Μεσοπόλεμος

περίοδος μεταξύ Α' και Β' Παγκοσμίων Πολέμων

Με την έννοια Μεσοπόλεμος (λατ.: Interbellum / αγγλ.: Interwar period / γερ.: Zwischenkriegszeit / γαλλ.: Entre-deux-guerres) αναφερόμαστε στη χρονική περίοδο μεταξύ Πρώτου και Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Την περίοδο αυτή συγκλόνισε τον κόσμο η οικονομική κρίση του 1929. Παράλληλα, το κίνημα του αναθεωρητισμού οδήγησε στην άνοδο του αυταρχισμού και του εθνικισμού που κορυφώθηκε με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ονομάζεται έτσι η περίοδος που χρονολογικά εκτείνεται από τα τέλη του 1918 έως τα τέλη του 1939.

Πολιτικός χάρτης της Ευρώπης κατά την περίοδο μεσοπολέμου.

Διεθνείς σχέσεις Επεξεργασία

Αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συγκροτήθηκε στο Παρίσι συνέδριο για την αναδιανομή εδαφών και τη λήψη αποφάσεων. Οι νικητές με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών αποφάσισαν τη δημιουργία ενός νέου χάρτη, τόσο για την Ευρώπη όσο και για τον κόσμο, προσπαθώντας να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους έστω και υπό το πρόσχημα της προστασίας των λαών.

 
Η υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών.

Σε αντίθεση με την πρόφαση που χρησιμοποιήθηκε στο Συνέδριο της Βιέννης, η νομιμότητα για τις ηττημένες χώρες, κυρίως την Αυστροουγγρική και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αμφισβητήθηκε για χάρη της αυτοδιάθεσης των λαών και άλλων πολιτικών σκοπιμοτήτων.[1] Η διάσπαση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας δημιούργησε πολλά προβλήματα σε σχέση με τα σύνορα των κρατών που προέκυψαν και τις εθνότητες που υπήρχαν σε αυτά.[2] Η ύπαρξη εθνικών κρατών ήταν κάτι που εξυπηρετούσε τη Βρετανία και τη Γαλλία, δημιουργώντας μια ζώνη κρατών γύρω από τη Γερμανία και τη Ρωσία, ώστε να εκμεταλλεύονται τις αποικίες τους έχοντας ταυτόχρονα ένα είδος κυριαρχίας στην Ευρώπη. Οι φιλοδοξίες των δεύτερων όμως, στρέφονταν σε αυτά ακριβώς τα εδάφη.[3]

Ο θρίαμβος του εθνικισμού και η αρπακτική διάθεση των νικητών με την εξάπλωση του έθνους-κράτους, δημιούργησε το πολιτικό πρόβλημα των μειονοτήτων, που οδήγησε σε προστριβές και συγκρούσεις. Όπου το κράτος ταυτιζόταν με ένα συγκεκριμένο έθνος, η παρουσία άλλων εθνοτήτων στο εσωτερικό του ήταν άμεση απειλή για την ειρήνη.[4] Η χάραξη των συνόρων και η προσθαφαίρεση εδαφών χωρίς να ληφθούν υπόψη οικονομικά κριτήρια, είχαν σοβαρές επιπτώσεις και στην οικονομία των χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Για παράδειγμα, η διάσπαση της Αυστρουγγαρίας είχε διαλύσει την εμπορική ενότητα που υπήρχε με άξονα το Δούναβη.[5] Στην Ιταλία η απογοήτευση ήταν έντονη από την αθέτηση των εδαφικών υποσχέσεων, κάτι που οδήγησε σε λαϊκή υποστήριξη της κατάληψης του Φιούμε. Οι Ιταλοί πίστευαν ότι η χώρα τους θα έβγαινε αναβαθμισμένη από τον πόλεμο.[6] Οι συγκρουόμενες εδαφικές διεκδικήσεις της Ιταλίας και της Γιουγκοσλαβίας όμως δεν ήταν δυνατό να ικανοποιηθούν με βάση την αυτοδιάθεση των λαών, αλλά ούτε με βάση τη δικαιοσύνη.[7] Οι υποσχέσεις για απόκτηση εδαφών και το πρόβλημα της αποπληρωμής των δανείων που συνήφθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, περιέπλεξαν τις διακρατικές σχέσεις και αύξησαν τις επεμβάσεις στην πολιτική των χωρών μεταξύ τους.[8]

Παρότι νικήτριες, η Γαλλία και η Βρετανία βγήκαν εξουθενωμένες από τον πόλεμο. Ιδίως η Γαλλία φοβόταν έντονα μια νέα γερμανική ισχυροποίηση και πάλευε να ανορθωθεί οικονομικά, υπονομεύοντας παράλληλα κάθε γερμανική δυνατότητα ανάκαμψης. Η Βρετανία και η Αμερική όμως θεωρούσαν επικίνδυνη την πιθανότητα μιας οικονομικής και στρατιωτικής παντοδυναμίας και δεν υποστήριζαν τη Γαλλία στο ζήτημα αποπληρωμής των γερμανικών επανορθώσεων.[9] Οι σχέσεις Γαλλίας - Γερμανίας επιδεινώθηκαν μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες τερμάτισαν την εμπλοκή τους στα πολιτικά της Ευρώπης και η Ρωσία είχε επίσης απομονωθεί. Η Βρετανία ήταν η μόνη που μπορούσε να έχει το ρόλο μεσολαβητή και ήδη είχε καταλάβει ότι δεν μπορούσε να αγνοεί τα ευρωπαϊκά ζητήματα. Η βρετανική πολιτική στρεφόταν προς τη διατήρηση μιας ευρωπαϊκής ισορροπίας. Όμως μετά τον πόλεμο θεωρούσε ότι η ισορροπία κινδύνευε περισσότερο από τη γαλλική εθνικιστική πολιτική.[10]

Η απόφαση των Βρετανών και των Αμερικανών να απαιτήσουν την εξόφληση των χρεών από τη Γαλλία, οδήγησε την τελευταία να σκληρύνει τη στάση της απέναντι στο ζήτημα των επανορθώσεων. Έτσι, κατέλαβε τη γερμανική περιοχή του Ρουρ με σκοπό την εκμετάλλευση των ορυχείων της. Αυτή η κίνηση εκβιασμού ανάγκασε τη Γερμανία να ξαναρχίσει την αποπληρωμή επανορθώσεων, την οποία είχε διακόψει.[11] Η επίλυση του ζητήματος των πολεμικών επανορθώσεων ήταν ένα μέτρο που θα βοηθούσε τη Γερμανία να ορθοποδήσει και να αναπτύξει την οικονομία της.[12] Από το 1922, ο πληθωρισμός χτύπησε τη γερμανική οικονομία και κλόνισε τους πολιτικούς θεσμούς.[12] Η μετέπειτα γαλλική εκτίμηση ότι η δυναμική αναμέτρηση με τη Γερμανία δεν θα ήταν ωφέλιμη, οδήγησε σε μια νέα προσέγγιση. Το πρόβλημα των επανορθώσεων επιλύθηκε κατά ένα μέρος, με το σχέδιο Ντωζ του 1924 και τη συμφωνία του Λοκάρνο που ακολούθησε, που διευκόλυναν τη Γερμανία να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που της είχαν επιβληθεί.[13] Η ανάγκη της Γερμανίας να καταβάλει τις επανορθώσεις έκανε ευπρόσδεκτες τις αμερικανικές επενδύσεις σε αυτήν, δημιουργώντας μια ανακύκλωση κεφαλαίων, τα οποία οδηγούσε ως επανορθώσεις σε κράτη που με αυτά αποπλήρωναν τα δικά τους πολεμικά χρέη. Η διακοπή αυτού του κύκλου επέφερε την πτώση ολόκληρου του οικονομικού συστήματος μετά το μεγάλο αμερικανικό κραχ.[14]

Κοινωνία των Εθνών Επεξεργασία

Οι δυνάμεις του 20ου αιώνα συγκρότησαν ένα διεθνές όργανο που υποτίθεται ότι θα προστάτευε την ειρήνη μέσω των διαπραγματεύσεων. Η Κοινωνία των Εθνών ήταν ένα συλλογικό όργανο που συγκροτήθηκε με την προτροπή του Πρόεδρου των ΗΠΑ, Γούντροου Ουίλσον. Σκοπός της ήταν η επίλυση των διαφορών μεταξύ των κρατών χωρίς την προσφυγή στη βία. Ωστόσο από την έναρξή της δέχτηκε σοβαρό πλήγμα από την άρνηση των ΗΠΑ να γίνουν μέλος της. Συνεπώς με απούσα τη μεγαλύτερη εκ των ηγετικών δυνάμεων η Κοινωνία των Εθνών δεν είχε πραγματική δύναμη για επιβολή των αποφάσεών της.

Η Κοινωνία των Εθνών δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει στο ζήτημα των αποικιών της Γερμανίας, υποκύπτοντας στις διαθέσεις των νικητών.[15] Ήταν αδύναμη, εξαιτίας της διαφορετικής ερμηνείας που έδιναν οι μεγάλες δυνάμεις, εκφράζοντας τις επιδιώξεις τους, όσον αφορά τις αρμοδιότητες και υποχρεώσεις της. Γι’ αυτό και ενώ μπόρεσε να λύσει διαφορές μεταξύ μικρών κρατών, ήταν αδύναμη να επιβάλλει λύσεις σε ζητήματα μεταξύ ισχυρών και ανίσχυρων κρατών.[16] Ενώ οι ιδεαλιστές υποστηρικτές της έβλεπαν σε αυτή ένα νέο θεσμό ρύθμισης της ηθικής και έννομης τάξης μεταξύ των κρατών, ρεαλιστές όπως οι Γάλλοι την έβλεπαν μόνο ως μέσο καταπολέμησης του αναθεωρητισμού.[17]

Αναθεωρητισμός Επεξεργασία

 
Μαζική διαδήλωση μπροστά στο Ράιχσταγκ, κατά της Συνθήκης των Βερσαλλιών.

Οι ανικανοποίητες εδαφικές βλέψεις των ευρωπαϊκών κρατών, τα προβλήματα των μειονοτήτων και ο εθνικισμός ήταν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του αναθεωρητισμού, δηλαδή της πολιτικής των δυσαρεστημένων χωρών να αναθεωρήσουν το καθεστώς που προέκυψε από τις μεταπολεμικές συνθήκες ειρήνης.[2] Τα προβλήματα που δημιουργούσε ο αναθεωρητισμός, επιδεινώνονταν από τις οικονομικές εξελίξεις.[18] Τα διαρκή οικονομικά προβλήματα των εργατικών τάξεων, κυρίως στις ηττημένες χώρες δημιουργούσαν προστριβές και αναγωγή τους στα αποτελέσματα του πόλεμου. Η κατάληψη του Ρουρ από τη Γαλλία, θεωρήθηκε από τους Γερμανούς ως μια ενέργεια με σκοπό την ταπείνωση της χώρας τους.[12]

Για τη συγκράτηση του γερμανικού αναθεωρητισμού, η Βρετανία και η Γαλλία εγγυήθηκαν τα σύνορα ορισμένων χωρών, υποσχόμενες στρατιωτική βοήθεια σε περίπτωση επίθεσης. Ωστόσο η βρετανική εγγύηση προς τις χώρες που ήταν περισσότερο δυνατό να απειληθούν, δηλαδή της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας, ήταν καθυστερημένη και περιορισμένη. Θεωρείται πως εάν οι νικήτριες χώρες είχαν προβάλει μια περισσότερο έγκαιρη και ισχυρή υποστήριξη του καθεστώτος που είχε δημιουργηθεί με τις συνθήκες ειρήνης, θα είχε συγκρατηθεί ο γερμανικός αναθεωρητισμός ή θα οδηγούμασταν στην αναθεώρηση χωρίς να εκραγεί ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.[19]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Κολιόπουλος, σ. 321.
  2. 2,0 2,1 Κολιόπουλος, σ. 326.
  3. Mazower, σσ. 55-56.
  4. Mazower, σ. 54.
  5. Κολιόπουλος, σσ. 326-327.
  6. Berstein-Milza, σ. 56.
  7. Κολιόπουλος, σ. 322.
  8. Κολιόπουλος, σ. 320.
  9. Berstein-Milza, σ. 40.
  10. Berstein-Milza, σ. 42.
  11. Berstein-Milza, σ. 44.
  12. 12,0 12,1 12,2 Κολιόπουλος, σ. 329.
  13. Κολιόπουλος, σ. 330.
  14. Berstein-Milza, σ. 45.
  15. Κολιόπουλος, σ. 331.
  16. Κολιόπουλος, σσ. 332-333.
  17. Mazower, σ. 75.
  18. Κολιόπουλος, σ. 327.
  19. Κολιόπουλος, σ. 334.

Πηγές άρθρου Επεξεργασία

  • Κολιόπουλος Ι.Σ., Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία 1789-1945, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001.
  • Berstein Serge - Milza Pierre, Ιστορία της Ευρώπης, Γ’ τόμ., εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997.
  • Mazower Mark, Σκοτεινή Ήπειρος, Δ’ έκδ., εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004.