Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (Οκτώβριος 1853 - Φεβρουάριος 1856) υπήρξε η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από τη μία πλευρά και των συμμαχικών δυνάμεων της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της Γαλλικής Αυτοκρατορίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Σαρδηνίας από την άλλη πλευρά. Η σύρραξη, η οποία υπήρξε ιδιαίτερα αιματηρή[1] και στην οποία έλαβαν μέρος οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής, υπήρξε το αποτέλεσμα ενός μακρόχρονου ανταγωνισμού συμφερόντων ανάμεσα στις κύριες ευρωπαϊκές δυνάμεις, για επιρροή και εκμετάλλευση των ανατολικών εδαφών της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι περισσότερες μάχες έλαβαν χώρα στη χερσόνησο της Κριμαίας, όμως πραγματοποιήθηκαν και μικρότερης έντασης εκστρατείες στη δυτική Ανατολία, τον Καύκασο, τη Βαλτική Θάλασσα, τη Λευκή Θάλασσα και τον Ειρηνικό Ωκεανό.

Κριμαϊκός Πόλεμος
Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι
Από τον πίνακα του Φραντς Ρουμπώ Η Πολιορκία της Σεβαστούπολης (1904)
ΧρονολογίαΟκτώβριος 1853 –
ΤόποςΚριμαία, Ανατολία, Καύκασος, Βαλτική Θάλασσα, Λευκή Θάλασσα, Ειρηνικός Ωκεανός
ΈκβασηΝίκη των συμμάχων (Γάλλων, Βρετανών, Οθωμανών, Σαρδηνών)
Συνθήκη Παρισίων (1856)
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Ναπολέων Γ' (αυτοκράτορας)
Ζακ Λερουά ντε Σαιν Αρνό (στρατάρχης)
Φρανσουά Σερταίν Κανρομπέρ (στρατάρχης)
Αιμάμπλ Πελισσιέ (στρατάρχης)
Φρανσουά Ασίλ Μπαζέν (στρατηγός)
Πατρίς ντε Μακ Μαόν (πολιτικός, στρατηγός)
Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ (σουλτάνος)
Ομάρ Πασάς (στρατηγός)
Ισκεντέρ Πασάς (στρατηγός)
κόμης του Αμπερντίν (πολιτικός)
σερ Τζέιμς Γκρέιχαμ (πολιτικός)
λόρδος Ράγκλαν (στρατάρχης)
σερ Τζέιμς Σίμπσον (στρατηγός)
σερ Ουίλιαμ Κόδριγκτον (στρατηγός, πολιτικός)
κόμης ντι Καβούρ (πολιτικός)
Αλφόνσο Λα Μάρμορα (στρατηγός, πολιτικός)
Δυνάμεις
Γαλλική Αυτοκρατορία — 400.000 άνδρες
Οθωμανική Αυτοκρατορία — 300.000 άνδρες
Βρετανική Αυτοκρατορία — 250.000 άνδρες
Βασίλειο της Σαρδηνίας — 15.000 άνδρες
Γερμανική Λεγεώνα — 4.250 άνδρες
Ελβετική Λεγεώνα — 2.200 άνδρες
Ιταλική Λεγεώνα — 2.000 άνδρες
Πολωνική Λεγεώνα — 1.500 άνδρες
Ρωσική Αυτοκρατορία — 900.000 άνδρες
Βουλγαρική Λεγεώνα — 3.000 άνδρες
Λεγεώνα Σέρβων-Μαυροβουνίων — 2.000 άνδρες
Ελληνική Λεγεώνα — 1.000 άνδρες

Ο πόλεμος έμεινε γνωστός στη ρωσική ιστοριογραφία ως Ανατολικός Πόλεμος (ρωσικά: Восточная война, βαστότσναγια βαϊνά), ενώ στη Βρετανία τον καιρό εκείνο αναφερόταν ως Ρωσικός Πόλεμος.

Έχει μείνει στην ιστορία ως πόλεμος σφαλμάτων εφοδιαστικής και στρατηγικής φύσεως, καθώς και για το περίφημο ποίημα Η επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας του Τένισον. Από άποψη τεχνολογίας ήταν ο πρώτος που εισήγαγε μεγάλο αριθμό τεχνολογικών καινοτομιών. Συγκεκριμένα, ήταν η πρώτη σύρραξη όπου οι αντιμαχόμενοι έκαναν εκτεταμένη χρήση σε τακτικό επίπεδο του σιδηροδρόμου και του τηλέγραφου. Είναι επίσης διάσημος από την εργασία της Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ και της Μέρι Σίκολ, οι οποίες εφήρμοσαν νεωτερικές νοσηλευτικές πρακτικές που έσωσαν πολλούς Βρετανούς τραυματίες. Τέλος, ήταν η πρώτη φορά που ένας πόλεμος καταγράφηκε λεπτομερώς από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης της εποχής.

Η διένεξη για τους Αγίους Τόπους Επεξεργασία

 
Ο αξιωματικός του ιππικού, ανθυπίλαρχος (σημαιοφόρος όπως τους έλεγαν τότε στο βρετανικό ιππικό) Χένρι Ουίλκιν, του 11ου Συντάγματος Ουσάρων του Βρετανικού Στρατού, σε φωτογραφία του Ρότζερ Φέντον

Στα 1850, παρατηρητές της διεθνούς κατάστασης, μεταξύ αυτών ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς, ήδη είχαν προβλέψει τη βεβαιότητα ενός νέου ρωσοτουρκικού πολέμου. Η αυτοκρατορική Ρωσία, ως μέλος της Ιερής Συμμαχίας, λειτουργούσε τον καιρό εκείνο ως αστυφύλακας της Ευρώπης, διατηρώντας σταθερό το ισοζύγιο δυνάμεων που είχε αποφασιστεί στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815 και διαδραματίζοντας καταλυτικό ρόλο στην κατάπνιξη κάθε επαναστατικού κινήματος στον ευρωπαϊκό χώρο. Σε αντάλλαγμα για την παροχή στρατευμάτων που μεριμνούσαν για την ισορροπία δυνάμεων και έπαιξαν μάλιστα σημαίνοντα ρόλο στην κατάπνιξη των μεγάλων επαναστάσεων του ευρωπαϊκού χώρου των ετών 1848 και 1849, ανέμενε την ανοχή των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και τη μη ανάμειξή τους στις διαμάχες της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τον Μεγάλο Ασθενή -όπως την έλεγαν-, λόγω των πολλών δομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε και τα οποία την είχαν φέρει στα όρια της κατάρρευσης.

Παρόλα αυτά, τόσο ο Μαρξ όσο και ο Ένγκελς προέβλεψαν ότι οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις δε θα επέτρεπαν στους Ρώσους μια τέτοια ελευθερία κινήσεων, καθώς μια περαιτέρω διείσδυση της Ρωσίας στα Βαλκάνια έπληττε θανάσιμα τα συμφέροντά τους (τότε δεν είχε προσαρτηθεί ακόμα η Αίγυπτος από τους Βρετανούς και τον μεταγενέστερο ρόλο του Σουέζ ως δρόμου για τις βρετανικές κτήσεις στην Ινδία είχαν τότε τα Στενά των Δαρδανελλίων). Ένας αναπόφευκτος λοιπόν γενικευμένος ευρωπαϊκός πόλεμος πρόβαλλε επί θύραις. Οι προβληματισμοί και οι συζητήσεις που άνοιξαν για το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε μια τέτοια περίπτωση συμπυκνώθηκαν στον όρο που δέσποσε επί 70 σχεδόν χρόνια στη διπλωματική σκακιέρα και πήρε το όνομα Ανατολικό Ζήτημα. Δηλαδή για κάθε μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη ο όρος αντανακλούσε τους προβληματισμούς της ως προς το πώς θα διαφυλαχθούν καλύτερα τα συμφέροντά της μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ποιες ενέργειες έπρεπε να αναληφθούν.

Το 1851 ήταν η αρχή της αλυσίδας που οδήγησε στα μετέπειτα γεγονότα. Το έτος εκείνο, πραξικόπημα στη Γαλλία κατέλυσε τη Δημοκρατία και αναγόρευσε σε αυτοκράτορα τον Ναπολέοντα Γ', ο οποίος έστειλε κατόπιν τον πρέσβη του στην Κωνσταντινούπολη με την εντολή να αναγκάσει τους Οθωμανούς να αναγνωρίσουν τη Γαλλία ως επικυρίαρχη αρχή των Αγίων Τόπων. Η προσπάθεια της Γαλλίας ήταν να επωφεληθεί από την ανάδειξή της ως προστάτιδος δύναμης των χριστιανών στην περιοχή, προβάλλοντας ως ηγέτιδα δύναμη στην Ευρώπη μεταξύ των καθολικών πιστών και με μοχλό το κύρος αυτό να εκμαιεύσει επιπλέον εισχώρηση στο μαλακό υπογάστριο της παρηκμασμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποκτώντας περαιτέρω προνομιακούς εμπορικούς όρους όσο και κοινωνική διείσδυση επηρεάζοντας έτσι πιο αποφασιστικά την κεντρική οθωμανική διοίκηση. Η Ρωσική Αυτοκρατορία αντέδρασε στην επιχειρούμενη αλλαγή καθεστώτος στους Αγίους Τόπους. Σύντομα οι Οθωμανοί, υπό την πίεση των Ρώσων, που έβλεπαν εξίσου καχύποπτα τη γαλλική διείσδυση σε περιοχές που υπέβλεπαν οι ίδιοι, βασιζόμενοι σε δύο συνθήκες, μία του 1757 και αυτή του Κιουτσιούκ-Καϊναρτζή του 1774, άλλαξαν την απόφασή τους, αποκηρύσσοντας τη γαλλο-οθωμανική συμφωνία και αναγορεύοντας τη Ρωσία σε προστάτιδα δύναμη των ορθόδοξων χριστιανών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Ο Ναπολέοντας Γ' αντέδρασε κάνοντας επίδειξη ισχύος, στέλνοντας ένα γαλλικό πολεμικό πλοίο της σύγχρονης σειράς Καρλομάγνος στη Μαύρη Θάλασσα, πράξη που αποτελούσε παραβίαση της Σύμβασης του Λονδίνου για τα Στενά. Η επίδειξη αυτή δύναμης της Γαλλίας, συνδυασμένη με επιθετική διπλωματία και χρήματα, ανάγκασε το Σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ να αποδεχθεί μια νέα συνθήκη, επιβεβαιώνοντας ότι η Γαλλία και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αποτελούσαν τις ανώτατες αρχές ελέγχου στους Αγίους Τόπους καθώς και τους κτήτορες των κλειδιών της Εκκλησίας της Γεννήσεως, που πριν ανήκαν στην ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Ο τσάρος Νικόλαος Α' ανέπτυξε τις 4η και 5η τσαρικές στρατιές κατά μήκος του ποταμού Δούναβη, ως μέσο πίεσης στους Τούρκους, ενώ ταυτόχρονα άρχισαν συζητήσεις του υπουργού του των Εξωτερικών, κόμη Καρλ Νέσσελροντ, με Τούρκους αξιωματούχους. Ο κόμης Νέσσελροντ αφού ανέφερε στο βρετανό πρέσβη στην Αγία Πετρούπολη, σερ Τζωρτζ Χάμιλτον Σέιμουρ, ότι η πράξη της Γαλλίας αποτελούσε πράξη βίας και παρασκηνιακών σκοτεινών διεργασιών, κατακρίνοντας παράλληλα τη συνήθεια του Γάλλου αυτοκράτορα να προσφεύγει από την πρώτη στιγμή στην απειλή χρήσης βίας, τόνισε ότι η παραβίαση αυτή έπρεπε να επανορθωθεί. Σύντομα η Ρωσία ενέτεινε την επιθετική χροιά της διπλωματίας της, ελπίζοντας να αποτρέψει τη Γαλλία ή τη Βρετανία ή και τις δυο μαζί από το να πάρουν μέρος στην επικείμενη σύρραξη με την Τουρκία, η οποία αρνείτο να υποκύψει στις ρωσικές πιέσεις.

 
Η Λεπτή Κόκκινη Γραμμή, πίνακας του Ρόμπερτ Γκιμπ

Το φλερτ των Ρώσων με τους Βρετανούς συνεχίστηκε μέσω του βρετανού πρέσβη, με τον τσάρο Νικόλαο να επιμένει ότι η Ρωσία δεν είχε πρόθεση να επεκτείνει την επιρροή της, αλλά ότι έπρεπε να ανταποκριθεί στην υποχρέωση που είχε έναντι των χριστιανικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια, ο τσάρος έστειλε τον πρίγκιπα Μένσικωφ σε ειδική αποστολή στην Υψηλή Πύλη. Προηγούμενες συνθήκες όριζαν ότι ο Σουλτάνος ήταν υποχρεωμένος να προστατεύει τη χριστιανική θρησκεία και τα δόγματά της. Ο πρίγκιπας Μένσικωφ προσπάθησε επί τη βάσει αυτών των συνθηκών να διαπραγματευτεί μια νέα πανευρωπαϊκή συνθήκη, η οποία θα παραχωρούσε και στους Ρώσους παρόμοια προνόμια να παρεμβαίνουν στα ζητήματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στους Αγίους Τόπους όπως και οι Γάλλοι επί των θεμάτων της Καθολικής Εκκλησίας. Μια τέτοια συνθήκη θα επέτρεπε στη Ρωσία να ελέγξει την ιεραρχία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατά συνέπεια τους ορθόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς, χρησιμοποιώντας τους ως πιόνια ανάλογα με τα στρατηγικά της συμφέροντα. Στις 16 Φεβρουαρίου ο πρίγκιπας Μένσικωφ έφτασε στην Κωνσταντινούπολη με το πολεμικό Γκρομόβνικ. Στην πρώτη του συνάντηση με το Σουλτάνο, παραβίασε το πρωτόκολλο, στηλιτεύοντας μπροστά στην ιερή ανώτατη οθωμανική Αρχή τις οθωμανικές παραχωρήσεις στους Γάλλους. Ακολούθησε η απαίτησή του για αντικατάσταση των υψηλά ιστάμενων οθωμανών αξιωματούχων.

Τον καιρό εκείνο η βρετανική πρεσβεία στην οθωμανική πρωτεύουσα ήταν υπό τις διαταγές του πρέσβη Χιου Ρόουζ, ο οποίος χρησιμοποιώντας τις ανεξάντλητες επαφές του εντός της αυτοκρατορίας, συγκέντρωσε πληροφορίες για τις κινήσεις και την ανάπτυξη των ρωσικών στρατευμάτων κατά μήκος του Δούναβη, συνόρου τότε της Ρωσίας και της Οθωμανικής Τουρκίας στην Ευρώπη. Αμέσως ο Ρόουζ ανησυχώντας για τον πραγματικό σκοπό της αποστολής του Μένσικωφ στην Τουρκία, έδωσε εντολή σε μια βρετανική πολεμική μοίρα να αποπλεύσει τάχιστα για την ανατολική Μεσόγειο, κατευθυνόμενη στην Κωνσταντινούπολη. Παρόλα αυτά, ο Ουίτλεϊ Ντάντας, βρετανός ναύαρχος και διοικητής της μοίρας, δεν ακολούθησε τις εντολές του πρεσβευτή θεωρώντας ότι ανακατευόταν στις υποθέσεις του Ναυαρχείου. Μέσα σε μια εβδομάδα, οι ενέργειες του Ρόουζ ακυρώθηκαν. Αντιθέτως, οι Γάλλοι έστειλαν μια ναυτική πολεμική δύναμη να υποστηρίξει τους Οθωμανούς, λειτουργώντας ως μοχλός πίεσης στους Ρώσους και δηλώνοντας την αποφασιστικότητα των Γάλλων να παρέμβουν υπέρ των Οθωμανών σε πιθανή σύρραξη.

Ελληνική Λεγεώνα Επεξεργασία

Στον πόλεμο αυτό, συμμετείχαν και περίπου 1000 Έλληνες εθελοντές στο πλευρό των Ρώσων και έμεινε γνωστή ως η «Ελληνική Λεγεώνα του Αυτοκράτορα Νικολάου Α'». Αρχηγοί των Ελλήνων εθελοντών υπήρξαν, μεταξύ άλλων, οι Αριστείδης Χρυσοβέργης και Πάνος Κορωναίος .

Πρώτες εχθροπραξίες Επεξεργασία

 
Ρωσο-γαλλικές αψιμαχίες κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο

Την ίδια ώρα, η βρετανική κυβέρνηση του πρωθυπουργού λόρδου Αμπερντίν, έστελνε το λόρδο Στράτφορντ να αντικαταστήσει το συνταγματάρχη Χιου Ρόουζ ως απεσταλμένο της Βρετανίας στην Υψηλή Πύλη. Ο λόρδος Στράτφορντ έπεισε το Σουλτάνο να απορρίψει τις ρωσικές απαιτήσεις. Ο Μπέντζαμιν Ντισραέλι, πολιτικός αντίπαλος του λόρδου Αμπερντίν, κατηγόρησε τον πρωθυπουργό και το λόρδο Στράτφορντ ότι με τις ενέργειές τους ο πόλεμος καθίστατο αναπόφευκτος, εκκινώντας τη διαδικασία κατά την οποία η κυβέρνηση του λόρδου Αμπερντίν θα έφτανε στην παραίτηση αργότερα μεσούντος του πολέμου.

Μετά την αποτυχία του πρίγκιπα Μένσικωφ, ο τσάρος Νικόλαος προήλασε με τις στρατιές του μέσα στα εδάφη των παραδουνάβιων ηγεμονιών της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Οι παραδουνάβιες ηγεμονίες ήταν αυτόνομες ηγεμονίες με χριστιανό ηγεμόνα υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης, στις όχθες του ποταμού Δούναβη. Ουσιαστικά η μορφή της πολιτικής τους υπόστασης ήταν προϊόν συμβιβασμού μεταξύ Τούρκων και Ρώσων, λειτουργώντας ως ανάχωμα από την πλευρά της Ευρώπης ανάμεσα στις δύο αυτοκρατορίες. Η μη δυνατότητα πλήρους ελέγχου τους από την Τουρκία και η παράλληλη μη δυνατότητα κατοχής τους από τους Ρώσους λόγω της τουρκικής αντίδρασης αλλά και ευρωπαϊκών πιέσεων που δεν επιθυμούσαν τη Ρωσία να κατέβει νοτιότερα, είχε οδηγήσει σε αυτό το ιδιόμορφο πολιτικό καθεστώς.

Η Ρωσία μέσω πιέσεων είχε αποσπάσει σε προγενέστερο χρόνο την αναγνώρισή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως προστάτιδας δύναμης των ορθόδοξων χριστιανών σε αυτές τις δυο επαρχίες. Αυτό το είχε καταφέρει πιέζοντας τους Οθωμανούς με δικαιολογίες ότι απειλούντο οι χριστιανοί των ηγεμονιών, εκμεταλλευόμενη την αδυναμία απάντησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία για να μη δώσει ισχυρή λαβή στη Ρωσία για επέκτασή της προς νότο είχε αποδεχθεί τα ρωσικά αιτήματα. Η δε Ρωσία αρκείτο σε αυτές τις παραχωρήσεις επηρεάζοντας κατά το δοκούν τα πολιτικά πράγματα σε αυτές τις ηγεμονίες, δημιουργώντας προβλήματα στους Οθωμανούς, μη μπορώντας όμως να επέμβει ανοιχτά χωρίς να αντιδράσουν οι έτερες μεγάλες δυνάμεις. Έτσι Ρωσία και Τουρκία μέσω αυτών των συμβιβασμών έπαιρναν ό,τι θεωρούσαν καλύτερο υπό τις υπάρχουσες συνθήκες και ανέμεναν την κατάλληλη στιγμή, η μεν Ρωσία της επίθεσης και κατοχής τους, η δε Οθωμανική Τουρκία την ισχυροποίησή της και την επαναφορά του απόλυτου ελέγχου επί αυτών χωρίς το φόβο πιέσεων.

Χρησιμοποιώντας όμως το πρόσχημα της απειλής της προστασίας των ορθόδοξων πληθυσμών των Αγίων Τόπων μέσω των οθωμανικών παροχών στους καθολικούς Γάλλους, η Ρωσία προχώρησε στην κατοχή των δύο αυτών ηγεμονιών του Δούναβη. Ο τσάρος Νικόλαος πίστευε ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, ειδικότερα η Αυστρία η οποία επίσης είχε βλέψεις στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο, δεν θα πρόβαλλαν ισχυρή αντίδραση στην προσάρτηση των παραδουνάβιων ηγεμονιών, ειδικά από τη στιγμή που η Ρωσία είχε βοηθήσει τις αυστριακές προσπάθειες για την κατάπνιξη των μεγάλων επαναστατικών κινημάτων του 1848.

 
Βρετανοί στρατιώτες στην Κριμαία

Όταν στις 3 Ιουλίου 1853 τα τσαρικά στρατεύματα εισέβαλαν στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, η Μεγάλη Βρετανία, ελπίζοντας να διατηρήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ανάχωμα στη ρωσική επέκταση στην Ασία, έστειλε ένα στόλο στα Δαρδανέλλια, όπου ενώθηκε με το στόλο που είχε στείλει η Γαλλία. Την ίδια ώρα παρ' όλα αυτά, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ήλπιζαν για ένα διπλωματικό συμβιβασμό. Οι αντιπρόσωποι των τεσσάρων ουδέτερων Μεγάλων Δυνάμεων - Βρετανίας, Γαλλίας, Αυστρίας και Πρωσίας - συναντήθηκαν στη Βιέννη, όπου ετοίμασαν μια διπλωματική νότα που τους έκανε αισιόδοξους ότι θα δέχονταν οι Ρώσοι και οι Οθωμανοί. Η νότα αν και έγινε δεκτή από τον τσάρο Νικόλαο Α', απορρίφθηκε από το σουλτάνο, ο οποίος θεωρούσε ότι οι ασαφείς διατυπώσεις της επέτρεπαν πολλές διαφορετικές ερμηνείες. Προσπαθώντας να εξευμενίσουν το σουλτάνο, οι Βρετανία, Γαλλία και Αυστρία πρότειναν τροποποιήσεις, οι οποίες όμως δεν έγιναν δεκτές από τη ρωσική Αυλή. Οι Βρετανία και Γαλλία απέρριψαν την ιδέα των νέων διαπραγματεύσεων, παρότι οι Αυστρία και Πρωσία δε θεωρούσαν ότι η απόρριψη των προτεινόμενων τροποποιήσεων δικαιολογούσε την εγκατάλειψη της διπλωματικής οδού.

Στις 4 Οκτωβρίου 1853, ο σουλτάνος κήρυξε επίσημα τον πόλεμο κατά της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και πέρασε στην επίθεση, μετακινώντας τα στρατεύματά του κοντά στο ρωσικό στρατό στο Δούναβη αργότερα τον ίδιο μήνα. Η Ρωσία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία συγκέντρωσαν στρατιωτικές δυνάμεις σε δύο κύρια μέτωπα, τον Καύκασο (όριο των δύο αυτοκρατοριών στην Ασία) και το μέτωπο του Δούναβη. Ο οθωμανός στρατιωτικός διοικητής Ομάρ Πασάς κατάφερε να πετύχει κάποιες νίκες στο μέτωπο του Δούναβη. Στον Καύκασο, οι Οθωμανοί κατάφεραν να κρατήσουν τις θέσεις τους με τη βοήθεια των μουσουλμάνων Τσετσένων υπό τον ιμάμη Σαμίλ.

Ο τσάρος Νικόλαος απάντησε με την εμπλοκή πολεμικών πλοίων, τα οποία στη Ναυμαχία της Σινώπης στις 30 Νοεμβρίου 1853 κατέστρεψαν μια μοίρα οθωμανικών φρεγατών και κορβεττών που εκτελούσε καθήκοντα περιπολίας, ενώ ήταν αγκυροβολημένη στο λιμάνι της Σινώπης, στην περιοχή του Πόντου, στη βόρεια Ανατολία. Η καταστροφή της οθωμανικής ναυτικής μοίρας αποτέλεσε το πρόσχημα για τους Βρετανούς και τους Γάλλους για να κηρύξουν τον πόλεμο ενάντια στη Ρωσία, στο πλευρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με το πέρας της 28ης Μαρτίου 1854 και την αδιαφορία από τη Ρωσία για το βρετανο-γαλλικό τελεσίγραφο που της είχε επιδοθεί λίγες ώρες πριν, περί απόσυρσης του τσαρικού στρατού από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία κήρυξαν επισήμως τον πόλεμο στη Ρωσία.

Ειρηνευτικές προσπάθειες στο αρχικό στάδιο του πολέμου Επεξεργασία

 
Γάλλοι Ζουάβοι και Ρώσοι στρατιώτες σε μάχη σώμα με σώμα στο Μαλαχόφ Κουργκάν

Ο τσάρος Νικόλαος πίστευε ότι εξαιτίας της ρωσικής βοήθειας προς την Αυστρία για την κατάπνιξη της ουγγρικής εξέγερσης του 1848, οι Αυστριακοί θα του συμπαραστέκονταν, ή θα έμεναν στη χειρότερη περίπτωση ουδέτεροι. Παρόλα αυτά, η Αυστρία ένιωσε απειλή από τα ρωσικά στρατεύματα. Όταν η Βρετανία και η Γαλλία απαίτησαν την απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, η Αυστρία υποστήριξε το αίτημά τους και παρότι δεν κήρυξε αμέσως τον πόλεμο στη Ρωσία, αρνήθηκε να εγγυηθεί την ουδετερότητά της.

Η Ρωσία τότε απέσυρε τα στρατεύματά της από τις ηγεμονίες του Δούναβη, οι οποίες καταλήφθηκαν στη συνέχεια από τους Αυστριακούς, στην κατοχή των οποίων παρέμειναν ως τη λήξη του πολέμου. Αν και με τη ρωσική απόσυρση από τις ηγεμονίες αυτές, εξέλιπαν πλέον οι αφορμές κήρυξης του πολέμου, οι Βρετανία και Γαλλία συνέχισαν τις εχθροπραξίες. Αποφασισμένες να αντιμετωπίσουν το Ανατολικό Ζήτημα βάζοντας ένα τέλος στη ρωσική απειλή κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι σύμμαχοι πρότειναν διάφορους όρους για μια ειρηνική διευθέτηση, οι οποίοι περιελάμβαναν ότι η Ρωσία έπρεπε να πάψει να χρησιμοποιεί ως προτεκτοράτα της τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, να εγκαταλείψει κάθε απαίτηση που αφορούσε οποιοδήποτε δικαίωμα παρέμβασής της στα οθωμανικά πολιτικά πράγματα εκ μέρους των ορθόδοξων χριστιανών, να συναινέσει στην αναθεώρηση της Σύμβασης των Στενών του 1841 και να δεχθεί να έχουν πρόσβαση (δικαίωμα ναυσιπλοΐας) στον ποταμό Δούναβη όλα τα έθνη. Ο τσάρος αρνήθηκε να συμμορφωθεί με αυτά τα τέσσερα Σημεία και ο Κριμαϊκός Πόλεμος μπήκε στην κύρια φάση του.

Χρονολόγιο των μαχών Επεξεργασία

  • Μάχη της Σινώπης, 30 Νοεμβρίου 1853
  • Πολιορκία του Πετροπαβλόφσκ, 30-31 Αυγούστου 1854, στις ακτές του Ειρηνικού
  • Μάχη της Άλμα, 20 Σεπτεμβρίου 1854
  • Πολιορκία της Σεβαστούπολης, 25 Σεπτεμβρίου 1854 και 8 Σεπτεμβρίου 1855
  • Μάχη της Μπαλακλάβα, 25 Οκτωβρίου 1854, στην οποία πραγματοποιήθηκε η αποτυχημένη 'επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας'
  • Μάχη του Ίνκερμαν, 5 Νοεμβρίου 1854
  • Μάχη της Ευπατορίας, 17 Φεβρουαρίου 1855
  • Μάχη του ποταμού Τσερνάγια, 25 Αυγούστου 1855
  • Ναυτικές επιχειρήσεις στην Αζοφική θάλασσα, Μάιος-Νοέμβριος 1855
  • Πολιορκία του Καρς, Ιούνιος- 28 Νοεμβρίου 1855

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Hobsbawm, E.J. (2003). Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 1848-1875. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. σελ. 120. ISBN 960-250-088-3. 

Πηγές Επεξεργασία

  • Παγκόσμια Ιστορία. Εκδοτική Αθηνών. Αθήνα 1990. Τόμος Β'.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Μαριέττα Οικονομοπούλου, «Όψις της Ρωσικής πολιτικής στα χρόνια του Κριμαϊκού πολέμου. Υπόμνημα του Κωνσταντίνου Ζωγράφου (1854)», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τομ.29, σελ.118-156.
  • Αντώνης Κλάψης, Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης, 1821-1923, Εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα, 2019.