυτή την περίοδο (1740–1742, 1744–1745 και 1756–1763). Σύντομα άλλες δυνάμεις άρχισαν να εκμεταλλεύονται την αδυναμία της Αυστρίας. Ο Κάρολος Ζ' διεκδίκησε την κληρονομιά στα κληρονομικά εδάφη και τη Βοημία, και υποστηρίχθηκε από τον Βασιλιά της Γαλλίας, που εποφθαλμιούσε τις Αυστριακές Κάτω Χώρες. Οι Ισπανοί και οι Σαρδηνοί ήλπιζαν να κερδίσουν εδάφη στην Ιταλία και οι Σάξονες να κερδίσουν έδαφος για να συνδέσουν τη Σαξονία με το Πολωνικό Βασίλειο του Εκλέκτορα. Η Γαλλία έφτασε ακόμη και στο σημείο να προετοιμαστεί για τη διχοτόμηση της Αυστρίας.[45]

Οι σύμμαχοι της Αυστρίας, η Βρετανία, η Ολλανδική Δημοκρατία και η Ρωσία, ήταν όλοι επιφυλακτικοί να εμπλακούν στη σύγκρουση και τελικά μόνο η Βρετανία παρείχε σημαντική υποστήριξη. Έτσι ξεκίνησε ο Πόλεμος της Αυστριακής Διαδοχής (1740–1748), ένας από τους πιο συγκεχυμένους και λιγότερο περιπετειώδεις πολέμους της ευρωπαϊκής ιστορίας, με αποτέλεσμα η Αυστρία να διατηρήσει τα δικά της εδάφη, παρά τη μόνιμη απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της Σιλεσίας υπέρ των Πρώσων. Επρόκειτο για την απώλεια μιας από τις πλουσιότερες και πιο βιομηχανοποιημένες επαρχίες της. Για την Αυστρία ο Πόλεμος της Διαδοχής ήταν περισσότερο μια σειρά πολέμων, που ο πρώτος ολοκληρώθηκε το 1742 με τη Συνθήκη του Μπρέσλαου και ο δεύτερος (1744–1745) με τη Συνθήκη της Δρέσδης. Ο συνολικός πόλεμος ωστόσο συνεχίστηκε μέχρι τη Συνθήκη της Αιξ-λα-Σαπέλ (1748).

Το 1745, μετά τη βασιλεία του Βαυαρού Εκλέκτορα ως Αυτοκράτορα Καρόλου Ζ΄, ο σύζυγος της Μαρίας Θηρεσίας Φραγκίσκος της Λωρραίνης, Μέγας Δούκας της Τοσκάνης, εξελέγη Αυτοκράτορας, αποκαθιστώντας τον έλεγχο αυτής της θέσης από τους Αψβούργους (ή, μάλλον, το νέο σύνθετο οίκο των Αψβούργων-Λωρραίνης,[46] και φέροντας τιμητικά το στέμμα μέχρι τον θάνατό του το 1765, αλλά στη σύζυγό του αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία ανήκε η εκτελεστική εξουσία. Η Νομική Κύρωση του 1713 ίσχυε για τις κληρονομικές κτήσεις των Αψβούργων και το Αρχιδουκάτο της Αυστρίας, αλλά όχι για τη θέση του Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που δεν μπορούσαν να κατέχουν γυναίκες, επομένως η Μαρία Θηρεσία ήταν σύζυγος του Αυτοκράτορα και όχι Αυτοκράτειρα.

Επταετής και Τρίτος Σιλεσιανός Πόλεμος (1754–1763)

Επεξεργασία

Επί οκτώ χρόνια μετά τη Συνθήκη της Αιξ-λα-Σαπέλ που τερμάτισε τον Πόλεμο της Αυστριακής Διαδοχής η Μαρία Θηρεσία σχεδίαζε εκδίκηση από τους Πρώσους. Οι σύμμαχοι Βρετανοί και Ολλανδοί, που είχαν αποδειχτεί τόσο απρόθυμοι να τη βοηθήσουν την ώρα της ανάγκης, απορρίφθηκαν και προτιμήθηκαν οι Γάλλοι με τη λεγόμενη Αντιστροφή των Συμμαχιών (bouleversement) του 1756, με τη συμβουλή του Κάουνιτς, Αυστριακού Καγκελαρίου (1753– 1793). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1756. Την ίδια χρονιά ο πόλεμος ξέσπασε και πάλι στην ήπειρο καθώς ο Φρειδερίκος, φοβούμενος την περικύκλωση, ξεκίνησε μια προληπτική εισβολή στη Σαξονία και η αμυντική συνθήκη έγινε επιθετική. Ο Τρίτος Σιλεσιανός Πόλεμος που ακολούθησε (1754–1763, μέρος του μεγαλύτερου Επταετούς Πολέμου) ήταν χωρίς αποτέλεσμα και στο τέλος του η Πρωσία κράτησε τη Σιλεσία, παρά το γεγονός ότι η Ρωσία, η Γαλλία και η Αυστρία συνενώθηκαν εναντίον της με μόνο το Ανόβερο σημαντικό ηπειρωτικό σύμμαχο.

Στο τέλος του πολέμου η Αυστρία, κακώς προετοιμασμένη στην αρχή του, βρέθηκε εξαντλημένη. Συνέχισε τη συμμαχία με τη Γαλλία (που εδραιώθηκε το 1770 με τον γάμο της κόρης της Μαρίας Θηρεσίας, Αρχιδούκισσας Μαρίας Αντωνίας με τον Δελφίνο), αλλά αντιμετώπισε και μια επικίνδυνη κατάσταση στην Κεντρική Ευρώπη, τη συμμαχία του Φρειδερίκου του Μεγάλου της Πρωσίας με την Αικατερίνη τη Μεγάλη της Ρωσίας. Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1768-1774) προκάλεσε σοβαρή κρίση στην ανατολική-κεντρική Ευρώπη, με την Πρωσία και την Αυστρία να απαιτούν αποζημίωση για τα κέρδη της Ρωσίας στα Βαλκάνια, με κατάληξη τον Πρώτο διαμελισμό της Πολωνίας το 1772, με τον οποία η Μαρία Θηρεσία πήρε τη Γαλικία, παραδοσιακό σύμμαχο της Αυστρίας.

Πόλεμος της Βαυαρικής Διαδοχής (1778-1779)

Επεξεργασία

Τα επόμενα χρόνια οι αυστρορωσικές σχέσεις άρχισαν να βελτιώνονται. Όταν ξέσπασε ο Πόλεμος της Βαυαρικής Διαδοχής (1778–1779) μεταξύ Αυστρίας και Πρωσίας μετά την εξάλειψη της Βαυαρικής γραμμής της δυναστείας των Βίττελσμπαχ, η Ρωσία αρνήθηκε να υποστηρίξει την Αυστρία, τη σύμμαχό της από τον Επταετή Πόλεμο, αλλά προσφέρθηκε να μεσολαβήσει και ο πόλεμος έληξε, σχεδόν χωρίς αιματοχυσία, στις 13 Μαΐου 1779, όταν Ρώσοι και Γάλλοι μεσολαβητές στο Συνέδριο του Τέσεν διαπραγματεύτηκαν το τέλος του πολέμου. Με τη συμφωνία η Αυστρία έλαβε το Ίνφιρτελ από τη Βαυαρία, αλλά για την Αυστρία ήταν μια περίπτωση status quo ante bellum. Αυτός ο πόλεμος ήταν ασυνήθιστος για αυτή την εποχή, καθώς οι απώλειες από τις ασθένειες και την πείνα ξεπέρασαν εκείνες στα πεδία των μαχών και θεωρείται ο τελευταίος από τους Υπουργικούς Πολέμους (Kabinettskriege), στους οποίους οι διπλωμάτες έπαιζαν τόσο μεγάλο ρόλο όσο τα στρατεύματα και ρίζα του Γερμανικού Δυϊσμού (ανταγωνισμός Αυστρίας–Πρωσίας).

Μεταρρυθμίσεις

Επεξεργασία
 
Ο Φραγκίσκος Α' (1740–1765) με τη Μαρία Θηρεσία (1740–1780).

Αν και η Μαρία Θηρεσία και ο σύζυγός της ήταν μπαρόκ απολυταρχικοί συντηρητικοί, αυτό μετριαζόταν από μια αίσθηση ρεαλισμού και εφάρμοσαν μια σειρά από ήδη καθυστερημένες μεταρρυθμίσεις. Επομένως αυτές οι μεταρρυθμίσεις ήταν ρεαλιστικές απαντήσεις στις προκλήσεις που αντιμετώπιζαν το αρχιδουκάτο και η αυτοκρατορία, που δεν ανήκαν ιδεολογικά στο πλαίσιο του Διαφωτισμού. Πράγματι ο Κρίστιαν Βολφ, ο αρχιτέκτονας του Γερμανικού Διαφωτισμού, αν και γεννημένος υπήκοος των Αψβούργων, αναγκάστηκε να φύγει λόγω ενεργού αποθάρρυνσης τέτοιων ιδανικών.

Η σύγκρουση με τις άλλες θεωρίες των εθνικών κρατών και της νεωτερικότητας υποχρέωσε την Αυστρία να ακροβατεί μεταξύ της αποδοχής των μεταβαλλόμενων οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, ενώ απέρριπτε την πολιτική αλλαγή που τις συνόδευε. Η σχετική αποτυχία αντιμετώπισης της νεωτερικότητας προκάλεσε σημαντικές αλλαγές στην εξουσία των Αψβούργων και στην αυστριακή κουλτούρα και κοινωνία. Μία από τις πρώτες προκλήσεις που αντιμετώπισαν η Μαρία Θηρεσία και οι σύμβουλοί της ήταν να αποκαταστήσουν τη νομιμότητα και την εξουσία της δυναστείας, αν και σιγά σιγά αντικαταστάθηκε από την ανάγκη να εδραιωθούν οι ανάγκες του κράτους.

Διακυβέρνηση και οικονομικά
Επεξεργασία

Η Μαρία Θηρεσία εξήγγειλε οικονομικές και εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις με τη βοήθεια των συμβούλων της, ιδίως του κόμη Φρίντριχ Βίλχελμ φον Χάουγκβιτς και του Γκέραρντ φαν Σβίτεν. Πολλές μεταρρυθμίσεις ήταν υπέρ της αποτελεσματικότητας. Οι οικονομικές της μεταρρυθμίσεις βελτίωσαν σημαντικά τα κρατικά οικονομικά και συγκεκριμένα εισήγαγαν φορολόγηση των ευγενών για πρώτη φορά και πέτυχαν έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό έως το 1775. Σε διοικητικό επίπεδο, υπό τον Χάουγκβιτς, συγκέντρωσε τη διοίκηση, που προηγουμένως ανήκε στους ευγενείς και την εκκλησία, κατά τα πρωσικά πρότυπα με μόνιμη δημόσια διοίκηση. Ο Χάουγκβιτς διορίστηκε επικεφαλής του νέου Directorium in publicis und cameralibus το 1749. Το 1760 ήταν σαφές ότι αυτό δεν έλυνε τα προβλήματα της Αυστρίας και απαιτούνταν περαιτέρω μεταρρυθμίσεις. Η πρόταση του Κάουνιτς για ένα συμβουλευτικό σώμα έγινε αποδεκτή από τη Μαρία Θηρεσία. Αυτό το Συμβούλιο του Κράτους (Staatsrat) επρόκειτο να βασιστεί στο Γαλλικό Conseil d'État, θεωρώντας ότι ένας απόλυτος μονάρχης μπορούσε ακόμα να καθοδηγείται από συμβούλους του Διαφωτισμού. Το συμβούλιο εγκαινιάστηκε τον Ιανουάριο του 1761, αποτελούμενο από τον Κάουνιτς, τον καγκελάριο του κράτους (Staatskanzler), τρία μέλη της υψηλής αριστοκρατίας (Staatsminister), συμπεριλαμβανομένου του φον Χάουγκβιτς ως προέδρου (Erster Staatsminister) και τριών ιπποτών (Staatsrat), που λειτουργούσε ως επιτροπή έμπειρων ανθρώπων που τη συμβούλευαν. Το Συμβούλιο του Κράτους δεν είχε εκτελεστική ή νομοθετική εξουσία. Αυτό σηματοδότησε την υπεροχή του Κάουνιτς έναντι του φον Χάουγκβιτς. Το Directorium καταργήθηκε και οι λειτουργίες του απορροφήθηκαν από τις νέες ενωμένες καγκελαρίες Αυστρίας και Βοημίας (Böhmisch-Österreichische Hofkanzlei) το 1761.[47]

Εκπαίδευση
Επεξεργασία

Ενώ ο Φον Χάουγκβιτς εκσυγχρόνισε τον στρατό και την κυβέρνηση, ο φαν Σβίτεν μεταρρύθμισε την υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευση. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση περιλάμβανε αυτή του Πανεπιστημίου της Βιέννης από τον Σβίτεν το 1749, την ίδρυση του Theresianum (1746) ως ακαδημίας δημοσίων υπηρεσιών καθώς και στρατιωτικών και ξένων ακαδημιών. το 1760 ιδρύθηκε μια Εκπαιδευτική Επιτροπή (Studienhofkommission), με συγκεκριμένο σκοπό να αντικαταστήσει τον έλεγχο των Ιησουιτών, αλλά αυτό το πέτυχε η διάλυση του τάγματος από τον Πάπα το 1773. Η δήμευση της περιουσίας τους επέτρεψε το επόμενο βήμα. Έχοντας επίγνωση της ανεπάρκειας της γραφειοκρατίας στην Αυστρία και για να τη βελτιώσει η Μαρία Θηρεσία, και αυτό που τώρα αποκαλούνταν το Κόμμα του Διαφωτισμού αναμόρφωσαν ριζικά το σχολικό σύστημα. Στο νέο σύστημα, που βασίστηκε στο πρωσικό, όλα τα παιδιά και των δύο φύλων από 6 έως 12 ετών έπρεπε να φοιτούν στο σχολείο, ενώ ιδρύθηκαν σχολεία επιμόρφωσης δασκάλων. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα από πολλά χωριά και την αριστοκρατία, για την οποία τα παιδιά αποτελούσαν εργατικό δυναμικό. Η Μαρία Θηρεσία πάταξε τη διαφωνία διατάζοντας τη σύλληψη όλων των αντιτιθέμενων. Αν και η ιδέα ήταν σωστή οι μεταρρυθμίσεις δεν ήταν τόσο επιτυχημένες όσο αναμενόταν. Σε ορισμένες περιοχές της Αυστρίας ο μισός πληθυσμός ήταν αναλφάβητος μέχρι τον 19ο αιώνα. Ωστόσο η ευρεία πρόσβαση στην εκπαίδευση, η εκπαίδευση στη λαϊκή γλώσσα, η αντικατάσταση της τυχαίας μάθησης και η ορθολογική τυφλή υπακοή επρόκειτο να έχουν βαθιά επίδραση στη σχέση μεταξύ λαού και κράτους.

Πολιτικά δικαιώματα, βιομηχανία και εργασιακές σχέσεις
Επεξεργασία

Άλλες μεταρρυθμίσεις αφορούσαν τα πολιτικά δικαιώματα βάσει του Codex Theresianus, που ξεκίνησαν το 1752 και ολοκληρώθηκαν το 1766. Τα συγκεκριμένα μέτρα περιλάμβαναν την κατάργηση των βασανιστηρίων και του καψίματος των μαγισσών. Επίσης στη βιομηχανική και αγροτική πολιτική σύμφωνα με τα πρότυπα του καμεραλισμού, της θεωρίας της μεγιστοποίησης των πόρων της γης για την προστασία της ακεραιότητας του κράτους. Τα μεγάλα προβλήματα που προέκυψαν από τον πόλεμο, η αναταραχή λόγω της πείνας και τις καταχρήσεις έκαναν την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων γαιοκτημόνων-αγροτών απαραίτητη. Η Μαρία Θηρεσία και το καθεστώς της αναζητούσαν ένα νέο πιο άμεσο δεσμό με τον λαό και αυτός ο πατερναλισμός σε συνδυασμό με την καμεραλιστική σκέψη απαιτούσε να ενδιαφερθεί περισσότερο για την ευημερία της αγροτιάς και την προστασία της, όπως έγινε τη δεκαετία του 1750. Ωστόσο αυτά είχαν περισσότερο επισημανθεί παρά υλοποιηθεί. Τη δεκαετία του 1770 ο πιο ουσιαστικός έλεγχος των ενοικίων έγινε πρακτικός, διαβρώνοντας περαιτέρω τα προνόμια.

Ενώ οι μεταρρυθμίσεις βοήθησαν την Αυστρία να αντιμετωπίσει τους σχεδόν συνεχείς πολέμους, οι ίδιοι οι πόλεμοι εμπόδισαν την εφαρμογή αυτών των μεταρρυθμίσεων.

Θρησκεία

Επεξεργασία

Ως ευσεβής Καθολική, οι μεταρρυθμίσεις της που επηρέασαν τη σχέση μεταξύ κράτους και εκκλησίας υπέρ του πρώτου, δεν επεκτάθηκαν σε καμία χαλάρωση της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας, αλλά προέτρεψε τον Πάπα Κλήμης ΙΔ΄ να διαλύσει τους Ιησουίτες το 1773[48][49] με την έκδοση διατάγματος που τους απομάκρυνε από όλους τους θεσμούς της μοναρχίας. Υπήρχε τόσο η υποψία για τις υπερβολές τους όσο και για την τάση τους για πολιτικές παρεμβάσεις που τους έφερναν σε σύγκρουση με την προοδευτική εκκοσμίκευση. Έτσι έχασαν τον έλεγχο της λογοκρισίας το 1751 και οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις απείλησαν τον έλεγχό τους στην εκπαίδευση. Ήταν εχθρική προς τους Εβραίους και τους Προτεστάντες, αλλά τελικά εγκατέλειψε τις προσπάθειες για προσηλυτισμό, αλλά συνέχισε την εκστρατεία του πατέρα της για να εξορίσει τους κρυπτοπροτεστάντες (κυρίως στην Τρανσυλβανία όπως το 1750). Το 1744 διέταξε μάλιστα την εκδίωξη των Εβραίων, αλλά πιεζόμενη υποχώρησε το 1748. Στα τελευταία της χρόνια όμως έλαβε κάποια μέτρα για την προστασία του εβραϊκού πληθυσμού.

Διαδοχή και συναντιβασιλεία
Επεξεργασία

Η Μαρία Θηρεσία απέκτησε μεγάλη οικογένεια, δεκαέξι συνολικά παιδιά, από τα οποία οι έξι ήταν κόρες που έζησαν και μετά την ενηλικίωση. Είχαν πολύ μεγάλη επίγνωση ότι η μοίρα τους ήταν να χρησιμοποιηθούν ως πολιτικά πιόνια. Η πιο γνωστή από αυτές ήταν η τραγική φιγούρα της Μαρίας Αντωνίας (1755–1793).

Όταν η σύζυγος της Μαρίας Θηρεσίας Φραγκίσκος πέθανε το 1765, τον διαδέχθηκε ως αυτοκράτορας ο γιος του Ιωσήφ Β' (1765–1790) λόγω της ανδρικής πρωτοτοκίας. Ο Ιωσήφ έγινε επίσης συγκυβερνήτης ή αντιβασιλέας με τη μητέρα του. Ο Ιωσήφ, 24 ετών εκείνη την εποχή, ήταν πιο ιδεολογικά εναρμονισμένος με τη νεωτερικότητα και συχνά διαφωνούσε με τη μητέρα του για την πολιτική και συχνά αποκλειόταν από τη χάραξη πολιτικής. Η Μαρία Θηρεσία ενεργούσε πάντα με επιφυλακτικό σεβασμό για το συντηρητισμό των πολιτικών και κοινωνικών ελίτ και τη δύναμη των τοπικών παραδόσεων. Η επιφυλακτική προσέγγισή της απωθούσε τον Ιωσήφ, που πάντα αναζητούσε αποφασιστική, δραματική παρέμβαση για να επιβάλει την καλύτερη λύση, ανεξάρτητα από παραδόσεις ή πολιτική αντίθεση. Οι καυγάδες του με τη μητέρα του κατευνάζονταν συνήθως από τον καγκελάριο Βέντσελ Άντον φον Κάουνιτς, που υπηρέτησε για σχεδόν 40 χρόνια ως πρωθυπουργός τόσο της Μαρίας Θηρεσίας όσο και του Ιωσήφ.

Ο Ιωσήφ χρησιμοποιούσε συχνά τη θέση του, απειλώντας με παραίτηση. Ο μόνος τομέας στον οποίο του επιτράπηκε να έχει περισσότερο λόγο ήταν στην εξωτερική πολιτική. Παραδόξως διανοητικό του πρότυπο αλλά και αρχιεχθρός του ήταν ο Φρειδερίκος Β΄ της Πρωσίας (1740–1786). Σε αυτό τον τομέα πέτυχε να συμπαραταχθεί με τον Κάουνιτς στη Realpolitik, αναλαμβάνοντας τον Πρώτο διαμελισμός της Πολωνίας το 1772 παρά τις αντιρρήσεις αρχών της μητέρας του. Ωστόσο ο ενθουσιασμός του να παρέμβει στη βαυαρική πολιτική επικαλούμενος τους δεσμούς του με τον πρώην κουνιάδο του Μαξιμιλιανό Γ' έβλαψε την Αυστρία στον Πόλεμο της Βαυαρικής Διαδοχής το 1778. Αν και σε μεγάλο βαθμό αποκλείστηκε από την εσωτερική πολιτική, χρησιμοποίησε τον χρόνο του για να αποκτήσει γνώση των κτήσεων και των ανθρώπων, ενθάρρυνε πολιτικές με τις οποίες ήταν σύμφωνος και έκανε μεγαλόψυχες χειρονομίες όπως το άνοιγμα των Βασιλικών Πάρκων του Πράτερ και του Αουγκάρτεν για το κοινό το 1766 και το 1775 (Alles für das Volk, nichts durch das Volk—Όλα για τους ανθρώπους, τίποτα από τους ανθρώπους).

Με τον θάνατο του συζύγου της η Μαρία Θηρεσία δεν ήταν πλέον αυτοκράτειρα και ο τίτλος πέρασε στη νύφη της Μαρία Ιωσηφίνα της Βαυαρίας μέχρι τον θάνατό της το 1767, όταν έμεινε κενός. Όταν η Μαρία Θηρεσία πέθανε το 1780 τη διαδέχθηκε σε όλους τους τίτλους της ο Ιωσήφ Β'.

Η Δυναστεία των Αψβούργων-Λωρραίνης: Ιωσήφ Β' και Λεοπόλδος Ζ' (1780–1792)

Επεξεργασία
 
Ο Ιωσήφ Β' (δεξιά) με τον αδελφό και διάδοχό του Λεοπόλδο Ζ' (αριστερά)

Ιωσήφ Β' (1780–1790): Ιωσηφινισμός και πεφωτισμένη δεσποτεία

Επεξεργασία

Ως ο πρώτος της δυναστείας των Αψβούργων-Λωρραίνης (Habsburg-Lothringen) ο Ιωσήφ Β' ήταν η αρχετυπική ενσάρκωση του πνεύματος του Διαφωτισμού των μεταρρυθμιστικών μοναρχών του 18ου αιώνα, γνωστού ως «πεφωτισμένης δεσποτείας».[50] Όταν η μητέρα του Μαρία Θηρεσία πέθανε το 1780 ο Ιωσήφ έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος στο πιο εκτεταμένο βασίλειο της Κεντρικής Ευρώπης, χωρίς να υπάρχει κοινοβούλιο να διαπραγματευθεί. Ο Ιωσήφ ήταν πάντα αισιόδοξος ότι ο κανόνας της λογικής, όπως προβαλλόταν στον Διαφωτισμό, θα έδινε τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Εξέδωσε διατάγματα—6.000 συνολικά, συν 11.000 νέους νόμους που είχαν σχεδιαστεί για να ρυθμίζουν και να αναδιατάσσουν κάθε πτυχή της αυτοκρατορίας. Το πνεύμα ήταν φιλάνθρωπο και πατρικό. Σκόπευε να κάνει τον λαό του ευτυχισμένο, αλλά αυστηρά σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια.[46]

Ο Ιωσηφινισμός (ή Ιωσηφισμός) όπως ονομάζονταν οι πολιτικές του, είναι αξιοσημείωτος για το πολύ ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων που σχεδιάστηκαν για τον εκσυγχρονισμό της απαρχαιωμένης αυτοκρατορίας σε μια εποχή που η Γαλλία και η Πρωσία αναβαθμίζονταν γρήγορα. Ο Ιωσηφινισμός προκάλεσε στην καλύτερη περίπτωση τη μνησίκακη συμμόρφωση και πιο συχνά την έντονη αντίθεση από όλους τους τομείς σε κάθε τμήμα της αυτοκρατορίας του. Η αποτυχία χαρακτήρισε τα περισσότερα από τα έργα του. Ο Ιωσήφ ξεκίνησε την οικοδόμηση μιας ορθολογικής, συγκεντρωτικής και ομοιόμορφης κυβέρνησης για τα διαφορετικά εδάφη του, μια πυραμίδα με τον εαυτό του ως ανώτατο αυταρχικό μονάρχη. Περίμενε ότι οι κυβερνητικοί υπάλληλοι θα ήταν όλοι αφοσιωμένοι λειτουργοί του Ιωσηφινισμού και τους επέλεξε χωρίς εύνοια λόγω ταξικής ή εθνική καταγωγής. Η προαγωγή ήταν αποκλειστικά αξιοκρατική. Για να επιβάλει την ομοιομορφία έκανε τα γερμανικά υποχρεωτική γλώσσα των επίσημων φορέων σε όλη την Αυτοκρατορία. Η Ουγγρική συνέλευση στερήθηκε τα προνόμιά της και δεν συγκλήθηκε καν.

Ως Πρόεδρος της Υπηρεσίας Ελέγχου της Αυλής (Hofrechenkammer) ο κόμης Καρλ φον Τσίντσεντορφ (1781–1792)[51] εισήγαγε το Appalt, ένα ενιαίο σύστημα λογιστικής για τα κρατικά έσοδα, τις δαπάνες και τα χρέη των χωρών του Αυστριακού στέμματος. Η Αυστρία ήταν πιο επιτυχημένη από τη Γαλλία στην κάλυψη των τακτικών δαπανών και στην απόκτηση πιστώσεων. Ωστόσο τα γεγονότα των τελευταίων ετών του Ιωσήφ Β' υποδηλώνουν επίσης ότι η κυβέρνηση ήταν οικονομικά ευάλωτη στους ευρωπαϊκούς πολέμους που ακολούθησαν μετά το 1792.[52] Ο Ιωσήφ αναμόρφωσε το παραδοσιακό νομικό σύστημα, κατάργησε τις βάναυσες ποινές και τη θανατική ποινή στις περισσότερες περιπτώσεις και επέβαλε την αρχή της πλήρως ίσης μεταχείρισης για όλους τους παραβάτες. Έθεσε τέρμα στη λογοκρισία του τύπου και του θεάτρου.

Για να εξισορροπήσει τις επιπτώσεις της φορολογίας, ο Ιωσήφ διέταξε μια νέα εκτίμηση της αξίας όλων των ακινήτων στην αυτοκρατορία, με στόχο να επιβάλει έναν ενιαίο και ισότιμο φόρο στη γη. Σκοπός του ήταν ο εκσυγχρονισμός της σχέσης εξάρτησης μεταξύ των γαιοκτημόνων και της αγροτιάς, η ανακούφιση από τη φορολογική επιβάρυνση της αγροτιάς και η αύξηση των κρατικών εσόδων. Θεωρούσε ότι η φορολογική και η αγροτική μεταρρύθμιση ήταν αλληλένδετες και προσπάθησε να τις εφαρμόσει ταυτόχρονα. Οι διάφορες επιτροπές που ίδρυσε για τη διαμόρφωση και την πραγματοποίηση των μεταρρυθμίσεων συνάντησαν αντίσταση μεταξύ των ευγενών, των αγροτών και ορισμένων αξιωματούχων. Οι περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις καταργήθηκαν λίγο πριν ή μετά τον θάνατο του το 1790. Ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία από την αρχή επειδή προσπάθησαν να αλλάξουν πάρα πολλά σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και να αλλάξουν ριζικά τα παραδοσιακά έθιμα και τις σχέσεις στις οποίες βασίζονταν επί αιώνες οι χωρικοί.

Στις πόλεις οι νέες οικονομικές αρχές του Διαφωτισμού απαιτούσαν τη διάλυση των αυτόνομων συντεχνιών, ήδη αποδυναμωμένων κατά την εποχή του μερκαντιλισμού. Οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις του Ιωσήφ Β' και ο θεσμός του Katastralgemeinde (φορολογικές περιφέρειες για τα μεγάλα κτήματα) εξυπηρέτησαν αυτό τον σκοπό και τα νέα εργοστασιακά προνόμια τερμάτισαν τα συντεχνιακά δικαιώματα, ενώ οι τελωνειακοί νόμοι στόχευαν στην οικονομική ενότητα. Η πνευματική επιρροή των φυσιοκρατών οδήγησε στην ένταξη της γεωργίας σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις.

Αστικό και Ποινικό Δίκαιο
Επεξεργασία

Το 1781–82 επέκτεινε την πλήρη νομική ελευθερία στους δουλοπάροικους. Τα ενοίκια που πληρώνονταν από τους αγρότες επρόκειτο να ρυθμίζονται από αυτοκρατορικούς (όχι τοπικούς) αξιωματούχους και οι φόροι επιβάλλονταν σε όλα τα εισοδήματα που προέρχονταν από τη γη. Οι ιδιοκτήτες είδαν μια σοβαρή απειλή για το καθεστώς και τα εισοδήματά τους και τελικά αντέστρεψαν την πολιτική. Στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία η αντίσταση των ευγενών γαιοκτημόνων ήταν τόσο μεγάλη που ο Ιωσήφ συμβιβάστηκε με ημίμετρα — μία από τις λίγες φορές που υποχώρησε. Ωστόσο μετά τη μεγάλη αγροτική εξέγερση του Χορέα (1784–85) ο αυτοκράτορας επέβαλε τη θέλησή του με διάταγμα. Με την Αυτοκρατορική του Πράξη του 1785 κατήργησε τη δουλοπαροικία αλλά δεν έδωσε στους αγρότες την ιδιοκτησία της γης ούτε τους απάλλαξε από τα χρέη τους στους γαιοκτήμονες ευγενείς, αλλά τους έδωσε την προσωπική τους ελευθερία. Η χειραφέτηση της ουγγρικής αγροτιάς προώθησε την ανάπτυξη μιας νέας τάξης φορολογουμένων γαιοκτημόνων, αλλά δεν κατάργησε τα βαθιά δεινά της φεουδαρχίας και την εκμετάλλευση των ακτήμονων καταπατητών.

Η θανατική ποινή καταργήθηκε το 1787, αν και επανήλθε το 1795. Οι νομικές μεταρρυθμίσεις απέκτησαν ολοκληρωμένη «αυστριακή» μορφή στον αστικό κώδικα (Allgemeine Bürgerliche Gesetzbuch: ABGB) του 1811 και θεωρήθηκαν ως βάση για μεταγενέστερες μεταρρυθμίσεις που επεκτάθηκαν στον 20ο αιώνα. Το πρώτο μέρος του ABGB εμφανίστηκε το 1786 και ο ποινικός κώδικας το 1787. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις ενσωμάτωσαν τα εγκληματολογικά συγγράματα του Τσέζαρε Μπεκαρία, αλλά και για πρώτη φορά κατέστησαν όλους τους ανθρώπους ίσους ενώπιον του νόμου.

Εκπαίδευση και ιατρική
Επεξεργασία

Για να παραχθούν εγγράμματοι πολίτες, η στοιχειώδης εκπαίδευση έγινε υποχρεωτική για όλα τα αγόρια και τα κορίτσια και η ανώτερη εκπαίδευση σε πρακτικές γραμμές προσφέρθηκε για λίγους εκλεκτούς. Δημιούργησε υποτροφίες για ταλαντούχους φτωχούς μαθητές και επέτρεψε την ίδρυση σχολείων για Εβραίους και άλλες θρησκευτικές μειονότητες. Το 1784 διέταξε να αλλάξει η χώρα τη γλώσσα διδασκαλίας από τα λατινικά στα γερμανικά, ένα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο βήμα σε μια πολύγλωσση αυτοκρατορία.

Τον 18ο αιώνα ο συγκεντρωτισμός ήταν η τάση στην ιατρική επειδή περισσότεροι και καλύτερα μορφωμένοι γιατροί απαιτούσαν βελτιωμένες εγκαταστάσεις. Οι πόλεις δεν είχαν τους προϋπολογισμούς για τη χρηματοδότηση τοπικών νοσοκομείων και οι μοναρχίες ήθελαν να τερματίζουν τις δαπανηρές επιδημίες και τις καραντίνες. Ο Ιωσήφ προσπάθησε να συγκεντρώσει την ιατρική περίθαλψη στη Βιέννη μέσω της κατασκευής ενός ενιαίου, μεγάλου νοσοκομείου, του περίφημου Allgemeines Krankenhaus, που άνοιξε το 1784. Ο συγκεντρωτισμός επιδείνωσε τα προβλήματα υγιεινής προκαλώντας επιδημίες με 20% ποσοστό θνησιμότητας στο νέο νοσοκομείο, που υπονόμευσε το σχέδιο του Ιωσήφ, αλλά η πόλη κυριάρχησε στον ιατρικό τομέα τον επόμενο αιώνα.[53]

Θρησκεία
Επεξεργασία

Ο Καθολικισμός του Ιωσήφ ήταν αυτός της Καθολικής Μεταρρύθμισης και ο στόχος του ήταν να αποδυναμώσει τη δύναμη της Καθολικής Εκκλησίας και να εισαγάγει μια πολιτική θρησκευτικής ανεκτικότητας που ήταν η πιο προηγμένη από οποιοδήποτε άλλο κράτος στην Ευρώπη. Το 1789 εξέδωσε έναν χάρτη θρησκευτικής ανοχής για τους Εβραίους της Γαλικίας, μιας περιοχής με μεγάλο, παραδοσιακά εβραϊκό πληθυσμό που μιλούσε Γίντις. Ο χάρτης αυτός κατάργησε την κοινοτική αυτονομία με την οποία οι Εβραίοι έλεγχαν τις εσωτερικές τους υποθέσεις και προώθησε τον «εκγερμανισμό» και τη χρήση μη εβραϊκών ενδυμάτων.

Πιθανώς η πιο μη δημοφιλής από όλες τις μεταρρυθμίσεις του ήταν η απόπειρα εκσυγχρονισμού της άκρως παραδοσιακής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Αποκαλώντας τον εαυτό του θεματοφύλακα του Καθολικισμού ο Ιωσήφ Β' έπληξε δυναμικά την παπική εξουσία. Προσπάθησε να κάνει την Καθολική Εκκλησία στην αυτοκρατορία του εργαλείο του κράτους, ανεξάρτητου από τη Ρώμη. Οι κληρικοί στερήθηκαν τη δεκάτη και διατάχθηκαν να σπουδάζουν σε θεολογικές σχολές υπό κυβερνητική επίβλεψη, ενώ οι επίσκοποι έπρεπε να δίνουν επίσημο όρκο πίστης στο στέμμα. Χρηματοδότησε τη μεγάλη αύξηση των επισκοπών, των ενοριών και του κοσμικού κλήρου με εκτεταμένες πωλήσεις μοναστηριακών γαιών. Ως άνθρωπος του Διαφωτισμού χλεύαζε τα αναχωρητικά μοναστικά τάγματα, που θεωρούσε μη παραγωγικά. Κατά συνέπεια έκλεισε πάνω από 700 μοναστήρια και μείωσε τον αριθμό των μοναχών (ανδρών και γυναικών) από 65.000 σε 27.000. Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια καταργήθηκαν και ο γάμος ορίστηκε ως αστικό συμβόλαιο εκτός δικαιοδοσίας της Εκκλησίας. Ο Ιωσήφ μείωσε δραστικά τον αριθμό των θρησκευτικών αργιών, μείωσε τον στολισμό στις εκκλησίες και απλοποίησε πολύ τον τρόπο εορτασμού. Οι επικριτές του ισχυρίστηκαν ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις προκάλεσαν κρίση πίστης, μειωμένη ευσέβεια και ηθική παρακμή, είχαν προτεσταντικές τάσεις, προώθησαν τον ορθολογισμό του Διαφωτισμού και μια τάξη φιλελεύθερων αστών αξιωματούχων και οδήγησαν στην εμφάνιση και τη διατήρηση του αντικληρικαλισμού. Πολλοί παραδοσιακοί Καθολικοί δραστηριοποιήθηκαν αντιπολιτευόμενοι τον αυτοκράτορα.

Εξωτερική πολιτική
Επεξεργασία

Η Αυτοκρατορία των Αψβούργων ανέπτυξε μια πολιτική πολέμου και εμπορίου καθώς και πνευματικής επιρροής πέρα από τα σύνορα. Ενώ εναντιωνόταν στην Πρωσία και την Τουρκία, η Αυστρία ήταν φιλική προς τη Ρωσία, αν και προσπάθησε να απομακρύνει τη Ρουμανία από τη ρωσική επιρροή.

Στην εξωτερική πολιτική δεν υπήρχε Διαφωτισμός, μόνο δίψα για περισσότερα εδάφη και προθυμία να αναλάβει αντιλαϊκούς πολέμους για να αποκτήσουν χώρες. Ο Ιωσήφ ήταν ένας μαχητικός, επεκτατικός ηγέτης, που ονειρευόταν να κάνει την Αυτοκρατορία του τη μεγαλύτερη από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Το σχέδιο του ήταν να αποκτήσει τη Βαυαρία, αν χρειαζόταν με αντάλλαγμα το Βέλγιο (τις Αυστριακές Κάτω Χώρες). Οταν εμποδίστηκε από τον Βασιλιά Φρειδερίκο Β΄ της Πρωσίας το 1778 στον Πόλεμο της Βαυαρικής Διαδοχής, ανανέωσε τις προσπάθειές του ξανά το 1785, αλλά η πρωσική διπλωματία αποδείχθηκε πιο ισχυρή. Αυτή η αποτυχία έκανε τον Ιωσήφ να αναζητήσει εδαφική επέκταση στα Βαλκάνια, όπου ενεπλάκη σε ένα δαπανηρό και μάταιο πόλεμο με τους Τούρκους (1787–1791), που ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει για τη φιλία με τη Ρωσία.

Η βαλκανική πολιτική τόσο της Μαρίας Θηρεσίας όσο και του Ιωσήφ Β' αντανακλούσε τον καμεραλισμό που προωθούσε ο Πρίγκιπας Κάουνιτς, δίνοντας έμφαση στην εδραίωση των συνοριακών εδαφών με αναδιοργάνωση και επέκταση των στρατιωτικών μεθοριακών επαρχιών. Η Τρανσυλβανία είχε ενσωματωθεί σε αυτές το 1761 και τα συνοριακά συντάγματα έγιναν η ραχοκοκαλιά της στρατιωτικής τάξης, με τον διοικητή του συντάγματος να ασκεί στρατιωτική και πολιτική εξουσία. Το Populationistik ήταν η κυρίαρχη θεωρία του εποικισμού, που μετρούσε την ευημερία με όρους εργασίας. Ο Ιωσήφ Β' έδωσε επίσης έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη. Η επιρροή των Αψβούργων ήταν ουσιαστικός παράγοντας στην ανάπτυξη των Βαλκανίων στο τελευταίο μισό του 18ου αιώνα, ειδικά για τους Σέρβους και τους Κροάτες.

Αντιδράσεις
Επεξεργασία

Οι ευγενείς σε όλη την αυτοκρατορία του αντιπαθούσαν τους φόρους, την ισότητα, τον δεσποτισμό και τον πουριτανισμό του Ιωσήφ. Στο Βέλγιο και την Ουγγαρία οι προσπάθειές του να υποτάξει τα πάντα στη δική του προσωπική κυριαρχία της Βιέννης δεν έγιναν δεκτές. Ακόμη και οι απλοί άνθρωποι επηρεάστηκαν από τις μεταρρυθμίσεις του Ιωσήφ, όπως η απαγόρευση του ψησίματος μελόπιτας επειδή τη θεωρούσε κακό για το στομάχι ή η απαγόρευση των κορσέδων. Λίγες μόνο εβδομάδες πριν από τον θάνατο του Ιωσήφ, ο διευθυντής της Αυτοκρατορικής Αστυνομίας του ανέφερε: «Όλες οι τάξεις, ακόμη και αυτοί που τρέφουν τον μεγαλύτερο σεβασμό για τον ηγεμόνα, είναι δυσαρεστημένοι και αγανακτισμένοι».[54]

Στη Λομβαρδία (στη βόρεια Ιταλία) οι προσεκτικές μεταρρυθμίσεις της Μαρίας Θηρεσίας είχαν την υποστήριξη των ντόπιων μεταρρυθμιστών. Ο Ιωσήφ Β' ωστόσο, δημιουργώντας μια ισχυρή αυτοκρατορική εξουσία κατευθυνόμενη από τη Βιέννη, υπονόμευσε την κυρίαρχη θέση του Μιλανέζου ηγεμόνα και τις δικαιοδοτικές και διοικητικές παραδόσεις. Στη θέση της επαρχιακής αυτονομίας επέβαλε έναν απεριόριστο συγκεντρωτισμό, που υποβάθμισε τη Λομβαρδία πολιτικά και οικονομικά σε μια περιθωριακή περιοχή της Αυτοκρατορίας. Αντιδρώντας σε αυτές τις ριζικές αλλαγές οι μεταρρυθμιστές της μεσαίας τάξης μεταστράφηκαν από τη συνεργασία στην ισχυρή αντίσταση. Από αυτή τη βάση εμφανίστηκαν οι απαρχές του μεταγενέστερου Λομβαρδικού φιλελευθερισμού.

Το 1788 η υγεία του Ιωσήφ, αλλά όχι η αποφασιστικότητά του, είχε εξαντληθεί. Το 1789 ξέσπασε εξέγερση σε ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στις μεταρρυθμίσεις του στο Βέλγιο (Επανάσταση της Βραβάντης) και στην Ουγγαρία και οι άλλες κτήσεις του δυσανασχετούσαν κάτω από τα βάρη του πολέμου του με την Τουρκία. Η αυτοκρατορία του απειλήθηκε με διάλυση και αναγκάστηκε να θυσιάσει μερικά από τα μεταρρυθμιστικά του σχέδια. Ο αυτοκράτορας πέθανε στις 20 Φεβρουαρίου 1790 στα 48 του, ως επί το πλείστον ανεπιτυχής στις προσπάθειές του να περιορίσει τις ελευθερίες των φεουδαρχών.[55]

Πίσω από τις πολυάριθμες μεταρρυθμίσεις του κρυβόταν ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα επηρεασμένο από τα δόγματα της πεφωτισμένης δεσποτείας, του φυσικού νόμου, του μερκαντιλισμού και της φυσιοκρατίας. Με στόχο τη δημιουργία ενός ενιαίου νομικού πλαισίου για την αντικατάσταση των ετερογενών παραδοσιακών δομών, οι μεταρρυθμίσεις καθοδηγούνταν τουλάχιστον σιωπηρά από τις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας και βασίστηκαν σε μια αντίληψη της κεντρικής νομοθετικής εξουσίας του κράτους. Η βασιλεία του Ιωσήφ σηματοδοτεί μια σημαντική ρήξη αφού οι προηγούμενες μεταρρυθμίσεις υπό τη Μαρία Θηρεσία δεν είχαν αμφισβητήσει αυτές τις δομές, αλλά δεν υπήρξε παρόμοια διάλειμμα στο τέλος της εποχής του. Οι μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησε ο Ιωσήφ Β' είχαν αξία παρά τον τρόπο που εισήχθησαν. Συνεχίστηκαν σε διάφορους βαθμούς υπό τους διαδόχους του. Θεωρήθηκε ότι παρείχαν ένα θεμέλιο για μεταγενέστερες μεταρρυθμίσεις που εκτείνονται μέχρι τον 20ο αιώνα.

Μετά τον θάνατό του το 1790 τον Ιωσήφ διαδέχθηκε για λίγο ο μικρότερος αδελφός του Λεοπόλδος Ζ'.

Λεοπόλδος Β' (1790-1792)

Επεξεργασία

Ο θάνατος του Ιωσήφ αποδείχθηκε ευλογία για την Αυστρία, καθώς τον διαδέχθηκε ο μικρότερος αδερφός του Λεοπόλδος Β', που προηγουμένως ήταν ο προσεκτικότερος μεταρρυθμιστής Μέγας Δούκας της Τοσκάνης. Ο Λεοπόλδος ήξερε πότε να περιορίσει τις απώλειές του και σύντομα έκλεισε συμφωνίες με τους επαναστατημένους Ολλανδούς και Ούγγρους. Κατάφερε επίσης να εξασφαλίσει μια ειρήνη με την Τουρκία το 1791 και διαπραγματεύτηκε μια συμμαχία με την Πρωσία, που είχε συμμαχήσει με την Πολωνία για να πιέσει για πόλεμο εκ μέρους των Οθωμανών κατά της Αυστρίας και της Ρωσίας. Ενώ αποκατέστησε τη σχετική ηρεμία σε μια κατάσταση κρίσης κατά την ενθρόνισή του το 1790, η Αυστρία περικυκλώθηκε από πιθανές απειλές. Ενώ πολλές μεταρρυθμίσεις ακυρώθηκαν αναγκαστικά, ξεκίνησαν άλλες, συμπεριλαμβανομένης της μεγαλύτερης ελευθερίας του τύπου και περιορισμού των εξουσιών της αστυνομίας. Αντικατέστησε τον υπουργό αστυνομίας του αδερφού του Γιόχαν Αντον φον Πέργκεν με τον Γιόζεφ φον Ζόνενφελς, υπέρμαχο της κοινωνικής ευημερίας και όχι του ελέγχου.

Επί της βασιλείας του Λεοπόλδου επιταχύνθηκε επίσης η Γαλλική Επανάσταση. Αν και ο Λεοπόλδος συμπαθούσε τους επαναστάτες ήταν επίσης αδελφός της βασίλισσας της Γαλλίας. Επιπλέον διαφωνίες που αφορούσαν το καθεστώς των δικαιωμάτων διάφορων αυτοκρατορικών πριγκίπων της Αλσατίας, των οποίων η επαναστατική Γαλλική κυβέρνηση προσπαθούσε να αφαιρέσει δικαιώματα που εγγυώνταν διάφορες συνθήκες ειρήνης, ενέπλεξαν τον Λεοπόλδο ως Αυτοκράτορα σε συγκρούσεις με τους Γάλλους. Η Διακήρυξη του Πίλνιτς, που έγινε στα τέλη του 1791 από κοινού με τον Πρώσο Βασιλιά Φρειδερίκο Γουλιέλμο Β' και τον Εκλέκτορα της Σαξονίας, ότι οι άλλοι πρίγκιπες της Ευρώπης ενδιαφέρονταν για όσα συνέβαιναν στη Γαλλία, προοριζόταν για δήλωση υποστήριξης του Λουδοβίκου XVI που θα απέτρεπε την ανάγκη από κάθε είδους δράση. Παρ' όλα αυτά προκάλεσε τα αισθήματα των επαναστατών εναντίον του Αυτοκράτορα. Αν και ο Λεοπόλδος έκανε ό,τι μπορούσε για να αποφύγει τον πόλεμο με τους Γάλλους, πέθανε τον Μάρτιο του 1792 και οι Γάλλοι κήρυξαν τον πόλεμο στον άπειρο πρωτότοκο γιο του Φραγκίσκο Β' ένα μήνα αργότερα.

Οι τέχνες

Επεξεργασία

Η Βιέννη και η Αυστρία κυριάρχησαν στην ευρωπαϊκή μουσική στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, με χαρακτηριστική την Πρώτη Βιεννέζικη Σχολή (Wiener Klassik). Αυτή ήταν η εποχή του Χάυντν και η βιεννέζικη περίοδος του Μότσαρτ διήρκεσε από το 1781 έως το 1791, όταν ήταν συνθέτης της αυλής. Άνθισε η όπερα, ιδιαίτερα η γερμανική. Ο Μότσαρτ έγραψε πολλές γερμανικές όπερες συμπεριλαμβανομένου του Μαγικού Αυλού. Αρχικά οι πυλώνες του κατεστημένου - η μοναρχία, όπως ο Ιωσήφ Β' και σε μικρότερο βαθμό η μητέρα του, η αριστοκρατία και το θρησκευτικό κατεστημένο - ήταν οι κύριοι προστάτες των τεχνών, μέχρι που οι ανερχόμενες φιλοδοξίες της μεσαίας τάξης ενσωμάτωσαν τη μουσική στη ζωή των αστών. Εν τω μεταξύ το μπαρόκ εξελισσόταν στη λιγότερο μεγαλειώδη μορφή του ροκοκό.

Η ουσιαστική κατάργηση της λογοκρισίας υπό τον φαν Σβίτεν ενθάρρυνε επίσης την καλλιτεχνική έκφραση και τα θέματα της καλλιτεχνικής δουλειάς συχνά αντανακλούσαν τη σκέψη του Διαφωτισμού.

Φραγκίσκος Β´: Γαλλική Επανάσταση και πόλεμοι (1792–1815)

Επεξεργασία
Κύριο λήμμα: Φραγκίσκος Β´
 
Φραγκίσκος Β´ 1792–1835

Ο Φραγκίσκος Β' (1792-1835) ήταν μόλις 24 ετών όταν διαδέχθηκε τον πατέρα του Λεοπόλδο Ζ' το 1792, αλλά επρόκειτο να βασιλέψει για σχεδόν μισό αιώνα και μια ριζική αναδιοργάνωση της ευρωπαϊκής πολιτικής. Κληρονόμησε μια τεράστια γραφειοκρατία που δημιουργήθηκε από τον θείο του, του οποίου η κληρονομιά της μεταρρύθμισης και της ευημερίας επρόκειτο να διαρκέσει τους επόμενους δύο αιώνες. Η εικόνα του μονάρχη είχε αλλάξει βαθιά, όπως και η σχέση μεταξύ αυτού και των υπηκόων του. Η εποχή του επισκιάστηκε από τα γεγονότα στη Γαλλία, τόσο όσον αφορά την εξελισσόμενη Επανάσταση όσο και την έναρξη μιας νέας μορφής ευρωπαϊκού πολέμου με μαζικούς στρατούς πολιτών. Η Αυστρία φρικίασε έντρομη με την εκτέλεση της θείας του Φραγκίσκου Μαρίας Αντουανέτας το 1793 (παρά τις μάταιες προσπάθειες διάσωσης και ακόμη και τις διαπραγματεύσεις για απελευθέρωση), οδηγώντας σε ένα κύμα καταστολής για να αποκρούσει τέτοια επικίνδυνα συναισθήματα που επηρέαζαν την αυστριακή πολιτική. Την ίδια περίοδο η Ευρώπη αναλωνόταν με τη Γαλλική Επανάσταση (1792–1802) και τους Ναπολεόντειους Πόλεμους (1803–1815). Η Γαλλική Επανάσταση τερμάτισε ουσιαστικά το πείραμα της Αυστρίας με εκσυγχρονισμό και μεταρρυθμίσεις από τα πάνω και σηματοδότησε μια υποχώρηση στη νομιμότητα.

Εσωτερική πολιτική

Επεξεργασία

Ο Φραγκίσκος ξεκίνησε προσεκτικά. Η γραφειοκρατία ήταν ακόμα Ιωσηφική και οι νομικές μεταρρυθμίσεις υπό την καθοδήγηση του Ζόνενφελς οδήγησαν στον Ποινικό Κώδικα του 1803 και τον Αστικό Κώδικα του 1811. Από την άλλη επανέφερε τον Πέργκεν στη θέση του Αρχηγού της Αστυνομίας. Η ανακάλυψη μιας ιακωβινικής συνομωσίας το 1794 ήταν καταλύτης για την έναρξη της καταστολής. Αν και υπήρχαν ελάχιστα στοιχεία για απτή απειλή για τους Αψβούργους, οι ηγέτες της εκτελέστηκαν ή φυλακίστηκαν. Η καταστολή των διαφωνιών με την Επιτροπή Λογοκρισίας του 1803 δημιούργησε ένα κενό στην πολιτιστική και πνευματική ζωή, ωστόσο μερικές από τις σπουδαιότερες μουσικές του κόσμου προέρχονται από αυτήν την εποχή (βλ. παρακάτω). Υπήρχαν ακόμη στοιχεία του Ιωσηφισμού στο εξωτερικό και ο Στάντιον, υπουργός Εξωτερικών με τον προπαγανδιστή του Φρήντριχ φον Γκεντς, ήταν σε θέση να κάνει έκκληση στον λαϊκό εθνικισμό για την ήττα του Ναπολέοντα.

Το τι αντιπροσώπευε στην πραγματικότητα ένας τέτοιος εθνικισμός είναι δύσκολο να προσδιοριστεί επακριβώς - σίγουρα απευθυνόταν στη γερμανική κουλτούρα στα εδάφη των Αψβούργων, αλλά δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό διαφοροποιείτο μεταξύ «αυστριακού» και «γερμανικού». Σίγουρα πολλοί από αυτούς στους οποίους απευθυνόταν ένας τέτοιος εθνικισμός ήταν Γερμανοί ρομαντικοί όπως ο Καρλ Βίλχελμ Φρήντριχ Σλέγκελ, έτσι που ο πατριωτισμός και όχι ο αληθινός εθνικισμός φαινόταν να είναι ο στόχος. Ιδρύθηκαν πολιτιστικά μουσεία και πολιτοφυλακές (Landwehr) — αλλά στις γερμανόφωνες χώρες.

Ο Ιωσηφισμός παρέμεινε αρκετά ζωντανός στα άλλα μέλη της γενιάς του Φραγκίσκου. Ο Αρχιδούκας Ιωάννης (1782–1859) ήταν υπέρμαχος του εθνικισμού που βρισκόταν πίσω από το κίνημα των Landwehr και μαζί με τον Γιόζεφ Χαρμάιρ υποκίνησε εξέγερση στο κατεχόμενο από τη Βαυαρία Τιρόλο, ενώ ο Αρχιδούκας Κάρολος προέβη σε μεταρρύθμιση του στρατού. Ένα άγαλμα του Ιωσήφ στήθηκε ακόμη και στη Γιόζεφπλατς το 1807 για να εμπνέει τις μάζες. Με αυτό τον τρόπο ο συγκεντρωτισμός των Αρχιδουκών ερχόταν σε αντίθεση με την αποκέντρωση του Στάντιον και την προσπάθεια να δώσει περισσότερο λόγο στις κτήσεις. Ωστόσο ένας τέτοιος εθνικισμός ήταν επιτυχής στην ανοικοδόμηση της Αυστρίας εν μέσω των διάφορων στρατιωτικών και πολιτικών αποτυχιών της στους γαλλικούς πολέμους.

Μετά την ηχηρή ήττα της Αυστρίας το 1809 ο Φραγκίσκος κατηγόρησε τις μεταρρυθμίσεις και απομάκρυνε τους Αρχιδούκες από τη θέση τους. Ο Στάντιον αντικαταστάθηκε από τον Μέττερνιχ, που, αν και μεταρρυθμιστής, έθετε την πίστη στον μονάρχη πάνω από όλα. Οι Landwehr καταργήθηκαν και, μετά την ανακάλυψη μιας άλλης προγραμματισμένης εξέγερσης του Τιρόλου, ο Χαρμάιρ και ο Αρχιδούκας Ιωάννης φυλακίστηκαν και ο δεύτερος εξορίστηκε στη Στυρία.

Επαναστατικοί πόλεμοι (1792–1802)

Επεξεργασία
Πόλεμος του Πρώτου Συνασπισμού (1792–1797)
Επεξεργασία

Η Γαλλία κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστρία στις 20 Απριλίου 1792. Η αυξανόμενη ριζοσπαστικοποίηση της Γαλλικής Επανάστασης (συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης του βασιλιά στις 21 Ιανουαρίου 1793), καθώς και η γαλλική κατοχή των Κάτω Χωρών, έφεραν τη Βρετανία, την Ολλανδική Δημοκρατία και την Ισπανία στον πόλεμο, που έγινε γνωστός ως Πόλεμος του Πρώτου Συνασπισμού. Αυτός ο πρώτος πόλεμος με τη Γαλλία, που κράτησε μέχρι το 1797, αποδείχθηκε ανεπιτυχής για την Αυστρία. Μετά από μερικές βραχύβιες επιτυχίες εναντίον του τελείως αποδιοργανωμένου Γαλλικού στρατού στις αρχές του 1792, η κατάσταση αντιστράφηκε και οι Γάλλοι κατέκτησαν τις Αυστριακές Κάτω Χώρες τους τελευταίους μήνες του 1792. Μετά τη Μάχη του Βαλμί τον Σεπτέμβριο ήταν φανερό στην Αυστρία και στους Πρώσους συμμάχους τους ότι η νίκη επί της Γαλλίας ήταν αδύνατη και η Αυστρία υπέστη μια περαιτέρω ήττα τον Νοέμβριο στο Ζεμάπ, χάνοντας την Αυστριακές Κάτω Χώρες (Βέλγιο). Ενώ οι Αυστριακοί ήταν τόσο απασχολημένοι, οι πρώην Πρώσοι σύμμαχοί τους τους μαχαίρωσαν πισώπλατα με τον Δεύτερο διαμελισμό της Πολωνίας το 1793, από την οποία η Αυστρία αποκλείσθηκε εντελώς. Αυτό οδήγησε στην απόλυση του πρωθυπουργού του Φραγκίσκου Φίλιπ φον Κόμπεντσλ και την αντικατάστασή του με τον Φραντς Μαρία Τούγκουτ τον Μάρτιο του 1793.[56]

Για άλλη μια φορά υπήρξαν αρχικές επιτυχίες εναντίον του αποδιοργανωμένου στρατού της Γαλλικής Δημοκρατίας το 1793 και οι Κάτω Χώρες ανακτήθηκαν. Αλλά το 1794 η κατάσταση αντιστράφηκεε και οι Αυστριακές δυνάμεις εκδιώχθηκαν ξανά από τις Κάτω Χώρες — αυτή τη φορά οριστικά. Εν τω μεταξύ η Πολωνική κρίση επιδεινώθηκε και πάλι, με αποτέλεσμα τον Τρίτο διαμελισμό (1795), στον οποίο η Αυστρία κατάφερε να εξασφαλίσει σημαντικά κέρδη. Ο πόλεμος στα δυτικά συνέχισε να πηγαίνει άσχημα, καθώς τα περισσότερα μέρη του Συνασπισμού έκαναν ειρήνη, αφήνοντας την Αυστρία με συμμάχους μόνο τη Βρετανία και το Πεδεμόντιο-Σαρδηνία. Το 1796 το Γαλλικό Διευθυντήριο σχεδίασε μια διμέτωπη εκστρατεία στη Γερμανία για να αναγκάσει τους Αυστριακούς να συνάψουν ειρήνη, με ένα δευτερεύον πλήγμα να σχεδιάζεται στην Ιταλία. Οι Γαλλικές δυνάμεις εισήλθαν στη Βαυαρία και στα όρια του Τιρόλου, πριν συναντήσουν τις Αυστριακές δυνάμεις στο Άμπεργκ (24 Αυγούστου 1796) υπό τον Αρχιδούκα Κάρολο, αδελφό του Αυτοκράτορα, που πέτυχε να απωθήσει τους Γάλλους πίσω στη Γερμανία. Εν τω μεταξύ η Γαλλική Στρατιά της Ιταλίας, υπό τη διοίκηση του νεαρού Κορσικανού Στρατηγού Ναπολέοντα Βοναπάρτη, σημείωσε εξαιρετική επιτυχία, αναγκάζοντας το Πεδεμόντιο να βγει από τον πόλεμο, εκδιώκοντας τους Αυστριακούς από τη Λομβαρδία και πολιορκώντας τη Μάντοβα. Μετά την κατάληψη της Μάντοβας στις αρχές του 1797 ο Βοναπάρτης προχώρησε βόρεια μέσω των Άλπεων εναντίον της Βιέννης, ενώ νέος γαλλικός στρατός κινήθηκαν ξανά στη Γερμανία. Η Αυστρία έκανε έκκληση για ειρήνη. Με τους όρους της Συνθήκης του Κάμπο Φόρμιο του 1797 η Αυστρία παραιτήθηκε από τις αξιώσεις της στις Κάτω Χώρες και τη Λομβαρδία, με αντάλλαγμα την παραχώρηση των εδαφών της Δημοκρατίας της Βενετίας με τους Γάλλους. Οι Αυστριακοί αναγνώρισαν επίσης προσωρινά την προσάρτηση στη Γαλλία της Αριστερής Όχθης του Ρήνου και συμφώνησαν κατ' αρχήν ότι οι Γερμανοί πρίγκιπες της περιοχής έπρεπε να αποζημιωθούν με εκκλησιαστικά εδάφη στην άλλη πλευρά του Ρήνου.

Πόλεμος του Δεύτερου Συνασπισμού (1798–1801)
Επεξεργασία

Η ειρήνη δεν κράτησε για πολύ. Σύντομα προέκυψαν διαφορές μεταξύ Αυστριακών και Γάλλων σχετικά με την αναδιοργάνωση της Γερμανίας και η Αυστρία συμμάχησε με τη Ρωσία, τη Βρετανία και τη Νάπολη στον Πόλεμο του Δεύτερου Συνασπισμού το 1799. Αν και οι αυστρορωσικές δυνάμεις ήταν αρχικά επιτυχείς στην εκδίωξη των Γάλλων από την Ιταλία, η κατάσταση σύντομα αντιστράφηκε — οι Ρώσοι αποχώρησαν από τον πόλεμο μετά από μια ήττα στη Ζυρίχη (1799), για την οποία κατηγόρησαν την αυστριακή απερισκεψία και οι Αυστριακοί νικήθηκαν από τον Βοναπάρτη, που ήταν τώρα Πρώτος Υπατος, στο Μαρένγκο, που τους ανάγκασε να αποσυρθούν από την Ιταλία, και μετά στη Γερμανία στο Χοχενλίντεν. Αυτές οι ήττες υποχρέωσαν τον Τούγκουτ να παραιτηθεί και την Αυστρία, με επικεφαλής τώρα τον Λούντβιχ Κόμπεντσλ, να συνάψει ειρήνη στη Λυνεβίλ στις αρχές του 1801. Οι όροι ήταν ήπιοι - οι όροι του Κάμπο Φόρμιο αποκαταστάθηκαν σε μεγάλο βαθμό, αλλά τώρα ήταν σαφής ο δρόμος για μια αναδιοργάνωση της Αυτοκρατορίας κατά τα γαλλικά πρότυπα. Με την Έκθεση της Αυτοκρατορικής Επιτροπής του 1803 η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αναδιοργανώθηκε πλήρως, με σχεδόν όλες τις εκκλησιαστικές περιοχές και τις ελεύθερες πόλεις, παραδοσιακά τα μέλη της Αυτοκρατορίας που ήταν πιο φιλικά προς τον Οίκο της Αυστρίας, να εξαλειφθούν.

Ναπολεόντειοι Πόλεμοι και τέλος της Αυτοκρατορίας (1803–1815)

Επεξεργασία

Με την ανάληψη από τον Βοναπάρτη του τίτλου του Αυτοκράτορα της Πρώτης Γαλλικής Αυτοκρατορίας στις 18 Μαΐου 1804 ο Φραγκίσκος Β', βλέποντας τους τίτλους τέλους της παλιάς Αυτοκρατορία, πήρε αυθαίρετα τον νέο τίτλο του "Αυτοκράτορα της Αυστρίας" ως Φραγκίσκος Α', παράλληλα με τον τίτλο του Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτό του χάρισε τον τίτλο του Διπλού Αυτοκράτορα (Doppelkaiser) (Φραγκίσκος Β' της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Φραγκίσκος Α΄ της Αυστρίας). Η άφιξη ενός νέου, Γάλλου, αυτοκράτορα στη σκηνή και η αναδιάρθρωση του παλιού αποτελούσαν μεγαλύτερη απειλή για τους Αψβούργους από τις εδαφικές τους απώλειες μέχρι τότε, γιατί δεν υπήρχε πλέον καμία βεβαιότητα ότι θα συνέχιζαν να εκλέγονται. Ο Φραγκίσκος έγινε ο ίδιος αυτοκράτορας της νέας Αυστριακής Αυτοκρατορίας στις 11 Αυγούστου λίγο μετά τον Ναπολέοντα. Η νέα αυτοκρατορία δεν αναφερόταν σε ένα νέο κράτος αλλά στα εδάφη που διοικούσε η Αυστρία, δηλαδή τοι Αψβούργοι, που στην πραγματικότητα ήταν πολλά κράτη.

Σύντομα οι συνεχείς μηχανορραφίες του Ναπολέοντα στην Ιταλία, συμπεριλαμβανομένης της προσάρτησης της Γένοβας και της Πάρμας, οδήγησαν για άλλη μια φορά σε πόλεμο το 1805 - τον Πόλεμο του Τρίτου Συνασπισμού, στον οποίο η Αυστρία, η Βρετανία, η Ρωσία και η Σουηδία αντιμετώπισαν τον Ναπολέοντα. Οι Αυστριακές δυνάμεις ξεκίνησαν τον πόλεμο εισβάλλοντας στη Βαυαρία, βασικό σύμμαχο της Γαλλίας στη Γερμανία, αλλά σύντομα εξουδετερώθηκαν και αναγκάστηκαν να παραδοθούν στον Ναπολέοντα στο Ουλμ, πριν η κύρια αυστρορωσική δύναμη ηττηθεί στο Άουστερλιτς στις 2 Δεκεμβρίου. Ο Ναπολέων μπήκε στην ίδια τη Βιέννη, τόσο ως διασημότητα όσο και ως κατακτητής. Με τη Συνθήκη του Πρέσμπουργκ (1805) η Αυστρία αναγκάστηκε να παραχωρήσει μεγάλες εκτάσεις - τη Δαλματία στη Γαλλία, τη Βενετία στο Ναπολεόντειο Βασίλειο της Ιταλίας, το Τιρόλο στη Βαυαρία και τα αυστριακά εδάφη της Σουαβίας στη Βάδη και τη Βυρτεμβέργη, αν και το Σάλτσμπουργκ, που παλαιότερα κατείχε ο μικρότερος αδελφός του Φραγκίσκου, ο πρώην Μεγάλος Δούκας της Τοσκάνης, προσαρτήθηκε στην Αυστρία ως αποζημίωση.

Η ήττα σήμανε το τέλος της παλιάς Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τα κράτη-δορυφόροι του Ναπολέοντα στη Νότια και Δυτική Γερμανία αποσχίστηκαν από την Αυτοκρατορία το καλοκαίρι του 1806, σχηματίζοντας τη Συνομοσπονδία του Ρήνου, και λίγες μέρες αργότερα ο Φραγκίσκος κήρυξε τη διάλυση της Αυτοκρατορίας και αποκήρυξε το παλιό αυτοκρατορικό στέμμα στις 6 Αυγούστου 1806.

Πόλεμος του Πέμπτου Συνασπισμού (1809)
Επεξεργασία
 
Ο νικητής Κάρολος Λουδοβίκος της Αυστρίας-Τέσεν κατά τη Μάχη του Άσπερν-Έσλινγκ (21–22 Μαΐου 1809))

Τα επόμενα τρία χρόνια η Αυστρία, της οποίας την εξωτερική πολιτική διεύθυνε τώρα ο Φίλιπ Στάντιον, προσπάθησε να διατηρήσει την ειρήνη με τη Γαλλία, αποφεύγοντας τον Πόλεμο του Τέταρτου Συνασπισμού (1806–1807), αλλά υποχρεώθηκε να κάνει τα χατίρια της Γαλλίας. Η ανατροπή των Ισπανών Βουρβόνων το 1808 θορύβησε σοβαρά τους Αψβούργους, που μάλλον απελπισμένοι μπήκαν στον πόλεμο για άλλη μια φορά το 1809, τον Πόλεμο του Πέμπτου Συνασπισμού αυτή τη φορά χωρίς ηπειρωτικούς συμμάχους, αλλά με το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι προσπάθειες του Στάντιον να δημιουργήσει λαϊκές εξεγέρσεις στη Γερμανία ήταν ανεπιτυχείς και οι Ρώσοι τίμησαν τη συμμαχία τους με τη Γαλλία, έτσι η Αυστρία ηττήθηκε για άλλη μια φορά στη Μάχη του Βάγκραμ, αν και με μεγαλύτερο κόστος από όσο περίμενε ο Ναπολέων, που είχε υποστεί την πρώτη του ήττα στο πεδίο της μάχης σε αυτόν τον πόλεμο στο Άσπερν-Έσλινγκ. Ωστόσο ο Ναπολέων είχε ήδη καταλάβει ξανά τη Βιέννη. Οι όροι της Συνθήκης του Σενμπρούν που ακολούθησαν ήταν αρκετά σκληροί. Η Αυστρία έχασε το Σάλτσμπουργκ υπέρ της Βαυαρίας, μερικά από τα πολωνικά εδάφη της υπέρ της Ρωσίας και το υπόλοιπο έδαφός της στην Αδριατική (συμπεριλαμβανομένου μεγάλου μέρους της Καρινθίας και της Στυρίας) υπέρ των Ιλλυρικών Επαρχιών του Ναπολέοντα. Η Αυστρία έγινε ουσιαστικά κράτος υποτελές της Γαλλίας.

Πόλεμος του Εκτου Συνασπισμού (1812–1814)
Επεξεργασία
 
Η Ευρώπη το 1812 μετά από αρκετές γαλλικές νίκες

Ο Κλέμενς φον Μέττερνιχ, ο νέος υπουργός Εξωτερικών της Αυστρίας, είχε ως στόχο να ακολουθήσει μια φιλογαλλική πολιτική. Η κόρη του Φραγκίσκου Β' Μαρία Λουίζα παντρεύτηκε τον Ναπολέοντα το 1810. Η Αυστρία ουσιαστικά χρεοκόπησε το 1811 και το χαρτονόμισμά της (Bancozettel) έχασε σημαντική αξία, αλλά συνέβαλε με ένα στρατό στην εισβολή του Ναπολέοντα στη Ρωσία τον Μάρτιο του 1812. Με την καταστροφική ήττα του Ναπολέοντα στη Ρωσία στα τέλη του έτους και την αποστασία της Πρωσίας στη ρωσική πλευρά τον Μάρτιο του 1813 ο Μέτερνιχ άρχισε σιγά σιγά να αλλάζει την πολιτική του. Αρχικά είχε ως στόχο να μεσολαβήσει για μια ειρήνη μεταξύ της Γαλλίας και των ηπειρωτικών εχθρών της, αλλά όταν έγινε φανερό ότι ο Ναπολέων δεν ενδιαφερόταν για συμβιβασμό, η Αυστρία προσχώρησε στους συμμάχους και κήρυξε τον πόλεμο στη Γαλλία τον Αύγουστο του 1813, τον Πόλεμο του Έκτου Συνασπισμού (1812-1814). Η αυστριακή παρέμβαση ήταν καθοριστική. Ο Ναπολέων ηττήθηκε στη Λειψία τον Οκτώβριο και αναγκάστηκε να αποσυρθεί στην ίδια τη Γαλλία. Στις αρχές του 1814 οι Συμμαχικές δυνάμεις εισέβαλαν στη Γαλλία. Αρχικά ο Μέτερνιχ παρέμενε αβέβαιος για το αν ήθελε ο Ναπολέων να παραμείνει στον θρόνο, αντιβασιλεία της Μαρίας Λουίζας για τον μικρό γιο του Ναπολέοντα ή αποκατάσταση των Βουρβόνων, αλλά τελικά ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Λόρδος Κάσλρεϊ τον ρυμούλκησε στην τελευταία επιλογή. Ο Ναπολέων παραιτήθηκε στις 3 Απριλίου 1814 και ο Λουδοβίκος ΙΗ΄ αποκαταστάθηκε και διαπραγματεύτηκε σύντομα μια συνθήκη ειρήνης με τους νικητές συμμάχους στο Παρίσι τον Ιούνιο, ενώ ο Ναπολέων εξορίστηκε στην Έλβα.

Πόλεμος του Έβδομου Συνασπισμού (1815)
Επεξεργασία

Ο Ναπολέων δραπέτευσε τον Φεβρουάριο του 1815, ο Λουδοβίκος τράπηκε σε φυγή και έτσι ακολούθησε η τελική φάση του πολέμου, ο Πόλεμος του Έβδομου Συνασπισμού - οι λεγόμενες Εκατό Ημέρες απόπειρας αποκατάστασης του Ναπολέοντα - που κορυφώθηκε με την αποφασιστική Μάχη του Βατερλώ τον Ιούνιο. Οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι τελείωσαν με τη Δεύτερη Συνθήκη των Παρισίων εκείνο το έτος και την τελική εξορία του Ναπολέοντα στην Αγία Ελένη.

Το Συνέδριο της Βιέννης (1815)

Επεξεργασία
 
Η Ευρώπη μετά το Συνέδριο της Βιέννης

Με την ολοκλήρωση των μακροχρόνιων γαλλικών πολέμων απαιτήθηκε μια νέα τάξη στην Ευρώπη και οι αρχηγοί των ευρωπαϊκών κρατών συγκεντρώθηκαν στη Βιέννη για μια παρατεταμένη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης, αν και το Συνέδριο είχε συγκληθεί τον Σεπτέμβριο του 1814 πριν από την απόπειρα επιστροφής του Ναπολέοντα, και ολοκληρώθηκε πριν από τη Μάχη του Βατερλώ. Ήταν τόσο ένα μεγάλο κοινωνικό γεγονός των εκπροσώπων των μεγάλων δυνάμεων, όσο και ένα αληθινό Συνέδριο, του οποίου προέδρευε ο Μέτερνιχ. Η τάξη που επέβαλε αναφέρθηκε ως Ευρωπαϊκή Συμφωνία. Καθιέρωσε μια ισορροπία δυνάμεων και σφαίρες επιρροής. Εκτός από την εκ νέου σχεδίαση του πολιτικού χάρτη δημιούργησε μια νέα οντότητα από τις στάχτες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τη Γερμανική Συνομοσπονδία. Η επίτευξη της προεδρίας αυτής της νέας οντότητας ήταν το μεγαλύτερο κέρδος της Αυστρίας από το Συνέδριο. Αυτό που δεν μπορούσε να κάνει το Συνέδριο ήταν να επαναφέρει την παλιά τάξη στην οποία βασιζόταν η εξουσία της Αυστρίας και των Αψβούργων.

Οι τέχνες

Επεξεργασία

Η Ναπολεόντεια Βιέννη ήταν η Βιέννη του Μπετόβεν, του οποίου η μοναδική όπερα Φιντέλιο πρωτοπαρουσιάστηκε εκεί το 1805, με τη συμμετοχή του γαλλικού στρατού. Ήταν επίσης η εποχή της τρίτης (Ηρωικής) (1805), με την αμφίθυμη σχέση της με τον Ναπολέοντα, και της πέμπτης (Schicksals-) και της έκτης (Ποιμενικής) συμφωνίας του (1808).

Ο 19ος αιώνας (1815–1914)

Επεξεργασία
 
Η Αυστριακή Αυτοκρατορία μετά το Συνέδριο της Βιέννης, 1816

Περίοδος Biedermeier (1815–1848)

Επεξεργασία
 
Ο Πρίγκιπας Μέττερνιχ, του Τόμας Λώρενς π. 1820

Υπό τον έλεγχο του Μέττερνιχ η Αυστριακή Αυτοκρατορία εισήλθε σε μια περίοδο λογοκρισίας και αστυνομικού κράτουςτην περίοδο μεταξύ 1815 και 1848 (περίοδος Biedermaier ή Vormärz). Ο τελευταίος όρος (Πριν από τον Μάρτιο) αναφέρεται στην περίοδο πριν από την επανάσταση του Μαρτίου του 1848. Το 1823 ο Αυτοκράτορας της Αυστρίας έκανε βαρόνους τους πέντε αδελφούς Ρότσιλντ. Ο Νάθαν Μάγιερ Ρότσιλντ στο Λονδίνο επέλεξε να μην πάρει τον τίτλο. Η οικογένεια έγινε διάσημη ως τραπεζίτες στις μεγάλες χώρες της Ευρώπης.[57] Ο Μέτερνιχ αντιστάθηκε σθεναρά για την κυβέρνηση στις πιέσεις για συνταγματικές ελευθερίες που ζητούσαν οι φιλελεύθεροι. Η διακυβέρνηση ασκείτο εθιμικά και με αυτοκρατορικά διατάγματα (Hofkanzleidekrete). Ωστόσο τόσο ο φιλελευθερισμός όσο και ο εθνικισμός ήταν σε άνοδο, με αποτέλεσμα τις Επαναστάσεις του 1848. Ο Μέτερνιχ και ο διανοητικά ανάπηρος Αυτοκράτορας Φερδινάνδος Α' αναγκάστηκαν να παραιτηθούν για να αντικατασταθούν από τον νεαρό ανιψιό του αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ.

Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄ και η Μπελ Επόκ (1848–1914)

Επεξεργασία
Μετεπαναστατική Αυστρία (1848–1866)
Επεξεργασία

Οι αποσχιστικές τάσεις (ειδικά στη Λομβαρδία και την Ουγγαρία) καταπνίγηκαν με στρατιωτική βία. Ένα σύνταγμα θεσπίστηκε τον Μάρτιο του 1848, αλλά είχε μικρό πρακτικό αντίκτυπο, αν και διεξήχθησαν εκλογές τον Ιούνιο. Τη δεκαετία του 1850 υπήρξε μια επιστροφή στον νεοαπολυταρχισμό και την κατάργηση του συνταγματισμού. Ωστόσο μια από τις παραχωρήσεις στους επαναστάτες με διαρκή αντίκτυπο ήταν η απελευθέρωση των αγροτών στην Αυστρία. Αυτό διευκόλυνε την εκβιομηχάνιση, καθώς πολλοί συνέρρεαν στις πρόσφατα εκβιομηχανισμένες πόλεις της Αυστριακής επικράτειας (στα βιομηχανικά κέντρα της Βοημίας, της Κάτω Αυστρίας, της Βιέννης και της Άνω Στυρίας). Η κοινωνική αναταραχή οδήγησε σε αυξημένες διαμάχες στις εθνοτικά μικτές πόλεις, οδηγώντας σε μαζικά εθνικιστικά κινήματα.

Στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής η Αυστρία με τις μη γερμανικές εκλογικές της περιφέρειες, βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα δίλημμα το 1848 όταν η Περιφερειακή Εθνοσυνέλευση της Γερμανίας (Deutsche Konstituierende Nationalversammlung), της οποίας ήταν μέλος η Αυστρία, διακήρυξε ότι τα μέλη της δεν μπορούσαν να έχουν κρατική σχέση με μη γερμανικά κράτη, αναγκάζοντας την Αυστρία να επιλέξει μεταξύ της Γερμανίας ή της Αυτοκρατορίας της και Ενωσης με την Ουγγαρία. Ωστόσο αυτά τα σχέδια δεν κατέληξαν προσωρινά, αλλά η ιδέα μιας μικρότερης Γερμανίας που απέκλειε την Αυστρία (Kleindeutschland) επρόκειτο να επανεμφανιστεί ως λύση το 1866. Η ουδετερότητα της Αυστρίας κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853–1856), ενώ ο αυτοκράτορας ήταν απασχολημένος με τον γάμο του, έκανε εχθρικές και τις δύο πλευρές του και άφησε την Αυστρία επικίνδυνα απομονωμένη, όπως απέδειξαν τα επόμενα γεγονότα.

Το Ιταλικό ζήτημα (1859–1860)
Επεξεργασία
 
Η Ιταλία το 1859. Το Βασίλειο της Λομβαρδίας-Βενετίας είναι χρωματισμένο κυανό πάνω δεξιά.

Ενώ η Αυστρία και οι Αψβούργοι ηγεμόνευαν στη βόρεια Ιταλία, στον νότο ήταν το Βασίλειο των Δύο Σικελιών, με τα Παπικά Κράτη ανάμεσά τους. Η Ιταλία βρισκόταν σε αναταραχή μετά το Συνέδριο της Βιέννης το 1815, με εξεγέρσεις που ξεκίνησαν το 1820 (Καρμπονάροι). Ο Βασιλιάς Φερδινάνδος Β΄ των Δύο Σικελιών, ένας απόλυτος μονάρχης, προσπάθησε να ενισχύσει τη θέση του με μια περαιτέρω δυναστική συμμαχία με την Αυστρία. Είχε ήδη μια σύνδεση μέσω της δεύτερης συζύγου του, Μαρίας Θηρεσίας, εγγονής του Αυτοκράτορα Λεοπόλδου Β'. Αυτό το πέτυχε παντρεύοντας τον γιο του Φραγκίσκο Β' με τη Δούκισσα Μαρία Σοφία της Βαυαρίας τον Φεβρουάριο του 1859. Η Μαρία ήταν νεότερη αδερφή της αυτοκράτειρας Ελισάβετ της Αυστρίας, κάνοντας τον Φραγκίσκο κουνιάδο στον Αυτοκράτορα. Ο Φερδινάνδος πέθανε λίγους μήνες αργότερα τον Μάιο και ο Φραγκίσκος και η Μαρία Σοφία ανέβηκαν στον θρόνο.

Στο μεταξύ η Αυστρία είχε πέσει σε μια παγίδα που είχε στήσει το ιταλικό risorgimento. Το Πεδεμόντιο, που κυβερνιόταν από κοινού με τη Σαρδηνία, ήταν ο τόπος προηγούμενων εξεγέρσεων. Αυτή τη φορά σχημάτισαν μυστική συμμαχία με τη Γαλλία (Patto di Plombières), της οποίας ο Αυτοκράτορας Ναπολέων Γ΄ ήταν προηγούμενος Καρμπονάρος. Στη συνέχεια το Πεδεμόντιο προχώρησε στην πρόκληση της Βιέννης με μια σειρά στρατιωτικών ελιγμών, πυροδοτώντας επιτυχώς ένα τελεσίγραφο στο Τορίνο στις 23 Απριλίου. Την απόρριψή του ακολούθησε μια αυστριακή εισβολή και η επίσπευση του πολέμου με τη Γαλλία (Δεύτερος Ιταλικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας το 1859). Η Αυστρία λανθασμένα περίμενε υποστήριξη που δεν ήρθε και η χώρα ήταν ανεπαρκώς προετοιμασμένη για πόλεμο, στον οποίο απέτυχε Οι ηγεμόνες των Αψβούργων στην Τοσκάνη και τη Μόντενα αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Βιέννη.

Τον Μάιο του 1859 η Αυστρία υπέστη στρατιωτική ήττα στη Μάχη του Βαρέζε και τον Ιούνιο στη Ματζέντα από τις συνασπισμένες δυνάμεις της Γαλλίας και της Σαρδηνίας. Ο αυτοκράτορας αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη σοβαρότητα της κατάστασης και ανέλαβε την άμεση διοίκηση του στρατού, αν και όχι επαγγελματίας στρατιωτικός. Αργότερα τον ίδιο μήνα μια περαιτέρω ήττα στο Σολφερίνο σφράγισε τη μοίρα της Αυστρίας και ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να αποδεχθεί τους όρους του Ναπολέοντα στη Βιλαφράνκα. Η Αυστρία συμφώνησε να παραχωρήσει τη Λομβαρδία και να αποκατασταθούν οι ηγεμόνες των κρατών της κεντρικής Ιταλίας. Ωστόσο το τελευταίο δεν έγινε ποτέ και τον επόμενο χρόνο με δημοψηφίσματα, όλα εντάχθηκαν στο Βασίλειο της Σαρδηνίας-Πεδεμοντίου. Τον Απρίλιο του 1860 ο Γκαριμπάλντι εισέβαλε και υπέταξε γρήγορα τη Σικελία και τον Φεβρουάριο του 1861 το Βασίλειο των Δύο Σικελιών έπαψε να υπάρχει, ο Φραγκίσκος και η Μαρία κατέφυγαν στην Αυστρία.

Επακόλουθα — συνταγματικές παραχωρήσεις
Επεξεργασία

Αυτά τα γεγονότα αποδυνάμωσαν σοβαρά τη θέση του αυτοκράτορα. Η απολυταρχική πολιτική της κυβέρνησης ήταν αντιδημοφιλής και αυτή η οπισθοδρόμηση οδήγησαν σε εσωτερική αναταραχή, ουγγρική τάση για απόσχιση, κριτική για τη διακυβέρνηση της Αυστρίας και καταγγελίες για διαφθορά. Τα πρώτα θύματα ήταν οι υπουργοί του αυτοκράτορα. Ο Υπουργός Οικονομικών Καρλ Λούντβιχ φον Μπρουκ αυτοκτόνησε. Άλλα θύματα ήταν ο Κόμης Καρλ Φέρντιναντ φον Μπούολ (Υπουργός Εξωτερικών), ο Υπουργός Εσωτερικών Βαρόνος Αλεξάντερ φον Μπαχ, ο Υπουργός Αστυνομίας Γιόχαν Φράιχερ φον Κέμπεν φον Φίχτενσταμ και ο Στρατηγός Καρλ Λούντβιχ φον Γκρύνε, μαζί με άλλους στρατηγούς.

Το αποτέλεσμα ήταν μια απρόθυμη επιχείρηση από τον αυτοκράτορα και τον κύριο σύμβουλό του Γκολουτσόφσκι να επαναφέρουν τη συνταγματική διακυβέρνηση, με αποκορύφωμα το Σύνταγμα του Οκτωβρίου (Οκτώβριος 1860) που καθιέρωσε τη συνταγματική μοναρχία με μια νομοθετική συνέλευση και επαρχιακή αυτονομία. Αυτό δεν εφαρμόστηκε ποτέ πλήρως λόγω της αντίστασης των Ούγγρων, που απαιτούσαν την πλήρη αυτονομία που χάθηκε το 1849. Κατά συνέπεια το 1861 το Σύνταγμα του Οκτωβρίου (Oktoberdiplom) αντικαταστάθηκε από εκείνο του Φεβρουαρίου (Februarpatent), που θέσπισε το Reichsrat με δύο νομοθετικό σώματα. Η Άνω Βουλή (Herrenhaus) αποτελείτο από διορισμένα και κληρονομικά μέλη, ενώ η Κάτω Βουλή, η Βουλή των Βουλευτών (Abgeordnetenhaus), διοριζόταν από τις επαρχιακές δίαιτες. Το Reichsrat συνεδρίαζε με ή χωρίς τους Ούγγρους, ανάλογα με τα θέματα που εξετάζονταν. Αυτό ήταν ένα πρώτο βήμα προς την ίδρυση ενός χωριστού νομοθετικού σώματος της Κισλεϊθανίας (του Αυστριακού σκέλους της μετέπειτα Αυστροουγγαρίας), από την άλλη πλευρά ο πιο περιορισμένος ρόλος των διαιτών στο Σύνταγμα του Φεβρουαρίου σε σύγκριση με εκείνο του Οκτωβρίου, εξόργισε τους θιασώτες του τοπικισμού. Στο Reichsrat κυριαρχούσαν οι φιλελεύθεροι, που επρόκειτο να είναι η κυρίαρχη πολιτική δύναμη τις επόμενες δύο δεκαετίες.

Το Δανικό ζήτημα (1864–66)
Επεξεργασία
 
Ο Πρωσικός λέων που περικυκλώνει τον Αυστριακό ελέφαντα. Άντολφ Μέντσελ, 1846

Η Πρωσία και η Δανία είχαν ήδη συγκρουστεί σε έναν πόλεμο το 1848–51 για τα εδάφη στα σύνορά τους, το Σλέσβιχ-Χόλσταϊν, με αποτέλεσμα να τα διατηρήσει η Δανία. Το 1864 η Αυστρία βρέθηκε ξανά σε πόλεμο, αυτή τη φορά συμμαχώντας με την Πρωσία εναντίον της Δανίας στον Δεύτερο Πόλεμο του Σλέσβιχ, που αν και επιτυχής αυτή τη φορά, αποδείχθηκε ότι ήταν η τελευταία στρατιωτική νίκη της Αυστρίας. Ο πόλεμος ολοκληρώθηκε με τη Συνθήκη της Βιέννης, με την οποία η Δανία παραχώρησε την περιοχή. Το επόμενο έτος η Σύμβαση του Γκαστάιν επέλυσε τον έλεγχο των νέων εδαφών, με το Χόλσταϊν να παραχωρείται στην Αυστρία, μετά από αρχικές διαμάχες μεταξύ των συμμάχων. Ωστόσο αυτό ελάχιστα μείωσε τον ανταγωνισμό Αυστρίας-Πρωσίας για το γερμανικό ζήτημα. Οι συνεχιζόμενες προσπάθειες του Όττο φον Μπίσμαρκ, του Πρώσου Πρωθυπουργού, να ανακαλέσει τη συμφωνία και να καταργήσει τον έλεγχό του Χόλσταϊν από την Αυστρία θα οδηγήσουν σύντομα σε πλήρη σύγκρουση μεταξύ των δύο δυνάμεων και θα επιτύχουν την επιθυμητή αποδυνάμωση της θέσης της Αυστρίας στην Κεντρική Ευρώπη.

Το Ουγγρικό ζήτημα
Επεξεργασία

Μετά την επανάσταση του 1848, στην οποία είχε συμμετάσχει μεγάλο μέρος της ουγγρικής αριστοκρατίας, η Ουγγαρία παρέμεινε ανήσυχη, απαιτώντας την αποκατάσταση του συντάγματος και την εκθρόνιση τον Οίκο των Αψβούργων, αντιτιθέμενη στις συγκεντρωτικές δίκες της Βιέννης και αρνούμενη να πληρώσει φόρους. Η Ουγγαρία είχε μικρή υποστήριξη στην αυλή της Βιέννης, που ήταν έντονα υπέρ της Βοημίας και θεωρούσε τους Ούγγρους επαναστάτες. Μετά την απώλεια των ιταλικών εδαφών το 1859 το ουγγρικό ζήτημα έγινε πιο εμφανές. Η Ουγγαρία διαπραγματευόταν με ξένες δυνάμεις για να την υποστηρίξουν και κυρίως με την Πρωσία. Ως εκ τούτου αντιπροσώπευε απειλή για την Αυστρία σε οποιαδήποτε αντίθεση με την Πρωσία στο πλαίσιο της Γερμανικής Συνομοσπονδίας για το Γερμανικό Ζήτημα. Ως εκ τούτου άρχισαν να γίνονται προσεκτικές συζητήσεις για παραχωρήσεις, τις οποίες οι Ούγγροι ανέφεραν ως Συμβιβασμό. Ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ ταξίδεψε στη Βουδαπέστη τον Ιούνιο του 1865 και έκανε μερικές παραχωρήσεις, όπως η κατάργηση της στρατιωτικής δικαιοδοσίας και η χορήγηση αμνηστίας στον τύπο. Ωστόσο αυτά απείχαν πολύ από τα αιτήματα των Ούγγρων φιλελεύθερων των οποίων οι ελάχιστες απαιτήσεις ήταν η αποκατάσταση του συντάγματος και η ξεχωριστή στέψη του αυτοκράτορα ως Βασιλιά της Ουγγαρίας. Επικεφαλής μεταξύ αυτών ήταν οι Γκιούλα Αντράσι και Φέρεντς Ντέακ, που προσπάθησαν να αυξήσουν την επιρροή τους στην αυλή της Βιέννης.[58]. Τον Ιανουάριο του 1866 μια αντιπροσωπεία του Ουγγρικού κοινοβουλίου ταξίδεψε στη Βιέννη για να προσκαλέσει την αυτοκρατορική οικογένεια να πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στην Ουγγαρία, την οποία έκανε, σε κάποιο χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο.

Αυστροπρωσικός Πόλεμος (1866)
Επεξεργασία

Ενώ ο Αντράσι έκανε συχνές επισκέψεις στη Βιέννη από τη Βουδαπέστη στις αρχές του 1866, οι σχέσεις με την Πρωσία επιδεινώθηκαν και γινόταν λόγος για πόλεμο. Η Πρωσία είχε υπογράψει μυστική συνθήκη με το σχετικά νέο Βασίλειο της Ιταλίας στις 8 Απριλίου, ενώ η Αυστρία συνήψε μια μυστική συνθήκη με τη Γαλλία στις 12 Ιουνίου, με αντάλλαγμα τη Βενετία.

Ενώ τα κίνητρα για τον πόλεμο, πρωσικός σχεδιασμός ή οπορτουνισμός, αμφισβητούνται, το αποτέλεσμα ήταν μια ριζική αναδιάταξη ισχύος στην Κεντρική Ευρώπη. Η Αυστρία έφερε τη συνεχιζόμενη διαμάχη για το Χόλσταϊν ενώπιον της Γερμανικής δίαιτας και αποφάσισε επίσης να συγκαλέσει τη δίαιτα του Χόλσταϊν. Η Πρωσία, δηλώνοντας ότι η Σύμβαση του Γκάσταϊν είχε ακυρωθεί, εισέβαλε στο Χόλσταϊν. Όταν η Γερμανική δίαιτα απάντησε ψηφίζοντας υπέρ μιας μερικής κινητοποίησης κατά της Πρωσίας, ο Μπίσμαρκ δήλωσε ότι η Γερμανική Συνομοσπονδία είχε τερματιστεί. Έτσι, αυτό μπορεί να θεωρηθεί Τρίτος Πόλεμος του Σλέσβιχ.

Οι εχθροπραξίες ξέσπασαν στις 14 Ιουνίου ως ο Αυστροπρωσικός Πόλεμος (Ιούνιος–Αύγουστος 1866), στον οποίο η Πρωσία και τα βόρεια γερμανικά κρατίδια αντιμετώπισαν όχι μόνο την Αυστρία αλλά μεγάλο μέρος της υπόλοιπης Γερμανίας, ιδιαίτερα των νότιων κρατιδίων. Τρεις ημέρες αργότερα η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστρία στον Τρίτο Ιταλικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, με την Ιταλία να είναι πλέον σύμμαχος της Πρωσίας. Έτσι η Αυστρία έπρεπε να πολεμήσει σε δύο μέτωπα. Η πρώτη τους σύγκρουση είχε ως αποτέλεσμα μια μικρή νίκη εναντίον των Ιταλών στην Κουστόζα κοντά στη Βερόνα στις 24 Ιουνίου. Ωστόσο στο βόρειο μέτωπο η Αυστρία υπέστη μεγάλη στρατιωτική ήττα στη μάχη του Κένιγκρατς στη Βοημία στις 3 Ιουλίου. Αν και η Αυστρία είχε μια περαιτέρω νίκη εναντίον των Ιταλών στη Ναυμαχία της Λίσσας στις 20 Ιουλίου, ήταν σαφές μέχρι τότε ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει για την Αυστρία, καθώς ο Πρωσικός στρατός απειλούσε την ίδια τη Βιέννη, οδηγώντας στη διαφυγή της αυλής στη Βουδαπέστη. Ο Ναπολέων Γ' επενέβη με αποτέλεσμα ανακωχή στο Νίκολσμπουργκ στις 21 Ιουλίου και συνθήκη ειρήνης στην Πράγα στις 23 Αυγούστου. Στο μεταξύ οι Ιταλοί, που είχαν μια σειρά από επιτυχίες όλο τον Ιούλιο, υπέγραψαν ανακωχή στο Κόρμονς στις 12 Αυγούστου αντί να αντιμετωπίσουν τον εναπομείναντα Αυστριακό στρατό που είχε αποδεσμευτεί από το βόρειο μέτωπό του.

Αποτέλεσμα αυτών των πολέμων για την Αυστρία ήταν χάσει όλη την Ιταλική της επικράτεια και να αποκλειστεί περαιτέρω από τα γερμανικά κρατίδια, που τώρα αναδιοργανώθηκαν υπό την πρωσική κυριαρχία στη νέα Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία. Είχε επικρατήσει η έννοια της Kleindeutschland. Για τους Αυστριακούς ο πόλεμος ήταν τραγικά άσκοπος στην Ιταλία, αφού η Βενετία είχε ήδη εκχωρηθεί.

Δυαδική Μοναρχία (1867–1918)
Επεξεργασία
Συμφιλίωση
Επεξεργασία
 
Ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄
 
Η Αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας, γνωστή ως "Σίσυ"
 
Μικρό οικόσημο της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας 1867–1915, με το Τάγμα των Αψβούργων του Χρυσόμαλλου Δέρατος να επιτίθεται στον Αυστριακό Δικέφαλο Αετό με κορωνίδα το Στέμμα του Ροδόλφου Β'

Ενώ η Αυστρία παρέπαιε από τις επιπτώσεις του πολέμου, οι Ούγγροι αύξησαν την πίεση για τα αιτήματά τους. Ο Αντράσι βρισκόταν τακτικά στη Βιέννη, όπως και ο Φέρεντς Ντέακ και η ουγγρική θέση υποστηρίχθηκε από συνταγματολόγους και φιλελεύθερους. Ενώ τα αντιουγγρικά αισθήματα ήταν υψηλά στην αυλή, η θέση του Αυτοκράτορα γινόταν όλο και πιο ανίσχυρη, με τον Πρωσικό στρατό τώρα στο Πρέσμπουργκ (σημερινή Μπρατισλάβα) και τη Βιέννη γεμάτη εξόριστους, ενώ η ελπίδα για γαλλική επέμβαση αποδείχτηκε μάταιη. Οι Ούγγροι στρατολόγησαν την Αυτοκράτειρα Ελισάβετ, που έγινε ισχυρός υποστηρικτής της υπόθεσής τους. Ο Γκέργκι Κλάπκα είχε οργανώσει μια λεγεώνα που μάχονταν στο πλευρό των Πρώσων, τους οποίους είχε υποστηρίξει ο Μπίσμαρκ, που εισήλθε στην Ουγγαρία και κινητοποιούσε για την ουγγρική ανεξαρτησία.

Ωστόσο οι ανάγκες και των άλλων επαρχιών έπρεπε να εξεταστούν πριν από οποιαδήποτε μορφή ουγγρικού δυϊσμού που θα έδινε στην Ουγγαρία ειδικά προνόμια και θα άρχιζε να φουντώνει τις φλόγες του τσεχικού εθνικισμού, αφού τα σλαβικά συμφέροντα φαινόταν πιθανό να αγνοηθούν. Ο κόσμος άρχισε πάλι να μιλάει για τα γεγονότα του 1848. Τον Φεβρουάριο του 1867 ο Κόμης Μπελκρέντι παραιτήθηκε από Πρωθυπουργός λόγω των ανησυχιών του για τα σλαβικά συμφέροντα και τον διαδέχθηκε ο υπουργός εξωτερικών Φέρντιναντ Μπόυστ, που ακολούθησε αμέσως την ουγγρική επιλογή που είχε γίνει πραγματικότητα μέχρι τα τέλη του μήνα.

Ausgleich (Συμβιβασμός) 1867
Επεξεργασία

Η Αυστροουγγαρία δημιουργήθηκε με τον μηχανισμό του Αυστροουγγρικού Συμβιβασμού του 1867 (Ausgleich). Έτσι οι Ούγγροι πέτυχαν τελικά μεγάλο μέρος των στόχων τους. Το δυτικό μισό του βασιλείου γνωστό ως Κισλεϊθανία και το ανατολικό ουγγρικό (Τρασλεϊθανία), δηλαδή τα βασίλεια που βρίσκονται σε κάθε πλευρά του Λέιθα, παραπόταμου του Δούναβη, έγιναν τώρα δύο βασίλεια με διαφορετική εσωτερική πολιτική - δεν υπήρχε κοινή ιθαγένεια ούτε διπλή υπηκοότητα -, αλλά με κοινό ηγεμόνα και κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική. Η αυτοκρατορία είχε πλέον δύο πρωτεύουσες, δύο υπουργικά συμβούλια και δύο κοινοβούλια. Μόνο τρεις υπουργικές θέσεις εξυπηρετούσαν και τα δύο μέρη της μοναρχίας, του πολέμου, των εξωτερικών υποθέσεων και των οικονομικών (όταν εμπλέκονταν και οι δύο τομείς). Οι δαπάνες αναλήφθηκαν κατά 70 % από την Κισλεϊθανία, ωστόσο οι Ούγγροι αντιπροσώπευαν μια ενιαία εθνότητα ενώ η Κισλεϊθανία περιλάμβανε όλα τα άλλα βασίλεια και επαρχίες. Ο Αντράσι διορίστηκε ως ο πρώτος πρωθυπουργός της νέας Ουγγαρίας στις 17 Φεβρουαρίου. Τα αισθήματα ανέβηκαν στις επαρχίες και οι Δίαιτες στη Μοραβία και τη Βοημία έκλεισαν τον Μάρτιο.

Ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ έκανε μια ομιλία του θρόνου τον Μάιο στο Reichsrat (Αυτοκρατορικό Συμβούλιο) ζητώντας την αναδρομική επικύρωση και υποσχόμενος περαιτέρω συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και αυξημένη αυτονομία στις επαρχίες. Αυτό ήταν μια μεγάλη υποχώρηση από τον απολυταρχισμό. Στις 8 Ιουνίου ο Αυτοκράτορας και η Αυτοκράτειρα στέφθηκαν Βασιλιάς και Βασίλισσα της Ουγγαρίας σε μια τελετή της οποίας η μεγαλοπρέπεια δεν συμβάδιζε με την πρόσφατη στρατιωτική και πολιτική ταπείνωση της Αυστρίας και την έκταση των οικονομικών αποζημιώσεων. Στο πλαίσιο των εορτασμών ο Αυτοκράτορας ανακοίνωσε περαιτέρω παραχωρήσεις που επιδείνωσαν τις σχέσεις μεταξύ της Ουγγαρίας και του υπόλοιπου της μοναρχίας. Κηρύχθηκε αμνηστία για όλα τα πολιτικά αδικήματα από το 1848 (συμπεριλαμβανομένων των Κλάπκα και Κόσουτ) και ανατροπή της δήμευσης των κτημάτων.

Σε αντάλλαγμα για την υποστήριξη του Ausgleich από τους Φιλελευθέρους έγιναν παραχωρήσεις στα κοινοβουλευτικά προνόμια στον νέο συνταγματικό νόμο. Ο νόμος της 21ης Δεκεμβρίου 1867, αν και τροποποιήθηκε συχνά, ήταν το θεμέλιο της Αυστριακής διακυβέρνησης για τα υπόλοιπα 50 χρόνια της Αυτοκρατορίας και βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο Σύνταγμα του Φεβρουαρίου και το Αυτοκρατορικό Συμβούλιο και περιλάμβανε μια δήλωση δικαιωμάτων. Τελικά η πολιτική ισορροπία της δυαδικής μοναρχίας αντιπροσώπευε ένα συμβιβασμό μεταξύ του αυταρχισμού (Obrigkeitsstaat) και του κοινοβουλευτισμού (Rechtsstaat). Όπως οι περισσότεροι συμβιβασμοί απορρίφθηκε από τους εξτρεμιστές και των δύο πλευρών, συμπεριλαμβανομένου του Κόσουτ.

Αυστροουγγαρία, 1867–1914
Επεξεργασία

Το 1873 σηματοδότησε το Ασημένιο Ιωβηλαίο του Φραγκίσκου Ιωσήφ και παρείχε όχι μόνο αφορμή για εορτασμό αλλά και προβληματισμό για την πρόοδο της μοναρχίας από το 1848. Ο πληθυσμός της Βιέννης είχε αυξηθεί από 500.000 σε πάνω από ένα εκατομμύριο, τα τείχη και οι οχυρώσεις είχαν κατεδαφιστεί και κατασκευάστηκε η Ringstrasse με πολλά υπέροχα νέα κτίρια. Ο Δούναβης διευθετήθηκε για να μειωθεί ο κίνδυνος πλημμύρας, ενώ κατασκευάστηκαν ένα νέο υδραγωγείο για την ύδρευση της πόλης και πολλές νέες γέφυρες, σχολεία, νοσοκομεία, εκκλησίες και ένα νέο πανεπιστήμιο.

 
Το Συνέδριο της Βιέννης του Ζαν Μπατίστ Ισαμπέ, 1819
 
Ο αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος (αριστερά) με την οικογένειά του
Εξωτερική πολιτική
Επεξεργασία

Αυτό που υποτίθεται ότι ήταν ένα προσωρινό μέτρο έκτακτης ανάγκης επρόκειτο να διαρκέσει μισό αιώνα. Η Αυστρία πέτυχε να παραμείνει ουδέτερη κατά το Γαλλοπρωσικό Πόλεμο του 1870–1, παρόλο που μερικοί τον είδαν ως ευκαιρία για εκδίκηση από την Πρωσία για τα γεγονότα του 1866. Ωστόσο οι τότε σύμμαχοι της Αυστρίας μεταξύ των κρατών της Νότιας Γερμανίας ήταν πλέον σύμμαχοι με την Πρωσία και ήταν απίθανο η στρατιωτική ικανότητα της Αυστρίας να είχε βελτιωθεί σημαντικά στο μεταξύ. Οποιεσδήποτε υπολειπόμενες αμφιβολίες διαλύθηκαν γρήγορα από την ταχύτητα της πρωσικής προέλασης και την επακόλουθη ανατροπή της Δεύτερης Αυτοκρατορίας.

Τον Νοέμβριο του 1871 η Αυστρία έκανε μια ριζική αλλαγή στην εξωτερική της πολιτική. Ο Φέρντιναντ Μπόιστ, Πρωθυπουργός (έως το 1867), Καγκελάριος και Υπουργός Εξωτερικών (1866–1871) της Δυαδικής Μοναρχίας, απολύθηκε. Ο Μπόιστ ήταν υπέρμαχος του ρεβάνς κατά της Πρωσίας, αλλά τον διαδέχθηκε ο Ούγγρος πρωθυπουργός, ο φιλελεύθερος Γκιούλα Αντράσι, ως υπουργός Εξωτερικών (1871–1879), αν και και οι δύο ήταν αντίθετοι στην ομοσπονδιακή πολιτική του πρωθυπουργού Καρλ Χόχενβαρτ (1871) ενώ ο Πρίγκιπας Αντολφ του Αουερσπεργκ έγινε νέος πρωθυπουργός (1871–1879). Ο διορισμός του Αντράσι προκάλεσε ανησυχία στο συντηρητικό Κόμμα της Αυλής (Kamarilla), αλλά εργάστηκε σκληρά για να αποκαταστήσει τις σχέσεις μεταξύ Βερολίνου και Βιέννης, με αποκορύφωμα τη Διπλή Συμμαχία (Zweibund) του 1879.

Το 1878 η Αυστροουγγαρία κατέλαβε τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, που είχε αποκοπεί από την υπόλοιπη Οθωμανική Αυτοκρατορία με τη δημιουργία νέων κρατών στα Βαλκάνια μετά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1877-1878) και το Συνέδριο του Βερολίνου (Ιούνιος –Ιούλιος 1878) που ακολούθησε. Η περιοχή παραχωρήθηκε στην Αυστροουγγαρία και ο Αντράσι ετοιμάστηκε να την καταλάβει. Αυτό οδήγησε σε περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεων με τη Ρωσία και επρόκειτο να οδηγήσει σε τραγικές συνέπειες τον επόμενο αιώνα. Τα Αυστριακά στρατεύματα αντιμετώπισαν σκληρή αντίσταση και υπέστησαν σημαντικές απώλειες. Η κατοχή δημιούργησε διαμάχες τόσο εντός όσο και εκτός της Αυτοκρατορίας και οδήγησε στην παραίτηση του Αντράσι το 1879. Η περιοχή τελικά προσαρτήθηκε το 1908 και τέθηκε υπό κοινή κυριαρχία από τις κυβερνήσεις τόσο της Αυστρίας όσο και της Ουγγαρίας.

 
Χάρτης που δείχνει τις κατοικούμενες από ομιλούντες τα Αυστριακά Γερμανικά περιοχές (ροζ) στη δυτική Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία το 1911

Η αποχώρηση της Φιλελεύθερης Κυβέρνησης και του Αντράσι από το Υπουργείο Εξωτερικών (k. u. k. Ministerium des Äußern) σηματοδότησε μια απότομη αλλαγή στην εξωτερική πολιτική της Αυστροουγγαρίας, ιδιαίτερα σε σχέση με τη Ρωσία, με τον Κόμη Γκούσταβ Κάλνοκι (1881–1895), αντικαταστάτη του Αντράσι να ακολουθεί νέα προσέγγιση.

Οικονομία
Επεξεργασία

Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έγιναν πολλά έργα, επέκταση πόλεων και σιδηροδρομικών γραμμών και ανάπτυξη της βιομηχανίας. Στο πρώτο διάστημα αυτής της περιόδου, γνωστό ως Gründerzeit, η Αυστρία έγινε μια εκβιομηχανισμένη χώρα, παρόλο που οι περιοχές των Άλπεων εξακολουθούσαν να χαρακτηρίζονται από τη γεωργία. Η Αυστρία μπόρεσε να γιορτάσει το νεότευκτο μεγαλείο της στην Παγκόσμια Έκθεση της Βιέννης (Weltausstellung) του 1873, στην οποία συμμετείχαν όλα οι εστεμμένες κεφαλές της Ευρώπης και πέραν αυτής. Αυτή την περίοδο σχετικής ευημερίας ακολούθησε το κραχ του Χρηματιστηρίου του 1873.

Πολιτική και διακυβέρνηση
Επεξεργασία
Ο Φιλελευθερισμός στην Κισλεϊθάνια 1867–1879
Επεξεργασία

Τα πολιτικά κόμματα έγιναν νόμιμες οντότητες στην Αυστρία από το 1848, εκτός από ένα σύντομο διάλειμμα τη δεκαετία του 1850. Ωστόσο η δομή του νομοθετικού σώματος που δημιουργήθηκε από το Σύνταγμα του Φεβρουαρίου του 1861 παρείχε λίγα περιθώρια για την οργάνωση των κομμάτων. Η αρχική πολιτική οργάνωση έμοιαζε με τα ρήγματα στην αυστριακή κουλτούρα. Από την εποχή της Αντιμεταρρύθμισης η Καθολική Εκκλησία είχε αναλάβει σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας, σε συνδυασμό με την αριστοκρατία και τα συντηρητικά αγροτικά στοιχεία. Συνασπισμένοι εναντίον αυτών των δυνάμεων ήταν μια πιο κοσμική αστική μεσαία τάξη, που αντανακλούσε τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση με τον αντικληρικαλισμό της (Kulturkampf). Άλλα στοιχεία από την άλλη ήταν ο γερμανικός εθνικισμός, που υπερασπιζόταν τα συμφέροντα της Μεγάλης Γερμανίας έναντι των Σλάβων και βρήκε υποστήριξη μεταξύ της αστικής διανόησης. Ωστόσο η κομματική δομή δεν ήταν καθόλου συνεκτική και και οι δύο ομάδες περιείχαν φατρίες που είτε υποστήριζαν είτε εναντιώνονταν στην κυβέρνηση της εποχής. Αυτά τα κόμματα αντανακλούσαν τον παραδοσιακό διαχωρισμό του πολιτικού οράματος δεξιά/αριστερά. Οι αριστερές, ή Φιλελεύθερες (Deutschliberale Partei) φατρίες ήταν γνωστές ως Συνταγματικό Κόμμα (Verfassungspartei), αλλά τόσο η αριστερά όσο και η δεξιά κατακερματίστηκαν σε φατρίες (Klubs). Χωρίς άμεσες εκλογές δεν υπήρχε χώρος για την οργάνωση της εκλογικής περιφέρειας και οι τάσεις ήταν πνευματικές και όχι οργανωτικές. Χωρίς υπουργική ευθύνη δεν υπήρχε ούτε ανάγκη για τέτοια οργάνωση. Οι τάσεις κινούνταν από αντίστοιχα οράματα των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Η αριστερά πήρε το όνομά της από την αρχή της υποστήριξής της στο σύνταγμα του 1861-1867 και στοιχεία της καθοδήγησαν την επανάσταση του 1848, ενώ η δεξιά υποστήριζε τα ιστορικά δικαιώματα. Η αριστερά αντλούσε την υποστήριξή της από την αστική τάξη των ιδιοκτητών (Besitzbürgertum), τους εύπορους επαγγελματίες και τη δημόσια διοίκηση. Αυτές ήταν μακροχρόνιες ιδεολογικές διαφορές. Στις εκλογές του 1867 οι Φιλελεύθεροι πήραν τον έλεγχο της Κάτω Βουλής υπό τον Καρλ Αουερσπεργκ (1867–1868) και συνέβαλαν καθοριστικά στην έγκριση του Συντάγματος του 1867 και στην κατάργηση του Κονκορδάτου του 1855 (1870).

Το δικαίωμα ψήφου επεκτάθηκε σταδιακά κατά την περίοδο 1860-1882. Η επιλογή των βουλευτών για το Reichsrat από τα επαρχιακά νομοθετικά σώματα αποδείχθηκε ανεφάρμοστη, ιδιαίτερα όταν η Δίαιτα της Βοημίας ουσιαστικά το μποϋκόταρε σε μια προσπάθεια να αποκτήσει ισότιμο καθεστώς με τους Ούγγρους σε μια τριμερή μοναρχία. Αποτέλεσμα ήταν το δικαίωμα ψήφου να αλλάξει σε άμεση εκλογή για το Reichsrat το 1873.

Ακόμη και το 1873 μόνο το έξι τοις εκατό του ενήλικου ανδρικού πληθυσμού είχε δικαίωμα ψήφου. Οι αρχικές διαιρέσεις σε καθολικά, φιλελεύθερα, εθνικά, ριζοσπαστικά και αγροτικά κόμματα διέφεραν ανάλογα με την εθνική καταγωγή, κατακερματίζοντας περαιτέρω την πολιτική κουλτούρα. Ωστόσο τώρα εμφανιζόταν η παρουσία εξωκοινοβουλευτικών κομμάτων ενώ παλαιότερα τα κόμματα ήταν καθαρά κοινοβουλευτικά. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στους μη έχοντες δικαίωμα ψήφου να βρουν φωνή. Αυτές οι αλλαγές συνέβαιναν σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο σκηνικό μιας αυστριακής οικονομίας που εκσυγχρονιζόταν και εκβιομηχανιζόταν και οικονομικών κρίσεων, όπως αυτή του 1873 και η επακόλουθη ύφεση (1873-1879), και τα παραδοσιακά κόμματα άργησαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των μαζών. Στις εκλογές του 1901, τις τελευταίες στο πλαίσιο των καθορισμένων τάξεων ψηφοφόρων (Curia), τα εξωκοινοβουλευτικά κόμματα κέρδισαν 76 από τις 118 έδρες.

Αυτή την εποχή εμφανίστηκαν αντιφιλελεύθερα αισθήματα και φθίνουσα αποδοχή του Φιλελεύθερου κόμματος που κατείχε την εξουσία από το 1867, εκτός από μια σύντομη περίοδο συντηρητικής κυβέρνησης το 1870–1. Το 1870 η φιλελεύθερη υποστήριξη προς την Πρωσία στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο του 1870 δυσαρέστησε τον Αυτοκράτορα και στράφηκε στους Συντηρητικούς για να σχηματίσουν κυβέρνηση υπό τον Κόμη Καρλ Σίγκμουντ φον Χόχενβαρτ (1871). Ο Χόχενβαρτ ήταν ο συντηρητικός ηγέτης του κοινοβουλίου και ο Αυτοκράτορας πίστευε ότι οι πιο θετικές του απόψεις για τις σλαβικές φιλοδοξίες και τον φεντεραλισμό θα αποδυνάμωναν τους Αυστρογερμανούς Φιλελεύθερους. Ο Χόχενβαρτ διόρισε υπουργό εμπορίου τον Αλμπερτ Σέφλε και χάραξε μια πολιτική γνωστή ως Θεμελιώδη Άρθρα του 1871 (Fundamentalartikel). Η πολιτική αυτή απέτυχε, ο Αυτοκράτορας απέσυρε την υποστήριξή του και οι Φιλελεύθεροι ανέκτησαν την εξουσία.

Το κόμμα των Φιλελευθέρων έγινε σταδιακά αντιφιλελεύθερο και πιο εθνικιστικό, εναντίον του κοινωνικού συντηρητισμού του οποίου θα επαναστατούσαν οι προοδευτικοί διανοούμενοι. Οντας στην αντιπολίτευση το 1870-1870-1 εμπόδισε τις προσπάθειες επέκτασης της δυαδικής σε μια τριμερή μοναρχία συμπεριλαμβανομένων των Τσέχων και προώθησε την έννοια του Deutschtum (χορήγηση όλων των δικαιωμάτων ιθαγένειας σε όσους είχαν γερμανική ταυτότητα). Αντιτάχθηκε επίσης στην επέκταση του δικαιώματος ψήφου επειδή η περιορισμένη ψηφοφορία ευνοούσε την εκλογική του βάση. Το 1873 το κόμμα κατακερματίστηκε, με μια ριζοσπαστική φράξια του Συνταγματικού Κόμματος να σχηματίζει την Προοδευτική Λέσχη (Fortschrittsklub), ενώ μια δεξιά φατρία σχημάτισε τους συντηρητικούς Συνταγματιστικούς Γαιοκτήμονες (Verfassungstreue Grossgrundbesitz) αφήνοντας ένα κομμάτι των «Παλιών Φιλελευθέρων» (Altliberale). Το αποτέλεσμα ήταν ο πολλαπλασιασμός των Γερμανικών Φιλελευθέρων (Deutschfreiheitlichkeit) και των Γερμανικών Εθνικών (Deutschnationalismus) ομάδων.

Πολιτική αναδιάταξη του 1879
Επεξεργασία

Ενώ τα φιλελεύθερα επιτεύγματα περιλάμβαναν τον οικονομικό εκσυγχρονισμό, την επέκταση της κοσμικής εκπαίδευσης και την ανανέωση του αστικού ιστού και του πολιτισμού της Βιέννης, σε συνεργασία με τη Διοίκηση (Verwaltung), μετά το 1873 μια προοδευτική σειρά σχισμάτων και συγχωνεύσεων συνέχισαν να αποδυναμώνουν το κόμμα που ουσιαστικά εξαφανίστηκ το 1911.

Το Φιλελεύθερο υπουργικό συμβούλιο του Αντολφ Αουερσπεργκ (1871-1879) αποπέμφθηκε το 1879 λόγω της αντίθεσής του στη βαλκανική πολιτική του Υπουργού Εξωτερικών Γκιούλα Αντράσι (1871-1879) και την κατοχή της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, που πρόσθεσε περισσότερους Σλάβους και μείωσε περαιτέρω τον γερμανικό εθνικισμό και ταυτότητα (Staatsnation). Στις εκλογές που ακολούθησαν οι Φιλελεύθεροι έχασαν τον έλεγχο του κοινοβουλίου και πέρασαν στην αντιπολίτευση, ενώ η επόμενη κυβέρνηση υπό τον Κόμη Έντουαρντ Τάαφε (1879–1893) αποτελείτο βασικά από μια ομάδα φατριών (αγρότες, κληρικοί και Τσέχοι), το «Σιδερένιο Δαχτυλίδι» (Der eiserne Ring), ενωμένων με σκοπό να κρατήσουν τους Φιλελεύθερους μακριά από την εξουσία.

Ο Αντράσι, που δεν είχε τίποτα κοινό με τον Τάαφε, υπέβαλε την παραίτησή του λόγω κακής υγείας και προς έκπληξή του έγινε δεκτή. Το όνομά του ακούστηκε ξανά όταν ο νέος υπουργός Εξωτερικών Χάυμερλε πέθανε εν υπηρεσία το 1881, αλλά ο Τάαφε και ο συνασπισμός του δεν ήθελαν φιλελεύθερο υπουργό Εξωτερικών (πόσο μάλλον έναν Ούγγρο και Τέκτονα) και αγνοήθηκε υπέρ του Κόμη Γκούσταβ Κάλνοκι (1881–1895).[59]

Ωστόσο η φιλελεύθερη αντιπολίτευση κωλυσιεργούσε κάνοντας την κυβέρνηση για να αποδυναμώσει τη θέση της να επιδιώξει εκλογική μεταρρύθμιση, που θεσπίστηκε το 1882. Παρόλα αυτά ο συνασπισμός, κατ' όνομα συντηρητικός και αφοσιωμένος στον αντισοσιαλισμό, πέρασε μια σειρά κοινωνικών μεταρρυθμίσεων κατά τη δεκαετία του 1880 –1890, ακολουθώντας τα παραδείγματα της Γερμανίας και της Ελβετίας. Επρόκειτο για μεταρρυθμίσεις που οι Φιλελεύθεροι δεν μπόρεσαν να περάσουν με μια κυβέρνηση στενά συνδεδεμένη με την έννοια των δικαιωμάτων του ατόμου για αυτοδιάθεση χωρίς κυβερνητικές παρεμβάσεις. Τέτοια μέτρα είχαν την υποστήριξη τόσο των Φιλελευθέρων, τώρα Ενωμένης Αριστεράς (Vereinigte Linke 1881) όσο και του Γερμανικού Εθνικού Κόμματος (Deutsche Nationalpartei 1891), παρακλάδι του Γερμανικού Εθνικού Κινήματος (Deutschnationale Bewegung). Οι εκλογικές μεταρρυθμίσεις του 1882 είχαν τη μεγαλύτερη επιρροή στο ότι έδωσαν δικαίωμα ψήφου σε αναλογικά περισσότερους Γερμανούς.

Η κοινωνική μεταρρύθμιση έγινε τώρα μια πλατφόρμα συντηρητικών Καθολικών όπως ο Πρίγκιπας Άλοϋς ντε Πάουλ Μαρία του Λίχτενσταϊν, ο Βαρόνος Καρλ φον Φόγκελζανγκ και ο Κόμης Εγκμπερτ Μπέλκρεντι. Την εποχή της εκλογικής μεταρρύθμισης εμφανίσθηκε η Παγγερμανική Ένωση (Alldeutsche Vereinigung) (1882) του Γκέοργκ φον Σένερερ, που απευθυνόταν σε μια αντικληρική μεσαία τάξη, και Καθολικοί κοινωνικοί μεταρρυθμιστές όπως ο Λ. Πσένερ και ο Α. Λάτσκα δημιούργησαν το Χριστιανικό Κοινωνικό Σύλλογο (Christlich-Sozialer Verein) (1887). Την ίδια περίπου εποχή οι Φ. Πιφλ, Φ. Στάουρατς, Α. Σέπφερ, Α. Οπιτς, Καρλ Λούεγκερ και ο Πρίγκιπας Άλοϋς του Λίχτενσταϊν σχημάτισαν τους Ενωμένους Χριστιανούς (Vereinigten Christen) για να υποστηρίξουν τη χριστιανική κοινωνική μεταρρύθμιση.[60] Αυτές οι δύο οργανώσεις συγχωνεύτηκαν το 1891 υπό τον Καρλ Λούεγκερ για να σχηματίσουν το Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα (Christlichsoziale Partei, CS).

Ωστόσο η πολιτική της κυβέρνησης Τάαφε για εθνοτική ενσωμάτωση τροφοδότησε τον εθνικισμό μεταξύ του γερμανόφωνου πληθυσμού. Οι Φιλελεύθεροι είχαν διατηρήσει τον ισχυρό συγκεντρωτισμό της απολυταρχικής εποχής (με την εξαίρεση της Γαλικίας το 1867) ενώ οι Συντηρητικοί επιχείρησαν ένα πιο ομοσπονδιακό κράτος που τελικά οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης Τάαφε το 1893, συμπεριλαμβανομένης μιας δεύτερης απόπειρας Βοημικού Ausgleich (Τριμερής μοναρχία) το 1890.[61]

Στα αριστερά η εξάπλωση των αναρχικών ιδεών και η καταπιεστική κυβέρνηση συνέβαλε στην εμφάνιση ενός μαρξιστικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (Sozialdemokratische Arbeiterpartei Österreichs, SDAPÖ) το 1889, που κατάφερε να κερδίσει έδρες στις εκλογές του 1897, μετά την περαιτέρω επέκταση του δικαιώματος ψήφου σε 189 τις εργατικές τάξεις, καθιερώνοντας καθολική ανδρική ψηφοφορία, αν και όχι ισότιμη.

Άμεση και ισότιμη ψηφοφορία για το Reichsrat (1907)
Επεξεργασία
 
Εθνοτικές ομάδες της Αυστροουγγαρίας 1910

Η καθολική ψηφοφορία των ανδρών που εισήχθη το 1907 από τον Πρωθυπουργό Φράιχερ φον Μπεκ άλλαξε την ισορροπία δυνάμεων, επίσημα στραμμένη προς τους Γερμανούς Αυστριακούς, και αποκάλυψε ότι ήταν πλέον μειονότητα σε μια κατά κύριο λόγο σλαβική αυτοκρατορία. Στην απογραφή του 1900 οι Γερμανοί ήταν το 36% του πληθυσμού της Κισλεϊθανίας, αλλά η μεγαλύτερη ενιαία ομάδα, αλλά ποτέ δεν έδρασαν ως συνεκτική ομάδα (όπως και καμία άλλη εθνική ομάδα), αν και ήταν η κυρίαρχη ομάδα στην πολιτική ζωή της μοναρχίας. Τους Γερμανούς ακολουθούσαν Τσέχοι και Σλοβάκοι (23%), Πολωνοί (17), Ρουθήνιοι (13), Σλοβένοι (5), Σερβοκροάτες (3), Ιταλοί (3) και Ρουμάνοι 1%. Ωστόσο αυτές οι εθνικές ομάδες, ειδικά οι Γερμανοί, ήταν συχνά διασκορπισμένες γεωγραφικά. Οι Γερμανοί κυριαρχούσαν επίσης οικονομικά και σε επίπεδο εκπαίδευσης.

Το κοινοβούλιο μετά τη μεταρρύθμιση του 1907 (Reichsrat) εξελέγη με εθνικά κριτήριας, με μόνο το Χριστιανοκοινωνικό και το Σοσιαλδημοκρατικά κόμμα κυρίως γερμανικά. Ωστόσο την Αυστρία κυβερνούσε ο Αυτοκράτορας, που διόριζε το Αυτοκρατορικό Συμβούλιο των Υπουργών (Ministerrat), που με τη σειρά του αναφερόταν σε αυτόν, αφήνοντας το κοινοβούλιο ελεύθερο να ασκήσει κριτική στην κυβερνητική πολιτική. Τυπικά είχε την εξουσία να νομοθετεί από το 1907, αλλά στην πράξη η Αυτοκρατορική κυβέρνηση δημιουργούσε τη δική της νομοθεσία και ο Αυτοκράτορας μπορούσε να ασκήσει βέτο στα νομοσχέδια του υπουργού του. Τα μεγάλα κόμματα ήταν χωρισμένα γεωγραφικά και κοινωνικά, με τη βάση των σοσιαλδημοκρατών να είναι οι πόλεις, κυρίως η Βιέννη, και να έχουν μια πολύ διαφορετική οπτική από την αφοσιωμένη αλλά αγράμματη αγροτιά στην ύπαιθρο. Η τελευταία ενώθηκε με την αριστοκρατία και την αστική τάξη στην υποστήριξη του status quo της μοναρχίας.

Οι εκλογές του 1911 ανέδειξαν ένα κοινοβούλιο που θα οδηγούσε την Αυστρία στον πόλεμο και στο τέλος της αυτοκρατορίας το 1918.[62][63] Ωστόσο η αποτελεσματικότητα του κοινοβουλευτισμού παρεμποδίστηκε από τις συγκρούσεις μεταξύ κομμάτων που εκπροσωπούσαν διαφορετικές εθνοτικές ομάδες και οι συνεδριάσεις του κοινοβουλίου σταμάτησαν εντελώς κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Οι τέχνες
Επεξεργασία
 
Το Κτήριο της Ζετσεσιόν, Βιέννη, που κατασκευάστηκε το 1897 από τον Γιόζεφ Μαρία Όλμπριχ για εκθέσεις της ομάδας Ζετσεσιόν

Τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα μετά το Συνέδριο της Βιέννης και μέχρι την επανάσταση του 1848 χαρακτηρίστηκαν από την περίοδο Biedermeier του ντιζάιν και της αρχιτεκτονικής, εν μέρει τροφοδοτούμενη από την κατασταλτική εγχώρια σκηνή που εξέτρεψε την προσοχή στην ιδιώτευση και τις τέχνες.

Με τη βασιλεία του Φραγκίσκου Ιωσήφ (1848–1916) ήρθε μια νέα εποχή μεγαλείου, που χαρακτηρίστηκε από το στυλ της Μπελ Επόκ, με εκτεταμένη ανοικοδόμηση και την κατασκευή της Ringstrasse στη Βιέννη με τα μνημειώδη κτίριά της (επισήμως άνοιξε την 1η Μαΐου 1865, μετά από επτά χρόνια ). Αρχιτέκτονες της περιόδου αυτής ήταν μεταξύ άλλων οι Χάινριχ Φέρστελ (Βοτίφκιρχε, Μουσείο Εφαρμοσμένων Τεχνών της Βιέννης), Φρήντριχ φον Σμιντ (Δημαρχείο), Θεόφιλος Χάνσεν (Κοινοβούλιο), Γκότφρηντ Σέμπερ (Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης (Βιέννη), Μπουργκτεάτερ), Εντουαρντ φαν ντερ Νυλ (Όπερα) και Αουγκουστ Σίκαρντσμπουργκ (Οπερα).

Το 1897 παραιτήθηκε μια ομάδα καλλιτεχνών από τον Σύνδεσμο Αυστριακών Καλλιτεχνών (Gesellschaft bildender Künstler Österreichs), με επικεφαλής τον Γκούσταφ Κλιμτ, που έγινε ο πρώτος πρόεδρος αυτής της ομάδας που έγινε γνωστή ως Ζετσεσιόν της Βιέννης (Vereinigung Bildender Küstereichlers). Το κίνημα ήταν μια διαμαρτυρία ενάντια στον ιστορικισμό και τον συντηρητισμό της πρώην οργάνωσης, μετά από παρόμοια κινήματα στο Βερολίνο και το Μόναχο. Εν μέρει αυτό ήταν μια εξέγερση ενάντια στις αντιληπτές υπερβολές της προηγούμενης εποχής του Ringstrasse και μια επιθυμία για επιστροφή στη σχετική απλότητα του Biedermaier. Από αυτή την ομάδα ο Γιόζεφ Χόφμαν και ο Κόλομαν Μόζερ δημιούργησαν το Εργαστήριο Τεχνών και Χειροτεχνίας της Βιέννης (Wiener Werkstätte) το 1903 για να προωθήσουν την ανάπτυξη των εφαρμοσμένων τεχνών. Ο Ζετσεσιονισμός συνδέθηκε με ένα συγκεκριμένο κτίριο, το Κτήριο της Ζετσεσιόν (Wiener Secessionsgebäude) που χτίστηκε το 1897 και τπου στέγαζε τις εκθέσεις τους, ξεκινώντας το 1898. Η Ζετσεσιόν, όπως είχε αρχικά σχεδιαστεί, διαλύθηκε το 1905 όταν ο Κλιμτ και άλλοι είχαν ασυμβίβαστες διαφορές. Η ομάδα ωστόσο διήρκεσε μέχρι το 1939 και το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[64]

Αρχιτεκτονικά αυτή ήταν η εποχή του Jugendstil (Αρ Νουβό) και του εκκεντρικού έργου ανδρών όπως ο Ότο Βάγκνερ (Kirche am Steinhof) γνωστού για τον εξωραϊσμό του και ο Άντολφ Λος, που αντιπροσώπευε την εγκράτεια. Η Αρ Νουβό και το μοντέρνο στυλ ήρθαν σχετικά αργά στην Αυστρία, γύρω στο 1900, και ήταν διακριτά από το προηγηθένκίνημα σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.[65]

Μία από τις εξέχουσες λογοτεχνικές προσωπικότητες ήταν ο Καρλ Κράους, δοκιμιογράφος και σατιρικός, γνωστός για την εφημερίδα του «ο Πυρσός» (Die Fackel), που ιδρύθηκε το 1899.

Στη μουσική σκηνή ο Γιόχαν Στράους και η οικογένειά του κυριάρχησαν στη βιεννέζικη σκηνή καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου, όπου εμφανίσθηκαν επίσης οι Φραντς Σούμπερτ, Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, Άντον Μπρούκνερ, Γιοχάνες Μπραμς, Άρνολντ Σένμπεργκ, Φραντς Λέχαρ και Γκούσταβ Μάλερ.

Στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα (Fin de siècle) η αβάν-γκαρντ είχε αρχίσει να αμφισβητεί τις παραδοσιακές αξίες, συχνά συγκλονίζοντας τη βιεννέζικη κοινωνία, όπως το έργο Reigen του Άρτουρ Σνίτσλερ, οι πίνακες του Κλιμτ και τη μουσική των Σένμπεργκ, Άντον Βέμπερν και Άλμπαν Μπεργκ και η Δεύτερη Σχολή της Βιέννης (Zweite Wiener Schule).

Η Αυστρία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο 1914–1918

Επεξεργασία
 
Αυστροούγγροι αιχμάλωτοι πολέμου στη Ρωσία, 1915

Οι εθνικιστικές διαμάχες εντάθηκαν τις δεκαετίες μέχρι το 1914. Η δολοφονία στο Σαράγεβο από μια σερβική εθνικιστική ομάδα του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου, διαδόχου του Φραγκίσκου Ιωσήφ ως Αυτοκράτορα, βοήθησε στην πυροδότηση του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Τον Νοέμβριο του 1916 ο Αυτοκράτορας πέθανε, αφήνοντας στη θέση του τον σχετικά άπειρο Κάρολο. Η ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων το 1918 είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση της Αυστροουγγαρίας και ο Αυτοκράτορας εξορίστηκε.

Γερμανική Αυστρία και η Πρώτη Δημοκρατία (1918–1933)

Επεξεργασία

Δημοκρατία της Γερμανικής Αυστρίας (1918–1919)

Επεξεργασία
 
Ο Καρλ Ρένερ το 1905, Καγκελάριος 12 Νοεμβρίου 1918 – 7 Ιουλίου 1920, Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου 1931–1933

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε ουσιαστικά για την Αυστρία στις 3 Νοεμβρίου 1918, όταν ο ηττημένος στρατός της υπέγραψε την Ανακωχή της Βίλλα Τζούστι στην Πάντοβα μετά τη Μάχη του Βιττόριο Βένετο. (Τυπικά αυτό ίσχυε για την Αυστρία-Ουγγαρία, αλλά η Ουγγαρία είχε αποσυρθεί από τη σύγκρουση στις 31 Οκτωβρίου 1918. Η Αυστρία αναγκάστηκε να παραχωρήσει όλα τα εδάφη που είχε καταλάβει μετά το 1914, καθώς και να δεχτεί τον σχηματισμό νέων κρατών στο μεγαλύτερο μέρος της προπολεμικής επικράτειας της αυτοκρατορίας και οι σύμμαχοι απέκτησαν πρόσβαση στην Αυστρία. Ετσι η αυτοκρατορία διαλύθηκε.

Η Προσωρινή Εθνική Συνέλευση (Provisorische Nationalversammlung Für Deutschösterreich) συνήλθε στη Βιέννη από τις 21 Οκτωβρίου 1918 έως τις 19 Φεβρουαρίου 1919, ως το πρώτο κοινοβούλιο της Νέας Αυστρίας, στα κτίριο του κοινοβουλίου της Κάτω Αυστρίας (Niederösterreichische Landhaus). Αποτελείτο από τα μέλη του Reichsrat (Αυτοκρατορικό Συμβούλιο) που είχε εκλεγεί το 1911 από τις γερμανόφωνες περιοχές με τρεις προέδρους, τους Φραντς Ντινγκχόφερ (Γερμανικό Εθνικό Κίνημα, GDVP), Γιόντοκ Φινκ (Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα, CS) και Καρλ Σάιτς (Σοσιαλδημοκρατικό εργατικό Κόμμα της Αυστρίας, SDAPÖ). Η Εθνοσυνέλευση συνέχισε το έργο της μέχρι τις 16 Φεβρουαρίου 1919, όταν διεξήχθησαν οι εκλογές. Στις 30 Οκτωβρίου υιοθέτησε ένα προσωρινό σύνταγμα και στις 12 Νοεμβρίου το Γερμανική Αυστρία (Deutschösterreich) ως το όνομα του νέου κράτους. Καθώς ο Αυτοκράτορας Κάρολος Α΄ είχε δηλώσει στις 11 Νοεμβρίου ότι δεν είχε πλέον "Auf Jeden Anteil an den Staatsgeschäften" (κανένα μερίδιο στις υποθέσεις του κράτους), αν και πάντα έλεγε ότι ποτέ δεν παραιτήθηκε, η Αυστρία ήταν τώρα δημοκρατία.

 
Εδαφικές αξιώσεις της Αυστρίας 1918/19

Ωστόσο το προσωρινό σύνταγμα όριζε ότι επρόκειτο να αποτελέσει τμήμα της νέας Γερμανικής Δημοκρατίας που είχε ανακηρυχθεί τρεις ημέρες νωρίτερα. Το άρθρο 2 ανέφερε: Deutschösterreich ist ein Bestandteil der Deutschen Republik (η Γερμανική Αυστρία είναι τμήμα της Γερμανικής Δημοκρατίας).

Ο Καρλ Ρένερ ανακηρύχθηκε Καγκελάριος της Αυστρίας, διαδεχόμενος τον Χάινριχ Λάμας και ηγήθηκε των τριών πρώτων κυβερνήσεων (12 Νοεμβρίου 1918 – 7 Ιουλίου 1920) ενός μεγάλου συνασπισμού των SDAPÖ, CS και GDVP. Το τελευταίο αποτελείτο από μεγάλο αριθμό αποσχισμένων ομάδων του Γερμανικού Εθνικού και του Γερμανικού Φιλελεύθερου κινήματος και ήταν αριθμητικά η μεγαλύτερη ομάδα στη συνέλευση.

Στις 22 Νοεμβρίου η Αυστρία διεκδίκησε τα γερμανόφωνα εδάφη της πρώην Αυτοκρατορίας των Αψβούργων στην Τσεχοσλοβακία (Γερμανική Βοημία και τμήματα της Μοραβίας), στην Πολωνία (Αυστριακή Σιλεσία) και το Νότιο Τιρόλο, που είχε προσαρτηθεί στην Ιταλία. Ωστόσο η Αυστρία δεν ήταν σε θέση να επιβάλει αυτές τις αξιώσεις ούτε επί των νικητών συμμάχων ούτε επί των νέων εθνικών κρατών που προέκυψαν από τη διάλυση της Αυτοκρατορίας και όλα τα εν λόγω εδάφη παρέμειναν χωρισμένα από τη νέα Αυστρία.

Σύμφωνα με τα λόγια του τότε Γάλλου πρωθυπουργού Ζωρζ Κλεμανσώ «ce qui reste, c'est l'Autriche» («η Αυστρία είναι ό,τι έχει απομείνει»). Μια αυτοκρατορία άνω των 50 εκατομμυρίων είχε μειωθεί σε ένα κράτος 6,5 εκατομμυρίων.

Στις 19 Φεβρουαρίου διεξήχθησαν εκλογές για αυτό που τώρα ονομαζόταν Συντακτική Εθνοσυνέλευση (Konstituierende Nationalversammlung). Αν και οι Σοσιαλδημοκράτες κέρδισαν τις περισσότερες έδρες (41%), δεν είχαν απόλυτη πλειοψηφία και σχημάτισαν μεγάλο συνασπισμό με το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα, τους Χριστιανοκοινωνιστές. Στις 12 Μαρτίου η Εθνοσυνέλευση ανακήρυξε τη «Γερμανική Αυστρία» τμήμα της «Γερμανικής Δημοκρατίας».

Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και οι περισσότεροι εκπρόσωποι των πολιτικών κομμάτων ήταν της γνώμης ότι αυτό το «υπολειπόμενο» ή «κράτος-απομεινάρι» – χωρίς τον αγροτικό τομέα της Ουγγαρίας και τη βιομηχανία της Βοημίας δεν θα ήταν οικονομικά βιώσιμο. Ο δημοσιογράφος Χέλμουτ Αντικς (1922–1998) εξέφρασε αυτό το συναίσθημα στο βιβλίο του με τίτλο Der Staat, den keiner wollte (Το κράτος που κανείς δεν ήθελε) το 1962.

Το ακριβές μέλλον της Αυστρίας παρέμενε αβέβαιο μέχρι να υπογραφούν και να επικυρωθούν επίσημες συνθήκες. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε με την έναρξη της Συνδιάσκεψης ειρήνης των Παρισίων στις 18 Ιανουαρίου 1919 και ολοκληρώθηκε με την υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Γερμανού στις 10 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, αν και η Εθνοσυνέλευση αρχικά απέρριψε το σχέδιο της συνθήκης στις 7 Ιουνίου.

Η Πρώτη Αυστριακή Δημοκρατία

Επεξεργασία
Συνθήκη του Αγίου Γερμανού
Επεξεργασία

Η νεοσύστατη Δημοκρατία της Γερμανικής Αυστρίας επρόκειτο να αποδειχτεί βραχύβια. Η προτεινόμενη συγχώνευση με τη Γερμανική Αυτοκρατορία (Δημοκρατία της Βαϊμάρης) αντιμετώπισε το βέτο των νικητές των Συμμάχων στη Συνθήκη του Αγίου Γερμανού (10 Σεπτεμβρίου 1919) βάσει του άρθρου 88 που απαγόρευε την οικονομική ή πολιτική ένωση. Οι σύμμαχοι φοβήθηκαν το μακροχρόνιο όνειρο της Mitteleuropa - μια ένωση όλων των γερμανόφωνων πληθυσμών. Η συνθήκη επικυρώθηκε από το κοινοβούλιο στις 21 Οκτωβρίου 1919. Η Αυστρία έπρεπε να παραμείνει ανεξάρτητη και ήταν υποχρεωμένη να είναι έτσι για τουλάχιστον 20 χρόνια.

Η συνθήκη υποχρέωνε επίσης τη χώρα να αλλάξει το όνομά της από "Δημοκρατία της Γερμανικής Αυστρίας" σε "Δημοκρατία της Αυστρίας" (Republik Österreich), δηλαδή Πρώτη Δημοκρατία, όνομα που παραμένει μέχρι σήμερα. Οι γερμανόφωνες παραμεθόριες περιοχές της Βοημίας και της Μοραβίας (αργότερα ονομάστηκαν "Σουδητία") παραχωρήθηκαν στη νεοϊδρυθείσα Τσεχοσλοβακία. Πολλοί Αυστριακοί και Γερμανοί θεώρησαν αυτό ως υποκρισία από τη στιγμή που ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον είχε διακηρύξει στα περίφημα «Δεκατέσσερα σημεία» του «δικαίωμα αυτοδιάθεσης» για όλα τα έθνη. Στη Γερμανία το σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης το όριζε ρητά στο άρθρο 61: Deutschösterreich erhält nach seinem Anschluß an das Deutsche Reich das Recht der Teilnahme am Reichsrat mit der seiner Bevölkerung entsprechenden Stimmenzahl. Bis dahin haben die Vertreter Deutschösterreichs beratende Stimme.—"Η Γερμανική Αυστρία έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στο γερμανικό Reichsrat (τη συνταγματική εκπροσώπηση των ομόσπονδων γερμανικών κρατών) με συμβουλευτικό ρόλο ανάλογα με τον αριθμό των κατοίκων της μέχρι την ένωση με τη Γερμανία." Στην ίδια την Αυστρία σχεδόν όλα τα πολιτικά κόμματα μαζί με την πλειοψηφία της κοινής γνώμης παρέμεναν προσκολλημένοι στην έννοια της ενοποίησης που οριζόταν στο άρθρο 2 του συντάγματος του 1918.

Αν και η Αυστροουγγαρία ήταν μια από τις Κεντρικές Δυνάμεις, οι σύμμαχοι νικητές ήταν πολύ πιο επιεικείς με την ηττημένη Αυστρία από ό,τι με τη Γερμανία ή την Ουγγαρία. Οι εκπρόσωποι της νέας Δημοκρατίας της Αυστρίας έπεισαν τους συμμάχους ότι ήταν άδικο να τιμωρηθεί η Αυστρία για τις ενέργειες μιας πλέον διαλυμένης Αυτοκρατορίας, ειδικά καθώς άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας θεωρούνταν τώρα ότι ήταν στην πλευρά του «νικητή», απλώς και μόνο επειδή είχαν αποκηρύξει την αυτοκρατορία στο τέλος του πολέμου. Η Αυστρία δεν χρειάστηκε ποτέ να πληρώσει αποζημιώσεις επειδή οι συμμαχικές επιτροπές αποφάνθηκαν ότι η χώρα δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει.

Ωστόσο η Συνθήκη του Αγίου Γερμανού επιβεβαίωσε επίσης την απώλεια σημαντικών γερμανόφωνων εδαφών από την Αυστρία, ιδίως το νότιο τμήμα της κομητείας του Τιρόλου (σήμερα Νότιο Τιρόλο) υπέρ της Ιταλίας και τις γερμανόφωνες περιοχές εντός της Βοημίας και της Μοραβίας υπέρ της Τσεχοσλοβακίας. Ως (δήθεν) αποζημίωση επρόκειτο να της αποδοθεί το μεγαλύτερο μέρος του γερμανόφωνου τμήματος της Ουγγαρίας, με τη Συνθήκη του Τριανόν που συνήφθη μεταξύ των Συμμάχων και αυτής της χώρας, που αποτέλεσε το νέο ομόσπονδο κράτος του Μπούργκενλαντ.

Τέλος του μεγάλου συνασπισμού και νέο σύνταγμα (1920-1933)
Επεξεργασία

Ο μεγάλος συνασπισμός διαλύθηκε στις 10 Ιουνίου 1920 και αντικαταστάθηκε από ένα συνασπισμό CS-SDAPÖ υπό τον Μίχαελ Μάιρ ως Καγκελάριο (7 Ιουλίου 1920 - 21 Ιουνίου 1921), απαιτώντας νέες εκλογές που διεξήχθησαν στις 17 Οκτωβρίου, για το Εθνικό Συμβούλιο (Nationalrat), σύμφωνα με το νέο σύνταγμα της 1ης Οκτωβρίου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το Χριστιανοκοινωνικό να αναδειχθεί πλέον ως το ισχυρότερο κόμμα με 42% των ψήφων και στη συνέχεια να σχηματίσει τη δεύτερη κυβέρνηση του Μάιρ στις 22 Οκτωβρίου ως κυβέρνηση μειοψηφίας CS (με την υποστήριξη του GDVP) χωρίς τους Σοσιαλδημοκράτες. Το CS επρόκειτο να διατηρηθεί στην εξουσία μέχρι το τέλος της πρώτης δημοκρατίας, σε διάφορους συνδυασμούς συνασπισμών με το GDVP και το Landbund (ιδρύθηκε το 1919).

Τα σύνορα συνέχισαν να είναι κάπως αβέβαια λόγω των δημοψηφισμάτων κατά την παράδοση του Γούντροου Ουίλσον. Τα δημοψηφίσματα στις περιφέρειες του Τιρόλου και του Σάλτσμπουργκ μεταξύ 1919 και 1921 (Τυρόλο 24 Απριλίου 1921, Σάλτσμπουργκ 29 Μαΐου 1921) απέδωσαν πλειοψηφίες 98% και 99% υπέρ της ενοποίησης με τη Γερμανία, από τον φόβο ότι η Αυστρία δεν ήταν οικονομικά βιώσιμη. Ωστόσο τέτοιες συγχωνεύσεις δεν ήταν δυνατές βάσει της συνθήκης.

Στις 20 Οκτωβρίου 1920 πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα σε μέρος του αυστριακού κρατιδίου της Καρινθίας στο οποίο ο πληθυσμός επέλεξε να παραμείνει στην Αυστρία, απορρίπτοντας τις εδαφικές διεκδικήσεις του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων. Τα περισσότερα γερμανόφωνα τμήματα της δυτικής Ουγγαρίας αποδόθηκαν στην Αυστρία ως το νέο κρατίδιο του Μπούργκενλαντ το 1921, με εξαίρεση την πόλη Σόπρον και τη γύρω περιοχή, των οποίων ο πληθυσμός αποφάσισε σε δημοψήφισμα (που μερικές φορές θεωρείται από τους Αυστριακούς ως νοθευμένο) να παραμείνει στην Ουγγαρία. Η περιοχή είχε συζητηθεί ως ένας σλαβικός διάδρομος που θα ένωνε την Τσεχοσλοβακία με τη Γιουγκοσλαβία. Η προσάρτηση αυτή έκανε την Αυστρία τη μόνη ηττημένη χώρα που απέκτησε επιπλέον έδαφος ως μέρος των προσαρμογών των συνόρων.

 
Ο υπερπληθωρισμός οδήγησε σε αλλαγή νομίσματος από το παλιό Krone (που αναφέρεται εδώ ως γερμανοαυστριακό) στο νέο Σελίνι το 1925

Παρότι δεν κατέβαλε πολεμικές αποζημιώσεις, η Αυστρία υπό τις κυβερνήσεις συνασπισμού επλήγη από υπερπληθωρισμό παρόμοιο με αυτό της Γερμανίας, που κατέστρεψε αρκετά τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία της μεσαίας και ανώτερης τάξης και διατάραξε την οικονομία. Ο Άνταμ Φέργκιουσον αποδίδει τον υπερπληθωρισμό στην ύπαρξη πάρα πολλών δημόσιων υπαλλήλων, στην αδυναμία φορολόγησης της εργατικής τάξης και σε πολλές ζημιογόνες δημόσιες επιχειρήσεις. Οι φασίστες κατηγορούσαν την αριστερά για τον υπερπληθωρισμό, ενώ ο Φέργκιουσον τις πολιτικές που συνδέονται με την αριστερά.[66] Ακολούθησαν μαζικές ταραχές στη Βιέννη, στις οποίες οι ταραχοποιοί απαίτησαν υψηλότερους φόρους στους πλούσιους και μειωμένες επιδοτήσεις στους φτωχούς. Ως απάντηση στις ταραχές η κυβέρνηση αύξησε τους φόρους αλλά δεν κατάφερε να μειώσει τις επιδοτήσεις.

Οι όροι της Συνθήκης του Αγίου Γερμανία εξειδικεύτηκαν περαιτέρω από τα Πρωτόκολλα της Γενεύης της Κοινωνίας των Εθνών (στην οποία η Αυστρία προσχώρησε στις 16 Δεκεμβρίου 1920) στις 4 Οκτωβρίου 1922 μεταξύ της Αυστρίας και των Συμμάχων. Στην Αυστρία δόθηκε εγγύηση κυριαρχίας υπό τον όρο ότι δεν θα ενωθεί με τη Γερμανία τα επόμενα 20 χρόνια. Η Αυστρία έλαβε επίσης δάνειο 650 εκατομμυρίων Goldkronen, που ήταν επιτυχές στην ανάσχεση του υπερπληθωρισμού, αλλά απαίτησε σημαντική αναδιάρθρωση της αυστριακής οικονομίας. Το Goldkrone αντικαταστάθηκε από το πιο σταθερό Σελίνι, αλλά οδήγησε σε ανεργία και νέους φόρους, απώλεια κοινωνικών παροχών και σημαντική υποβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών.[67]

Το Πρώτο Παγκόσμιο Συνέδριο Εβραίων Γυναικών πραγματοποιήθηκε στη Βιέννη τον Μάιο του 1923.[68]

Πολιτική και κυβέρνηση

Επεξεργασία

Βγαίνοντας από τον πόλεμο η Αυστρία είχε δύο κύρια πολιτικά κόμματα στα δεξιά και ένα στα αριστερά. Η δεξιά ήταν διχασμένη μεταξύ κληρικαλισμού και εθνικισμού. Το Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα (Christlichsoziale Partei, CS), είχε ιδρυθεί το 1891 και είχε σχετική πλειοψηφία το 1907-1911, πριν τη χάσει από τους σοσιαλιστές. Η επιρροή του είχε μειωθεί στην πρωτεύουσα ακόμη και πριν από το 1914, αλλά έγιναν το κυρίαρχο κόμμα της Πρώτης Δημοκρατίας και το κυβερνητικό κόμμα από το 1920 και μετά. Το CS είχε στενούς δεσμούς με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και επικεφαλής του ήταν ένας καθολικός ιερέας ονόματι Ιγκνατς Σάιπελ (1876–1932), που υπηρέτησε δύο φορές ως Καγκελάριος (1922–1924 και 1926–1929). Ενώ βρισκόταν στην εξουσία, ο Σάιπελ εργαζόταν για μια συμμαχία μεταξύ των πλούσιων βιομηχάνων και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Το CS αντλούσε την πολιτική του υποστήριξη από τους συντηρητικούς καθολικούς της υπαίθρου. Το 1920 το Μεγάλο Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα (Großdeutsche Volkspartei, GDVP) ιδρύθηκε από το μεγαλύτερο μέρος των φιλελεύθερων και εθνικών ομάδων και έγινε ο μικρότερος εταίρος του CS.[69]

Στα αριστερά το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Αυστρίας (Sozialdemokratische Arbeiterpartei Österreichs, SDAPÖ) που ιδρύθηκε το 1898 και ακολουθούσε μια αρκετά αριστερή πολιτική γνωστή ως Αυστρομαρξισμό εκείνη την εποχή, βασιζόταν σε μια ασφαλή πλειοψηφία στην «Κόκκινη Βιέννη» (όπως η πρωτεύουσα ήταν γνωστή από το 1918 έως το 1934), ενώ τα δεξιά κόμματα έλεγχαν όλα τα άλλα κρατίδια. Το SDAPÖ ήταν το ισχυρότερο εκλογικό μπλοκ από το 1911 έως το 1918.

Μεταξύ 1918 και 1920 υπήρξε μια κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού που περιλάμβανε τόσο αριστερά όσο και δεξιά κόμματα, το CS και το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (Sozialdemokratische Arbeiterpartei Österreichs, SDAPÖ). Αυτό έδωσε στους Σοσιαλδημοκράτες την πρώτη τους ευκαιρία να επηρεάσουν την αυστριακή πολιτική. Ο συνασπισμός θέσπισε προοδευτική κοινωνικοοικονομική και εργατική νομοθεσία όπως το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες στις 27 Νοεμβρίου 1918, αλλά κατέρρευσε στις 22 Οκτωβρίου 1920. Το 1920 θεσπίστηκε το σύγχρονο Σύνταγμα της Αυστρίας, αλλά από το 1920 και μετά η αυστριακή πολιτική χαρακτηριζόταν από έντονες και μερικές φορές βίαιες συγκρούσεις μεταξύ αριστεράς και δεξιάς. Τα αστικά κόμματα διατήρησαν την κυριαρχία τους αλλά σχημάτιζαν ασταθείς κυβερνήσεις, ενώ οι σοσιαλιστές παρέμειναν το μεγαλύτερο εκλεγμένο κόμμα αριθμητικά.

Κατά τη δεκαετία του 1920 δημιουργήθηκαν τόσο δεξιές όσο και αριστερές παραστρατιωτικές δυνάμεις. Η Heimwehr (Πατριωτική Αντίσταση) εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις 12 Μαΐου 1920 και οργανώθηκε προοδευτικά τα επόμενα τρία χρόνια και η Republikanischer Schutzbund δημιουργήθηκε ως αντίδραση σε αυτό στις 19 Φεβρουαρίου 1923. Από τις 2 Απριλίου 1923 έως τις 30 Σεπτεμβρίου έγιναν βίαιες συγκρούσεις μεταξύ Σοσιαλιστών και Ναζί στη Βιέννη. Σε εκείνη της 2 Απριλίου, που αναφέρεται ως Schlacht auf dem Exelberg (Μάχη του Εξελμπεργκ), συμμετείχαν 300 Ναζί εναντίον 90 Σοσιαλιστών. Περαιτέρω επεισόδια σημειώθηκαν στις 4 Μαΐου και στις 30 Σεπτεμβρίου 1923. Μια σύγκρουση μεταξύ αυτών των ομάδων στο Σάτεντορφ του Μπούργκενλαντ στις 30 Ιανουαρίου 1927 κατέληξε στον θάνατο ενός άνδρα και ενός παιδιού. Δεξιοί βετεράνοι κατηγορήθηκαν σε δικαστήριο της Βιέννης, αλλά αθωώθηκαν από ορκωτό δικαστήριο. Αυτό οδήγησε σε μαζικές διαδηλώσεις και πυρκαγιά στο Δικαστικό Μέγαρο της Βιέννης. Στην εξέγερση του Ιουλίου του 1927 89 διαδηλωτές σκοτώθηκαν από τις αυστριακές αστυνομικές δυνάμεις.

Η πολιτική σύγκρουση κλιμακώθηκε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Οι εκλογές του 1930 που επανέφεραν τους Σοσιαλδημοκράτες ως το μεγαλύτερο μπλοκ αποδείχθηκαν οι τελευταίες μέχρι και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις 20 Μαΐου 1932 ο Ένγκελμπερτ Ντόλφους, υπουργός Γεωργίας του Χριστιανοκοινωνικού Κόμματος, έγινε Καγκελάριος με πλειοψηφία ενός βουλευτή.

Δικτατορία: Ομοσπονδιακό Κράτος της Αυστρίας (1933–1938)

Επεξεργασία

Ένγκελμπερτ Ντόλφους (1933–1934)

Επεξεργασία
1933: Διάλυση του κοινοβουλίου και συγκρότηση του Πατριωτικού Μετώπου
Επεξεργασία

Ο Ντόλφους και το Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα οδήγησαν την Αυστρία γρήγορα προς τη συγκεντρωτική εξουσία κατά το φασιστικό πρότυπο. Ανησυχούσε από το γεγονός ότι ο Γερμανός εθνικοσοσιαλιστής ηγέτης Αδόλφος Χίτλερ είχε γίνει Καγκελάριος της Γερμανίας στις 30 Ιανουαρίου 1933, αφού το κόμμα του είχε γίνει η μεγαλύτερη ομάδα στο κοινοβούλιο και γρήγορα ανέλαβε την απόλυτη εξουσία. Ομοίως οι Αυστριακοί Εθνικοσοσιαλιστές (DNSAP) θα μπορούσαν εύκολα να γίνουν σημαντική μειοψηφία στις επερχόμενες αυστριακές εκλογές. Ο μελετητής του φασισμού Στάνλεϊ Γ. Πέιν εκτίμησε ότι αν είχαν γίνει εκλογές το 1933 το DNSAP θα μπορούσε να εξασφαλίσει περίπου το 25% των ψήφων. Το περιοδικό Time υπέθετε ένα ακόμη υψηλότερο επίπεδο υποστήριξης 50%, με ποσοστό έγκρισης 75% στην περιοχή του Τιρόλου που συνόρευε με τη Ναζιστική Γερμανία. Τα γεγονότα στην Αυστρία τον Μάρτιο του 1933 απηχούσαν εκείνα της Γερμανίας, όπου ο Χίτλερ ουσιαστικά εγκαταστάθηκε ως δικτάτορας τον ίδιο μήνα.

Πραξικόπημα του Μαρτίου
Επεξεργασία

Στις 4 Μαρτίου 1933 σημειώθηκε παρατυπία στις διαδικασίες ψηφοφορίας στο κοινοβούλιο. Ο Καρλ Ρένερ (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Αυστρίας, Sozialdemokratische Partei Österreichs, SPÖ), πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου (Nationalrat: Κάτω Βουλή του κοινοβουλίου) παραιτήθηκε για να μπορέσει να ψηφίσει μια αμφιλεγόμενη πρόταση για την αντιμετώπιση της απεργίας των σιδηροδρόμων. πιθανόν να περάσει με πολύ μικρή διαφορά, κάτι που δεν μπόρεσε να κάνει όσο κατείχε αυτό το αξίωμα. Κατά συνέπεια για τον ίδιο λόγο παραιτήθηκαν και οι δύο αντιπρόεδροι που εκπροσωπούσαν τα άλλα κόμματα, ο Ρούντολφ Ράμεκ (Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα) και ο Σεπ Στράφνερ (Μεγάλο Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα). Ελλείψει του Προέδρου η συνεδρίαση δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί.

Αν και υπήρχαν διαδικαστικοί κανόνες που θα μπορούσαν να είχαν τηρηθεί σε αυτό το πρωτοφανές και απρόβλεπτο γεγονός, η κυβέρνηση του Ντόλφους άδραξε την ευκαιρία να κηρύξει το κοινοβούλιο ανίκανο να λειτουργήσει. Ενώ ο Ντόλφους περιέγραφε αυτό το γεγονός ως "αυτοεξάλειψη του Κοινοβουλίου" (Selbstausschaltung des Parliaments), ήταν στην πραγματικότητα η αρχή ενός πραξικοπήματος που θα ίδρυσε το "Ständestaat" (Αυστροφασισμός, Austrofaschismus), που θα διαρκούσε μέχρι το 1938.

Χρησιμοποιώντας μια διάταξη έκτακτης ανάγκης θεσπισμένη κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Νόμο για τις Εξουσίες του Οικονομικού Πολέμου (Kriegswirtschaftliches Ermächtigungsgesetz, KWEG 24. Juli 1917 RGBl.[70] Nr. 307) η εκτελεστική ανέλαβε τη νομοθετική εξουσία στις 7 Μαρτίου και παρότρυνε τον Πρόεδρο Βίλχελμ Μίκλας να εκδώσει διάταγμα για την επ' αόριστον αναστολή της. Ως εκ τούτου η Πρώτη Δημοκρατία και η δημοκρατική κυβέρνηση ουσιαστικά τερματίστηκαν στην Αυστρία, αφήνοντας τον Ντόλφους να κυβερνά ως δικτάτορας με απόλυτες εξουσίες. Τα άμεσα μέτρα περιλάμβαναν την άρση του δικαιώματος της δημόσιας συνάθροισης και της ελευθερίας του τύπου. Η αντιπολίτευση τον κατηγόρησε για παραβίαση του συντάγματος.[71][72][73]

Μια προσπάθεια του Μεγάλου Γερμανικού Λαϊκού Κόμματος και των Σοσιαλδημοκρατών να συγκαλέσουν εκ νέου το συμβούλιο στις 15 Μαρτίου αποτράπηκε με την απαγόρευση της εισόδου από την αστυνομία και την παρότρυνση στον Πρόεδρο Βίλχελμ Μίκλας να το διακόψει επ' αόριστον. Ο Ντόλφους γνώριζε ότι τα ναζιστικά στρατεύματα είχαν καταλάβει την εξουσία στη γειτονική Βαυαρία στις 9 Μαρτίου. Τελικά στις 31 Μαρτίου το Republikanischer Schutzbund (παραστρατιωτικό σκέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος) διαλύθηκε (αλλά συνέχισε στην παρανομία).

Κουρτ Σούσνιγκ (1934–1938)

Επεξεργασία

Τον Φεβρουάριο του 1934, εκτελέστηκαν πολλά μέλη του στρατού των σοσιαλδημοκρατών, ενώ αρκετοί ανακηρύχτηκαν παράνομοι και φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν. Τον Μάιο του ίδιου έτους, οι φασίστες καθιέρωσαν ένα νέο σύνταγμα, το οποίο ενίσχυε τη δύναμη του Ντόλφους, ο οποίος όμως δολοφονήθηκε τον Ιούλιο σε μία απόπειρα πραξικοπήματος από τους Ναζί. Ο διάδοχός του, Κουρτ Σούσνιγκ, προσπάθησε να διατηρήσει την ανεξαρτησία της χώρας, ως ένα «καλύτερο γερμανικό κράτος», αλλά στις 12 Μαρτίου του 1938, η Αυστρία καταλήφθηκε από γερμανικά στρατεύματα, ενώ Αυστριακοί Ναζί κατέλαβαν την εξουσία. Στις 13 Μαρτίου ανακηρύχθηκε επίσημα η Άνσλους, η Ένωση, δηλαδή, της Αυστρίας με τη Γερμανία, και δύο μέρες μετά ο Χίτλερ, Αυστριακός στην καταγωγή, ανακοίνωσε την επανένωση των δύο κρατών στη Βιέννη. Με ένα οργανωμένο δημοψήφισμα η ένωση επικυρώθηκε τον Απρίλιο του 1938.

 
Ο Χίτλερ ανακοινώνει στον αυστριακό λαό το "Anschluss" (15 Μαρτίου 1938)
 
Πλήθος καλωσορίζει τους ναζί στη Βιέννη.

Άνσλους και ένωση με τη Γερμανία (1938-1945)

Επεξεργασία

Αν και η Συνθήκη των Βερσαλλιών και η Συνθήκη του Αγίου Γερμανού είχαν απαγορεύσει ρητά την ένωση της Αυστρίας και της Γερμανίας, ο γεννημένος στην Αυστρία Χίτλερ προσπάθησε πολύ να προσαρτήσει την Αυστρία στα τέλη της δεκαετίας του 1930, αλλά αντιστάθηκε σθεναρά η Αυστριακή δικτατορία του Σούσνιγκ. Όταν η σύγκρουση κλιμακώθηκε στις αρχές του 1938 ο Καγκελάριος Σούσνιγκ ανακοίνωσε δημοψήφισμα για το θέμα στις 9 Μαρτίου, που επρόκειτο να διεξαχθεί στις 13 Μαρτίου. Στις 12 Μαρτίου τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στην Αυστρία, συναντώντας πανηγυρίζοντα πλήθη, προκειμένου να τοποθετήσουν τον Ναζί μαριονέτα Άρτουρ Ζάις-Ίνκβαρτ ως καγκελάριο. Με μια ναζιστική διοίκηση ήδη σε ισχύ η χώρα είχε πλέον ενσωματωθεί στη ναζιστική Γερμανία και μετονομάστηκε σε Ostmark μέχρι το 1942, όταν μετονομάστηκε ξανά σε "Alpen-und Donau-Reichsgaue". Ένα στημένο[74] δημοψήφισμα στις 10 Απριλίου χρησιμοποιήθηκε για να καταδείξει την υποτιθέμενη έγκριση της προσάρτησης με πλειοψηφία 99,73%.[75]

Ως αποτέλεσμα η Αυστρία έπαψε να υπάρχει ως ανεξάρτητη χώρα. Αυτή η προσάρτηση επιβλήθηκε με στρατιωτική εισβολή, αλλά μεγάλα τμήματα του αυστριακού πληθυσμού ήταν υπέρ του ναζιστικού καθεστώτος και πολλοί Αυστριακοί συμμετείχαν στα εγκλήματά του. Οι Εβραίοι, οι κομμουνιστές, οι σοσιαλιστές και εχθρικοί πολιτικοί στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, δολοφονήθηκαν ή εξαναγκάστηκαν σε εξορία.[76]

Λίγο πριν το τέλος του πολέμου, στις 28 Μαρτίου 1945, τα αμερικανικά στρατεύματα πάτησαν το πόδι τους στο αυστριακό έδαφος και ο Κόκκινος Στρατός της Σοβιετικής Ένωσης διέσχισε τα ανατολικά σύνορα δύο ημέρες αργότερα, καταλαμβάνοντας τη Βιέννη στις 13 Απριλίου. Οι Αμερικανικές και Βρετανικές δυνάμεις κατέλαβαν τις δυτικές και νότιες περιοχές, εμποδίζοντας τις Σοβιετικές δυνάμεις να κατακλύσουν και να ελέγξουν πλήρως τη χώρα.

Η Δεύτερη Δημοκρατία (μετά το 1945)

Επεξεργασία

Συμμαχική κατοχή

Επεξεργασία
 
Ζώνες κατοχής στην Αυστρία

Σύμφωνα με τα σχέδια του Ουίνστον Τσώρτσιλ θα σχηματιζόταν ένα νότιο γερμανικό κράτος που θα περιλάμβανε την Αυστρία και τη Βαυαρία.[77]

Ωστόσο τον Απρίλιο του 1945 ο Καρλ Ρένερ, ένας Αυστριακός γηραιός πολιτικός, κήρυξε την Αυστρία χωριστή από τις άλλες γερμανόφωνες χώρες και σχημάτισε μια κυβέρνηση που περιλάμβανε σοσιαλιστές, συντηρητικούς και κομμουνιστές. Ένας σημαντικός αριθμός από αυτούς επέστρεψαν από την εξορία ή την κράτηση των Ναζί, μην έχοντας έτσι κανένα ρόλο στη ναζιστική κυβέρνηση. Αυτό συνέβαλε στο να αντιμετωπίσουν οι Σύμμαχοι την Αυστρία περισσότερο ως μια απελευθερωμένη, παρά ως ηττημένη, χώρα και η κυβέρνηση αναγνωρίστηκε από τους Συμμάχους αργότερα εκείνο το έτος. Η χώρα καταλήφθηκε από τους Συμμάχους στις 9 Μαΐου 1945 και, υπό τη Συμμαχική Επιτροπή για την Αυστρία που ιδρύθηκε με συμφωνία στις 4 Ιουλίου 1945, χωρίστηκε σε Ζώνες που κατείχαν αντίστοιχα αμερικανικός, βρετανικός, γαλλικός και σοβιετικός στρατός, με τη Βιέννη χωρισμένη ομοίως σε τέσσερις τομείς, με μια Διεθνή Ζώνη στο κέντρο της.

Αν και υπό κατοχή αυτή η Αυστριακή κυβέρνηση είχε επίσημα άδεια να έχει εξωτερικές σχέσεις με την έγκριση των Τεσσάρων Δυνάμεων Κατοχής βάσει της συμφωνίας της 28ης Ιουνίου 1946. Στο πλαίσιο αυτής της τάσης η Αυστρία ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Επιτροπής του Δούναβη, που δημιουργήθηκε στις 18 Αυγούστου 1948. Η Αυστρία επωφελήθηκε από το Σχέδιο Μάρσαλ, αλλά η οικονομική ανάκαμψή της ήταν αργή.

Σε αντίθεση με την Πρώτη Δημοκρατία, που είχε χαρακτηριστεί από τη μερικές φορές βίαιη σύγκρουση μεταξύ των διαφορετικών πολιτικών ομάδων, η Δεύτερη Δημοκρατία έγινε μια σταθερή δημοκρατία. Τα δύο μεγαλύτερα ηγετικά κόμματα, το Χριστιανοδημοκρατικό Αυστριακό Λαϊκό Κόμμα (ÖVP) και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPÖ), παρέμειναν σε έναν συνασπισμό υπό την ηγεσία του ÖVP μέχρι το 1966. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Αυστρίας (KPÖ), που δεν είχε σχεδόν καθόλου υποστήριξη στο αυστριακό εκλογικό σώμα, παρέμεινε στο συνασπισμό μέχρι το 1950 και στο κοινοβούλιο μέχρι τις εκλογές του 1959. Για μεγάλο διάστημα της Δεύτερης Δημοκρατίας το μόνο κόμμα της αντιπολίτευσης ήταν το Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας (FPÖ), που περιλάμβανε γερμανικά εθνικιστικά και φιλελεύθερα πολιτικά ρεύματα. Ιδρύθηκε το 1955 ως διάδοχος οργανισμός της βραχύβιας Ομοσπονδίας Ανεξάρτητων (VdU).

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπισαν την πείνα το 1945-46 με επείγουσες προμήθειες τροφίμων που παραδόθηκαν από τον Αμερικανικό Στρατό, τον Οργανισμό Περίθαλψης και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών (UNRRA) και τον ιδιωτικά οργανωμένο Συνεταιρισμό Αμερικανικών Εμβασμάτων στην Ευρώπη (CARE), που από το 1947 χρηματοδότησε το αυστριακό εμπορικό έλλειμμα. Η μεγάλης κλίμακας βοήθεια του σχεδίου Μάρσαλ ξεκίνησε το 1948 και λειτουργούσε σε στενή συνεργασία με την Αυστριακή κυβέρνηση. Ωστόσο οι εντάσεις προέκυψαν όταν η Αυστρία —που δεν εντάχθηκε ποτέ στο ΝΑΤΟ— δεν ήταν επιλέξιμη για την αμερικανική στροφή προς τον επανεξοπλισμό για στρατιωτικές δαπάνες.[78] Οι ΗΠΑ πέτυχαν επίσης να βοηθήσουν την αυστριακή λαϊκή κουλτούρα να υιοθετήσει αμερικανικά πρότυπα. Στη δημοσιογραφία για παράδειγμα έστειλε εκατοντάδες ειδικούς (και έλεγχε το δημοσιογραφικό χαρτί), έκλεισε τις παλιές κομματικές εφημερίδες, εισήγαγε διαφημίσεις και ενσύρματες υπηρεσίες και εκπαίδευσε ρεπόρτερ και συντάκτες, καθώς και εργάτες παραγωγής. Ίδρυσε το Wiener Kurier, που έγινε δημοφιλές, καθώς και πολλά περιοδικά όπως το Medical News from the United States,, που ενημέρωνε τους γιατρούς για νέες θεραπείες και φάρμακα. Οι Αμερικανοί ανανέωσαν επίσης σε βάθος τους ραδιοφωνικούς σταθμούς, εν μέρει με στόχο την αντιμετώπιση των σταθμών που ελέγχονταν από τους Σοβιετικούς. Σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα το εκπαιδευτικό σύστημα εκσυγχρονίστηκε και εκδημοκρατίστηκε από Αμερικανούς ειδικούς.[79]

 
Κουρτ Βάλντχαϊμ, Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών. Έγινε πρόεδρος της Αυστρίας (1986–92).

Ανεξαρτησία και πολιτική ανάπτυξη κατά τη Δεύτερη Δημοκρατία

Επεξεργασία

Τα δύο μεγάλα κόμματα αγωνίστηκαν για τον τερματισμό της συμμαχικής κατοχής και την αποκατάσταση μιας πλήρως ανεξάρτητης Αυστρίας. Η Συνθήκη του Αυστριακού Κράτους υπογράφηκε στις 15 Μαΐου 1955. Με τον τερματισμό της συμμαχικής κατοχής η Αυστρία ανακηρύχθηκε ουδέτερη χώρα και η αιώνια ουδετερότητα ενσωματώθηκε στο Σύνταγμα στις 26 Οκτωβρίου 1955.

Το πολιτικό σύστημα της Δεύτερης Δημοκρατίας χαρακτηρίστηκε από το σύστημα Proporz, που σημαίνει ότι οι θέσεις κάποιας πολιτικής σημασίας κατανέμονταν ομοιόμορφα μεταξύ των μελών του SPÖ και του ÖVP. Οι αντιπροσωπείες ομάδων συμφερόντων με υποχρεωτική συμμετοχή (π.χ. για εργαζομένους, επιχειρηματίες, αγρότες κ.λπ.) απέκτησαν μεγάλη σημασία και συνήθως ζητούνταν η γνώμη τους στη νομοθετική διαδικασία, έτσι ώστε σπάνια περνούσε νομοθεσία χωρίς ευρεία συναίνεση. Το Proporz και τα συστήματα συναίνεσης ίσχυαν σε μεγάλο βαθμό ακόμη και κατά τα έτη μεταξύ 1966 και 1983, όταν υπήρχαν μονοκομματικές κυβερνήσεις.

Ο συνασπισμός ÖVP-SPÖ έληξε το 1966, όταν το ÖVP κέρδισε την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Ωστόσο την έχασε το 1970, όταν ο ηγέτης του SPÖ Μπρούνο Κράισκι σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας με την ανοχή του FPÖ. Στις εκλογές του 1971, του 1975 και του 1979 συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία. Η δεκαετία του '70 θεωρήθηκε τότε ως εποχή φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων στην κοινωνική πολιτική. Σήμερα η οικονομική πολιτική της εποχής του Κράισκι συχνά επικρίνεται, καθώς ξεκίνησε η συσσώρευση μεγάλου δημόσιου χρέους και οι μη κερδοφόρες κρατικοποιημένες βιομηχανίες επιδοτήθηκαν έντονα.

Μετά από σοβαρές απώλειες στις εκλογές του 1983 το SPÖ προχώρησε σε συνασπισμό με το FPÖ υπό την ηγεσία του Φρεντ Ζίνοβατς. Την άνοιξη του 1986 ο Κουρτ Βάλντχαϊμ εξελέγη πρόεδρος εν μέσω σημαντικών εθνικών και διεθνών διαμαρτυριών λόγω της πιθανής εμπλοκής του με τους Ναζί και εγκλήματα πολέμου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Φρεντ Ζίνοβατς παραιτήθηκε και καγκελάριος έγινε ο Φραντς Βρανίτσκι.

Τον Σεπτέμβριο του 1986 σε μια αντιπαράθεση μεταξύ της γερμανικής-εθνικής και της φιλελεύθερης πτέρυγας αρχηγός του FPÖ έγινε ο Γεργκ Χάιντερ. Ο καγκελάριος Βρανίτσκι ακύρωσε το σύμφωνο συνασπισμού μεταξύ FPÖ και SPÖ και μετά από νέες εκλογές συνήψε συνασπισμό με το ÖVP, του οποίου τότε ηγείτο ο Αλοϊς Μοκ. Ο λαϊκισμός του Γεργκ Χάιντερ και η κριτική του για το σύστημα Proporz του επέτρεψαν να επεκτείνει σταδιακά την υποστήριξη του κόμματός του στις εκλογές, αυξάνοντάς τη από 4% το 1983 σε 27% το 1999. Το Πράσινο Κόμμα κατάφερε να καθιερωθεί στο κοινοβούλιο από το 1986 και μετά.

Τελευταία χρόνια

Επεξεργασία

Ο συνασπισμός SPÖ–ÖVP παρέμεινε μέχρι το 1999. Η Αυστρία εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1995 και βρισκόταν στον δρόμο για την ένταξη στην Ευρωζώνη, όταν ιδρύθηκε το 1999.

Το 1993 ιδρύθηκε από διαφωνούντες του FPÖ το Φιλελεύθερο Φόρουμ, που κατάφερε να παραμείνει στο κοινοβούλιο μέχρι το 1999. Ο Βίκτορ Κλίμα διαδέχθηκε τον Βρανίτσκι ως καγκελάριος το 1997.

Στις εκλογές του 1999 το ÖVP έπεσε ξανά στην τρίτη θέση πίσω από το FPÖ. Παρόλο που ο πρόεδρος του ÖVP και αντικαγκελάριος Βόλφγκαγκ Σύσελ είχε ανακοινώσει ότι το κόμμα του θα πήγαινε στην αντιπολίτευση σε αυτή την περίπτωση, συνήψε συνασπισμό με το FPÖ -με τον ίδιο ως καγκελάριο- στις αρχές του 2000 υπό σημαντική εθνική και διεθνή κατακραυγή. Ο Γεργκ Χάιντερ παραιτήθηκε από πρόεδρος του FPÖ, αλλά διατήρησε τη θέση του ως κυβερνήτης της Καρινθίας και διατήρησε σημαντική επιρροή στο FPÖ.

Το 2002 διαφωνίες εντός του FPÖ που προέκυψαν από απώλειες στις πολιτειακές εκλογές προκάλεσαν την παραίτηση πολλών μελών της κυβέρνησης του FPÖ και την κατάρρευσή της. Το ÖVP του Βόλφγκαγκ Σύσελ αναδείχθηκε νικητής στις επόμενες εκλογές, για πρώτη φορά από το 1966. Το FPÖ έχασε περισσότερους από τους μισούς ψηφοφόρους του, αλλά επανήλθε στον συνασπισμό με το ÖVP. Παρά το νέο συνασπισμό η υποστήριξη των ψηφοφόρων για το FPÖ συνέχισε να μειώνεται σε όλες τις τοπικές και πολιτειακές εκλογές. Οι διαφωνίες μεταξύ των «εθνικιστικών» και «φιλελεύθερων» πτερύγων του κόμματος οδήγησαν σε διάσπαση, με την ίδρυση ενός νέου φιλελεύθερου κόμματος που ονομάζεται Συμμαχία για το Μέλλον της Αυστρίας (BZÖ), επικεφαλής του οποίου ήταν ο Γεργκ Χάιντερ. Δεδομένου ότι όλα τα μέλη της κυβέρνησης του FPÖ και τα περισσότερα του κοινοβουλίου του FPÖ αποφάσισαν να ενταχθούν στο νέο κόμμα, ο συνασπισμός του Σύσελ παρέμεινε στην εξουσία (τώρα στον αστερισμό ÖVP–BZÖ, με το υπόλοιπο FPÖ στην αντιπολίτευση) μέχρι τις επόμενες εκλογές. Την 1η Οκτωβρίου 2006 το SPÖ κέρδισε τις προεδρικές εκλογές και διαπραγματεύτηκε ένα μεγάλο συνασπισμό με το ÖVP. Αυτός ο συνασπισμός ξεκίνησε τη θητεία του στις 11 Ιανουαρίου 2007 με τον Άλφρεντ Γκούζενμπαουερ ως Καγκελάριο της Αυστρίας. Για πρώτη φορά το Κόμμα των Πρασίνων της Αυστρίας έγινε το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα σε εθνικές εκλογές, ξεπερνώντας το FPÖ με μικρή διαφορά, μόνο μερικές εκατοντάδες ψήφους.

Ο μεγάλος συνασπισμός με επικεφαλής τον Άλφρεντ Γκούζενμπαουερ κατέρρευσε στις αρχές του καλοκαιριού του 2008 λόγω διαφωνιών σχετικά με την ευρωπαϊκή πολιτική της χώρας. Οι πρόωρες εκλογές που διεξήχθησαν στις 28 Σεπτεμβρίου είχαν ως αποτέλεσμα μεγάλες απώλειες για τα δύο κυβερνώντα κόμματα και αντίστοιχα κέρδη για το FPÖ του Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε και το BZÖ του Γεργκ Χάιντερ (το Κόμμα των Πρασίνων υποβιβάστηκε στην 5η θέση). Ωστόσο το SPÖ και το ÖVP ανανέωσαν το συνασπισμό τους υπό την ηγεσία του νέου προέδρου του κόμματος SPÖ Βέρνερ Φάιμαν. Το 2008 ο Γεργκ Χάιντερ πέθανε σε ένα αμφιλεγόμενο αυτοκινητιστικό δυστύχημα [80] και τον διαδέχθηκαν ως πρόεδρο του κόμματος BZÖ ο Χέρμπερτ Σάιμπνερ και ως κυβερνήτη της Καρινθίας ο Γκέρχαρντ Ντέρφλερ.

Στις βουλευτικές εκλογές του 2013 το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα έλαβε 27% των ψήφων και 52 έδρες και το Λαϊκό Κόμμα 24% και 47 έδρες, ελέγχοντας έτσι μαζί την πλειοψηφία των εδρών. Το Κόμμα της Ελευθερίας έλαβε 40 έδρες και 21% των ψήφων, ενώ οι Πράσινοι 12% και 24 έδρες. Δύο νέα κόμματα, το Stronach και το NEOS, έλαβαν λιγότερο από 10% των ψήφων και 11 και εννέα έδρες αντίστοιχα.[81]

Στις 17 Μαΐου 2016 ο Κρίστιαν Κερν από τους Σοσιαλδημοκράτες (SPÖ) ορκίστηκε νέος καγκελάριος. Ανέλαβε το αξίωμα μετά την παραίτηση του πρώην καγκελαρίου, επίσης από το SPÖ, Βέρνερ Φάιμαν και[82] συνέχισε να κυβερνά σε ένα «μεγάλο συνασπισμό» με το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα (ÖVP).

Στις 26 Ιανουαρίου 2017 ο Αλεξάντερ Φαν ντερ Μπέλεν ορκίστηκε για τον κυρίως τελετουργικό - αλλά συμβολικά σημαντικό - ρόλο του προέδρου της Αυστρίας.[83]

Μετά τη διάσπαση του Μεγάλου Συνασπισμού την άνοιξη του 2017 προκηρύχθηκαν πρόωρες εκλογές για τον Οκτώβριο του 2017. Το Αυστριακό Λαϊκό Κόμμα (ÖVP) με τον νέο νεαρό ηγέτη του Σεμπάστιαν Κουρτς αναδείχθηκε το μεγαλύτερο κόμμα στο Εθνικό Συμβούλιο, κερδίζοντας 31,5% των ψήφων και 62 από τις 183 έδρες. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPÖ) τερμάτισε δεύτερο με 52 έδρες και 26,9% ψήφους, λίγο μπροστά από το Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας (FPÖ), το οποίο έλαβε 51 έδρες και 26%. Το NEOS τερμάτισε τέταρτο με 10 έδρες (5,3 τοις εκατό των ψήφων) και το PILZ (το οποίο αποσχίστηκε από το Πράσινο Κόμμα στην αρχή της εκστρατείας) εισήλθε στο κοινοβούλιο για πρώτη φορά και ήρθε στην πέμπτη θέση με 8 έδρες και 4,4% Το Πράσινο Κόμμα απέτυχε με 3,8% να ξεπεράσει το όριο του 4% και αποκλείστηκε από το κοινοβούλιο, χάνοντας και τις 24 έδρες του.[84] Το ÖVP αποφάσισε να σχηματίσει συνασπισμό με το FPÖ. Η νέα κυβέρνηση της κεντροδεξιάς και του δεξιού λαϊκιστικού κόμματος υπό το νέο καγκελάριο Σεμπάστιαν Κουρτς ορκίστηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2017, αλλά κατέρρευσε αργότερα μετά το σκάνδαλο διαφθοράς «Ίμπιζα» [85] και προκηρύχθηκαν νέες εκλογές για τις 29 Σεπτεμβρίου 2019. Οι εκλογές οδηγούν σε μια ακόμη συντριπτική νίκη (37,5%) του Αυστριακού Λαϊκού Κόμματος (ÖVP), που σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με τους αναζωογονημένους (13,9%) Πράσινους, που ορκίστηκε με τον Κουρτς ως καγκελάριο στις 7 Ιανουαρίου 2020.[86]

Στις 11 Οκτωβρίου 2021 ο καγκελάριος Σεμπάστιαν Κουρτς παραιτήθηκε, μετά από πιέσεις που προκλήθηκαν από ένα σκάνδαλο διαφθοράς και τον διαδέχθηκε ο υπουργός Εξωτερικών Αλεξάντερ Σάλενμπεργκ του ÖVP.[87] Μετά από ένα σκάνδαλο διαφθοράς με το κυβερνών Λαϊκό Κόμμα η Αυστρία απέκτησε τον τρίτο συντηρητικό καγκελάριο της μέσα σε δύο μήνες μετά την ορκωμοσία του Καρλ Νεχάμερ στις 6 Δεκεμβρίου 2021. Ο προκάτοχός του Αλεξάντερ Σάλενμπεργκ είχε αποχωρήσει από το γραφείο μετά από λιγότερο από δύο μήνες. Το ÖVP και οι Πράσινοι συνέχισαν να συγκυβερνούν.[88]

Πολιτική

Επεξεργασία
 
Το Κτίριο του Αυστριακού Κοινοβουλίου στη Βιέννη
 
Η Λεοπόλδεια Πτέρυγα των Αυτοκρατορικών Ανακτόρων Χόφμπουργκ στη Βιέννη, που στεγάζει τα γραφεία του Προέδρου της Αυστρίας

Το Κοινοβούλιο της Αυστρίας βρίσκεται στη Βιέννη, πρωτεύουσα και πολυπληθέστερη πόλη της χώρας. Η Αυστρία έγινε ομοσπονδιακή, αντιπροσωπευτική αβασίλευτη δημοκρατία με το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα του 1920. Το πολιτικό σύστημα της Δεύτερης Δημοκρατίας με τα εννέα κρατίδιά της βασίζεται στο σύνταγμα του 1920, που τροποποιήθηκε το 1929 και ξανατέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 1945.[89]

Αρχηγός του κράτους είναι ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος (Bundespräsident), που εκλέγεται απευθείας με λαϊκή πλειοψηφία, με επαναληπτικό γύρο μεταξύ των υποψηφίων με τα μεγαλύτερα ποσοστά, αν χρειαστεί. Επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης είναι ο Ομοσπονδιακός Καγκελάριος (Bundeskanzler), ο οποίος επιλέγεται από τον Πρόεδρο και επιφορτίζεται να σχηματίσει κυβέρνηση με βάση την κομματική σύνθεση της κάτω βουλής του κοινοβουλίου.

Η κυβέρνηση μπορεί να απομακρυνθεί από τα καθήκοντά της είτε με προεδρικό διάταγμα είτε με ψήφο δυσπιστίας στην κάτω βουλή, το Nationalrat. Η ψηφοφορία για τον Ομοσπονδιακό Πρόεδρο και το Κοινοβούλιο ήταν υποχρεωτική στην Αυστρία, αλλά αυτό καταργήθηκε σταδιακά από το 1982 έως το 2004.[90]

Το κοινοβούλιο της Αυστρίας αποτελείται από δύο σώματα. Η σύνθεση του Nationalrat (183 έδρες) ανανεώνεται κάθε πέντε χρόνια (ή όποτε το Nationalrat διαλύεται από τον ομοσπονδιακό πρόεδρο μετά από πρόταση του ομοσπονδιακού καγκελαρίου ή από το ίδιο) με γενικές εκλογές στις οποίες κάθε πολίτης άνω των 16 έχει δικαίωμα ψήφου. Η ηλικία ψήφου μειώθηκε από 18 το 2007.[91]

Ενώ υπάρχει ένα γενικό όριο 4% των ψήφων για όλα τα κόμματα στις ομοσπονδιακές εκλογές (Nationalratswahlen) για να συμμετάσχουν στην αναλογική κατανομή των εδρών, εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα απευθείας εκλογής σε μια από τις 43 περιφερειακές εκλογικές περιφέρειες (Direktmandat).

Το Nationalrat είναι το κυρίαρχο σώμα στη νομοθετική διαδικασία στην Αυστρία. Ωστόσο η άνω βουλή του κοινοβουλίου, το Bundesrat, έχει περιορισμένο δικαίωμα αρνησικυρίας (το Nationalrat μπορεί —σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις— να εγκρίνει τελικά το αντίστοιχο νομοσχέδιο ψηφίζοντας για δεύτερη φορά· αυτό αναφέρεται ως Beharrungsbeschluss, «ψηφοφορία. της επιμονής»). Μια συνταγματική συνέλευση, που ονομάστηκε Österreich-Konvent[92] συγκλήθηκε στις 30 Ιουνίου 2003 για να εξετάσει τις μεταρρυθμίσεις στο σύνταγμα, αλλά απέτυχε να παρουσιάσει μια πρόταση που θα είχε πλειοψηφία δύο τρίτων στο Nationalrat, που απαιτείται για συνταγματικές τροποποιήσεις ή μεταρρύθμιση.

Ενώ το διμερές Κοινοβούλιο και η κυβέρνηση αποτελούν τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, αντίστοιχα, τα δικαστήρια είναι ο τρίτος κλάδος των αυστριακών κρατικών εξουσιών. Το Συνταγματικό Δικαστήριο (Verfassungsgerichtshof) ασκεί σημαντική επιρροή στο πολιτικό σύστημα λόγω της εξουσίας του να ακυρώνει νομοθεσία και διατάγματα που δεν συμμορφώνονται με το σύνταγμα. Από το 1995 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μπορεί να ακυρώνει τις αυστριακές αποφάσεις για όλα τα θέματα που ορίζονται στη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Αυστρία εφαρμόζει επίσης τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου είναι ενσωματωμένη στο αυστριακό σύνταγμα.

 
Η Ομοσπονδιακή Καγκελαρία στην Μπάλχαουσπλατς

Εξωτερικές σχσέσεις

Επεξεργασία
 
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Η Αυστρία είναι ένα από τα 27 μέλη της ΕΕ.

Η Συνθήκη του 1955 για το Αυστριακό Κράτος τερμάτισε την κατοχή της Αυστρίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αναγνώρισε τη χώρα ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος. Στις 26 Οκτωβρίου 1955 η Ομοσπονδιακή Συνέλευση ψήφισε ένα συνταγματικό άρθρο στο οποίο «η Αυστρία δηλώνει με ελεύθερη βούληση τη διαρκή ουδετερότητά της». Το δεύτερο τμήμα αυτού του νόμου ανέφερε ότι «στο μέλλον η Αυστρία δεν θα ενταχθεί σε καμία στρατιωτική συμμαχία και δεν θα επιτρέψει την εγκατάσταση ξένων στρατιωτικών βάσεων στο έδαφός της». Έκτοτε η Αυστρία διαμορφώνει την εξωτερική της πολιτική με βάση την ουδετερότητα, αλλά μάλλον διαφορετική από την ουδετερότητα της Ελβετίας.

Η Αυστρία άρχισε να επαναξιολογεί τον ορισμό της για την ουδετερότητα μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, παραχωρώντας δικαιώματα υπέρπτησης για την εγκεκριμένη από τον ΟΗΕ δράση κατά του Ιράκ το 1991, και από το 1995 έχει αναπτύξει συμμετοχή στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας της ΕΕ. Επίσης το 1995 εντάχθηκε στη Συνεργασία για την Ειρήνη του ΝΑΤΟ (αν και φρόντισε να το κάνει μόνο μετά την ένταξη και της Ρωσίας) και στη συνέχεια συμμετείχε σε ειρηνευτικές αποστολές στη Βοσνία. Εν τω μεταξύ το μόνο μέρος του Συνταγματικού Νόμου για την Ουδετερότητα του 1955, που εξακολουθεί να ισχύει πλήρως, είναι να μην επιτρέπονται ξένες στρατιωτικές βάσεις στην Αυστρία.[93] Η Αυστρία υπέγραψε τη Συνθήκη για την Απαγόρευση των Πυρηνικών Όπλων του ΟΗΕ[94], στην οποία ήταν αντίθετα όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ[95].

Η Αυστρία αποδίδει μεγάλη σημασία στη συμμετοχή στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και σε άλλους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς και έχει διαδραματίσει ενεργό ρόλο στον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ). Ως κράτος που συμμετέχει στον ΟΑΣΕ, οι διεθνείς δεσμεύσεις της Αυστρίας υπόκεινται σε παρακολούθηση υπό την εντολή της Επιτροπής του Ελσίνκι των ΗΠΑ.

Ενοπλες Δυνάμεις

Επεξεργασία
 
Το κύριο άρμα μάχης Leopard 2 του Αυστριακού Στρατού

Το ανθρώπινο δυναμικό των Αυστριακών Ενόπλων Δυνάμεων (γερμανικά: Bundesheer) βασίζεται κυρίως στην υποχρεωτική στράτευση.[96] Όλοι οι άρρενες που έχουν συμπληρώσει την ηλικία των δεκαοκτώ ετών και κρίνονται ικανοί πρέπει να υπηρετήσουν έξι μήνες υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, ακολουθούμενη από υποχρέωση εφεδρείας οκτώ ετών. Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες ηλικίας δεκαέξι ετών είναι επιλέξιμοι για εθελοντική υπηρεσία.[7] Η αντίρρηση συνείδησης είναι νομικά αποδεκτή και όσοι διεκδικούν αυτό το δικαίωμα είναι υποχρεωμένοι να υπηρετήσουν αντ' αυτού θεσμοθετημένη πολιτική θητεία εννέα μηνών. Από το 1998 επιτρέπεται στις εθελόντριες να γίνουν επαγγελματίες στρατιώτες.

Οι κύριοι τομείς του Bundesheer είναι οι Κοινές Δυνάμεις (Streitkräfteführungskommando, SKFüKdo) που αποτελούνται από τις Δυνάμεις Ξηράς (Landstreitkräfte), την Πολεμική Αεροπορία (Luftstreitkräfte), τις Διεθνείς Αποστολές (Internationale Einsätze) και τις Ειδικές Δυνάμεις (Spezialeinsatzkräfte), μαζί με την Κοινή Διοίκηση Υποστήριξης Αποστολών (Einsatzunterstützung, KdoEU) και το Κέντρο Υποστήριξης Κοινής Διοίκησης (Führungsunterstützungszentrum; FüUZ). Η Αυστρία είναι ένα περίκλειστο κράτος και δεν έχει ναυτικό.

 
Μαχητικό αεροσκάφος Eurofighter Typhoon της Αυστριακής Πολεμικής Αεροπορίας

Το 2012 οι αμυντικές δαπάνες της Αυστρίας αντιστοιχούσαν στο 0,8% περίπου του ΑΕΠ της. Ο Στρατός αυτή τη στιγμή έχει περίπου 26.000[97] στρατιώτες, από τους οποίους περίπου 12.000 είναι στρατεύσιμοι. Ως αρχηγός κράτους ο Πρόεδρος της Αυστρίας είναι ονομαστικά ο Ανώτατος Διοικητής του Bundesheer. Η διοίκηση των Αυστριακών Ενόπλων Δυνάμεων ασκείται από τον Υπουργό Άμυνας, από τον Μάιο του 2020 την Κλαούντια Τάνερ.

Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, και ιδιαίτερα την αφαίρεση του πρώην βαριά φυλασσόμενου «Σιδηρού Παραπετάσματος» που χώριζε την Αυστρία και τους γείτονές της του Ανατολικού Μπλοκ (Ουγγαρία και πρώην Τσεχοσλοβακία), ο Αυστριακός στρατός βοηθά τους Αυστριακούς συνοριοφύλακες στην προσπάθεια να αποτρέψουν τη διέλευση των συνόρων από παράνομους μετανάστες. Αυτή η βοήθεια έληξε όταν η Ουγγαρία και η Σλοβακία εντάχθηκαν στη Συμφωνία Σένγκεν της ΕΕ το 2008, για όλες τις προθέσεις και σκοπούς καταργώντας τους «εσωτερικούς» ελέγχους στα σύνορα μεταξύ των κρατών που είχαν υπογράψει τη συμφωνία. Ορισμένοι πολιτικοί έχουν ζητήσει την παράταση αυτής της αποστολής, αλλά η νομιμότητα αυτής αμφισβητείται έντονα. Σύμφωνα με το αυστριακό σύνταγμα οι ένοπλες δυνάμεις μπορούν να αναπτυχθούν μόνο σε περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων, κυρίως για την υπεράσπιση της χώρας και την παροχή βοήθειας σε περιπτώσεις εθνικής έκτακτης ανάγκης, όπως μετά από φυσικές καταστροφές.[98] Μόνο κατ' εξαίρεση μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βοηθητικές αστυνομικές δυνάμεις.

Στο πλαίσιο της διακήρυξης καθεστώτος της μόνιμης ουδετερότητας η Αυστρία έχει μακρά και περήφανη παράδοση συμμετοχής σε ειρηνευτικές και άλλες ανθρωπιστικές αποστολές υπό την ηγεσία του ΟΗΕ. Η Μονάδα Αρωγής Καταστροφών της Αυστρίας (AFDRU) συγκεκριμένα, μια αποκλειστικά εθελοντική μονάδα με στενούς δεσμούς με ιδιώτες ειδικούς (π.χ. χειριστές σκύλων διάσωσης) χαίρει φήμης ως γρήγορης (ο τυπικός χρόνος ανάπτυξης είναι 10 ώρες) και αποτελεσματικής μονάδας SAR. Επί του παρόντος μεγαλύτερα τμήματα Αυστριακών δυνάμεων έχουν αναπτυχθεί στη Βοσνία και το Κοσσυφοπέδιο.

Γεωγραφία

Επεξεργασία
 
Μoρφολογικός χάρτης της Αυστρίας με τις πόλεις με πάνω από 100.000 κατοίκους
 
Μια περιοχή παγετώνων το χειμώνα, κοντά στην κοιλάδα Ετσταλ στο Τιρόλο. Η ψηλότερη κορυφή είναι το Βιλντσπίτζε με 3.768 μέτρα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό της Αυστρίας.

Περίπου το 60% της συνολικής της έκτασης καλύπτεται από τις Άλπεις και άλλα μικρότερα βουνά. Ομαλότερο είναι το ανάγλυφο στα ανατολικά - βορειοανατολικά της χώρας όπου εκτείνεται η πεδιάδα του Δούναβη. Χαρακτηριστικό είναι πως μόνο το 32% της συνολικής έκτασης της χώρας έχει υψόμετρο κάτω από 500 μέτρα. Στο κέντρο εκτείνεται η οροσειρά του Υψηλού Τάουερν, με την υψηλότερη κορυφή της χώρας, το Γκροσγκλόκνερ με ύψος 3.798 μέτρων, οι Άλπεις Έτσταλερ με υψηλότερη κορυφή τη Βιλντσπίτζε (3.770 μέτρα), οι Άλπεις Στουμπάιερ και οι Νορικές Άλπεις (μέγιστο ύψος 2.441 μ.). Στο νότο εκτείνονται οι Καρνικές Άλπεις και οι Άλπεις Καραβάνκεν με κορυφές άνω τον 3.000 μέτρων.

Τα περισσότερα ποτάμια της Αυστρίας πηγάζουν από τις Άλπεις και κατεβαίνουν από πλαγιές ορμητικές. Η λεκάνη του Δούναβη είναι η πιο εύφορη αυστριακή πεδιάδα. Ο Δούναβης έχει στην Αυστρία μήκος 350 χιλιομέτρων και είναι πλωτός. Παραπόταμοί του είναι ο Ινν, ο Ενς και ο Τράουν. Η Αυστρία δεν έχει μεγάλες λίμνες. Η μεγαλύτερη βρίσκεται στον νότο της χώρας. Η λίμνη Νοϊζίντλερ έχει έκταση 350 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ενώ η Λίμνη Κωνσταντίας, στα σύνορα με την Ελβετία και τη Γερμανία, ανήκει στην Αυστρία μόνο κατά το 15%.

Δούναβης

Επεξεργασία
 
Δούναβης, Βιέννη

Ο Δούναβης έχει την πηγή του κοντά στο Donaueschingen στη νοτιοδυτική Γερμανία και διασχίζει την Αυστρία πριν εκβάλει στη Μαύρη Θάλασσα. Είναι ο μόνος μεγάλος ευρωπαϊκός ποταμός που ρέει ανατολικά και η σημασία του ως εσωτερικής ναυσιπλοΐας ενισχύθηκε με την ολοκλήρωση το 1992 του καναλιού Ρήνου-Μάιν-Δούναβη στη Βαυαρία, το οποίο συνδέει τους ποταμούς Ρήνος και Μάιν με τον Δούναβη. Ο Δούναβης είναι πλωτός ποταμός, δηλαδή είναι δυνατή η μεταφορά φορτίων εντός αυτού.

Τα μεγάλα ποτάμια, βόρεια της λεκάνης απορροής των αυστριακών Άλπεων, είναι άμεσοι παραπόταμοι του Δούναβη και ρέουν βόρεια στην κοιλάδα του Δούναβη, ενώ οι ποταμοί νότια της λεκάνης απορροής, στην κεντρική και ανατολική Αυστρία, ρέουν νότια στο αποχετευτικό σύστημα του Ντράου, το οποίο τελικά εκκενώνεται στον Δούναβη της Σερβίας. Κατά συνέπεια, η κεντρική και ανατολική Αυστρία είναι γεωγραφικά προσανατολισμένη μακριά από τη λεκάνη απορροής των Άλπεων: οι επαρχίες της Άνω Αυστρίας και της Κάτω Αυστρίας προς τον Δούναβη και οι επαρχίες της Καρινθίας και της Στυρίας προς το Ντράου.

Οι Άλπεις περιλαμβάνουν περιοχές που παγώνουν μόνιμα στις Άλπεις Ötztal στα τιρολέζικα-ιταλικά σύνορα και στο Υψηλό Tauern στο Ανατολικό Τιρόλο και την Καρινθία. Οι βόρειες Άλπεις Calcareous, οι οποίες εκτείνονται από το Vorarlberg μέσω του Τιρόλου στο Σάλτσμπουργκ κατά μήκος των γερμανικών συνόρων και μέσω της Άνω Αυστρίας και της Κάτω Αυστρίας προς τη Βιέννη, και οι νότιες Άλπεις Calcareous, στα σύνορα Καρινθίας-Σλοβενίας, είναι κατά κύριο λόγο ασβεστόλιθος και δολομίτης. Στα 3.797 μ., Το Γκροσγκλόκνερ είναι το ψηλότερο βουνό στην Αυστρία. Κατά γενικό κανόνα, όσο πιο ανατολικά είναι οι βόρειες και κεντρικές Άλπεις, τόσο χαμηλότερα γίνονται. Το υψόμετρο των βουνών πέφτει επίσης βόρεια και νότια των κεντρικών περιοχών.

 
Δορυφορική φωτογραφία των Άλπεων τον Χειμώνα

Ως γεωγραφικό χαρακτηριστικό, οι Άλπεις επισκιάζουν κυριολεκτικά άλλες περιοχές της μορφής της γης. Ακριβώς πάνω από το 28% της Αυστρίας είναι αρκετά λοφώδες ή επίπεδο: οι Βόρειες Άλπεις, που περιλαμβάνει την κοιλάδα του Δούναβη, οι πεδινές και λοφώδεις περιοχές της βορειοανατολικής και ανατολικής Αυστρίας, που περιλαμβάνουν τη λεκάνη του Δούναβη · και οι λόφοι και τα πεδινά των Νοτιοανατολικών Άλπεων. Τα τμήματα της Αυστρίας που είναι πιο κατάλληλα για να χτιστούν οικισμοί - δηλαδή, κλιματικά ευνοϊκά - τρέχουν βόρεια των Άλπεων μέσω των επαρχιών της Άνω Αυστρίας και της Κάτω Αυστρίας στην κοιλάδα του Δούναβη και στη συνέχεια στρίβουν ανατολικά και νότια των Άλπεων μέσω της Κάτω Αυστρίας, Βιέννη, Μπούργκενλαντ και Στυρία. Το λιγότερο ορεινό τοπίο της Αυστρίας είναι νοτιοανατολικά του χαμηλού Leithagebirge, το οποίο σχηματίζει το νότιο χείλος της λεκάνης της Βιέννης, όπου ξεκινά η στέπα της ουγγρικής πεδιάδας.

Τα 5 υψηλότερα βουνά της Αυστρίας:

Βουνό Ύψος (μέτρα)
Γκροσγκλόκνερ 3.797
Wildspitze 3.772
Kleinglockner 3.770
Weißkugel 3.739
Pöschlturm 3.721


 
Χάρτης Κλιματικής ταξινόμησης Κέππεν της Αυστρίας[99]

Το μεγαλύτερο μέρος της Αυστρίας βρίσκεται στη ζώνη κρύου/εύκρατου κλίματος, όπου κυριαρχούν οι υγροί δυτικοί άνεμοι. Με σχεδόν στα τρία τέταρτα της χώρας να επικρατούν οι Άλπεις, το αλπικό κλίμα είναι κυρίαρχο. Στα ανατολικά —στην Πεδιάδα της Παννονίας και κατά μήκος της κοιλάδας του Δούναβη — το κλίμα παρουσιάζει ηπειρωτικά χαρακτηριστικά με λιγότερες βροχές από τις αλπικές περιοχές. Αν και η Αυστρία είναι κρύα τον χειμώνα (−10 έως 0 °C), οι καλοκαιρινές θερμοκρασίες μπορεί να είναι σχετικά υψηλές,[100] με μέσες θερμοκρασίες στα μέσα της δεκαετίας του 2010 και υψηλότερη θερμοκρασία 40,5 °C τον Αύγουστο του 2013.[101]

Σύμφωνα με την Κλιματική ταξινόμηση Κέππεν η Αυστρία έχει τους ακόλουθους τύπους κλίματος: Ωκεάνιο (Cfb), Ψυχρό/Ζεστό-καλοκαίρι υγρό ηπειρωτικό (Dfb), Υποαρκτικό/Υποαλπικό (Dfc), Τούνδρας/Αλπικό (ET) και Καλύμματος Πάγου(EF). Είναι σημαντικό όμως να σημειωθεί ότι η Αυστρία μπορεί να έχει πολύ κρύους, βαρείς χειμώνες, αλλά τις περισσότερες φορές είναι τόσο κρύοι όσο εκείνοι σε κάπως συγκρίσιμες κλιματικές ζώνες, για παράδειγμα στη Νότια Σκανδιναβία ή την Ανατολική Ευρώπη. Επίσης σε μεγαλύτερα υψόμετρα τα καλοκαίρια είναι συνήθως πολύ πιο δροσερά από ό,τι στις κοιλάδες/χαμηλότερα υψόμετρα. Το υποαρκτικό και το κλίμα της τούνδρας που παρατηρούνται γύρω από τις Άλπεις είναι πολύ πιο ζεστά τον χειμώνα από ό,τι είναι φυσιολογικό αλλού, λόγω εν μέρει της ωκεάνιας επιρροής σε αυτό το τμήμα της Ευρώπης.[101][102][103]

Διοικητική διαίρεση

Επεξεργασία

Η Αυστρία αποτελείται από 9 ομόσπονδα κρατίδια. Το ένα από αυτά είναι η πρωτεύουσα Βιέννη. Τα υπόλοιπα χωρίζονται σε 84 περιφέρειες (που χωρίζονται επιπλέον σε κοινότητες) και 15 δήμους. Το κάθε κρατίδιο έχει δικό του νομοθετικό σώμα και κυβέρνηση.

Κρατίδιο Πληθυσμός (2021) Πρωτεύουσα  
1 Μπούργκενλαντ (Burgenland) 296.010 Άιζενστατ
2 Καρινθία (Kärnten) 562.089 Κλάγκενφουρτ
3 Κάτω Αυστρία (Niederösterreich) 1.690.879 Σανκτ Πέλτεν
4 Άνω Αυστρία (Oberösterreich) 1.495.608 Λιντς
5 Σάλτσμπουργκ (Salzburg) 560.710 Σάλτσμπουργκ
6 Στυρία (Steiermark) 1.247.077 Γκρατς
7 Τιρόλο (Tirol) 760.105 Ίνσμπρουκ
8 Φόραρλμπεργκ (Vorarlberg) 399.237 Μπρέγκεντς
9 Βιέννη (Wien) 1.920.949 Βιέννη

Οικονομία

Επεξεργασία
 
Αναλογική παρουσίαση των εξαγωγών της Αυστρίας, 2019, 2019

Η Αυστρία κατατάσσεται σταθερά ψηλά ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, λόγω της εξαιρετικά βιομηχανοποιημένης οικονομίας της και της καλά ανεπτυγμένης κοινωνικής οικονομίας της αγοράς. Μέχρι τη δεκαετία του 1980 πολλές από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές επιχειρήσεις της Αυστρίας είχαν εθνικοποιηθεί. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο η ιδιωτικοποίηση έχει μειώσει την κρατική συμμετοχή σε επίπεδο συγκρίσιμο με άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Τα εργατικά κινήματα ασκούν μεγάλη επιρροή στην εργασιακή πολιτική και στις αποφάσεις που σχετίζονται με την επέκταση της οικονομίας. Δίπλα σε μια εξαιρετικά ανεπτυγμένη βιομηχανία, ο διεθνής τουρισμός είναι το πιο σημαντικό μέρος της οικονομίας της Αυστρίας.

Η Γερμανία υπήρξε ιστορικά ο κύριος εμπορικός εταίρος της Αυστρίας, καθιστώντας την ευάλωτη στις γρήγορες αλλαγές της γερμανικής οικονομίας. Από τότε που η Αυστρία έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αποκτήσει στενότερους δεσμούς και με άλλες οικονομίες της ΕΕ, μειώνοντας την οικονομική της εξάρτηση από τη Γερμανία. Επιπλέον η ένταξη στην ΕΕ έχει προσελκύσει μια εισροή ξένων επενδυτών που προσελκύονται από την πρόσβαση της Αυστρίας στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και την εγγύτητα με τις φιλόδοξες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αύξηση του ΑΕΠ έφτασε το 3,3% το 2006.[104] Τουλάχιστον το 67% των εισαγωγών της Αυστρίας προέρχονται από άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[105]

 
Η Αυστρία ανήκει στη νομισματική ένωση της ευρωζώνης (σκούρο μπλε) και της ενιαίας αγοράς της ΕΕ.

Η Αυστρία ανέφερε στις 16 Νοεμβρίου 2010 ότι θα παρακρατούσε τη δόση Δεκεμβρίου της συνεισφοράς της για τη διάσωση της Ελλάδας από την ΕΕ, επικαλούμενη τη σημαντική επιδείνωση της κατάστασης του ελληνικού χρέους και την προφανή αδυναμία της Ελλάδας να εισπράξει το επίπεδο των φορολογικών εσόδων που είχε υποσχεθεί προηγουμένως.[106]

Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008 έπληξε την οικονομία της Αυστρίας και με άλλους τρόπους. Προκάλεσε για παράδειγμα την αγορά της Hypo Alpe-Adria-Bank International (HGAA) τον Δεκέμβριο του 2009 από την κυβέρνηση αντί 1 ευρώ λόγω πιστωτικών δυσκολιών, εξαλείφοντας έτσι τα 1,63 δισ. ευρώ της BayernLB. Το Φεβρουάριο του 2014 η κατάσταση της HGAA δεν είχε επιλυθεί,[107] κάνοντας τον Καγκελάριο Βέρνερ Φάιμαν να προειδοποιήσει ότι η αποτυχία της θα ήταν συγκρίσιμη με τη χρεωκοπία της Creditanstalt του 1931.[108]

Μετά την πτώση του κομμουνισμού οι αυστριακές εταιρείες έγιναν αρκετά ενεργοί παίκτες και εξυγιαντές στην Ανατολική Ευρώπη. Μεταξύ 1995 και 2010 πραγματοποιήθηκαν 4.868 συγχωνεύσεις και εξαγορές συνολικής αξίας 163 δισ. ευρώ με τη συμμετοχή αυστριακών εταιρειών.[109] Οι μεγαλύτερες συναλλαγές με τη συμμετοχή αυστριακών εταιρειών[110] ήταν οι εξαγορές της Bank Austria από την Bayerische Hypo- und Vereinsbank αντί 7,8 δισ. ευρώ το 2000, της Porsche Holding Salzburg από τον Όμιλο Volkswagen αντί 3,6 δισ. ευρώ το 2009[111] και της Banca Comercială Română από τον Όμιλο Erste έναντι 3,7 δισ. ευρώ το 2005.[112]

Ο τουρισμός στην Αυστρία αντιπροσωπεύει σχεδόν το 9% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της.[113] Το 2007 η Αυστρία κατέλαβε την 9η θέση παγκοσμίως στις διεθνείς τουριστικές εισπράξεις, με 18,9 δισ. δολάρια ΗΠΑ.[114] Στις διεθνείς αφίξεις τουριστών η Αυστρία κατέλαβε τη 12η θέση με 20,8 εκατομμύρια τουρίστες.[114]

Υποδομές και φυσικοί πόροι

Επεξεργασία
 
Το Φράγμα Κέλνμπραϊν στην Καρινθία

Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις αποτελούν μόνο ένα μικρό τμήμα της χώρας και έτσι η γεωργία απασχολεί ένα πολύ μικρό μέρος του πληθυσμού. Τα κυριότερα γεωργικά προϊόντα είναι ζαχαρότευτλα, καλαμπόκι, σιτάρι και κριθάρι. Όσον αφορά την κτηνοτροφία εκτρέφονται αγελάδες, χοίροι, πουλερικά και πρόβατα.

Η μισή έκταση της χώρας καλύπτεται από δάση και η υλοτομία είναι ανεπτυγμένη όπως και η παραγωγή χαρτιού. Η βαριά βιομηχανία είναι επίσης ανεπτυγμένη. Τα μεγαλύτερα βιομηχανικά κέντρα βρίσκονται γύρω από τη Βιέννη και το Γκρατς.

Το 1972 η χώρα ξεκίνησε την κατασκευή ενός πυρηνικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο Τσβέντεντορφ στον ποταμό Δούναβη, που ψηφίστηκε ομόφωνα στο κοινοβούλιο. Ωστόσο το 1978 ένα δημοψήφισμα έδωσε περίπου 50,5% κατά της πυρηνικής ενέργειας και 49,5% υπέρ[115] και στη συνέχεια το κοινοβούλιο ψήφισε ομόφωνα νόμο που απαγόρευε τη χρήση πυρηνικής ενέργειας για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αν και ο πυρηνικός σταθμός είχε ήδη ολοκληρωθεί.

Η Αυστρία παράγει σήμερα περισσότερο από το ήμισυ της ηλεκτρικής της ενέργειας από υδατοπτώσεις.[116] Μαζί με άλλες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όπως αιολική, ηλιακή και βιομάζα, η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ανέρχεται στο 62,89%[117] της συνολικής χρήσης στην Αυστρία, με το υπόλοιπο να παράγεται από σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής φυσικού αερίου και πετρελαίου.

Σε σύγκριση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η Αυστρία είναι οικολογικά ευνοημένη. Η βιοχωρικότητά της (ή βιολογικό φυσικό κεφάλαιο) είναι υπερδιπλάσια του παγκόσμιου μέσου όρου: Το 2016 η Αυστρία είχε 3,8 εκτάρια[118] βιολογικής χωρητικότητας ανά άτομο στην επικράτειά της, σε σύγκριση με τον παγκόσμιο μέσο όρο των 1,6 εκταρίων ανά άτομο. Αντίθετα όμως χρησιμοποίησαν 6,0 παγκόσμια εκτάρια βιοχωρητικότητας - το οικολογικό τους αποτύπωμα κατανάλωσης. Αυτό σημαίνει ότι οι Αυστριακοί χρησιμοποιούν περίπου 60 τοις εκατό περισσότερη βιοδυναμική από αυτή που διαθέτει η Αυστρία. Ως αποτέλεσμα η Αυστρία παρουσιάζει έλλειμμα βιοδυναμικότητας.[118]

Δημογραφία

Επεξεργασία
 
Παιδιά στην Αυστρία κοντά στο Αου του Φόραρλμπεργκ
 
Ορθόδοξοι Εβραίοι στη Λέοπολντστατ. Περίπου το 10% του πληθυσμού της Βιέννης ήταν Εβραίοι

Σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2024 η χώρα έχει πληθυσμό 9.179.693[2] κατοίκους. Ο πληθυσμός της πρωτεύουσας Βιέννης ξεπερνά τα 2 εκατομμύρια[2] (2,6 εκατομμύρια, συμπεριλαμβανομένων των προαστίων), που αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της χώρας. Είναι γνωστή για την πολιτιστική της προσφορά και το υψηλό βιοτικό επίπεδο.

Η Βιέννη είναι μακράν η μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Το Γκρατς είναι δεύτερο σε μέγεθος, με 291.007 κατοίκους, ακολουθούμενο από το Λιντς (206.604), το Σάλτσμπουργκ (155.031), το Ίνσμπρουκ (131.989) και το Κλάγκενφουρτ (101.303). Όλες οι άλλες πόλεις έχουν λιγότερους από 100.000 κατοίκους.

Σύμφωνα με την Αυστριακή Στατιστική Υπηρεσία το 2024 υπήρχαν στην Αυστρία 2.038.718 κάτοικοι γεννημένοι στο εξωτερικό, που αντιστοιχεί στο 22,3% του συνολικού πληθυσμού.[119]

Οι Τούρκοι αποτελούν μια από τις μεγαλύτερες εθνότητες στην Αυστρία και αριθμούν περίπου 350.000.[120] 13.000 Τούρκοι πολιτογραφήθηκαν το 2003 και άγνωστος αριθμός έφτασε στην Αυστρία το ίδιο έτος. Ενώ 2.000 Τούρκοι έφυγαν από την Αυστρία την ίδια χρονιά, 10.000 μετανάστευσαν στη χώρα, επιβεβαιώνοντας μια έντονη αυξητική τάση.[121] Μαζί οι Σέρβοι, οι Κροάτες, οι Βόσνιοι Μουσουλμάνοι, οι Σλαβομακεδόνες και οι Σλοβένοι αποτελούν περίπου το 5,1% του συνολικού πληθυσμού της Αυστρίας. Σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του 2018 το 82,3% είναι Αυστριακοί, το 3,8% Γερμανοί, το 2,4% Σέρβοι, το 2,3% Τούρκοι, το 2,0% Ρουμάνοι, το 1,1% Ούγγροι και το υπόλοιπο 6,1% διάφορων άλλων εθνοτήτων. Το 90% του πληθυσμού είναι Αυστριακοί γερμανικής καταγωγής. Υπάρχουν επίσης αρκετοί Σλοβένοι, Τσέχοι και Μαγυάροι.

Το συνολικό ποσοστό γονιμότητας το 2017 υπολογίστηκε σε 1,52 παιδιά ανά γυναίκα,[122] κάτω από το ποσοστό αναπλήρωσης 2,1, και σημαντικά χαμηλότερο από το υψηλό των 4,83 παιδιών ανά γυναίκα το 1873.[123] Το 2015 το 42,1% των γεννήσεων αφορούσαν ανύπαντρες γυναίκες.[124] Η Αυστρία είχε τον 14ο πιο γερασμένο πληθυσμό στον κόσμο το 2020, με μέση ηλικία τα 44,5 έτη.[125] Το προσδόκιμο ζωής το 2016 υπολογίστηκε σε 81,5 χρόνια (78,9 χρόνια άνδρες, 84,3 χρόνια γυναίκες).[126]

Η στατιστική υπηρεσία της Αυστρίας υπολογίζει ότι σχεδόν 10 εκατομμύρια άνθρωποι θα ζουν στη χώρα το 2070.[127]

Επίσημη γλώσσα είναι τα γερμανικά, ενώ ομιλούνται τα σλοβενικά και τα ουγγρικά και τα κροατικά, καθώς και σε μικρότερο βαθμό και άλλες γλώσσες.

Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ήταν 81,6 χρόνια (79,4 χρόνια οι άνδρες και 83,8 οι γυναίκες).[128]

Μεγαλύτερες Πόλεις

Επεξεργασία
 
Βιέννη
 
Γκρατς
 
Λιντς
 
Σάλτσμπουργκ
Μεγαλύτερες πόλεις ή περιοχές (Aυστρία) Statistik Austria 1 Ιανουαρίου 2014
Κατάταξη Όνομα Κρατίδιο Πληθ.
1 Βιέννη Βιέννη 1,812,605
2 Γκρατς Στυρία 269,997
3 Λιντς Άνω Αυστρία 193,814
4 Σάλτσμπουργκ Σάλτσμπουργκ 146,631
5 Ίνσμπρουκ Τιρόλο 124,579
6 Κλάγκενφουρτ Καρινθία 96,640
7 Φίλλαχ Καρινθία 60,004
8 Βελς Άνω Αυστρία 59,339
9 Σανκτ Πέλτεν Κάτω Αυστρία 52,145
10 Ντόρνμπιρν Φόραρλμπεργκ 46,883
11 Βίνερ Νόιστατ Κάτω Αυστρία 42,273
12 Στάιρ Άνω Αυστρία 38,120
13 Φέλντκιρχ Φόραρλμπεργκ 31,428
14 Μπρέγκεντς Φόραρλμπεργκ 28,412
15 Λεόντινγκ Άνω Αυστρία 26,174
16 Κλοστερνόιμπουργκ Κάτω Αυστρία 26,395
17 Μπάντεν Κάτω Αυστρία 25,229
18 Βόλφσμπεργκ Καρινθία 24,993
19 Λεόμπεν Στυρία 24,466
20 Κρεμς αν ντερ Ντόναου Κάτω Αυστρία 24,085

Η Τυπική Αυστριακή Γερμανική ομιλείται στην Αυστρία, αν και χρησιμοποιείται κυρίως μόνο στην εκπαίδευση, τις δημοσιεύσεις, τις ανακοινώσεις και τους ιστότοπους. Είναι ως επί το πλείστον πανομοιότυπη με την Τυπική Γερμανική της Γερμανίας, αλλά με κάποιες διαφορές στο λεξιλόγιο. Αυτή η Τυπική Γερμανική Γλώσσα χρησιμοποιείται σε επίσημο πλαίσιο σε όλη τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία και το Λίχτενσταϊν, καθώς και στις χώρες με σημαντικές γερμανόφωνες μειονότητες: Ιταλία, Βέλγιο και Δανία. Ωστόσο η κοινή ομιλούμενη γλώσσα της Αυστρίας δεν είναι η Τυπική Γερμανική που διδάσκεται στα σχολεία, αλλά η Βαυαροαυστριακή: μια τοπική γλώσσα της Ανώτερης Γερμανικής ή σύνολο διαλέκτων με διάφορους βαθμούς δυσκολίας κατανόησης μεταξύ τους καθώς και από ομιλητές μη αυστριακών γερμανικών διαλέκτων. Ως σύνολο οι γερμανικές γλώσσες ή διάλεκτοι ομιλούνται ως εκ τούτου εγγενώς από το 88,6% του πληθυσμού, που περιλαμβάνει το 2,5% των Γερμανών πολιτών που κατοικούν στην Αυστρία, ακολουθούμενα από τα τουρκικά (2,28%), τα σερβικά (2,21%), τα κροατικά (1,63%), τα αγγλικά (0,73%), τα ουγγρικά (0,51%), τα βοσνιακά (0,43%), τα πολωνικά (0,35%), τα αλβανικά (0,35%), τα σλοβενικά (0,31%), τα τσέχικα (0,22%), τα αραβικά (0,22 %) και τα ρουμάνικα (0,21%).[129]

Τα αυστριακά ομοσπονδιακά κρατίδια της Καρινθίας και της Στυρίας φιλοξενούν μια σημαντική γηγενή σλοβενόφωνη μειονότητα, ενώ στο ανατολικότερο κρατίδιο, το Μπούργκενλαντ (πρώην τμήμα του ουγγρικού τμήματος της Αυστροουγγαρίας), υπάρχουν σημαντικές ουγγρόφωνες και κροατόφωνες μειονότητες. Από τους υπόλοιπους κατοίκους της Αυστρίας που δεν είναι αυστριακής καταγωγής, πολλοί προέρχονται από τις γύρω χώρες, ειδικά από τα κράτη του πρώην Ανατολικού Μπλοκ. Οι ξένοι εργάτες (Gastarbeiter) και οι απόγονοί τους, καθώς και πρόσφυγες από τους Γιουγκοσλαβικούς πολέμους και άλλες συγκρούσεις, αποτελούν επίσης μια σημαντική μειονότητα στην Αυστρία. Από το 1994 οι Ρομά-Σίντι είναι επίσημα αναγνωρισμένη εθνική μειονότητα στην Αυστρία.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της απογραφής που δημοσίευσε η Statistik Austria για το 2001[129] στην Αυστρία ζούσαν συνολικά 710.926 αλλοδαποί υπήκοοι. Από αυτούς οι μακράν περισσότεροι είναι 283.334 αλλοδαποί υπήκοοι από την πρώην Γιουγκοσλαβία (από τους οποίους 135.336 μιλούν Σερβικά, 105.487 Κροατικά, 31.591 Βοσνιακά–δηλαδή 272.414 Αυστριακά κάτοικοι γηγενείς ομιλητές συνολικά, συν 6.902 Σλοβενικά και 4,018 Σλαβομακεδονικά).

Ο δεύτερος μεγαλύτερος πληθυσμός γλωσσικών και εθνοτικών ομάδων είναι οι Τούρκοι (συμπεριλαμβανομένης της μειονότητας των Κούρδων) με έναν αριθμό 200.000 έως 300.000 που σήμερα ζουν στην Αυστρία.[130]

Οι επόμενοι μεγαλύτεροι πληθυσμοί γλωσσικών και εθνοτικών ομάδων είναι 124.392 που μιλούν τα γερμανικά ως μητρική τους γλώσσα, παρόλο που κατάγονται από χώρες εκτός Αυστρίας (κυρίως μετανάστες από τη Γερμανία, ορισμένοι από την Ελβετία, το Νότιο Τιρόλο της Ιταλίας, τη Ρουμανία ή την πρώην Σοβιετική Ένωση), 123.417 Αγγλικά, 24.446 Αλβανικά, 17.899 Πολωνικά, 14.699 Ουγγρικά, 12.216 Ρουμανικά, 10.000 Ινδικά, 7.982 Αραβικά, 6.891 Σλοβακικά, 6.707 Τσέχικα, 5.916 Περσικά, 5.677 Ιταλικά, 5.466 Ρωσικά, 5.213 Γαλλικά, 4.938 Κινεζικά, 4.264 Ισπανικά, 3.503 Βουλγαρικά. Οι αριθμοί για άλλες γλώσσες πέφτουν πολύ κάτω από τις 3.000.

Το 2006 ορισμένα από τα αυστριακά κρατίδια εισήγαγαν τυποποιημένα τεστ για νέους πολίτες, για να διασφαλίσουν τη γλωσσική τους ικανότητα, τις πολιτιστικές γνώσεις και κατά συνέπεια την ικανότητά τους να ενσωματωθούν στην αυστριακή κοινωνία.[131]

Eθνοτικές ομάδες

Επεξεργασία
 
Δίγλωσση πινακίδα του Oberwart (στα ουγγρικά Felsőőr) στο Μπούργκενλαντ

Ιστορικά οι Αυστριακοί θεωρούντο εθνοτικά Γερμανοί και έτσι θεωρούσαν και οι ίδιοι εαυτούς, αν και αυτή η εθνική ταυτότητα αμφισβητήθηκε από τον αυστριακό εθνικισμό τις δεκαετίες μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ακόμη περισσότερο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[132][133][134] Η Αυστρία ήταν τμήμα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους μέχρι το τέλος της το 1806 και τμήμα της Γερμανικής Συνομοσπονδίας, μιας χαλαρής ένωσης 39 χωριστών γερμανόφωνων κρατιδίων, μέχρι τον Αυστροπρωσικό Πόλεμο το 1866, που είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της Αυστρίας από τη Γερμανική Συνομοσπονδία και τη δημιουργία της Βόρειας Γερμανικής Συνομοσπονδίας με επικεφαλής την Πρωσία. Το 1871 η Γερμανία ιδρύθηκε ως έθνος-κράτος χωρίς την Αυστρία. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη διάλυση της αυστριακής μοναρχίας, οι πολιτικοί της νέας δημοκρατίας διακήρυξαν το όνομά της ως "Deutschösterreich" (Δημοκρατία της Γερμανίας-Αυστρίας) και ότι ήταν τμήμα της Γερμανικής Δημοκρατίας. Η ένωση των δύο χωρών απαγορευόταν από τη Συνθήκη του Αγίου Γερμανού με ένα από τους όρους που επέβαλαν οι νικητές Σύμμαχοι του Α' Παγκοσμίου Πολέμου στο ηττημένο έθνος, για να αποτρέψουν τη δημιουργία ενός εδαφικά εκτεταμένου γερμανικού κράτους. Μετά τα γεγονότα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και του Ναζισμού η Αυστρία ως χώρα έχει κάνει προσπάθειες να αναπτύξει μια αυστριακή εθνική ταυτότητα στον πληθυσμό της και σήμερα οι περισσότεροι δεν θεωρούν τους εαυτούς τους Γερμανούς.[135] Ωστόσο μια μειοψηφία Αυστριακών εξακολουθούν να θεωρούν ότι είναι Γερμανοί και υποστηρίζουν μια «Μεγάλη Γερμανία», υποστηρίζοντας ότι τα ιστορικά όρια του γερμανικού λαού ξεπερνούν τα όρια των σύγχρονων χωρών, ιδιαίτερα της Αυστρίας και της Γερμανίας.

Οι Αυστριακοί μπορούν να περιγραφούν είτε ως εθνικότητα είτε ως ομοιογενής γερμανική εθνότητα[136], που σχετίζεται στενά με τους γείτονες Γερμανούς, τους Λίχτενσταϊνερ και τους γερμανόφωνους Ελβετούς.[137] Σήμερα το 91,1% του πληθυσμού θεωρούνται εθνοτικά Αυστριακοί.[138]

 
Οι γενέτειρες των αλλοδαπών πολιτογραφημένων κατοίκων της Αυστρίας

Οι Τούρκοι είναι η μεγαλύτερη ομάδα μεμονωμένων μεταναστών στην Αυστρία[139], ακολουθούμενοι κοντά από τους Σέρβους.[140] Οι Σέρβοι αποτελούν μια από τις μεγαλύτερες εθνότητες στην Αυστρία, αριθμώντας περίπου 300.000 άτομα.[141][142][143] Ιστορικά οι Σέρβοι μετανάστες μετανάστευσαν στην Αυστρία κατά την εποχή της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, όταν η Βοϊβοντίνα ήταν υπό τον έλεγχο της Αυτοκρατορίας. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο αριθμός των Σέρβων αυξήθηκε πάλι και σήμερα η κοινότητα είναι πολύ μεγάλη. Η Αυστριακή Σερβική Εταιρεία ιδρύθηκε το 1936. Σήμερα οι Σέρβοι της Αυστρίας βρίσκονται κυρίως στη Βιέννη, το Σάλτσμπουργκ και το Γκρατς.

Υπολογίζεται ότι 13.000 έως 40.000 Σλοβένοι στο αυστριακό κρατίδιο της Καρινθίας (οι Σλοβένοι της Καρίνθιας) καθώς και οι Κροάτες (περίπου 30.000) και οι Ούγγροι του Μπούργκενλαντ αναγνωρίστηκαν ως μειονότητα και απέκτησαν ειδικά δικαιώματα σύμφωνα με την Αυστριακή Συνθήκη για το Κράτος (Staatsvertrag) του 1955. Οι Σλοβένοι στο αυστριακό κράτος της Στυρίας (υπολογίζονται μεταξύ 1.600 και 5.000) δεν αναγνωρίζονται ως μειονότητα και δεν έχουν ειδικά δικαιώματα, αν και η κρατική συνθήκη της 27ης Ιουλίου 1955 ορίζει διαφορετικά.[144]

Το δικαίωμα για δίγλωσσες τοπογραφικές πινακίδες για τις περιοχές όπου ζουν οι Σλοβένοι και οι Κροάτες Αυστριακοί μαζί με το γερμανόφωνο πληθυσμό (όπως απαιτείται από την κρατική συνθήκη του 1955) δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί πλήρως κατά την άποψη ορισμένων, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι οι υποχρεώσεις που επέβαλε η συνθήκη έχουν εκπληρωθεί. Πολλοί Καρίνθιοι φοβούνται τις εδαφικές διεκδικήσεις της Σλοβενίας, επισημαίνοντας το γεγονός ότι τα γιουγκοσλαβικά στρατεύματα εισήλθαν στο κράτος μετά και από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και θεωρώντας ότι ορισμένοι επίσημοι σλοβενικοί άτλαντες δείχνουν τμήματα της Καρινθίας ως πολιτιστικά σλοβενικό έδαφος. Ο πρώην κυβερνήτης της Καρινθίας Γεργκ Χάιντερ έθεσε αυτό το γεγονός δημόσια συζήτηση το φθινόπωρο του 2005, αρνούμενος να αυξήσει τον αριθμό των δίγλωσσων τοπογραφικών πινακίδων στην Καρινθία. Μια δημοσκόπηση του Kärntner Humaninstitut που διεξήχθη τον Ιανουάριο του 2006 ανέφερε ότι το 65% των κατοίκων της Καρίνθου δεν ήταν κατά της αύξησης των δίγλωσσων τοπογραφικών πινακίδων, αφού οι αρχικές απαιτήσεις που όριζε η κρατική συνθήκη του 1955 είχαν ήδη εκπληρωθεί σύμφωνα με την άποψή τους.

Ένα άλλο ενδιαφέρον φαινόμενο είναι η λεγόμενη «Windischen-Theorie» που υποστηρίζει ότι οι Σλοβένοι μπορούν να χωριστούν σε δύο ομάδες: πραγματικούς Σλοβένοι και Windische (παραδοσιακό γερμανικό όνομα για τους Σλάβους), με βάση τις διαφορές στη γλώσσα μεταξύ των Αυστριακών Σλοβένων, που διδάσκονταν στο σχολείο την τυπική Σλοβενική γλώσσα, και των Σλοβένων που μιλούσαν την τοπική τους σλοβενική διάλεκτο αλλά πήγαιναν σε γερμανικά σχολεία. Ο όρος Windische εφαρμόστηκε για την τελευταία ομάδα ως μέσο διάκρισης. Αυτή η πολιτικά επηρεασμένη θεωρία, που χωρίζει τους Σλοβένους Αυστριακούς σε «νομιμόφρονες Windische» και «εθνικά Σλοβένους», δεν έγινε ποτέ γενικά αποδεκτή και τέθηκε εκτός χρήσης πριν από μερικές δεκαετίες.

Θρησκεία

Επεξεργασία

Θρησκεία στην Αυστρία (2021)[145]

  Ισλάμ (8.3%)
  Αλλες (5.3%)
  Μη θρησκευόμενοι (22.4%)

Το 2001 περίπου το 74% του πληθυσμού της Αυστρίας ήταν καταγραμμένοι ως Ρωμαιοκαθολικοί,[146] ενώ περίπου το 5% θεωρούσε τους εαυτούς τους Προτεστάντες.[146] Οι Αυστριακοί Χριστιανοί, τόσο Καθολικοί όσο και Προτεστάντες, είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν υποχρεωτική συνδρομή μέλους (υπολογιζόμενη βάσει του εισοδήματος—περίπου 1%) στην εκκλησία τους. Aυτή η πληρωμή ονομάζεται "Kirchenbeitrag" ("Εκκλησιαστική/Εκκλησιαστική συνεισφορά"). Κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα ο αριθμός των πιστών και των εκκλησιαζόμενων έχει μειωθεί. Τα στοιχεία για το 2018 από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία της Αυστρίας απαριθμούν 5.050.000 μέλη, ή το 56,9% του συνολικού αυστριακού πληθυσμού. Η προσέλευση της Κυριακής στην εκκλησία ήταν 605.828 ή 7% του συνολικού αυστριακού πληθυσμού το 2015.[147] Η Λουθηρανική Εκκλησία κατέγραψε επίσης απώλεια 74.421 πιστών μεταξύ 2001 και 2016.

Η απογραφή του 2001 ανέφερε ότι περίπου το 12% του πληθυσμού δήλωσε ότι δεν έχει θρησκεία·[146] σύμφωνα με εκκλησιαστικές πηγές το ποσοστό αυτό είχε αυξηθεί στο 20% το 2015[148] και περαιτέρω σε 22,4% (1.997.700 άτομα) το 2021.[149] Από τους υπόλοιπους περίπου 340.000 ήταν καταγραμμένα ως μέλη διαφόρων μουσουλμανικών κοινοτήτων το 2001, κυρίως λόγω της εισροής από την Τουρκία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Κοσσυφοπέδιο.[146] Ο αριθμός των μουσουλμάνων διπλασιάστηκε σε 15 χρόνια σε 700.000 το 2016[150] και έφτασε τους 745.600 το 2021.[149] Επιπλέον το 2021, υπήρχαν 436.700 μέλη Ορθόδοξων Εκκλησιών (κυρίως Σέρβοι), περίπου 21.800 άτομα ήταν ενεργοί Μάρτυρες του Ιεχωβά και 5.400 Εβραίοι. Επιπλέον το 2021 ζούσαν στην Αυστρία 26.600 Βουδιστές και 10.100 Ινδουιστές.[149][151]

Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη δημοσκόπηση του Ευρωβαρόμετρου του 2010,[152]

  • Το 44% των Αυστριακών πολιτών απάντησε ότι «πιστεύει ότι υπάρχει Θεός».
  • Το 38% απάντησε ότι «πιστεύει ότι υπάρχει κάποιο είδος πνεύματος ή δύναμης ζωής».
  • Το 12% απάντησε ότι «δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κάποιου είδους πνεύμα, Θεός ή δύναμη ζωής».

Εκπαίδευση

Επεξεργασία
 
Το Stiftsgymnasium Melk είναι το παλαιότερο αυστριακό σχολείο.

Την ευθύνη της εκπαίδευσης στην Αυστρία έχουν εν μέρει τααυστριακά κρατίδια (Bundesländer) και εν μέρει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Η φοίτηση στο σχολείο είναι υποχρεωτική για εννέα χρόνια, δηλαδή συνήθως μέχρι την ηλικία των δεκαπέντε ετών.

Η προσχολική εκπαίδευση (που ονομάζεται Kindergarten στα γερμανικά), δωρεάν στις περισσότερες πολιτείες, παρέχεται για όλα τα παιδιά ηλικίας μεταξύ τριών και έξι ετών και, ενώ είναι προαιρετική, θεωρείται κανονικό μέρος της εκπαίδευσης ενός παιδιού λόγω του υψηλού ποσοστού αποδοχής. Το μέγιστο μέγεθος τάξης είναι περίπου 30 και σε κάθε τάξη συνήθως απασχολείται ένας ειδικευμένος δάσκαλος και ένας βοηθός.

Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση (Volksschule) διαρκεί τέσσερα χρόνια, ξεκινώντας από την ηλικία των έξι ετών. Το μέγιστο μέγεθος τάξης είναι 30, αλλά μπορεί να είναι έως και 15. Γενικά αναμένεται ότι σε μια τάξη θα διδάσκει ένας δάσκαλος και για τα τέσσερα χρόνια και ο σταθερός δεσμός μεταξύ δασκάλου και μαθητή θεωρείται σημαντικός για την ευεξία του παιδιού. Τα 3R (Reading, wRiting and aRithmetic) κυριαρχούν στον χρόνο του μαθήματος. Τα παιδιά εργάζονται μεμονωμένα και όλα τα μέλη μιας τάξης ακολουθούν το ίδιο σχέδιο εργασίας.

Οι τυπικές ώρες προσέλευσης είναι 8 π.μ. έως 12 μ.μ. ή 1 μ.μ., με ωριαία διαλείμματα πέντε ή δέκα λεπτών. Στα παιδιά δίνεται καθημερινά εργασί για το σπίτι από το πρώτο έτος. Ιστορικά δεν υπήρχε ώρα γεύματος και τα παιδιά επιστρέφουν στο σπίτι για να φάνε. Ωστόσο λόγω της αύξησης του αριθμού των μητέρων που εργάζονται, τα δημοτικά σχολεία προσφέρουν όλο και περισσότερο μαθητική και απογευματινή φροντίδα.

 
Το Πανεπιστήμιο της Βιέννης
 
Η πανεπιστημιούπολη του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Βιέννης
 
πανεπιστημιούπολη του Πανεπιστημίου JKU του Λιντς

Όπως και στη Γερμανία η δευτεροβάθμια εκπαίδευση αποτελείται από δύο βασικούς τύπους σχολείων, η φοίτηση στα οποία βασίζεται στην ικανότητα του μαθητή όπως καθορίζεται από τους βαθμούς του δημοτικού σχολείου. Το Gymnasium δέχεται τα πιο ικανά παιδιά και στο τελευταίο έτος του δίνεται η εξέταση Matura, που είναι προϋπόθεση για την πρόσβαση στο πανεπιστήμιο. Το Hauptschule προετοιμάζει τους μαθητές για επαγγελματική εκπαίδευση αλλά και για διάφορους τύπους περαιτέρω εκπαίδευσης (Höhere Technische Lehranstalt HTL = Ιδρυμα Ανώτερης Τεχνικής Εκπαίδευσης, HAK = Εμπορική Ακαδημία, HBLA = Ιδρυμα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης για Οικονομικά κ.λπ.). Η φοίτηση σε ένα από αυτά τα ινστιτούτα περαιτέρω εκπαίδευσης οδηγεί επίσης στο Matura. Ορισμένα σχολεία στοχεύουν να συνδυάσουν την εκπαίδευση που είναι διαθέσιμη στο Gymnasium και στο Hauptschule και είναι γνωστά ως Gesamtschulen. Επιπλέον η αναγνώριση της σημασίας της εκμάθησης Αγγλικών οδήγησε ορισμένα Γυμνάσια να προσφέρουν δίγλωσση ροή, στην οποία οι μαθητές που θεωρούνται ικανοί στις γλώσσες ακολουθούν ένα τροποποιημένο πρόγραμμα σπουδών, ενώ ένα μέρος του χρόνου μαθήματος διεξάγεται στα αγγλικά.

Όπως και στο δημοτικό σχολείο τα μαθήματα στο Γυμνάσιο ξεκινούν στις 8 το πρωί και συνεχίζονται με μικρά διαλείμματα μέχρι το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα, με τα παιδιά να επιστρέφουν στο σπίτι για γεύμα αργά. Οι μεγαλύτεροι μαθητές συχνά παρακολουθούν περαιτέρω μαθήματα μετά από ένα διάλειμμα για μεσημεριανό γεύμα, που συνήθως γίνεται στο σχολείο. Όπως και στο επίπεδο του δημοτικού όλοι οι μαθητές ακολουθούν το ίδιο σχέδιο εργασίας. Δίνεται μεγάλη έμφαση στην εργασία και τα συχνά τεστ. Οι ικανοποιητικές βαθμολογίες στην έκθεση τέλους του έτους ("Zeugnis") αποτελούν προϋπόθεση για την ανόδου ("aufsteigen") στην επόμενη τάξη. Οι μαθητές που δεν πληρούν τα απαιτούμενα πρότυπα επανέρχονται στις εξετάσεις τους στο τέλος των καλοκαιρινών διακοπών. Όσοι οι βαθμοί τους δεν είναι ακόμη ικανοποιητικοί υποχρεούνται να επαναλάβουν το έτος ("sitzenbleiben").

Δεν είναι ασυνήθιστο για έναν μαθητή να ξανακαθίσει περισσότερο από ένα έτος στο σχολείο. Μετά την ολοκλήρωση των δύο πρώτων ετών οι μαθητές επιλέγουν μεταξύ ενός από τα δύο σκέλη, γνωστά ως "Gymnasium" (λίγο περισσότερη έμφαση στις τέχνες) ή "Realgymnasium" (λίγο μεγαλύτερη έμφαση στην επιστήμη). Ενώ πολλά σχολεία προσφέρουν και τα δύο σκέλη μερικά όχι και, ως εκ τούτου, κάποια παιδιά αλλάζουν σχολείο για δεύτερη φορά στα 12 τους. Στην ηλικία των 14 οι μαθητές μπορεί να επιλέξουν να παραμείνουν σε ένα από αυτά τα δύο σκέλη ή να αλλάξουν σε επαγγελματικό πορεία, ενδεχομένως με περαιτέρω αλλαγή σχολείου. Το αυστριακό πανεπιστημιακό σύστημα ήταν ανοιχτό σε κάθε μαθητή που περνούσε τις εξετάσεις Matura μέχρι πρόσφατα. Ένα νομοσχέδιο του 2006 επέτρεψε τη θέσπιση εισαγωγικών εξετάσεων για σπουδές όπως η Ιατρική. Το 2001 εισήχθησαν υποχρεωτικά δίδακτρα («Studienbeitrag») 363,36 ευρώ ανά τρίμηνο για όλα τα δημόσια πανεπιστήμια. Από το 2008 για όλους τους φοιτητές της ΕΕ οι σπουδές είναι δωρεάν, εφόσον δεν σημειωθεί υπέρβαση ενός συγκεκριμένου χρονικού ορίου (η αναμενόμενη διάρκεια της μελέτης συν συνήθως δύο έτη ανοχής).[153] Σε περίπτωση υπέρβασης του χρονικού ορίου χρεώνεται το τέλος περίπου 363,36 € ανά περίοδο. Ισχύουν ορισμένες περαιτέρω εξαιρέσεις από το τέλος, π.χ. για φοιτητές με μισθό ενός έτους άνω των 5000€ περίπου. Σε όλες τις περιπτώσεις επιβάλλεται υποχρεωτικό παράβολο 20,20 € για το φοιτητικό σωματείο και την ασφάλιση.[154]

Υγειονομική περίθαλψη

Επεξεργασία
 
Προσδόκιμο ζωής στην Αυστρία διαχρονικά

Παρόλο που η Αυστρία έχει δείκτη υγείας 0,9 και προσδόκιμο ζωής 72 ετών,[155] η χώρα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα όσον αφορά την υγεία, ένα παράδειγμα είναι ότι 2 στους 5 Αυστριακούς έχουν χρόνια πάθηση. Ο καρκίνος είναι ένα μεγάλο πρόβλημα στη χώρα, καθώς περίπου 21.500 άνθρωποι πέθαναν από αυτή την πάθηση το 2019, με τον καρκίνο του πνεύμονα ως την κύρια αιτία θανάτων από καρκίνο, που πιθανώς συνδέεται με πολλούς παράγοντες κινδύνου στον πληθυσμό της χώρας, καθώς υπολογίζεται ότι το 40% των θανάτων στη χώρα προκαλούνται από το κάπνισμα, τους διατροφικούς κινδύνους, το αλκοόλ, τη χαμηλή σωματική δραστηριότητα και την ατμοσφαιρική ρύπανση. Μία από τις πιο δαπανηρές υπηρεσίες υγείας στην ΕΕ βρίσκεται στην Αυστρία. Το 2019, οι κατά κεφαλήν δαπάνες για την υγεία κατέλαβαν την τρίτη θέση στην ΕΕ. Οι ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία είναι υψηλότερες από το μέσο όρο της ΕΕ.[156]

Ιατρικό προσωπικό

Επεξεργασία
Υγειονομικό προσωπικό Αριθμός ανά 10.000 άτομα
Γιατροί 51.2
Νοσοκόμοι και μαίες 70.9
Οδοντίατροι 5.7
Φαρμακοποιοί 7.1

Με 5,2 γιατρούς ανά 1.000 κατοίκους η Αυστρία έχει από τους των υψηλότερους σχετικούς δείκτης μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Συνολικά η χώρα διαθέτει 271 νοσοκομεία και συνολικά 45.596 γιατρούς (στοιχεία 2017), περίπου το 54% των οποίων εργάζεται (επίσης ή κυρίως) σε νοσοκομεία. Αν και η Αυστρία έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό γιατρών στην ΕΕ, ένα μεγάλο μέρος τους είναι κοντά στην ηλικία συνταξιοδότησης (55 ετών και άνω) και επομένως μπορεί να διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν σοβαρά συμπτώματα σε περίπτωση μόλυνσης με COVID-19.

Ο αριθμός των νοσηλευτών στην Αυστρία έχει αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης τα τελευταία χρόνια όσον αφορά τον καθορισμό των προσόντων και την ερμηνεία τους σε σύγκριση με άλλες χώρες. Ένα νέο υποχρεωτικό μητρώο επαγγελματιών υγείας δημιουργήθηκε το 2018. Ωστόσο λόγω της εμφάνισης της πανδημίας COVID-1,, η υποχρεωτική εγγραφή έχει ανασταλεί. Αυτό σημαίνει ότι οι επαγγελματικές δραστηριότητες είναι ακόμη δυνατές χωρίς εγγραφή μέχρι το τέλος της πανδημίας.[157]

Πανδημία κορωνοϊού

Επεξεργασία

Τον Ιούνιο του 2022 το 63,4% του πληθυσμού της Αυστρίας είχε έγκυρο πιστοποιητικό εμβολιασμού, με τις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες να έχουν αναλογικά περισσότερα άτομα εμβολιασμένα. Σύμφωνα με την ΕΕ κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, η Αυστρία αξιοποίησε την ισχυρή της υγειονομική υποδομή, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ψευδώνυμων δεδομένων ηλεκτρονικών αρχείων υγείας για την έρευνα για τον COVID-19 και τη δημιουργία ενός κεντρικού μητρώου εμβολιασμών.[158]

Μεταφορές

Επεξεργασία

Η οδήγηση των οχημάτων γίνεται στα δεξιά.

Το Μετρό της Βιέννης εγκαινιάστηκε το 1976, αλλά κάποια τμήματα λειτουργούσαν ήδη ως τοπικοί σιδηρόδρομοι. Διαθέτει 5 γραμμές.

Πολιτισμός

Επεξεργασία
Κύριο λήμμα: Πολιτισμός της Αυστρίας
 
Το ανάκτορο Σένμπρουν (Schönbrunn) στη Βιέννη

Η πλούσια πολιτιστική παράδοση της Αυστρίας ήταν έως το πρώτο μισό του 16ου αιώνα αναπόσπαστα δεμένη με την πολιτιστική παράδοση της Γερμανίας, στα πλαίσια της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Από τα μέσα του 16ου αιώνα, το κίνημα της Αντιμεταρρύθμισης, με το οποίο η ρωμαιοκαθολική Αυστρία διαχωρίστηκε από την προτεσταντική Γερμανία, και η πολιτική των Αψβούργων, που ανέπτυξαν ιδιαίτερες σχέσεις με την Ισπανία και την Ιταλία, δημιούργησαν τον αυστριακό πολιτισμό με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.

Τον 18ο και τον 19ο αιώνα η Βιέννη γίνεται παγκόσμιο πολιτιστικό κέντρο, με έμφαση ιδιαίτερα στους τομείς της μουσικής και της λογοτεχνίας, ενώ ήδη από τον 17ο και τον 18ο αιώνα αναπτύσσεται η αρχιτεκτονική και η ζωγραφική, με ιδιαίτερη έμφαση στο μπαρόκ.

Σημαντική υπήρξε και η άνθιση της μουσικής στην Αυστρία. Το 1756 γεννήθηκε εδώ ο διάσημος συνθέτης Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, ο οποίος έγραψε πολλά έργα που θαυμάζονται ακόμα και σήμερα. Η Βιέννη υπήρξε πρωτεύουσα του βαλς, με κύριο εκφραστή τον Γιόχαν Στράους.

Λογοτεχνία

Επεξεργασία
Κύριο λήμμα: Αυστριακή λογοτεχνία

Από τους σημαντικότερους Αυστριακούς λογοτέχνες του τέλους του 18ου αιώνα και των αρχών του 19ου είναι ο Εμάνουελ Σικανέντερ με το έργο του «Ο Μαγικός Αυλός» (1791), που μελοποιήθηκε από τον Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Από τα τέλη του 19ου αιώνα αρχίζει η μεγάλη άνθιση της αυστριακής λογοτεχνίας. Σημαντικότεροι εκπρόσωποι είναι ο Άρτουρ Σνίτσλερ, που ήταν επηρεασμένος από τον ιμπρεσιονισμό, και ο Ούγκο φον Χόφμανσταλ από τον ρομαντισμό. Ο Στέφαν Τσβάιχ έγραψε μία σειρά από βιογραφίες στις οποίες εστιάζει το ενδιαφέρον του στην ψυχογραφική ανάλυση των βιογραφούμενων προσώπων, όπως στα έργα του «Μαρία Αντουανέτα», «Μαρία Στούαρτ» κ.ά. Η πιο δημοφιλής συγγραφέας στη Γερμανική γλώσσα είναι η αυστριακή Ελφρίντε Γέλινεκ. Το 2004 της απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο Φρόυντ, που έθεσε τις βάσεις της ψυχανάλυσης, είναι ο πιο γνωστός αυστριακός επιστήμονας.

Αρχιτεκτονική

Επεξεργασία
 
Το παλάτι Μπελβεντέρε, παράδειγμα αρχιτεκτονικής Μπαρόκ

Η χαρακτηριστική αρχιτεκτονική της χώρας είναι η Μπαρόκ, με εκκλησίες και ανάκτορα. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, στη Βιέννη κατασκευάστηκε η νεοκλασική κυκλική λεωφόρος Ρίνγκστρασσε. Μια πρωτοπορία της χώρας ήταν η αρχιτεκτονική Αρ Νουβό (Ζετσεσιονισμός).