Αίρεση

πεποίθηση ή θεωρία που δεν υιοθετεί τις παραδεδομένες αντιλήψεις και ιδέες
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Αίρεση (αποσαφήνιση).

Ως αίρεση στην Ελληνική γλώσσα, αποδίδεται η έννοια της κατάκτησης και της κατάληψης, εφόσον η λέξη ετυμολογείται από το ρήμα αιρέω. Αν ετυμολογείται από το αιρέομαι, τότε στα πλαίσια της αρχαίας ελληνικής γραμματείας σημαίνει το εκλέγειν, το δικαίωμα εκλογής, την ελεύθερη σκέψη, την ελεύθερη βούληση την ελεύθερη επιλογή, τη φιλοσοφική και τη θρησκευτική αίρεση. Ως αιρετικός νοείται εκείνος που είναι ικανός να εκλέγει, που δεν υιοθετεί τις παραδεδομένες αντιλήψεις και ιδέες. Σύμφωνα με τη σύγχρονη έννοια του όρου -εκείνος δηλαδή που στην αρχαιότητα αποκαλείτο αιρετιστής- είναι ο οπαδός, μιμητής ή εκείνος που ανήκει κυρίως σε θρησκευτική και δευτερευόντως σε ό,τι έχει χαρακτηρισθεί ως επιστημονική αίρεση. Οι αιρέσεις ως παρεκκλίσεις, αποσχίσεις από την βασική αρχή είναι δυνατόν να ταξινομηθούν σε επιστημονικές, ιδεολογικές και θρησκευτικές.

Ο Γαλιλαίος Γαλιλέι καταδικάστηκε ως αιρετικός

Ιστορία Επεξεργασία

Η ανθρώπινη ιστορία βρίθει αιρετικών ιδεών και απόψεων που άλλοτε λειτούργησαν ως κινητήριος μοχλός εξελικτικών διαδικασιών και άλλοτε αποδείχθηκαν αναληθείς. Αναμφίβολα υπό την οπτική γωνία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας αιρετικός υπήρξε ο Σωκράτης ως άνθρωπος που αμφισβήτησε τις παραδεδομένες αξίες της εποχής του, αιρετικοί οι επιστήμονες που αμφισβήτησαν τις παραδεδομένες επιστημονικές αξίες της εποχής τους (βλ. Γαλιλαίος), αιρετικοί οι θρησκευτικοί ηγέτες που αμφισβήτησαν το status της εποχής τους, παραδίδοντας στην ανθρωπότητα νέες πίστεις. Οι νέες αυτές αλήθειες διαμόρφωσαν διαφορετικές καθιερωμένες αξίες γύρω από τις οποίες χτίστηκε κομμάτι-κομμάτι το διανοητικό και πρακτικό πλαίσιο του ανθρώπινου πολιτισμού. Υπό την οπτική γωνία της θρησκευτικής αντίληψης για την αίρεση, αιρετικοί είναι όσοι αμφισβητούν ό,τι εννοείται ως καθιερωμένο δόγμα.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, (Αθήνα 2004)