Κίνα
Συντεταγμένες: 32°48′00″N 103°05′00″E / 32.8°N 103.0833°E
Η Κίνα (κινέζικα: 中国, πινγίν: Zhōngguó, Τζονγκ Γκουό), επίσημα Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (κινέζικα: 中华人民共和国, πινγίν: Zhōnghuá Rénmín Gònghéguó, Τζονγκ χουά Ρένμίν Γκονγκχέγκουό), είναι χώρα της Ανατολικής Ασίας, δεύτερη σε πληθυσμό παγκοσμίως με 1.409.670.000 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2023.[6] Η έκτασή της είναι 9.596.961 τ.χλμ.. Πρωτεύουσα της Κίνας είναι το Πεκίνο. Γεωγραφικά είναι η μεγαλύτερη χώρα στην περιοχή της Ανατολικής Ασίας και η τέταρτη μεγαλύτερη στον κόσμο μετά τη Ρωσία, τον Καναδά και τις ΗΠΑ. Συνορεύει με 14 κράτη: Βιετνάμ, Λάος, Μιανμάρ, Ινδία, Μπουτάν, Νεπάλ, Πακιστάν, Αφγανιστάν, Τατζικιστάν, Κιργιζία, Καζακστάν, Ρωσία, Μογγολία και Βόρεια Κορέα, και με 2 ειδικές Διοικητικές περιοχές, το Μακάου και το Χονκ Κονγκ. Από την ίδρυση της, το 1949, κυβερνάται από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ).
Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας
中华人民共和国 Zhōnghuá Rénmín Gònghéguó (πινγίν) | |||
---|---|---|---|
| |||
Η θέση της Κίνας (πράσινο) | |||
-διεκδικούμενες αλλα μη ελεγχόμενες περιοχές (ανοιχτό πράσινο) | |||
Πεκίνο 39°55′44″N 116°23′18″E / 39.9289°N 116.3883°E | |||
Μεγαλύτερη πόλη | Σαγκάη[1] | ||
Κινέζικα | |||
Ενιαία Λαϊκή Δημοκρατία Μονοκομματικό κράτος[2] | |||
Σι Τσινπίνγκ Σι Τσινπίνγκ Λι Τσιάνγκ Ζάο Λετζί Γουάνγκ Χούνινγκ | |||
Νομοθετικό σώμα | Εθνικό Λαϊκό Συνέδριο | ||
Ίδρυση Σύνταγμα | 1η Οκτωβρίου 1949 4 Δεκεμβρίου 1982 | ||
• Σύνολο • % Νερό • Σύνορα Ακτογραμμή | 9.596.961[5] km2 (4η) 2,8 22.117 km 14.500 km | ||
Πληθυσμός • Εκτίμηση 2023 • Απογραφή 2020 • Πυκνότητα | 1.409.670.000[6] (1η) 1.411.778.724 [7] 146,9 κατ./km2 (85η) | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό (2019) • Κατά κεφαλή | 29.400 δισ. $[8] (1η) 20.667 $[8] (78η) | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2019) • Κατά κεφαλή | 18.990 δισ. $[8] (2η) 12.990 $[8] (56η) | ||
ΔΑΑ (2021) | 0,768[9] (79η) – υψηλός | ||
Νόμισμα | Ρενμινμπί (γιουάν) (CNY) | ||
(UTC +8[σ 1]) | |||
Internet TLD | .cn | ||
Οδηγούν στα | δεξιά | ||
Κωδικός κλήσης | +86 | ||
|
Η Κίνα ήταν ένας από τους πρώτους πολιτισμούς του κόσμου. Το κέντρο του πρωτοκινεζικού πολιτισμού ήταν η εύφορη λεκάνη του Κίτρινου Ποταμού στην πεδιάδα της Βόρειας Κίνας. Η Κίνα ήταν μια από τις σημαντικότερες οικονομικές δυνάμεις στις τελευταίες δύο χιλιετίες από τον 1ο έως τον 19ο αιώνα, όταν και προσωρινά εκτοπίστηκε από τη Δύση και την Ιαπωνία. Σήμερα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο μετά τις ΗΠΑ, με το ΑΕΠ της να ανέρχεται στα 17,73 τρισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2021. Για χιλιετίες, το πολιτικό σύστημα της Κίνας στηρίχθηκε σε απόλυτες κληρονομικές μοναρχίες ή δυναστείες, ξεκινώντας από την ημιθρυλική δυναστεία Σιά τον 21ο αιώνα π.Χ. Από τότε, η Κίνα επεκτάθηκε, διασπάστηκε και επανενώθηκε πολλές φορές. Τον 3ο αιώνα π.Χ., οι Τσιν επανένωσαν τη Κίνα και ίδρυσαν την πρώτη κινεζική αυτοκρατορία. Η δυναστεία Χαν (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.) ήταν η δυναστεία στην οποία οι Κινέζοι εφηύραν μερικές αρκετά προηγμένες τεχνολογίες για την εποχή τους, συμπεριλαμβανομένης της χαρτοποιίας και της πυξίδας, ενώ αναπτύχθηκαν παράλληλα οι τομείς της γεωργίας και της ιατρικής. Η εφεύρεση της πυρίτιδας και του κινητού τύπου (προδρόμου της τυπογραφίας) στη δυναστεία των Τανγκ (618–907), αλλά και άλλων εφευρέσεων στη διάδοχη δυναστεία των Βόρειων Σονγκ (960–1127), ολοκλήρωσε τη διαμόρφωση των Τεσσάρων μεγάλων εφευρέσεων. Ο πολιτισμός των Τανγκ εξαπλώθηκε ευρέως στην Ασία, καθώς ο νέος δρόμος του μεταξιού έφερε στη Κίνα εμπόρους από τη Μεσοποταμία και το Κέρας της Αφρικής. Η δυναστεία των Τσινγκ ήταν η τελευταία δυναστεία της Κίνας. Η δυναστεία των Τσινγκ απετέλεσε την εδαφική βάση της σύγχρονης Κίνας, αλλά υπέστη μεγάλες εδαφικές απώλειες εξαιτίας του ξένου ιμπεριαλισμού. Τον 19ο αιώνα η Κίνα έχασε αρκετά εδάφη υπέρ της Ρωσίας και της Ιαπωνίας.
Η κινεζική μοναρχία κατέρρευσε το 1912 με την Επανάσταση Σινχάι, όταν η Δημοκρατία της Κίνας αντικατέστησε τη δυναστεία Τσινγκ. Η Κίνα δέχθηκε εισβολή από την Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Εμφύλιος Πόλεμος οδήγησε στην πτώση της Δημοκρατίας της Κίνας το 1949 όταν το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) ίδρυσε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας στην ηπειρωτική χώρα, ενώ η κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κίνας υπό την ηγεσία του Κουομιντάνγκ κατέφυγε στο νησί της Ταϊβάν. Οι δύο κυβερνήσεις ισχυρίζονται ότι η μόνη νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας, αν και τα Ηνωμένα Έθνη έχουν αναγνωρίσει τη ΛΔΚ ως τη μοναδική νόμιμη εκπρόσωπο της Κίνας από το 1971. Η Κίνα πραγματοποίησε μια σειρά οικονομικών μεταρρυθμίσεων ξεκινώντας από το 1978 και εντάχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001.
Η σημερινή Κίνα είναι μονοκομματική σοσιαλιστική δημοκρατία που την κυβερνά το ΚΚΚ ως πολιτικός φορέας των εργατών και των αγροτών. Είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και ιδρυτικό μέλος αρκετών πολυμερών και περιφερειακών οργανισμών συνεργασίας όπως είναι για παράδειγμα η Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομής, το Ταμείο του Δρόμου του Μεταξιού, η Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα, ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης και η Περιφερειακή Συνολική Οικονομική Σύμπραξη, ενώ αποτελεί παράλληλα μέλος των BRICS, της Ομάδας των 8+5, της Ομάδας των 20, της Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού και της Συνόδου Κορυφής της Ανατολικής Ασίας. Η Κίνα είναι η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο με βάση το ΑΕΠ (σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης), η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία ως προς το ονομαστικό της ΑΕΠ, ενώ ο συνολικός πλούτος της Κίνας είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος στον κόσμο. Η οικονομία της χώρας είναι ταχέως αναπτυσσόμενη και παράλληλα η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος κατασκευαστής και εξαγωγέας προϊόντων στον κόσμο. Η Κίνα κατέχει πυρηνικά όπλα, έχει το μεγαλύτερο μόνιμο στρατό στο κόσμο αλλά και τον δεύτερο μεγαλύτερο αμυντικό προϋπολογισμό, ο οποίος προσεγγίζει τα 225 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αγαθών έχοντας μια ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία. Το σημαντικότερο λιμάνι της χώρας είναι η Σαγκάη. Το ΑΕΠ της χώρας φτάνει τα 16.640 τρισεκατομμύρια δολάρια και το ΑΕΠ κατά κεφαλήν φτάνει τα 11.819 αμερικάνικα δολάρια. Ο ρυθμός ανάπτυξης της Κινεζικής οικονομίας είναι υψηλός και το 2011 ήταν 9,2%.[10] Ο ρυθμός ανάπτυξης της Κίνας είναι σταθερός από το 1978 με μέσο όρο 8%, οπότε και η οικονομία απελευθερώθηκε και η ανεργία άρχισε να μειώνεται. Παρά αυτήν την ανάπτυξη όμως, μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού παραμένει φτωχό.[11] Το 47% του ΑΕΠ προέρχεται από τη βιομηχανία, το 43% από τις υπηρεσίες και το 10% από γεωργικές εργασίες.[10]
Σε μια διαμάχη που συνεχίζεται από τη λήξη του Κινεζικού Εμφυλίου το 1949, η Κίνα προβάλλει κυριαρχικά δικαιώματα επί της Ταϊβάν (επισήμως «Δημοκρατία της Κίνας»), καθώς και μια σειρά νησιωτικών συμπλεγμάτων όπως το Αρχιπέλαγος Σπράτλυ και τα Νησιά Παρασέλ. Η ΛΔ Κίνας έχει επίσης ενεργές εδαφικές διαφορές με την Ινδία.
Δυτικοί ερευνητικοί φορείς και οργανώσεις έχουν αναδείξει μια σειρά ζητημάτων στα οποία η Κίνα φαίνεται να υστερεί όπως τις πολιτικές ελευθερίες, τη διαφάνεια της κυβέρνησης, την ελευθερία του Τύπου, την ελευθερία της θρησκείας και τις εθνοτικές μειονότητες. Οι κινεζικές αρχές έχουν επικριθεί από πολιτικούς αντιφρονούντες και ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων για εκτεταμένες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής καταστολής, της μαζικής λογοκρισίας, της μαζικής παρακολούθησης των πολιτών και της βίαιης καταστολής των διαδηλώσεων.
Ετυμολογία
ΕπεξεργασίαΗ λέξη Κίνα χρησιμοποιείται στα ελληνικά από τον 20ό αιώνα τουλάχιστον. Στα αγγλικά, αλλά και πολλές άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, λέγεται China, όπου μαρτυράται (στα αγγλικά) ο όρος από τον 16ο αιώνα. Αυτή τη λέξη δεν τη χρησιμοποιούσαν οι Κινέζοι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Πριν τα αγγλικά, η λέξη μαρτυράται στα Πορτογαλικά, τα Μαλαϊκά και τα Περσικά. Η ονομασία της Κίνας στα πορτογαλικά, μαλαϊκά και περσικά προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη Chīna, όρος ο οποίος χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Ινδία.[12] Η αγγλική ονομασία "China" εμφανίζεται στη μετάφραση του 1555 του Ρίτσαρντ Ίντεν στα αγγλικά, ενός ημερολογίου του Πορτογάλου εξερευνητή Ντουάρτε Μπαρμπόσα το οποίο δημοσιεύτηκε το 1516.[12] Ο Μπαρμπόσα χρησιμοποίησε τη λέξη China για να περιγράψει την Κίνα, λέξη η οποία προέρχεται από τη περσική λέξη προήλθε από τη περσική Τσιν (چین), η οποία με τη σειρά της προήλθε από τη σανσκριτική λέξη Τσίνα (चीन).[13] Η λέξη Τσίνα μαρτυράται από τα αρχαία χρόνια. Μερικές από τις πρώτες ινδουιστικές γραφές, συμπεριλαμβανομένου του κειμένου Μαχαμπαράτα (5ος αιώνας π.Χ.) αλλά και των Νόμων του Μάνου (2ος αιώνας π.Χ.), αναφέρονται στη Κίνα χρησιμοποιώντας τη λέξη Τσίνα.[14] Το 1655, ο Μαρτίνο Μαρτίνι υποστήριξε ότι η ονομασία της Κίνας προέρχεται από την ονομασία της δυναστείας Τσιν (221–206 π.Χ.).[15][14] Αν και η χρήση της λέξης Τσίνα σε ινδικές πηγές ξεκινά πριν από το 221 π.Χ., πολλές πηγές υποστηρίζουν τη θεωρία του Μαρτίνι.[16] Η προέλευση της σανσκριτικής λέξης είναι θέμα συζήτησης, σύμφωνα με το λεξικό της Οξφόρδης.[12]
Άλλες θεωρίες υποστηρίζουν ότι η ετυμολογία της ονομασίας της Κίνας προέρχεται από την ονομασία του κρατιδίου Γιελάνγκ, ή από την ονομασία του κρατιδίου Τσου.[14][17] Η επίσημη ονομασία της Κίνας είναι η: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (απλοποιημένα κινεζικά: 中华人民共和国, παραδοσιακά κινεζικά: 中華人民共和國; πινγίν: Zhōnghuá Rénmín Gònghéguó, απόδοση σε ελληνικούς χαρακτήρες: Τσουνγκχουά Ρενμίν Κόνγκχεγκουό). Η Κίνα λέγεται Τσουνγκγκουό στα κινεζικά, Zhōngguó (中国/中國) από τις λέξεις τσονγκ ("κεντρικός") και γκουό ("πολιτεία"), ένας όρος ο οποίος προέκυψε στην εποχή των δυτικών Τσόου. Στη συνέχεια ο όρος Τσονγκγκουό αναφερόταν στη περιοχή γύρω από το Λουογί (κοντά στο Λιαονίνγκ) κατά τη διάρκεια της δυναστείας των ανατολικών Τσόου, ενώ στη συνέχεια η χρήση της κινεζικής ονομασίας Τσονγκγκουό επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει την κεντρική πεδιάδα της Κίνας και έπειτα στην εποχή της δυναστείας των Τσινγκ η λέξη Τσονγκγκουό έγινε μια από τις δύο ονομασίες της Κίνας. Συχνά η ονομασία Τσονγκγκουό είχε πολιτιστική χροιά, για να διακρίνει τους Χουασιά από τους θεωρούμενους "βάρβαρους".[18] Η ονομασία Τσονγκγκουό μπορεί να μεταφραστεί και σαν "κεντρικό βασίλειο".[19]
Η Κίνα (ΛΔΚ) μερικές φορές απαντάται και με τον όρο ηπειρωτική Κίνα, εάν πρέπει να διακριθεί σε ένα κείμενο η ΛΔΚ από τη Δημοκρατία της Κίνας (Ταϊβάν).[20][21][22][23]
Ιστορία
ΕπεξεργασίαΠροϊστορία
ΕπεξεργασίαΟι αρχαιολογικές έρευνες έχουν αποκαλύψει ότι τα πρώτα ανθρωποειδή όντα κατοικούσαν στις εκτάσεις της σημερινής Κίνας πριν από 2.25 εκατομμύρια χρόνια.[24] Τα απολιθώματα του ανθρώπου του Πεκίνου, ενός κλάδου του Homo erectus που χρησιμοποίησε τη φωτιά[25] ανακαλύφθηκαν σε μια σπηλιά στο Τσοουκόουτιέν κοντά στο Πεκίνο. Χρονολογούνται 680 με 780 χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα.[26] Τα απολιθωμένα δόντια του Homo sapiens (των οποίων η προέλευση ανάγεται στα 80 με 125 χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα) που ανακαλύφθηκαν στο σπήλαιο Φουγιάν στη κομητεία Τάο στο Χουνάν δείχνουν ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι ζουν σε κινεζικό έδαφος τουλάχιστον 125 χιλιάδες χρόνια πριν.[27] Η Κινέζοι άρχισαν να αναπτύσσουν τα πρώτα συστήματα γραφής στο Τσιαχού γύρω στο 7000 π.Χ.,[28] στο Ταμαϊντί περίπου στο 6000 π.Χ., στο Νταντιουάν από το 5800 έως το 5400 π.Χ. και στο Πάνπο την 5η χιλιετία π.Χ. Μερικοί μελετητές έχουν προτείνει ότι τα σύμβολα του Τσιαχού (7η χιλιετία π.Χ.) αποτελούν το αρχαιότερο τεκμηριωμένο κινεζικό σύστημα γραφής.[28]
Προϊστορία και οι πρώτες δυναστείες
ΕπεξεργασίαΣτην Κίνα αναπτύχθηκε ένας από τους παλαιότερους πολιτισμούς του πλανήτη. Η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή από τους παλαιολιθικούς χρόνους μαρτυρείται από ένα πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων, χαρακτηριστικότερο των οποίων είναι η ανακάλυψη του Ανθρώπου του Πεκίνου τη δεκαετία του 1930.
Κατά τη Νεολιθική εποχή, ο κινεζικός πολιτισμός αναπτύχθηκε γύρω από δύο κέντρα. Στον βορρά, στο οικοσύστημα της περιοχής του Κίτρινου Ποταμού, και στο νότο, σε αυτό της περιοχής του ποταμού Γιανγκτσέ. Λόγω της γεωγραφίας της περιοχής, οι εισβολές γειτονικών λαών ήταν περιορισμένες, δίνοντας αρκετό χρόνο στους τοπικούς πολιτισμούς να αναπτυχθούν σε ήρεμο περιβάλλον. Το πόσα από τα διάφορα πολιτιστικά επιτεύγματα των κοινωνιών αυτών είναι γηγενή ή αποτελούν προϊόντα της επαφής τους με τους γείτονές τους, αποτελεί ακόμα και σήμερα πεδίο έρευνας. Οι Κινέζοι ανάπτυξαν την κατασκευή των κεραμικών και την κατασκευή της πορσελάνης ήδη από το 5.000 έως το 3.000 π.Χ.
Με βάση την παράδοση και τους διάφορους μύθους της Κινεζικής Μυθολογίας, στους πρώτους άρχοντες της περιοχής αποδίδονται ένα πλήθος μαγικών ιδιοτήτων και ταυτόχρονα πιστώνονται την επινόηση διαφόρων τεχνών, όπως η γραφή ή η καλλιέργεια της γης. Την αφήγηση της ιστορίας της Κίνας ακολουθεί, παραδοσιακά, η δημιουργία της πρώτης δυναστείας, της δυναστείας των Σία, για την οποία υπάρχουν ελάχιστα ιστορικά στοιχεία και, κυρίως, καλύπτεται από μυθολογικές αναφορές. Την πτώση της ακολούθησε η άνοδος της δυναστείας των Σανγκ, κατά την οποία συναντούμε τις πρώτες σημαντικές ιστορικές καταγραφές. Το κράτος το Σανγκ αναπτύχθηκε στην περιοχή του Κίτρινου Ποταμού, από τον 16ο αιώνα π.Χ. έως τον 11ο αιώνα π.Χ., αναπτύσσοντας έναν πολιτισμό με τα χαρακτηριστικά των πολιτισμών της Εποχής του Ορείχαλκου, κατά τον οποίο εμφανίζεται και η πρώτη γνωστή μας μορφή του Κινέζικου αλφαβήτου, το οποίο χρησιμοποιούταν για θρησκευτικές τελετές.
Σύμφωνα με την κινεζική παράδοση, η πρώτη κινεζική δυναστεία ήταν η δυναστεία Σιά, η οποία εμφανίστηκε γύρω στο 2100 π.Χ.[29] Η δυναστεία Σιά σηματοδότησε την αρχή του πολιτικού συστήματος της Κίνας. Η Κίνα λειτούργησε πολιτικά με βάση κάποιες κληρονομικές μοναρχίες, τις δυναστείες, για τέσσερις χιλιετίες.[30] Η δυναστεία Σιά, για τους ιστορικούς, ήταν ένα μυθολογικό κράτος μέχρι πρόσφατα, όταν βρέθηκαν αντικείμενα που αποδείκνυαν το αντίθετο (τα οποία χρονολογούνταν από την πρώιμη εποχή του Χαλκού) στο Ερλιτόου, στο Χενάν το 1959.[31] Παραμένει ασαφές εάν αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν την ύπαρξη αρχαιολογικών κατάλοιπων της εποχής των Σιά ή κάποιου άλλου πολιτισμού της ίδιας περιόδου.[32] Η δυναστεία των Σανγκ είναι η πρώτη δυναστεία της Κίνας της οποίας η ύπαρξη έχει επιβεβαιωθεί από πηγές της εποχής.[33] Οι Σανγκ κυβέρνησαν την πεδιάδα του Κίτρινου Ποταμού στην ανατολική Κίνα από τον 17ο έως τον 11ο αιώνα π.Χ.[34] Το αλφάβητο του μαντείου των Σανγκ (το οποίο χρονολογείται γύρω στο 1500 π.Χ.)[35][36] είναι η παλαιότερη γνωστή μορφή κινεζικής γραφής και θεωρείται άμεσος πρόγονος των σύγχρονων κινεζικών χαρακτήρων.[37]
Το κράτος των Σανγκ ακολουθεί η άνοδος της δυναστείας των Τσόου (1.050 - 221 π.Χ.). Σε όλους τους τομείς της σύγχρονης επιστήμης υπάρχει σημαντική ανάπτυξη κατ' αυτή την εποχή. Η οργάνωση του κράτους προσομοιάζει σε εκείνη που είχε η Ευρώπη του Μεσαίωνα (φεουδαρχία). Κατά τη λεγόμενη «Περίοδο της Άνοιξης και του Φθινοπώρου» (λόγω του ομώνυμου αρχαίου βιβλίου - «Χρονικά της Άνοιξης και του Φθινοπώρου» - που περιγράφει την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της εποχής) αναπτύχθηκαν σημαντικά οι αντιλήψεις για την κοινωνική και πολιτική ζωή, ενώ η γεωργία, με την ανακάλυψη του σιδήρου, αναπτύχθηκε πολύ. Η ανάπτυξη αυτή οδήγησε στην ενίσχυση των περιφερικών αρχόντων, οι οποίοι σύντομα άρχισαν να αναζητούν μεγαλύτερες εξουσίες, οδηγώντας στη σταδιακή διάσπαση της κεντρικής εξουσίας (κατά τη λεγόμενη «Περίοδο των Εμπόλεμων Κρατών», μεταξύ 476 και 221 π.Χ).
Αν και πολιτικά η κατάσταση οδήγησε τελικά στην πτώση και τον διαμελισμό του κράτους των Τσόου σε μικρότερα βασίλεια, η Περίοδος της Άνοιξης και του Φθινοπώρου (722 – 476 π.Χ.) χαρακτηρίστηκε από την εμφάνιση των σημαντικότερων σχολών της γηγενούς Κινεζικής φιλοσοφίας (οι λεγόμενες και «Εκατό Σχολές Σκέψης»): Ο Κομφούκιος και οι διάφορες σχολές του Κομφουκιανισμού, που άφησε τη σφραγίδα του στις κατοπινές εξελίξεις της Κίνας, ο Λάο Τσε και ο Ταοϊσμός, η σχολή των Νομικιστών καθώς και ένα μεγάλο μέρος ανεξάρτητων φιλοσόφων.
Οι Σανγκ κατακτήθηκαν από τους Τσόου, οι οποίοι κυβέρνησαν την Κίνα μεταξύ του 11ου και του 5ου αιώνα π.Χ., αν και η ισχύς των Τσόου σταδιακά διαβρώθηκε από τους φεουδάρχες πολέμαρχους. Τη διάλυση της δυναστείας των Τσόου ακολούθησε η περίοδος της Άνοιξης και του Φθινοπώρου, η οποία διήρκεσε τρεις αιώνες. Στην περίοδο της Άνοιξης και του Φθινοπώρου δεκάδες πριγκιπάτα πολεμούσαν συνεχώς μεταξύ τους. Στην περίοδο των εμπόλεμων κρατών μεταξύ του 5ου και του 3ου αιώνα π.Χ., είχαν απομείνει μόνο επτά ισχυρά κράτη.[38]
Οι Αυτοκρατορικές δυναστείες
ΕπεξεργασίαΤο 221 π.Χ. ένας ηγεμόνας, ο Τσιν Σι Χουάνγκ - Τι, κατάφερε να ενώσει όλα τα βασίλεια της Κίνας και να στεφθεί αυτοκράτορας. Ο ηγεμόνας αυτός πολέμησε με τους Ούννους και άρχισε το μεγάλο Σινικό τείχος. Καθιέρωσε ακόμη για όλη την Κίνα ενιαία μέτρα και σταθμά. Παράλληλα όμως έδωσε εντολή να καταστραφούν τα βιβλία και τα κείμενα του Κομφούκιου, πράγμα που τον έκανε πολύ μισητό. Τελικά το 206 π.Χ. ξέσπασε επανάσταση και στην εξουσία ανέβηκε άλλη δυναστεία, οι Χαν.
Η περίοδος των εμπόλεμων κρατών έληξε το 221 π.Χ. με την κατάκτηση των έξι υπόλοιπων βασιλείων της Κίνας από το κράτος του Τσιν, επανενώνοντας την Κίνα σε ένα κράτος. Ο βασιλιάς Τσενγκ των Τσιν αυτοανακηρύχτηκε Πρώτος Αυτοκράτορας της δυναστείας Τσιν. Εφάρμοσε τις νομικιστικές μεταρρυθμίσεις των Τσιν σε όλη την Κίνα. Εισήγαγε κοινό σύστημα γραφής, μέτρησης, κοινό σύστημα για την καταγραφή του πλάτους των δρόμων και κοινό νόμισμα. Η δυναστεία Τσιν κατέκτησε επίσης τις φυλές των Γιουέ στο Κουανγκσί, το Κουανγκτούνγκ και το Βιετνάμ.[39] Η δυναστεία των Τσιν επέζησε μόνο για δεκαπέντε χρόνια. Ο θάνατος του Τσιν Σι Χουάνγκ οδήγησε στην κατάρρευση της καθώς οι σκληρές αυταρχικές πολιτικές του οδήγησαν τους κατοίκους σε εξέγερση.[40][41]
Μετά από έναν εκτεταμένο εμφύλιο πόλεμο κατά τον οποίο κάηκε η αυτοκρατορική βιβλιοθήκη στο Σιανγιάνγκ, εμφανίστηκε η δυναστεία των Χαν. Η δυναστεία των Χαν κυβέρνησε τη Κίνα από το 206 π.Χ. έως το 220 μ.Χ. και διαμόρφωσε μια πολιτιστική ταυτότητα για τους Κινέζους. Ακόμη και σήμερα οι περισσότεροι Κινέζοι είναι Κινέζοι Χαν.[40][41] Οι Χαν επεξέτειναν σημαντικά την επικράτεια της αυτοκρατορίας τους, προσαρτώντας με στρατιωτικά μέσα στην Κεντρική Ασία, τη Μογγολία, τη Νότια Κορέα και το Γιουνάν, ενώ παράλληλα απέκτησε την Κουανγκτούνγκ και το βόρειο Βιετνάμ από το Νανγιουέ. Η παρουσία των Χαν στην Κεντρική Ασία και τη Σογδία βοήθησε στη δημιουργία του χερσαίου Δρόμου του Μεταξιού, αντικαθιστώντας την προηγούμενη διαδρομή που περνούσε τα Ιμαλάια και έφτανε στην Ινδία. Η δυναστεία Χαν έγινε σταδιακά η μεγαλύτερη οικονομία του αρχαίου κόσμου.[42] Παρά την αρχική αποκέντρωση της δυναστείας Χαν και την επίσημη εγκατάλειψη της φιλοσοφίας του νομικισμού του Τσιν υπέρ του Κομφουκιανισμού, οι νομικιστικοί θεσμοί και πολιτικές της δυναστείας Τσιν συνέχισαν να χρησιμοποιούνται από την κυβέρνηση Χαν και τους διαδόχους της δυναστείας Χαν.[43]
Μετά το τέλος της δυναστείας των Χαν, ακολούθησε η εποχή των Τριών Βασιλείων.[44] Οι ηγέτες των Τριών Βασιλείων είναι κεντρικό θέμα του Έρωτα των Τριών Βασιλείων, βιβλίου που ανήκει στα Τέσσερα Κλασικά της κινεζικής λογοτεχνίας. Στο τέλος του, ο Τσάο Ουέι ανατράπηκε γρήγορα από τη δυναστεία Τσιν. Οι Τσιν υπέκυψαν σε εμφύλιο πόλεμο μόλις ανέλαβε αυτοκράτορας ο Χουέι των Τσιν, ένας αυτοκράτορας με αναπτυξιακή αναπηρία. Έπειτα οι Πέντε Βάρβαροι εισέβαλαν και κυβέρνησαν τη βόρεια Κίνα (βλέπε Δεκαέξι Βασίλεια). Οι Σιανμπέι ενοποίησαν τα δεκαέξι βασίλεια σχηματίζοντας τους βόρειους Ουέι. Ο αυτοκράτορας Σιαοουέν αντέστρεψε τις πολιτικές τύπου απαρτχάιντ των προκατόχων του και επέβαλε μια δραστική πολιτική κινεζοποίησης στους υπηκόους του, ενσωματώνοντάς τους σε μεγάλο βαθμό στην κινεζική κουλτούρα, γλώσσα και συνήθειες. Στο νότο, ο στρατηγός Λιου Γιου εξασφάλισε την παραίτηση των Τσιν υπέρ της δυναστείας Λιού Σονγκ. Οι διάδοχοι των βόρειων Ουέι και των Λιου Σονγκ έγιναν γνωστοί σαν Βόρειες και Νότιες δυναστείες, με τις δύο περιοχές να επανενώνονται σε ενιαίο κράτος υπό τους Σουέι το 581. Οι Σουέι αντικατέστησαν τους Χαν στην εξουσία της Κίνας, αναμόρφωσαν τη γεωργία, την οικονομία και τις αυτοκρατορικές εξετάσεις, κατασκεύασαν το Μεγάλο Κανάλι και υποστήριξαν τον Βουδισμό. Ωστόσο, οι Σουέι κατέρρευσαν όταν η στρατολόγηση ανθρώπων για δημόσια έργα και ένας αποτυχημένος πόλεμος στη σημερινή Βόρεια Κορέα προκάλεσαν εκτεταμένες αναταραχές.[45][46]
Οι Χαν επανέφεραν τη διδασκαλία του Κομφούκιου, αναγνωρίζοντας τον κομφουκιανισμό ως επίσημο δόγμα του κράτους. Οι αντιθέσεις, όμως, μεταξύ του Βορρά και του Νότου οδήγησαν στην κατάργηση της δυναστείας των Χαν και στη διαίρεση της Κίνας σε τρία βασίλεια τον 3ο αιώνα μ.Χ., που υπόφεραν πολύ από τις συνεχείς επιθέσεις των Τούρκων. Το 608 μ.Χ. την εξουσία καταλαμβάνει ο Γκαουτσού, εγκαθιδρύοντας τη δυναστεία Τανγκ, κατά τη διάρκεια της βασιλείας της οποίας ο Βουδισμός, ο οποίος εισήχθη την περίοδο των Χαν από την Ινδία στην Κίνα, έγινε μία από τις κυριότερες θρησκείες, ενώ προχώρησε και σε αναδασμό της γης. Η δυναστεία Τανγκ οδήγησε σε σημαντική ανάπτυξη στη Κίνα, ωστόσο η εξέγερση του Αν Λουσάν (755-763) οδήγησε σε εκατομμύρια θανάτους και εκτεταμένη καταστροφή, επηρεάζοντας σημαντικά τη μετέπειτα πορεία της δυναστείας. Το 907 η δυναστεία Τανγκ καταργείται και τη θέση της παίρνουν δυναστείες όπως η Σονγκ και η Λιάο.
Υπό τις δυναστείες Τανγκ και Σονγκ, η κινεζική οικονομία, τεχνολογία και πολιτισμός εισήλθαν σε μια χρυσή εποχή.[47] Η δυναστεία των Τανγκ διατήρησε τον έλεγχο των Δυτικών Περιοχών και του Δρόμου του Μεταξιού,[48] με αποτέλεσμα έμποροι από τη Μεσοποταμία ακόμη και από το Κέρας της Αφρικής[49] να έρχονται στην Κίνα, ενώ η πρωτεύουσα Τσανγκάν έγινε κοσμοπολίτικο αστικό κέντρο. Ωστόσο, η δυναστεία Τανγκ, αν και κατάφερε να συνεχίσει να υπάρχει, αποδυναμώθηκε πολύ μετά την εξέγερση του Αν Λουσάν τον 8ο αιώνα.[50] Το 907, το κράτος των Τανγκ διαλύθηκε εντελώς όταν οι τοπικοί στρατιωτικοί κυβερνήτες ανεξαρτητοποιήθηκαν εντελώς. Η δυναστεία των Σονγκ έδωσε τέλος στην περίοδο της νέας διάσπασης της Κίνας το 960, οδηγώντας σε μια ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των Σονγκ και του κράτους των Λιάο. Η δυναστεία των Σονγκ ήταν η πρώτη κυβέρνηση στην παγκόσμια ιστορία που εξέδωσε χαρτονομίσματα και η πρώτη κινεζική πολιτεία που ίδρυσε ένα μόνιμο ναυτικό το οποίο υποστηρίχθηκε από την ανεπτυγμένη ναυπηγική βιομηχανία και το θαλάσσιο εμπόριο.[51]
Μεταξύ του 10ου και του 11ου αιώνα, ο πληθυσμός της Κίνας αυξήθηκε από τα 50 εκατομμύρια στα σχεδόν 100 εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως λόγω της επέκτασης της καλλιέργειας ρυζιού στην κεντρική και νότια Κίνα και τα συνεχή πλεονάσματα της γεωργικής παραγωγής. Κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Σονγκ έλαβε χώρα μια αναβίωση του Κομφουκιανισμού, ενώ στην εποχή των Τανγκ η θρησκεία που υποστήριξε το κράτος ήταν ο Βουδισμός.[52] Παράλληλα, σημειώθηκε άνθηση της φιλοσοφίας και των τεχνών, καθώς η τέχνη του τοπίου και τα πορσελάνινα αντικείμενα έφτασαν σε νέα επίπεδα ωριμότητας και πολυπλοκότητας.[53][54] Ωστόσο, οι αδυναμίες του στρατού των Σονγκ έγιναν εμφανείς στις συγκρούσεις με τη δυναστεία Τζιν, την οποία διοικούσαν οι Τζουρτσέν. Το 1127, ο αυτοκράτορας Χουεϊτσόνγκ των Σονγκ έπεσε αιχμάλωτος των Τσιν και παράλληλα οι Τσιν κατέλαβαν την πρωτεύουσα των Σονγκ, Πιεντσίνγκ. Τα απομεινάρια της δυναστείας των Σονγκ υποχώρησαν στη νότια Κίνα.[55]
Το 1279 μ.Χ. η Κίνα υποδουλώνεται στους Μογγόλους, μέχρι το 1368. Για τη ζωή της Κίνας κάτω απ' την κυριαρχία των Μογγόλων μας μιλούν οι διηγήσεις του Μάρκο Πόλο. Την ίδια εποχή αρχίζουν να καταφτάνουν και οι διάφοροι ιεραπόστολοι, με τους Πορτογάλους να αποκτούν το 1541 το λιμάνι του Μακάου. Οι Μογγόλοι ίδρυσαν τη δυναστεία των Γιουάν, που επέβαλε μερικές αξιόλογες μεταρρυθμίσεις.
Η κατάκτηση της Κίνας από τους Μογγόλους ξεκίνησε το 1205 με τη σταδιακή κατάκτηση των εδαφών των δυτικών Σιά από τον Τζένγκις Χαν,[56] ο οποίος επίσης ξεκίνησε τις εισβολές σε εδάφη των Τσιν.[57] Το 1271, ο Μογγόλος ηγέτης Κουμπλάι Χαν ίδρυσε τη δυναστεία Γιουάν, η οποία κατέκτησε τα τελευταία κατάλοιπα της δυναστείας των Σονγκ το 1279. Πριν από την εισβολή των Μογγόλων, ο πληθυσμός της Κίνας των Σονγκ είχε φτάσει τα 120 εκατομμύρια άτομα. Ενώ η απογραφή του 1300 κατέγραψε 60 εκατομμύρια άτομα, δηλαδή σημαντική μείωση.[58] Ο αγρότης Τσου Γιουαντσάνγκ ηγήθηκε μιας εξέγερσης ανέτρεψε τη δυναστεία Γιουάν το 1368 και μετά ίδρυσε τη δυναστεία Μινγκ. Ο Γιουαντσάνγκ έγινε αυτοκράτορας της Κίνας και απέκτησε το όνομα αυτοκράτορας Χονγκγού. Κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Μινγκ, η Κίνα μπήκε σε μια νέα χρυσή εποχή, αναπτύσσοντας ένα από τα ισχυρότερα ναυτικά σώματα στον κόσμο. Το εισόδημα και η ποιότητα της ζωής των ανθρώπων αυξήθηκε και η γενικότερη άνοδος συνοδεύτηκε από την άνθηση της τέχνης και του πολιτισμού. Τον 15ο αιώνα ο ναύαρχος Τσενγκ Χε οδήγησε τα ταξίδια των Μινγκ σε όλο τον Ινδικό Ωκεανό, φτάνοντας ακόμη και στην Ανατολική Αφρική.[59]
Το 1368 μέχρι το 1644 ανέβηκε η δυναστεία των Μινγκ με αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί η χώρα και να υποταχθεί στο μογγολικό φύλο των Μαντσού, που πήραν την εξουσία και ίδρυσαν τη δυναστεία των Τσινγκ, που βασίλευσε απ' το 1644 μέχρι το 1912.
Στα πρώτα χρόνια της δυναστείας των Μινγκ, η πρωτεύουσα της Κίνας μεταφέρθηκε από τη Ναντσίνγκ στο Πεκίνο. Με την εκκόλαψη του καπιταλισμού, διάφοροι φιλόσοφοι, όπως ο Γιανγκ Ουανγκμίνγκ, άσκησαν περαιτέρω κριτική στο καθεστώς και επεξέτειναν τον νεοκομφουκιανισμό με έννοιες όπως ο ατομικισμός και η ισότητα των τεσσάρων επαγγελμάτων του λαού (μελετητές, αγρότες, τεχνίτες και έμποροι).[60] Το στρώμα των λόγιων και των αξιωματικών υποστήριξαν τη βιομηχανία και το εμπόριο στα κινήματα του μποϊκοτάζ της πληρωμής των φόρων. Αυτή η εξέλιξη μαζί με τους λιμούς που έλαβαν χώρα αλλά και την κινεζική άμυνα ενάντια στις ιαπωνικές εισβολές στην Κορέα (1592-1598) και τις εισβολές των Μαντσού στη Κίνα, συνέβαλαν στην εξάντληση του κρατικού ταμείου.[61] Το 1644, το Πεκίνο καταλήφθηκε από έναν στρατιωτικό συνασπισμό αποτελούμενο από αγρότες, υπό την ηγεσία του Λι Τσιτσένγκ. Ο αυτοκράτορας Τσονγκτσέν αυτοκτόνησε μετά την πτώση του Πεκίνου το 1644. Η δυναστεία των Τσινγκ (της οποίας η ηγετική τάξη ήταν Μαντσού ως προς την εθνικότητα) συμμάχησε με τον στρατηγό των Μινγκ Ου Σανγκουέι, ανέτρεψε τη βραχύβια δυναστεία Σουν (την οποία συγκρότησαν κατάλοιπα της δυναστείας Μινγκ) και κατέλαβε το Πεκίνο, πρωτεύουσα της δυναστείας των Τσινγκ αλλά και της Κίνας.
Η δυναστεία των Τσινγκ, η οποία διήρκεσε από το 1644 έως το 1912, ήταν η τελευταία δυναστεία της Κίνας. Η κατάκτηση της δυναστείας Μινγκ από τους Τσινγκ (1618–1683) οδήγησε στον θάνατο 25 εκατομμυρίων κατοίκων και η οικονομία της Κίνας συρρικνώθηκε δραστικά.[62] Μετά την κατάλυση των Νότιων Μινγκ, η περαιτέρω κατάκτηση του Χανάτου των Τζουνγκάρ ενέταξε το Θιβέτ, το Σιντσιάνγκ και τη Μογγολία στο κινεζικό κράτος.[63] Η συγκεντρωτική απολυταρχία των Τσινγκ ενισχύθηκε, με στόχο την καταστολή του αντιδυναστικού αισθήματος που επικρατούσε σε αρκετούς Κινέζους. Επίσης, η δυναστεία των Τσινγκ επέβαλε πολιτικές όπως αυτή της αποτίμησης της γεωργίας και του περιορισμού του εμπορίου, επέβαλε το χαϊτσίν («απαγόρευση του εμπορίου») αλλά και μηχανισμούς ιδεολογικού ελέγχου (π.χ. λογοτεχνική εξέταση) συμβάλλοντας στη κοινωνική και τεχνολογική στασιμότητα της Κίνας.[64][65]
Υπολείμματα των Μινγκ συνέχισαν να επιβιώνουν για λίγο διάστημα ακόμη. Στη διάρκεια της δυναστείας αυτής η Κίνα γνώρισε νέα επέκταση των συνόρων της, τα οποία έφτασαν μέχρι τη λίμνη Μπαλχάς του Καζακστάν και σημαντικά τμήματα στη νοτιοανατολική Ρωσία, συμπεριλαμβανομένου του σημερινού Βλαδιβοστόκ. Μερικοί από τους αυτοκράτορες της δυναστείας των Τσινγκ προστάτεψαν τα γράμματα και τις τέχνες, αλλά η δυναστεία οδήγησε την Κίνα σε απομόνωση στην προσπάθειά της να αποφύγει την αλλοίωση του πολιτισμού της από την εισαγωγή του ευρωπαϊκού. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές αποφάσεις τους, βέβαια, ήταν η επιβολή της εθνικής κόμης των Μαντσού (μια κοτσίδα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, με ξυρισμένο το υπόλοιπο κεφάλι) σε όλους τους Κινέζους, το μοναδικό στοιχείο των Μαντσού που εισήχθη υποχρεωτικά στους Κινέζους. Στις αρχές, όμως, του 19ου αιώνα άρχισε οικονομική, πολιτική και κοινωνική παρακμή της χώρας, μαζί με τη σταδιακή απώλεια πολλών εδαφών που η δυναστεία των Τσινγκ είχε κατακτήσει. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Μαντσουρία προς το τέλος του 19ου αιώνα αποτελούσε πεδίο έντονου ανταγωνισμού μεταξύ Ρώσων και Ιαπώνων, με άλλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις να αποκτούν θύλακες σε πόλεις της Κίνας.
Η Κίνα την εποχή της αποικιοκρατίας και η δημιουργία της Δημοκρατίας της Κίνας
ΕπεξεργασίαΤην ίδια εποχή οι Άγγλοι, στην προσπάθειά τους να πετύχουν τη διάλυση του κινεζικού κράτους, άρχισαν να εισάγουν και να διαδίδουν στους Κινέζους το όπιο. Όταν, το 1840, οι Κινέζοι αντέδρασαν, άρχισε ο πόλεμος που έμεινε στην Ιστορία γνωστός σαν ο «πόλεμος του οπίου». Τελικά οι Κινέζοι νικήθηκαν και αναγκάστηκαν να δεχτούν το εμπόριο του οπίου, να παραχωρήσουν στην Αγγλία το Χονγκ Κονγκ και να επιτρέψουν στα αγγλικά εμπορικά πλοία να χρησιμοποιούν πέντε λιμάνια.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, η δυναστεία των Τσινγκ αντιμετώπισε το φαινόμενο του δυτικού ιμπεριαλισμού στους Πολέμους του Οπίου με τη Βρετανία και τη Γαλλία. Η Κίνα αναγκάστηκε να πληρώσει αποζημίωση, να ανοίξει μερικά λιμάνια στο διεθνές εμπόριο, να επιτρέψει το δικαίωμα ετεροδικίας για τους ξένους υπηκόους (δηλαδή, σε αυτούς να ισχύουν οι νόμοι των χωρών τους και όχι της Κίνας) και να εκχωρήσει το Χονγκ Κονγκ στους Βρετανούς[66] σύμφωνα με τη Συνθήκη της Ναντσίνγκ του 1842. Ήταν η πρώτη από τις άνισες συνθήκες που υπέγραψε η Κίνα και η Κορέα (αλλά και η Ιαπωνία, μέχρι την εποχή Μεϊτζί) με άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας.
Η Συμμαχία των Οκτώ Εθνών εισέβαλε στην Κίνα για να νικήσει τους Μπόξερ και τους υποστηρικτές τους. Οι Μπόξερ ήταν κατά της ξένης παρουσίας στη Κίνα αλλά και υπέρ της κινεζικής ανεξαρτησίας. Η εικόνα παρουσιάζει μια τελετή εορτασμού μέσα στο κινεζικό αυτοκρατορικό παλάτι, την Απαγορευμένη Πόλη, μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου των Μπόξερ το 1901.
Το 1844, οι ΗΠΑ και η Γαλλία πέτυχαν καινούρια προνόμια και παραχωρήσεις σε βάρος της Κίνας. Μέσα σε λίγα χρόνια η Κίνα έχασε πολλές κτήσεις και επαρχίες της από τους Ευρωπαίους. Παράλληλα, η οικονομική διείσδυση των Ευρωπαίων γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα η οικονομία της να εξαρτάται αποκλειστικά από τις ευρωπαϊκές εμπορικές εταιρείες. Η εξέγερση των Ταϊπίνγκ στα μέσα του 19ου αιώνα αποτελεί το σημαντικότερο ιστορικό γεγονός αυτής της περιόδου, υπό την ηγεσία του Χονγκ Σιουτσουάν. Η εξέγερση αυτή πήρε χρόνια να κατασταλεί, και οδήγησε σε εκατομμύρια θανάτους, 30 με 50 εκατομμυρίων ατόμων σε μια Κίνα που τότε δεν είχε πάνω από 400 εκατομμύρια κατοίκους, και εκτεταμένη καταστροφή. Αποδυνάμωσε τη δυναστεία Τσινγκ κατά πολύ και ενίσχυσε τον ρεζιοναλισμό των διαφόρων περιοχών, και έπειτα στην εποχή των πολεμάρχων (1912-1949), μια περίοδο αναρχίας στη Κίνα που οδήγησε στην ανάδυση του ΚΚ Κίνας, που στη δεύτερη φάση του πολέμου, από το 1946, νίκησε σε 3 χρόνια τη κυβέρνηση του Κουομιντάν και οδηγώντας στην ενοποίηση του μεγαλύτερου μέρους της Κίνας, εκτός από το Θιβέτ (που προσαρτήθηκε αργότερα) και τη Ταϊβάν, που σήμερα αποτελεί ξεχωριστή κρατική οντότητα.
Τον 19ο αιώνα ξεκίνησε μια μεγάλη φυγή των Κινέζων στη Μαλαισία, στη Σιγκαπούρη, στην Ινδονησία, στη Ταϊλάνδη (και σε πάρα πολύ μικρό βαθμό, κυρίως άνδρες) στην Αμερική και την Αυστραλία. Πέρα από τη μετανάστευση, καταστροφές και συγκρούσεις, όπως ο λιμός της Βόρειας Κίνας του 1876-1879, οδήγησαν στην απώλεια 9 με 13 εκατομμυρίων κατοίκων.[67] Ο αυτοκράτορας Κουανγκσού συνέταξε ένα σχέδιο μεταρρυθμίσεων το 1898 με στόχο να κάνει την Κίνα μια σύγχρονη συνταγματική μοναρχία, αλλά αυτά τα σχέδια ματαιώθηκαν από την αυτοκράτειρα Τσισί. Η αποτυχημένη εξέγερση των Μπόξερ κατά των ξένων αποικιοκρατών το 1899-1901 αποδυνάμωσε περαιτέρω τη δυναστεία. Αν και η Τσισί υποστήριξε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, η Επανάσταση Σινχάι του 1911-1912 έφερε το τέλος των Τσινγκ ιδρύοντας τη Δημοκρατία της Κίνας.[68] Ο Πουγί, ο τελευταίος αυτοκράτορας της Κίνας, παραιτήθηκε το 1912.[69]
Ο Α΄ Σινοϊαπωνικός Πόλεμος (1894–1895) είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της κινεζικής επιρροής στη Κορεατική Χερσόνησο, καθώς και την εκχώρηση της Ταϊβάν στην Ιαπωνία.[70] Η δυναστεία των Τσινγκ άρχισε επίσης να βιώνει εσωτερικές αναταραχές, κατά τις οποίες δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν, ειδικά κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Λευκού Λωτού. Η επανάσταση του Λευκού Λωτού ήταν η εναλλακτική ονομασία της εξέγερσης των Ταϊπίνγκ, η οποία κατέστρεψε τη νότια Κίνα στις δεκαετίες του 1850 και του 1860. Η Εξέγερση των Ντουνγκάν (1862-1877) ήταν μια επανάσταση στα βορειοδυτικά της Κίνας από τους ντόπιους μουσουλμάνους, η οποία οδήγησε στην δημιουργία του κράτους Γετισάρ, στην προσωρινή κατοχή της περιοχής της Κουλτζάς από τη Ρωσία, και σε τεράστιες ανθρώπινες απώλειες. Η αρχική επιτυχία του Κινήματος Αυτοενδυνάμωσης της δεκαετίας του 1860 ματαιώθηκε από μια σειρά στρατιωτικών ήττων στις δεκαετίες του 1880 και του 1890.
Πολλοί φωτισμένοι διανοούμενοι προσπαθούν να δώσουν νέα ώθηση και οργάνωση του κράτους. Το κράτος προς το 1900 έκανε κάποιες προσπάθειες να αντιστρέψει την παρακμή. Ξεσπούν διάφορες λαϊκές εξεγέρσεις που καταστέλλονται από τις συντηρητικές δυνάμεις, όπως η εξέγερση των Μπόξερ το 1900. Τελικά οι διάφορες επαναστατικές τάσεις ενώθηκαν και ίδρυσαν το Κουομιντάνγκ. Το 1912 καταλύεται η αυτοκρατορία κι η χώρα ανακηρύσσεται δημοκρατία στις 12 Μαρτίου στην πόλη Ναντζίνγκ με πρόεδρο τον Σουν Γιατ Σεν.
Παράλληλα, στην Κίνα υπήρχαν διάφοροι τοπικοί κυβερνήτες, οι οποίοι εξουσίαζαν μια ορισμένη περιοχή ο καθένας και εισέπρατταν τους φόρους για λογαριασμό τους, με ιδιωτικούς στρατούς και που ο καθένας τους προσπαθούσε να επεκτείνει την περιοχή του σε βάρος των άλλων, υποδαυλιζόμενος από τους Ευρωπαίους. Την οξύτητα αυτή σταμάτησε το 1927 ο Τσανγκ Κάι Σεκ, όταν με το Κουομιντάνγκ κατέλαβε την εξουσία.
Η δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας
ΕπεξεργασίαΣτις 1 Ιανουαρίου 1912 ιδρύθηκε η Δημοκρατία της Κίνας και ο Σουν Γιατ-σεν του Κουομιντάνγκ έγινε προσωρινός πρόεδρος της νέας Κίνας.[71] Στις 12 Φεβρουαρίου 1912, η αντιβασιλέας αυτοκράτειρα Λονγκγιού σφράγισε το διάταγμα παραίτησης για λογαριασμό του 4χρονου Πουγί, του τελευταίου αυτοκράτορα της Κίνας. Η μοναρχία της Κίνας, έλαβε τέλος μετά από 4 χιλιετίες.[72] Τον Μάρτιο του 1912, η προεδρία της χώρας δόθηκε στον Γιουάν Σικάι, έναν πρώην στρατηγό των Τσινγκ, ο οποίος το 1915 αυτοανακηρύχτηκε Αυτοκράτορας της Κίνας. Αντιμετωπίζοντας τη λαϊκή κατακραυγή και την εναντίωση στις κινήσεις του από τον στρατό του Μπεϊγιάνγκ, τον προσωπικό στρατό του Σικάι, ο ίδιος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να επανιδρύσει τη δημοκρατία το 1916.[73]
Μετά τον θάνατο του Σικάι το 1916, η Κίνα κατακερματίστηκε σε αντιμαχόμενες οντότητες. Πολέμαρχοι πολεμούσαν για την εξουσία. Η κυβέρνησή του Πεκίνου ήταν διεθνώς αναγνωρισμένη αλλά στη πραγματικότητα ανίσχυρη. Οι ντόπιοι πολέμαρχοι έλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος της Κίνας.[74][75] Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, το Κουομιντάνγκ, υπό την ηγεσία του Τσιάνγκ Τσιεσί (Τσιάνγκ Κάι-σεκ), τον τότε Διευθυντή της Στρατιωτικής Ακαδημίας της Δημοκρατίας της Κίνας, κατάφερε να επανενώσει τη χώρα υπό τον έλεγχό του με μια σειρά επιδέξιων στρατιωτικών και πολιτικών ελιγμών, τη λεγόμενη Βόρεια αποστολή.[76][77] Το Κουομιντάνγκ μετέφερε την πρωτεύουσα της Κίνας στη Ναντσίνγκ και εφάρμοσε το σύστημα της «πολιτικής κηδεμονίας», ένα ενδιάμεσο στάδιο πολιτικής ανάπτυξης, το οποίο περιέγραφε στο δόγμα Σανμίν ο Γιατ-σεν, με στόχο τη μετατροπή της Κίνας σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος.[78] Ειδικά μετά το 1927 ο πολιτικός διχασμός στην Κίνα κατέστησε δύσκολο για τον Τσιάνγκ να πολεμήσει τον κομμουνιστικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό, ο οποίος αποτελούσε πλέον την παράταξη εναντίον της οποίας πολεμούσε το Κουομιντάνγκ, το κόμμα του Γιατ-σεν και του Κάι-σεκ, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στη Κίνα. Αυτός ο πόλεμος συνεχίστηκε με επιτυχία για το Κουομιντάνγκ, ειδικά μετά την υποχώρηση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού κατά τη Μεγάλη Πορεία, έως ότου η ιαπωνική επίθεση και το περιστατικό της Σιάν του 1936 ανάγκασαν τον Τσιάνγκ να στρέψει την προσοχή του στην Αυτοκρατορική Ιαπωνία.[79]
Οι Ιάπωνες, εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες της κινεζικής κυβέρνησης, όπως δηλώθηκαν παραπάνω, εισέβαλαν στη Μαντζουρία το 1931 και ίδρυσαν το κράτος του Μαντσουκούο. Η ηγεσία του Κουομιντάνγκ, αντί να οργανώσει την αντίσταση της χώρας, στράφηκε εναντίον των οπαδών του Μάο Τσε Τουνγκ και έτσι επήλθε η διάσπαση του Κουομιντάνγκ. Τελικά οι Ιάπωνες, το 1937, κατέλαβαν ολόκληρο το βόρειο τμήμα της χώρας. Στο διάστημα μεταξύ του 1937 και του 1942 έγιναν πολλές προσπάθειες να ενωθούν τα δύο κινήματα του Κουομιντάνγκ και εκείνου στο οποίο είχε την ηγεσία το κομμουνιστικό κόμμα, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ο Β΄ Σινοϊαπωνικός Πόλεμος (1937-1945), ένα θέατρο επιχειρήσεων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οδήγησε σε μια αναγκαστική συμμαχία μεταξύ του Κουομιντάνγκ και των Κομμουνιστών. Οι ιαπωνικές δυνάμεις διέπραξαν πολυάριθμες πολεμικές θηριωδίες κατά του άμαχου πληθυσμού. Συνολικά, 20 εκατομμύρια Κινέζοι άμαχοι έχασαν τη ζωή τους.[80] Υπολογίζεται ότι 40.000 με 300.000 Κινέζοι κάτοικοι της Ναντσίνγκ σφαγιάστηκαν κατά τη διάρκεια της ιαπωνικής κατοχής.[81] Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Κίνα, μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση, απέκτησε το καθεστώς του «καταπιστευματοδόχου των ισχυρών δυνάμεων»[82] και αναγνωρίστηκε σαν μέρος των «Μεγάλων Τεσσάρων Δυνάμεων» στη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών.[83][84] Μαζί με τις υπόλοιπες τρεις μεγάλες δυνάμεις, η Κίνα ανήκε στους τέσσερις μεγάλους Συμμάχους του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η Κίνα θεωρείται μεγάλη νικήτρια του πολέμου με τη Βρετανία, τη Σοβιετική Ένωση και τις ΗΠΑ.[85][86]
Μετά την παράδοση της Ιαπωνίας το 1945, η Ταϊβάν, συμπεριλαμβανομένων των νησιών Πενγκχού, επεστράφη στη Κίνα. Ωστόσο, η εγκυρότητα της παράδοσης της Ταϊβάν στη Κίνα είναι αμφιλεγόμενη, καθώς αμφισβητείται το γεγονός ότι η Ταϊβάν μεταβιβάστηκε νόμιμα και ότι η Κίνα είναι νόμιμος αποδέκτης του νησιού της Ταϊβάν. Η νομική διαφωνία για την παράδοση του νησιού προήλθε από τα πολύπλοκα ζητήματα που δημιούργησε ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκαν οι διεθνείς δυνάμεις το θέμα της παράδοσης της Ιαπωνίας, με αποτέλεσμα το πολιτικό καθεστώς της Ταϊβάν να παραμείνει άλυτο, διαφορά η οποία αποτελεί ένα σημείο ανάφλεξης για ένα πιθανό πόλεμο μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν. Η Κίνα νίκησε, αλλά υπέστη μεγάλες καταστροφές από τον πόλεμο και είχε εξαντληθεί οικονομικά. Η συνεχιζόμενη διαφωνία για την εξουσία μεταξύ του Κουομιντάνγκ και των κομμουνιστών οδήγησε στην επανέναρξη του εμφυλίου πολέμου. Η Κίνα εισήγαγε καθεστώς συνταγματικής διακυβέρνησης το 1947, αλλά λόγω της συνεχιζόμενης αναταραχής, πολλές διατάξεις του συντάγματος της ΔτΚ (ΔτΚ = Δημοκρατία της Κίνας) δεν εφαρμόστηκαν ποτέ στην ηπειρωτική Κίνα.[87]
Το 1946 οδηγήθηκαν σε σύγκρουση. Ο Κινεζικός Εμφύλιος Πόλεμος τέλειωσε το 1949 με τη νίκη του Μάο Τσε Τουνγκ, ενώ ο Τσάνγκ Κάι Σεκ με τους υποστηρικτές του πέρασε στο νησί Ταϊβάν. Εκεί εγκατέστησε την εξόριστη Δημοκρατία της Κίνας και συνέχισε να διεκδικεί τον τίτλο του αποκλειστικού νόμιμου εκπροσώπου της Κίνας, με απώτερο σκοπό να επανέλθει δια των όπλων στην ηπειρωτική Κίνα και να καταλύσει το κομμουνιστικό καθεστώς. Το ΚΚΚ υπό τον Μάο από την άλλη ίδρυσε την Λαοκρατική Δημοκρατία της Κίνας, που σταδιακά αναγνωρίστηκε διεθνώς ως το μοναδικό κινεζικό κράτος και έγινε μέλος του ΟΗΕ. Η εφαρμογή της μαοϊκής σκέψης στην Κίνα μπορεί να ήταν υπεύθυνη για πάνω από 70 εκατομμύρια θανάτους κατά τη διάρκεια ειρήνης,[88][89] με το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός, την Αντιδεξιά Εκστρατεία του 1957-1958[90] και την Πολιτιστική Επανάσταση.
Συγκρότηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας
ΕπεξεργασίαΠριν από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας, το ΚΚΚ είχε ανακηρύξει την ίδρυση της Κινεζικής Σοβιετικής Δημοκρατίας, τον πρόδρομο της ΛΔΚ, τον Νοέμβριο του 1931 στο Ρουεϊτσίν του Τσιανγκσί. Το Σοβιέτ του Τσιανγκσί εξολοθρεύτηκε από τους στρατούς της ΔτΚ το 1934 και η έδρα του Σοβιέτ μεταφέρθηκε στο Γιανάν στην επαρχία Σαανσί όπου ολοκληρώθηκε η Μεγάλη Πορεία το 1935.[91] Το Γιανάν απετέλεσε βάση των κομμουνιστών μέχρι το τέλος του εμφυλίου πολέμου το 1949. Στη συνέχεια, το ΚΚΚ απέκτησε τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της ηπειρωτικής Κίνας και η ηγεσία του Κουομιντάνγκ διέφυγε στην Ταϊβάν μαζί με ακολούθους, στρατιώτες και υποστηρικτές της. Η ΔτΚ διατήρησε υπό τον έλεγχο της την Ταϊβάν, τη Χαϊνάν (έως το 1950) και τα γύρω νησιά.
Την 1η Οκτωβρίου 1949, ο Πρόεδρος του ΚΚΚ Μάο Τσετούνγκ κήρυξε επίσημα την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στην τελετή ίδρυσης του νέου κράτους, ενώ επέβλεψε την εναρκτήρια στρατιωτική παρέλαση στην πλατεία Τιενανμέν, στο Πεκίνο.[92][93] Το 1950, ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός κατέλαβε τη Χαϊνάν από τη ΔτΚ[94] και ενσωμάτωσε το Θιβέτ το επόμενο έτος.[95] Ωστόσο, οι εναπομείνασες δυνάμεις του Κουομιντάνγκ στη Κίνα συνέχισαν να διεξάγουν εξεγέρσεις στη δυτική Κίνα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950.[96]
Η κυβέρνηση της ΛΔ Κίνας ενίσχυσε τη δημοτικότητά της στους αγρότες με την αναδιανομή των αγροτικών εκτάσεων και την εκτέλεση 1 με 2 εκατομμυρίων γαιοκτημόνων.[97] Η Κίνα ανέπτυξε ισχυρή βιομηχανία και δημιούργησε δικά της πυρηνικά όπλα.[98] Ο πληθυσμός της Κίνας αυξήθηκε σημαντικά. Από εκεί που βρισκόταν περίπου 450 εκατομμύρια άτομα το 1950 (κατ' εκτίμηση),[99] στην πρώτη επίσημη απογραφή 1975 είχε ανέβει στα 787 εκατομμύρια. Ωστόσο, το Μεγάλο Άλμα προς τα εμπρός, το οποίο αποσκοπούσε στην επιβολή ενός πολύ μεγάλου πακέτου κοινωνικών μεταρρυθμίσεων στη Κίνα, οδήγησε περισσότερα από 15 εκατομμύρια ανθρώπους στον θάνατο σε τρία χρόνια (την περίοδο 1959-61), κυρίως από την πείνα.[100] Το 1966, ο Μάο και οι σύμμαχοί του ξεκίνησαν την Πολιτιστική Επανάσταση. Η Πολιτιστική Επανάσταση ήταν μια δεκαετία πολιτικών διώξεων και κοινωνικής αναταραχής. Η Πολιτιστική Επανάσταση έληξε το 1976 με τον θάνατο του Μάο. Τον Οκτώβριο του 1971, η ΛΔΚ έγινε ο εκπρόσωπος της Κίνας στα Ηνωμένα Έθνη και παράλληλα, απέκτησε θέση μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας.[101] Η μεταφορά του καθεστώτος του εκπροσώπου της Κίνας από τη ΔτΚ στη ΛΔ Κίνας οδήγησε στη δημιουργία ενός νέου πολιτικού προβλήματος, αυτό του πολιτικού καθεστώτος της Ταϊβάν, αλλά και το ζήτημα των δύο Κινών.
Η πολιτική σύγκρουση με την Ε.Σ.Σ.Δ.
Επεξεργασία«Όπως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί στη φύση και την κοινωνία, έτσι και το διεθνές εργατικό κίνημα τείνει κι αυτό να διχοτομηθεί». Με αυτή την ιδιόμορφα φιλοσοφική διάθεση η Λαϊκή Ημερησία του Πεκίνου, δημοσιογραφικό όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, επισημοποίησε στις 4 Φεβρουαρίου του 1964, το πολιτικό διαζύγιο μεταξύ Κίνας και Ε.Σ.Σ.Δ., δίνοντας εμμέσως πλην σαφώς το σύνθημα για τη διάσπαση των κομμουνιστικών κομμάτων σε σοβιετόφιλα και κινεζόφιλα. Η δραματική αυτή εξέλιξη, πέρα από το τεράστιο ιδεολογικό και συναισθηματικό της φορτίο για τους κομμουνιστές, επηρέασε άμεσα τους διεθνείς συσχετισμούς, τροποποιώντας ριζικά την παγκόσμια πολιτική γεωγραφία.
Δεν επρόκειτο για κεραυνό εν αιθρία. Τα απειλητικά σύννεφα στις σχέσεις των δύο χωρών συσσωρεύονταν αργά αλλά επίμονα, αρχής γενομένης από το 20ό συνέδριο του Κ.Κ.Σ.Ε. το 1956, όπου ο Νικίτα Χρουστσόφ, προς μεγάλη δυσφορία της κινεζικής ηγεσίας, προκάλεσε τρομερό σοκ στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, με την περίφημη «μυστική έκθεση» για τη σταλινική προσωπολατρία. Ήδη από το 1958 ο Μάο Τσε Τουνγκ, με τη νέα πολιτική γραμμή των «τριών κόκκινων σημαιών» (Μεγάλο Άλμα - Λαϊκές Κομμούνες - Γενική Γραμμή), είχε κάνει σαφές ότι το Πεκίνο εννοεί στο εξής να στηρίζεται κυρίως στις δικές του δυνάμεις σε ό,τι αφορά την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και να έχει τη δική του φωνή στις διεθνείς υποθέσεις. Η λανθάνουσα κρίση στις σινοσοβιετικές σχέσεις εισήλθε σε τροχιά έντασης τον Ιούλιο του 1963, με την αποτυχία των συνομιλιών μεταξύ αντιπροσωπειών των δύο κομμάτων στη Μόσχα και την κατηγορηματική αντίθεση των Κινέζων στην πρόταση των Σοβιετικών περί νέας διεθνούς διάσκεψης των κομμουνιστικών κομμάτων.
Το άρθρο της Λαϊκής Ημερησίας αποτέλεσε αιτία διαμάχης (casus belli) για το Κρεμλίνο, το οποίο εγκατέλειψε τη μέχρι τότε συμφιλιωτική - κατευναστική πολιτική του και πέρασε στην αντεπίθεση. Αυτός που απάντησε ήταν ο επί των ιδεολογικών υπεύθυνος του ΚΚΣΕ Μιχαήλ Σουσλόφ, κύριος εισηγητής στην κρίσιμη σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής για το σχίσμα που συγκλόνιζε το κομμουνιστικό στρατόπεδο. Με την εισήγησή του, ο Σουσλόφ καταλόγισε στο Πεκίνο διασπαστικές προθέσεις, ηγεμονικές βλέψεις και πολιτικό τυχοδιωκτισμό, καταδίκασε τη λεγόμενη «Σκέψη του Μάο» ως παρέκκλιση από το Μαρξισμό-Λενινισμό και εκδήλωση νοσηρής προσωπολατρίας και εισηγήθηκε τη διαγραφή των Γκεόργκι Μαλενκόφ - Βιατσεσλάβ Μόλοτοφ - Λάζαρ Καγκάνοβιτς από το Κ.Κ.Σ.Ε., υπονοώντας σαφώς ότι κινούνταν με παρασκηνιακή υποστήριξη του Πεκίνου προς την κατεύθυνση ενός φιλομαοϊκού-φιλοσταλινικού πραξικοπήματος.
Οι εκατέρωθεν ανταλλαγές ιδεολογικών πυρών τους επόμενους μήνες συχνά εκφυλίζονταν σε καυστικές ειρωνείες ή και ανοιχτές ύβρεις μέσα από τις σελίδες των δημοσιογραφικών οργάνων των δύο κομμουνιστικών κομμάτων. Ένα γράμμα της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Κ. προς τη σοβιετική ηγεσία στις 29 Φεβρουαρίου, αφού κατήγγειλε το Κρεμλίνο για «ύπουλη διπρόσωπη τακτική», έθεσε, πρώτη φορά, επίσημα ζήτημα αναθεώρησης των σινοσοβιετικών συνόρων[102].
Σε ένα τέτοιο κλίμα δεν είναι περίεργο που μία μεσολαβητική προσπάθεια, τον Μάρτιο, αντιπροσωπείας του Κ. Κ. Ρουμανίας, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Ίον Μάουρερ, κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Πολύ σύντομα, οι διαφορές μεταξύ των δύο ανταγωνιστικών, πλέον, πόλων του παγκόσμιου κομμουνισμού κωδικοποιήθηκαν στην κομματική «αργκό»: οι Σοβιετικοί κατηγόρησαν τους Κινέζους για «αριστερισμό, σεχταρισμό, φραξιονισμό και βολονταρισμό» και οι Κινέζοι εγκάλεσαν τους Σοβιετικούς για «ρεβιζιονισμό, κρυπτοτροτσκισμό, οπορτουνισμό και σοσιαλιμπεριαλισμό». Πολύ συχνά, όμως, η αντιπαράθεση εκτραχηλιζόταν πέρα από κάθε ιδεολογικό ή πολιτικό όριο και έπεφτε στο επίπεδο των εμπαθών προσωπικών επιθέσεων, όπως συνέβη π.χ. με άρθρο της Λαϊκής Ημερησίας στις 31 Μαρτίου του 1964, όπου μεταξύ άλλων αναφέρθηκε για τον Νικίτα Χρουστσόφ: «Είναι ο μεγαλύτερος γελωτοποιός της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής... Οι σύντροφοι του ΚΚΣΕ πρέπει να τον ανατρέψουν το συντομότερο και να τον πετάξουν στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας... Η κυριότερη συμβολή του στον πολιτικό λόγο είναι να χτυπάει το τραπέζι, να δείχνει τις γροθιές του, να βαράει τα πόδια του και να τρίζει τα δόντια».
Δεν επρόκειτο απλά και μόνο για μία προσωπική βεντέτα Χρουστσόφ - Μάο ή, έστω, για μία φορτισμένη ιδεολογική διαμάχη μεταξύ διαφορετικών δογματικών αιρέσεων. Πίσω από τις αντιπαραθέσεις περί «δικτατορίας του προλεταριάτου ή παλλαϊκού κράτους», «ειρηνικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό ή λαϊκού επαναστατικού πολέμου», «παγκόσμιας αντίθεσης σοσιαλισμού-καπιταλισμού ή Βορρά - Νότου» κρυβόταν ο πολύ σοβαρότερος ανταγωνισμός των κρατικών συμφερόντων των δύο γιγαντιαίων χωρών. Ένας ανταγωνισμός που σύντομα οδήγησε στη διάσπαση μίας σειράς κομμουνιστικών κομμάτων στη Δυτική Ευρώπη και τον Τρίτο Κόσμο και πήρε οξύτερη μορφή στις προσπάθειες προσεταιρισμού κυβερνήσεων και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων της περιφέρειας, όπου οι κινεζόφιλες τάσεις ήταν πιο ισχυρές. Αντίθετα, στην Ανατολική Ευρώπη η επίδραση του Μαοϊσμού αποδείχθηκε πολύ περιορισμένη έως ανύπαρκτη -βοηθουσών και των απαραίτητων εσωκομματικών εκκαθαρίσεων.
Η σινοσοβιετική διένεξη έφτασε στο χείλος της στρατιωτικής σύγκρουσης τον χειμώνα του 1964, με τη συγκέντρωση στρατευμάτων των δύο χωρών στα σύνορα της κινεζικής επαρχίας Σινκιάνγκ με τις Σοβιετικές Δημοκρατίες του Τατζικιστάν, της Κιργιζίας και του Καζακστάν, όπως επίσης και στις όχθες του ποταμού Αμούρ-Ουσούρι. Η ανθρωπότητα, που ζούσε στον πυρετό του ψυχρού πολέμου μεταξύ Ανατολής και Δύσης, παρακολουθούσε έκπληκτη το ενδεχόμενο ενός θερμού πολέμου μεταξύ δύο κομμουνιστών γειτόνων.
Κάποια ύφεση στις σχέσεις Μόσχας-Πεκίνου επήλθε τον Οκτώβριο του 1964, μετά την απομάκρυνση του Νικίτα Χρουστσόφ από την εξουσία. Η υπό τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ νέα ηγεσία του Κρεμλίνου προχώρησε σε ορισμένες χειρονομίες καλής θέλησης προς τον Μάο, απευθύνοντας στο Κ.Κ.Κ. πρόσκληση για διαβουλεύσεις με στόχο τη γεφύρωση των διαφορών και επιρρίπτοντας στον Χρουστσόφ μέρος των ευθυνών για την επελθούσα ρήξη. Οι ελπίδες για την αποκατάσταση της βαριάς τραυματισμένης κομμουνιστικής ενότητας κορυφώθηκε το Νοέμβριο του 1964, κατά την επίσημη επίσκεψη του πρωθυπουργού Τσου Εν Λάι στη Μόσχα, στην επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης. Διαψεύστηκαν όμως αμέσως μετά την ατελέσφορη κατάληξη των διμερών συνομιλιών. Το τέλος του 1964 βρήκε τη Λαϊκή Ημερησία να εγκαλεί τη νέα σοβιετική ηγεσία για «Χρουστσοφισμό χωρίς Χρουστσόφ», ενώ στον βεβαρημένο ουρανό των σινοσοβιετικών σχέσεων ήρθε να εγκατασταθεί και το εφιαλτικό πυρηνικό μανιτάρι, ύστερα από την πρώτη επιτυχή πυρηνική δοκιμή του Πεκίνου.[103]
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Τσου Εν Λάι συμμετείχε σε εξαιρετικά λεπτές και μυστικές διπλωματικές επαφές με τις Ηνωμένες Πολιτείες και ο Μάο συμφώνησε σε μία μυστική επίσκεψη στο Πεκίνο από τον σύμβουλο εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ τον Ιούλιο του 1971. Αυτή η επίσκεψη ήταν ένα από τα πιο δραματικά γεγονότα της εποχής του Ψυχρού Πολέμου και έθεσε τις βάσεις για το ταξίδι του Προέδρου των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον στην Κίνα τον Φεβρουάριο του 1972 (η συνάντηση των δύο ηγετών έγινε στις 21 Φεβρουαρίου[104]). Σε μία εποχή που ο πόλεμος του Βιετνάμ συνεχιζόταν ακατάπαυστα, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν σημαντικά βήματα προς τη μείωση του αμοιβαίου ανταγωνισμού τους απέναντι στη σοβιετική απειλή.[105] Ειδικοί αναλυτές χαρακτήρισαν εκείνη την επίσκεψη του Αμερικανού Προέδρου απαρχή μιας πολυεπίπεδης διμερούς συμφωνίας, μίας προσέγγισης ανέλπιστης, η οποία άλλαξε τον κόσμο τις επόμενες δεκαετίες. Οι μετέπειτα σινοσοβιετικές σχέσεις ουδέποτε αποκαταστάθηκαν, ενώ σε πολιτικό επίπεδο αρχικά και οικονομικό μεταγενέστερα η σινοαμερικανική «συνύπαρξη» στην παγκόσμια πολιτικοοικονομική ισορροπία δεν διαταράχθηκε, ούτε ακόμα και από τη γιγάντωση της Κίνας που σταδιακά ακολούθησε τις επόμενες δεκαετίες.[104]
Η Κίνα μετά τον Μάο
ΕπεξεργασίαΜετά το θάνατο του Μάο, ο Χουά Γκουοφένγκ ανέλαβε την εξουσία και συνέλαβε τη «Συμμορία των Τεσσάρων», θεωρώντας την υπεύθυνη για τις υπερβολές της Πολιτιστικής Επανάστασης.[106] Η οικονομική και πολιτιστική μεταρρύθμιση ήρθε με τον Ντενγκ Σιαοπίνγκ, μια περίοδος που έμεινε γνωστή ως άνοιγμα της Κίνας και ξεκίνησε την ταχύτατη άνοδο της Κίνας στη διεθνή σκηνή. Ο Ντενγκ ανέλαβε κεντρικό ρόλο στην εξουσία το 1978 και θέσπισε σημαντικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Το ΚΚΚ διέλυσε σταδιακά τις κομμούνες υπέρ της εργασίας των ανθρώπων στο νοικοκυριό τους. Η Κίνα άρχισε να αλλάζει, και από μια σχεδιασμένη οικονομία, σταδιακά μεταμορφώθηκε σε μικτή οικονομία.[107] Χωρίς λεπτομερείς πληροφορίες για την οικονομία, οι ηγέτες υιοθέτησαν ένα υπερβολικά φιλόδοξο 10ετές πρόγραμμα στις αρχές του 1978 και χρησιμοποίησαν τους πόρους της κυβέρνησης στο όριο καθ' όλη τη διάρκεια του έτους για να αυξήσουν τις επενδύσεις και να επιτύχουν ταχεία οικονομική ανάπτυξη.[108] Η χώρα υιοθέτησε το ισχύον σύνταγμά της στις 4 Δεκεμβρίου 1982. Το 1982 έγινε η δεύτερη επίσημη απογραφή και ο συνολικός πληθυσμός της χώρας ήταν 1.008.175.288 με αναλογία ανδρών προς γυναικών 106,3:100. Πάνω από το 60% του πληθυσμού γεννήθηκε μετά το 1949.[99] Η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού σε σύγκριση με την προηγούμενη απογραφή οδήγησε σε μέτρα ελέγχου των γεννήσεων.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η Κίνα βρισκόταν σε μεταβατικό στάδιο, με βασικά στοιχεία του προηγούμενου συστήματος να τίθενται υπό αμφισβήτηση, ενώ η τελική ισορροπία που θα επιτυγχανόταν παρέμενε ασαφής ακόμη και για τους κορυφαίους συμμετέχοντες. Το μεταρρυθμιστικό κίνημα άρχισε να επιταχύνεται το 1985. Η χρηματοπιστωτική αποκέντρωση και το σύστημα των δύο τιμών σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες προκάλεσαν τον πληθωρισμό και ενθαρρύνουν τη διαφθορά. Ο πληθυσμός της χώρας, άρχισε να γίνεται περισσότερο εκτεθειμένος σε ξένες ιδέες και πρότυπα διαβίωσης και άσκησε πίεση στην κυβέρνηση να επιταχύνει τον ρυθμό αλλαγής εντός της χώρας. Αυτές οι δυνάμεις προκάλεσαν ανοικτή αναταραχή στη χώρα, αρχικά στα τέλη του 1986.[108] Το 1989, η καταστολή των φοιτητικών διαδηλώσεων στην πλατεία Τιενανμέν οδήγησε πολλές χώρες να καταδικάσουν, αλλά και να επιβάλλουν κυρώσεις εναντίον της κινεζικής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των διαδηλωτών από μέρους της.[109]
Τη δεκαετία του 1990 την ηγεσία της Κίνας ανέλαβαν οι Τσιάνγκ Τσεμίν και Λι Πενγκ. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, 150 εκατομμύρια αγρότες διέφυγαν από τη φτώχεια και η οικονομία αναπτύχθηκε κατά μέσο όρο 11,2% ετησίως.[110] Το βρετανικό Χονγκ Κονγκ και το πορτογαλικό Μακάο επεστράφησαν στη Κίνα το 1997 και το 1999 αντίστοιχα. Το Χονγκ Κονγκ και το Μακάο αποτελούν ειδικές διοικητικές περιφέρειες της Κίνας, οι οποίες τελούν υπό το καθεστώς της πολιτικής αυτονομίας από την Κίνα (βλέπε Μία χώρα, δύο συστήματα). Η χώρα έγινε μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου το 2001. Η χώρα διατήρησε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης υπό την ηγεσία των Χου Τσιντάο και Ουέν Τσιανπάο τη δεκαετία του 2000. Ωστόσο, η γρήγορη οικονομική ανάπτυξη επηρέασε επηρέασε αρνητικά τους πόρους και το περιβάλλον της χώρας,[111][112] με αποτέλεσμα τον εκτοπισμό εκατομμυρίων Κινέζων.[113][114]
Ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας Σι Τσινπίνγκ κυβερνά τη Κίνα από το 2012. Έχει πραγματοποιήσει μεγάλης κλίμακας μεταρρυθμίσεις με σκοπό τη μεταρρύθμιση της κινεζικής οικονομίας,[115][116] (η οποία υποφέρει από διαρθρωτικές αστάθειες και επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης),[117][118][119] έχει καταργήσει την πολιτική ενός παιδιού. Παράλληλα, επί Σι, το ποινικό σύστημα έχει μεταρρυθμιστεί[120], και το κράτος έχει αναλάβει μια μεγάλης κλίμακας εκστρατεία κατά της διαφθοράς.[121] Το 2013, η Κίνα εγκαινίασε τη πρωτοβουλία μιας ζώνης και ενός δρόμου, ένα παγκόσμιο επενδυτικό πρόγραμμα με στόχο την ανάπτυξη των υποδομών παγκοσμίως.[122]
Η παγκόσμια πανδημία του κορονοϊού του 2019 ξεκίνησε στη Γουχάν της κεντρικής Κίνας τον Δεκέμβριο του 2019.[123] Η Κινεζική κυβέρνηση είναι μια από τις λίγες χώρες που ακολουθούν την πολιτική μηδενικής ανοχής στον κορονοϊό.[124] Η οικονομία της χώρας συνέχισε να ανακάμπτει και να διευρύνεται μετά από μια βραχύβια ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του 2020 λόγω της πανδημίας. Η Κίνα δημιουργεί σταθερά νέες θέσεις εργασίας και το διεθνές εμπόριο αυξάνεται με επίπεδα ρεκόρ, αν και η λιανική κατανάλωση έχει ανακάμψει με ρυθμό χαμηλότερο από το προβλεπόμενο.[125][126]
Την 1η Ιουλίου 2021, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας γιόρτασε την 100ή επέτειο της ίδρυσης του ΚΚΚ (είναι η πρώτη από τις λεγόμενες δύο εκατονταετηρίδες) με μια τεράστια συγκέντρωση στην πλατεία Τιενανμέν. Το Εθνικό Στάδιο της Κίνας στο Πεκίνο φιλοξένησε ένα μεγάλο καλλιτεχνικό δρώμενο ειδικά για την επέτειο.[127]
Σήμερα η Κίνα είναι μια ανεπτυγμένη χώρα, η οποία σημειώνει εντυπωσιακή πρόοδο σε όλους τους τομείς, ενώ το πολιτικό-οικονομικό της σύστημα (σε κομμουνιστικό καθεστώς) διαφέρει σημαντικά από το καθεστώς που υπήρχε παλαιότερα στη Σοβιετική Ένωση, αναπτύσσοντας οικονομικές δομές οι οποίες οδηγούν με σαφήνεια προς τον καπιταλισμό σε μονοκομματικό κράτος. Η Κίνα αναμένεται να γίνει η πρώτη οικονομία στον κόσμο το 2028 και η διεθνής της επιρροή αυξάνεται ταχύτατα, τόσο στον οικονομικό όσο και τον πολιτικό τομέα. Πάντως, τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν τομέα αυξανόμενης κριτικής για την Κίνα σήμερα (βλέπε Γενοκτονία των Ουιγούρων, Ανθρώπινα δικαιώματα στην Κίνα).
Γεωγραφία
ΕπεξεργασίαΤο τοπίο της Κίνας είναι τέτοιο που ποικίλει πολύ. Υπάρχουν έρημοι στον άνυδρο βορρά όπως οι έρημοι Γκόμπι και Τακλαμακάν και υποτροπικά δάση στον πιο υγρό νότο. Τα Ιμαλάια, το Καρακοράμ, τα όρη Παμίρ και τα όρη Τιάν Σαν χωρίζουν την Κίνα από μεγάλο μέρος της Νότιας και Κεντρικής Ασίας. Οι ποταμοί Γιανγκτσέ και Χουάνγκ Χε, ο τρίτος και ο έκτος μεγαλύτερος στον κόσμο, αντίστοιχα, πηγάζουν στο Θιβετιανό Οροπέδιο και εκβάλλουν στην πυκνοκατοικημένη ανατολική Κίνα. Η ακτογραμμή της Κίνας κατά μήκος του Ειρηνικού Ωκεανού φτάνει τα 14.500 χιλιόμετρα. Βρέχεται από τη θάλασσα Μποχάι, την Κίτρινη θάλασσα, αλλά και τις θάλασσες Ανατολικής Κίνας και Νότιας Κίνας. Η Κίνα συνδέεται με την ευρασιατική στέπα μέσω των συνόρων της με το Καζακστάν στα δυτικά. Η ευρασιατική στέπα αποτελεί το κύριο κομμάτι της Διαδρομής της Στέπας, η οποία έχει αποτελέσει μια πολύ σημαντική οδό επικοινωνίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Ήταν ο πρόγονος του Δρόμου του Μεταξιού.
Η Κίνα είναι μια πολύ μεγάλη χώρα. Εκτείνεται από τον 18ο έως 54ο βόρειο παράλληλο και από τον 73ο έως τον 135ο ανατολικό μεσημβρινό. Το γεωγραφικό κέντρο της Κίνας βρίσκεται στις συντεταγμένες 35.844694 Β 103.452083 Α. Η τεράστια επικράτεια της Κίνας χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία στα τοπία. Στα ανατολικά, κατά μήκος των ακτών της Κίτρινης Θάλασσας και της Θάλασσας της Ανατολικής Κίνας, υπάρχουν εκτεταμένες και πυκνοκατοικημένες αλλούβιες πεδιάδες, ενώ στις παρυφές του οροπεδίου της Εσωτερικής Μογγολίας στα βόρεια, κυριαρχούν τα λιβάδια που καταλαμβάνουν μια τεράστια έκταση. Η Νότια Κίνα κυριαρχείται από λόφους και χαμηλές οροσειρές, ενώ η κεντροανατολική Κίνα φιλοξενεί τα δέλτα των δύο μεγάλων ποταμών της Κίνας, του Χουάνγκ Χε (Κίτρινος Ποταμός) και του Ποταμού Γιανγκτσέ. Ο ποταμός Σι είναι ένας άλλος μεγάλος ποταμός στη Κίνα. Κινεζικό έδαφος διασχίζει επίσης ο Μεκόνγκ, ο Βραχμαπούτρας και ο Αμούρ μεταξύ άλλων. Στα δυτικά βρίσκονται μεγάλες οροσειρές όπως τα Ιμαλάια. Τα ψηλά οροπέδια αποτελούν κεντρικό χαρακτηριστικό των ανύδρων τοπίων του βορρά. Στο βορρά υπάρχει η έρημος Τακλαμακάν και η έρημος Γκόμπι. Το Θιβέτ είναι ξηρό με πολλές λίμνες που προέκυψαν από το λιώσιμο των παγετώνων μετά την τελευταία εποχή των παγετώνων. Το υψηλότερο σημείο του κόσμου, το όρος Τσομολούνγκμα (σε υψόμετρο 8.848 μέτρων), βρίσκεται στα σύνορα της Κίνας με το Νεπάλ.[128] Το χαμηλότερο σημείο της χώρας και το τρίτο χαμηλότερο στον κόσμο είναι η αποξηραμένη κοίτη της λίμνης Αϊντίνγκ (σε υψόμετρο 154 μέτρων κάτω από τη στάθμη της θάλασσας) η οποία βρίσκεται στο βύθισμα Τουρπάν.[129]
Κλίμα
ΕπεξεργασίαΤο κλίμα της Κίνας κυριαρχείται κυρίως από τις εποχές της ξηρασίας τον χειμώνα και τους υγρούς μουσώνες, οδηγώντας σε έντονες διαφορές θερμοκρασίας και βροχοπτώσεων μεταξύ χειμώνα και καλοκαιριού. Το χειμώνα, οι βόρειοι άνεμοι που πνέουν από περιοχές που βρίσκονται σε υψηλά γεωγραφικά πλάτη είναι ψυχροί και ξηροί, ενώ το καλοκαίρι, οι νότιοι άνεμοι που πνέουν από τις παράκτιες περιοχές σε χαμηλότερα γεωγραφικά πλάτη είναι ζεστοί και υγροί. Έτσι υπάρχουν βροχές και τυφώνες στη νότια Κίνα το καλοκαίρι, ενώ κάποιες βροχοπτώσεις υπάρχουν ακόμη και στον βορρά, ο οποίος είναι κάπως θερμός και με μερικές βροχοπτώσεις το καλοκαίρι, αλλά πολύ ψυχρός τον χειμώνα και συχνές χιονοπτώσεις.[130]
Ένα σημαντικό περιβαλλοντικό ζήτημα στην Κίνα είναι η συνεχής επέκταση των ερήμων, ιδιαίτερα της Γκόμπι.[131][132] Παρά το γεγονός ότι η φύτευση αρκετών δέντρων κοντά σε ερήμους μετά τη δεκαετία του 1970 έχει μειώσει τη συχνότητα των αμμοθυέλλων, η παρατεταμένη ξηρασία, αλλά και οι κακές γεωργικές πρακτικές, οδηγούν στην εκδήλωση σκονοθυελλών που επηρεάζουν τη βόρεια Κίνα κάθε άνοιξη, οι οποίες μετά εξαπλώνονται σε γύρω χώρες της ανατολικής Ασίας όπως η Ιαπωνία και η Κορέα. Το εποπτικό όργανο της Κίνας για τη Κίνα, η Κρατική Υπηρεσία για τη Προστασία του Περιβάλλοντος της Κίνας ανακοίνωσε το 2007 ότι η Κίνα χάνει έως και 4.000 τ.χλμ. το χρόνο από την ερημοποίηση.[133]
Η ποιότητα του νερού, η διάβρωση και ο έλεγχος της ρύπανσης έχουν γίνει σημαντικά ζητήματα στις σχέσεις της Κίνας με άλλες χώρες. Το λιώσιμο των παγετώνων στα Ιμαλάια θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε έλλειψη νερού για εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους.[134] Σύμφωνα με ακαδημαϊκούς, προκειμένου να περιοριστεί η κλιματική αλλαγή στην Κίνα και η αύξηση της θερμοκρασίας να φτάσει μόνο μέχρι το όριο των 1,5 βαθμών Κελσίου από τα προβιομηχανικά επίπεδα, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς δέσμευση άνθρακα, και γενικά από ορυκτά καύσιμα, στην Κίνα, πρέπει να καταργηθεί σταδιακά σε μια διαδικασία η οποία πρέπει να έχει ολοκληρωθεί έως το 2045.[135]
Τα επίσημα κρατικά στατιστικά στοιχεία σχετικά με την ετήσια παραγωγή αγροτικών προϊόντων της Κίνας θεωρούνται αναξιόπιστα, επειδή συχνά κυβερνητικές υπηρεσίες πληθωρίζουν τα ετήσια επίπεδα παραγωγής.[136][137] Μεγάλο μέρος της Κίνας έχει πολύ κατάλληλο κλίμα για τη στήριξη καλλιεργειών και η χώρα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός ρυζιού, σιταριού, ντομάτας, μελιτζάνας, σταφυλιού, καρπουζιού, σπανακιού και πολλών άλλων καλλιεργειών στον κόσμο.[138]
Βιοποικιλότητα
ΕπεξεργασίαΗ Κίνα είναι μία από τις 17 χώρες με πολύ μεγάλη ποικιλία βλάστησης.[139] Ανήκει σε δύο σημαντικές βιογεωγραφικές περιοχές του κόσμου: την Παλαιαρκτική περιοχή και την Ινδομαλαϊκή περιοχή. Σύμφωνα με μια κατάταξη, η Κίνα έχει πάνω από 34.687 είδη ζώων και ανώτερων φυτών. Είναι, σύμφωνα με αυτή τη κατάταξη, η χώρα με τη τρίτη μεγαλύτερη βιοποικιλότητα στον κόσμο, μετά τη Βραζιλία και την Κολομβία. Η χώρα υπέγραψε τη Σύμβαση του Ρίο ντε Τζανέιρο για τη Βιοποικιλότητα στις 11 Ιουνίου 1992 και έγινε συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση στις 5 Ιανουαρίου 1993.[140] Αργότερα η Κίνα εκπόνησε την κινεζική Εθνική Στρατηγική και Σχέδιο Δράσης για τη Βιοποικιλότητα, ενώ μια αναθεώρηση του κινεζικού σχεδίου εγκρίθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2010.[141]
Η Κίνα φιλοξενεί τουλάχιστον 551 είδη θηλαστικών (ο τρίτος υψηλότερος τέτοιος αριθμός στον κόσμο), 1.221 είδη πουλιών (όγδοος μεγαλύτερος αριθμός στο κόσμο) 424 είδη ερπετών (έβδομος μεγαλύτερος αριθμός στο κόσμο)[142] και 333 είδη αμφίβιων (έβδομος μεγαλύτερος αριθμός στο κόσμο). Η άγρια ζωή στην Κίνα μοιράζεται το ενδιαίτημα της με τον μεγαλύτερο ανθρώπινο πληθυσμό στον κόσμο και επομένως δέχεται μεγάλες πιέσεις από την επέκταση της ανθρώπινης δραστηριότητας στο ενδιαίτημα της. Τουλάχιστον 840 είδη ζώων απειλούνται, είναι ευάλωτα ή κινδυνεύουν με τοπική εξαφάνιση στην Κίνα. Ο λόγος που πολλά ζώα απειλούνται με εξαφάνιση στη Κίνα είναι λόγω της διατάραξης των ενδιαιτημάτων τους από τους ανθρώπους, η ρύπανση, η εκμετάλλευση του κρέατος τους, το κυνήγι τους για τη συλλογή γούνας αλλά και για τη συλλογή συστατικών για την παραδοσιακή κινεζική ιατρική. Η υπό εξαφάνιση άγρια ζωή προστατεύεται από το νόμο. Το 2005 η χώρα είχε πάνω από 2.349 φυσικά καταφύγια, καλύπτοντας μια έκταση περίπου 1.490.000 τ.χλμ., δηλαδή περίπου το 15% της συνολικής έκτασης της Κίνας.[143] Τα άγρια ζώα έχουν δει τους πληθυσμούς τους να εξαφανίζονται ή να συρρικνώνονται στις βασικές γεωργικές περιοχές της ανατολικής και κεντρικής Κίνας, αλλά να έχουν σημαντική παρουσία στον ορεινό νότο και την ορεινή δύση.[144][145] Στις 12 Δεκεμβρίου 2006 επιβεβαιώθηκε ότι το Μπαϊτζί, ένα είδος δελφινιού του Γιανγκτσέ, εξαφανίστηκε.[146]
Η Κίνα έχει πάνω από 32.000 είδη ανώτερων φυτών και φιλοξενεί μια ποικιλία τύπων δασών. Στα βόρεια της χώρας κυριαρχούν τα δάση κωνοφόρων δέντρων, τα οποία φύονται σε ψυχρές περιοχές. Τα κωνοφόρα της βόρειας Κίνας στηρίζουν την ύπαρξη ζώων όπως οι άλκες και η ασιατική μαύρη αρκούδα, ενώ εκεί ζουν πάνω από 120 είδη πουλιών.[147] Το κάτω μέρος των κωνοφόρων δασών που φύονται στις υγρές περιοχές μπορεί να περιέχει ξύλο μπαμπού. Στις ψηλότερες ορεινές περιοχές υπάρχουν δάση αρκεύθου και ιτάμου, ενώ εκεί αντί για μπαμπού υπάρχουν κυρίως ροδόδεντρα. Τα υποτροπικά δάση κυριαρχούν στην κεντρική και νότια Κίνα. Τα υποτροπικά δάση υποστηρίζουν την επιβίωση μιας υψηλής πυκνότητας σε φυτικά είδη, συμπεριλαμβανομένων πολλών σπάνιων ενδημικών φυτών. Τα τροπικά και εποχιακά τροπικά δάση, αν και είναι περιορισμένα στο ορεινό Γιουνάν και το νησί Χαϊνάν, αποτελούν το βιότοπο του ενός τετάρτου όλων των ζωικών και φυτικών ειδών που βρίσκονται στην Κίνα.[147] Η Κίνα έχει πάνω από 10.000 καταγεγραμμένα είδη μυκήτων[148]. Από αυτούς σχεδόν 6.000 είναι ανώτεροι μύκητες.[149]
Περιβάλλον
ΕπεξεργασίαΣτις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Κίνα υπέφερε από περιβαλλοντική υποβάθμιση και ρύπανση των εδαφών της λόγω του γρήγορου ρυθμού εκβιομηχάνισής των αστικών και όχι μόνο περιοχών της.[150][151] Ενώ οι περιβαλλοντικές νομοθεσίες της Κίνας, όπως ο Νόμος για την Προστασία του Περιβάλλοντος του 1979 είναι αρκετά αυστηροί, η εφαρμογή τους είναι ανεπαρκής, καθώς συχνά η ύπαρξη αλλά και τα οφέλη από την εφαρμογή των σχετικών νόμων αγνοούνται από τις τοπικές κοινότητες και τους κυβερνητικούς αξιωματούχους που προτιμούν τη λύση της ταχείας οικονομικής ανάπτυξης.[152] Στην Κίνα εμφανίζεται ο δεύτερος μεγαλύτερος αριθμός θανάτων το χρόνο λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, μετά την Ινδία. Περίπου 1 εκατομμύριο θάνατοι το χρόνο οφείλονται τουλάχιστον εν μέρει λόγω της έκθεσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση.[153][154] Αν και η Κίνα εκπέμπει τις περισσότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από οποιαδήποτε άλλη χώρα,[155] εκπέμπει μόνο 8 τόνους διοξειδίου του άνθρακα κατά κεφαλήν, αρκετά πιο κάτω από χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες (που εκπέμπουν 16,1 τόνους διοξειδίου του άνθρακα ανά άτομο), η Αυστραλία (που εκπέμπουν 16.8 τόνους διοξειδίου του άνθρακα ανά άτομο) και η Νότια Κορέα (που εκπέμπουν 13,6 τόνους διοξειδίου του άνθρακα ανά άτομο).[156]
Τα τελευταία χρόνια, η Κίνα έχει περιορίσει την ατμοσφαιρική ρύπανση. Τον Μάρτιο του 2014, ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΚ Σι Τζινπίνγκ «κήρυξε τον πόλεμο» στη ρύπανση κατά τη διάρκεια της έναρξης των εργασιών του Εθνικού Λαϊκού Συνεδρίου.[157] Μετά από εκτεταμένη συζήτηση που διήρκεσε σχεδόν δύο χρόνια, το κοινοβούλιο ενέκρινε νέο νόμο για το περιβάλλον τον Απρίλιο. Ο νέος νόμος εξουσιοδοτεί τις υπηρεσίες επιβολής του περιβαλλοντικού νόμου να έχουν μεγαλύτερη τιμωρητική εξουσία και να μπορούν να επιδικάζουν μεγαλύτερα πρόστιμα, ορίζει περιοχές που απαιτούν πρόσθετη προστασία και δίνει τη δυνατότητα σε ανεξάρτητες περιβαλλοντικές ομάδες να δραστηριοποιούνται πιο ελεύθερα στη χώρα. Το 2020, ο γενικός γραμματέας του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος Σι Τσινπίνγκ ανακοίνωσε ότι η Κίνα στοχεύει να αρχίσει να μειώνει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ανά έτος πριν το 2030 και να είναι ουδέτερη ως προς τις εκπομπές άνθρακα μέχρι το 2060, σύμφωνα με τους στόχους της όπως δηλώθηκαν στη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα.[158] Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Δράσης για το Κλίμα, εάν οι Κινεζικοί στόχοι επιτευχθούν, η αναμενόμενη αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας θα μειωθεί κατά περίπου 0,2 – 0,3 βαθμούς – «η μεγαλύτερη μεμονωμένη μείωση που έχει εκτιμηθεί ποτέ από το Παρατηρητήριο Δράσης για το Κλίμα».[159] Τον Σεπτέμβριο του 2021 ο Σι Τσινπίνγκ ανακοίνωσε ότι η Κίνα δεν θα κατασκευάσει «έργα παραγωγής ενέργειας που θα τροφοδοτούνται με καύση άνθρακα στο εξωτερικό». Η απόφαση μπορεί να είναι «κομβική» για τη μείωση των εκπομπών στο εξωτερικό. Η Πρωτοβουλία μιας ζώνης και ενός δρόμου φαίνεται ότι σταμάτησε να χρηματοδοτεί τη δημιουργία νέων εργοστασίων παραγωγής ενέργειας από άνθρακα από το πρώτο εξάμηνο του 2021.[160]
Η χώρα αντιμετωπίζει σημαντικό πρόβλημα ρύπανσης των υδάτων: το 8,2% των ποταμών της Κίνας είχαν μολυνθεί από βιομηχανικά και γεωργικά απόβλητα (στοιχεία 2019).[161] Ο μέσος όρος της Κίνας στον δείκτη ακεραιότητας δασικού τοπίου για το 2018 έφτανε τις 7.14 μονάδες στα 10. Ήταν 53η σε ένα κατάλογο που καλύπτει 172 χώρες.[162] Το 2020, η κινεζική κυβέρνηση ψήφισε ένα νόμο με σαρωτικές συνέπειες προστασία της οικολογίας του ποταμού Γιανγκτσέ. Οι νέοι νόμοι περιλαμβάνουν τη λήψη μέτρων για την ενίσχυση των κανόνων οικολογικής προστασίας για τα έργα υδροηλεκτρικής ενέργειας κατά μήκος του ποταμού, την απαγόρευση κατασκευής χημικών εργοστασίων σε περιοχές που απέχουν λιγότερο από χιλιόμετρο από τον ποταμό, τη μετεγκατάσταση των ρυπογόνων βιομηχανιών σε περιοχές πιο μακριά από τον Γιανγκτσέ, τον αυστηρό περιορισμό της εξόρυξης άμμου καθώς και την πλήρη απαγόρευση της αλιείας σε όλες τις φυσικές πλωτές οδούς του ποταμού, συμπεριλαμβανομένου κάθε μεγάλου παραποτάμου του Γιανγκτσέ, αλλά και στις λίμνες γύρω από αυτόν.[163]
Η Κίνα είναι ο κορυφαίος επενδυτής στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τόσο στην κατασκευή αλλά στην εμπορία τους. Το 2011 η Κίνα επένδυσε 52 δισεκατομμύρια δολάρια για την επέκταση και τη βελτίωση του δικτύου παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές,[164][165][166] ενώ είναι σημαντικός κατασκευαστής τεχνολογιών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και επενδύει σε μεγάλο βαθμό σε έργα τοπικής κλίμακας για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.[167][168][169] Το 2015, πάνω από το 24% της παραγωγής ενέργειας της Κίνας προερχόταν από ανανεώσιμες πηγές, κυρίως από την υδροηλεκτρική ενέργεια: έχοντας εγκαταστήσει 197 γιγαβάτ ηλεκτρικής ενέργειας στο δίκτυο της από τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια, είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός υδροηλεκτρικής ενέργειας στον κόσμο.[170][171] Το 2021 η Κίνα είχε πάνω από 300 γιγαβάτ εγκατεστημένης ηλιακής ενέργειας στο δίκτυο της, το μεγαλύτερο νούμερο στο κόσμο. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός και καταναλωτής αιολικής ενέργειας στον κόσμο.[172][173] Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από την Κίνα είναι οι μεγαλύτερες στον κόσμο.[156] Το ίδιο ισχύει και για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας: η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στο κόσμο.[174] Παρά την έμφαση που δίνει στην επέκταση του δικτύου παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, η Κίνα παραμένει βαθιά εξαρτημένη και συνδεδεμένη με τις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου. Ο μεγαλύτερος αγοραστής ρωσικού πετρελαίου, η Κίνα, λαμβάνει το 20% των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου, εισάγοντας κατά μέσο όρο 1.6 εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου την ημέρα το 2021.[175][176]
Πολιτική γεωγραφία
ΕπεξεργασίαΗ χερσαία έκταση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στο κόσμο σε χερσαία έκταση μετά τη γειτονική Ρωσία. Η συνολική έκταση της Κίνας, σύμφωνα με τις πηγές, είναι περίπου 9.600.000 τ.χλμ.[177] Η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα ισχυρίζεται ότι η Κίνα έχει έκταση 9.572.900 τ.χλμ.,[178] ενώ η Δημογραφική Επετηρίδα του ΟΗΕ και το Παγκόσμιο Βιβλίο Πληροφοριών της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών ισχυρίζεται ότι η Κίνα έχει έκταση 9.596.961 τ.χλμ.[179]
Η Κίνα έχει τα μεγαλύτερα χερσαία σύνορα στον κόσμο. Η Κίνα έχει 22.117 χιλιόμετρα χερσαίων συνόρων με τους γείτονες της. Η ακτογραμμή της έχει μήκος 14.500 χιλιομέτρων και ξεκινά από τις εκβολές του ποταμού Γιαλού (Ποταμός Αμνόκ) στα σύνορα με τη Βόρεια Κορέα και φτάνει μέχρι τον Κόλπο του Τονκίνου στα σύνορα με το Βιετνάμ.[179] Η Κίνα συνορεύει με 14 έθνη. Καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της Ανατολικής Ασίας, Συνορεύει με το Βιετνάμ, το Λάος και τη Μιανμάρ της Νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει με την Ινδία, το Μπουτάν, το Νεπάλ, το Αφγανιστάν και το Πακιστάν της Νότιας Ασίας. Συνορεύει με το Τατζικιστάν, τη Κιργιζία και το Καζακστάν της Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει ακόμη με τη Ρωσία, τη Μογγολία και τη Βόρεια Κορέα της Εσωτερικής και της Βορειοανατολικής Ασίας. Επιπλέον, η Κίνα μοιράζεται θαλάσσια σύνορα με τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία, το Βιετνάμ και τις Φιλιππίνες.
Οικονομία
ΕπεξεργασίαΗ Κίνα έχει τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο ως προς το ονομαστικό ΑΕΠ από το 2010,[180] φτάνοντας περίπου τα 15.66 τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (101.6 τρισεκατομμύρια γιουάν) το 2020.[181][182] Όσον αφορά το ΑΕΠ σε μονάδες ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης, η οικονομία της Κίνας είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο από το 2014, σύμφωνα με τα στατιστικά της Παγκόσμιας Τράπεζας.[183] Η Κίνα είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη μεγάλη οικονομία στον κόσμο.[184] Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το ΑΕΠ της Κίνας σχεδόν εκατονταπλασιάστηκε από τα 150 δισεκατομμύρια δολάρια το 1978 σε 14.28 τρισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2019.[185] Η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, μετά την εισαγωγή οικονομικών μεταρρυθμίσεων το 1978, καταγράφει ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 6% τον χρόνο, αν και ο ρυθμός μειώνεται με τη σταδιακή ωρίμανση και μεγέθυνση της οικονομίας.[186] Η Κίνα είναι επίσης ο μεγαλύτερος εξαγωγέας και ο δεύτερος μεγαλύτερος εισαγωγέας αγαθών στον κόσμο.[187] Μεταξύ των ετών 2010 και 2019, η συμβολή της Κίνας στην αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ κυμαίνεται στο 25 με 39%, δηλαδή η Κίνα οφείλεται για το 25 με 39% της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης τη δεκαετία του 2010.[188][189] Είναι η μεγαλύτερη κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας ανάπτυξης για την παγκόσμια οικονομία, αντιπροσωπεύοντας το 25–30% της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης μετά την οικονομική κρίση του 2008–2009.[190] Αντιπροσωπεύει πλέον πάνω από το 15% της παγκόσμιας οικονομίας.[190]
Η Κίνα είχε μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο στο μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων δύο χιλιάδων ετών.[191] Η Κίνα γνώρισε διάφορους κύκλους οικονομικής ευημερίας και παρακμής στην ιστορία της.[192][193] Από τότε που ξεκίνησαν οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις το 1978, η Κίνα έχει εξελιχθεί σε μια εξαιρετικά διαφοροποιημένη οικονομία και σε έναν από τους πιο σημαντικούς παίκτες στο διεθνές εμπόριο. Οι κύριοι τομείς της κινεζικής οικονομίας είναι οι παρακάτω: μεταποίηση, λιανικό εμπόριο, εξορύξεις, βιομηχανία χάλυβα, κλωστοϋφαντουργία, αυτοκινητοβιομηχανία, παραγωγή ενέργειας, πράσινη ενέργεια, τραπεζική, παραγωγή ηλεκτρονικών συσκευών, τηλεπικοινωνίες, ακίνητα, ηλεκτρονικό εμπόριο, τουρισμός. Η Κίνα έχει τρία από τα δέκα μεγαλύτερα χρηματιστήρια στον κόσμο ως προς τη συνολική αξία των εισηγμένων εταιρειών σε αυτά[194]. Αυτά είναι τα χρηματιστήρια της Σαγκάης, του Χονγκ Κονγκ και του Σενζέν. Η κεφαλαιοποίηση αγοράς των εισηγμένων εταιρειών αυτών των τριών χρηματιστηρίων είναι πάνω από 15.9 τρισεκατομμύρια δολάρια.[195] Η Κίνα έχει τέσσερα (Σαγκάη, Χονγκ Κονγκ, Πεκίνο και Σενζέν) από τα δέκα πιο ανταγωνιστικά χρηματοοικονομικά κέντρα του κόσμου. Καμία άλλη χώρα δεν έχει τόσες πολλές πόλεις στην πρώτη δεκάδα στον Παγκόσμιο Δείκτη Χρηματοοικονομικών Κέντρων του 2020.[196] Μέχρι το 2035, τέσσερις πόλεις της Κίνας (Σαγκάη, Πεκίνο, Γκουανγκζού και Σενζέν) προβλέπεται να είναι μεταξύ των δέκα μεγαλύτερων πόλεων ως προς το ονομαστικό ΑΕΠ, σύμφωνα με έκθεση της Οξφόρδης.[197]
Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος κατασκευαστής στον κόσμο από το 2010, αφού ξεπέρασε τις ΗΠΑ, που ήταν στη πρώτη θέση για εκατό χρόνια.[198][199] Η Κίνα είναι επίσης δεύτερη στο κατάλογο βιομηχανικής παραγωγής προϊόντων υψηλής τεχνολογίας από το 2012, σύμφωνα με το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών των ΗΠΑ.[200] Η Κίνα έχει τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά λιανικής στον κόσμο, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες.[201] Η Κίνα είναι ο παγκόσμιος ηγέτης στο ηλεκτρονικό εμπόριο. Αντιπροσωπεύει το 40% του κύκλου εργασιών του ηλεκτρονικού εμπορίου παγκοσμίως το 2016[202] και τρία χρόνια μετά το 2019 το ποσοστό αυτό ξεπέρασε το 50%.[203] Η Κίνα είναι ο παγκόσμιος ηγέτης στη βιομηχανία ηλεκτρονικών αυτοκινήτων, κατασκευάζοντας και αγοράζοντας τα μισά από όλα τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα στο κόσμο το 2018.[204] Η Κίνα είναι επίσης ο κορυφαίος παραγωγός μπαταριών για ηλεκτρικά οχήματα, καθώς και αρκετών βασικών πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται στη παρασκευή ηλεκτρικών αυτοκινήτων.[205] Η Κίνα είχε 174 γιγαβάτ σε εγκατεστημένη ισχύ ηλιακής ενέργειας μέχρι το τέλος του 2018, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 40% της παγκόσμιας ισχύος εκείνη την εποχή.[206][207]
Ξένες, αλλά και κάποιες κινεζικές πηγές, ισχυρίζονται ότι τα επίσημα στατιστικά της κινεζικής κυβέρνησης υπερεκτιμούν τα πραγματικά ποσοστά οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας.[208][209][210] Ωστόσο, αρκετοί δυτικοί ακαδημαϊκοί και ιδρύματα υποστηρίζουν ότι η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας είναι υψηλότερη από αυτή που ανακοινώνει η επίσημα η κινεζική κυβέρνηση.[211][212][213]
Η Κίνα έχει μια μεγάλη ανεπίσημη, άτυπη οικονομία, η οποία προέκυψε ως αποτέλεσμα του οικονομικού ανοίγματος της χώρας. Η άτυπη οικονομία είναι πηγή απασχόλησης και εισοδήματος για πολλούς εργαζόμενους, αλλά δεν είναι επίσημα αναγνωρισμένη και πάσχει από χαμηλότερη παραγωγικότητα.[214]
Από την ίδρυσή της το 1949 μέχρι και τα τέλη του 1978, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ήταν μια σοβιετικού τύπου κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, χωρίς ιδιωτικές επιχειρήσεις ή καπιταλισμό. Για να ωθήσει τη χώρα προς μια σύγχρονη, βιομηχανοποιημένη κομμουνιστική κοινωνία, ο Μάο Τσε Τουνγκ κίνησε το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός στις αρχές της δεκαετίας του 1960, αν και αυτό είχε ανάμεικτα οικονομικά αποτελέσματα. Μετά το θάνατο του Μάο το 1976, και το συνακόλουθο τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης, ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ και η νέα Κινεζική ηγεσία άρχισε τις μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και την κίνηση προς μια περισσότερο προσανατολισμένη στην αγορά μικτής οικονομίας, κάτω από την ηγεσία ενός κόμματος. Η κολεκτιβοποίηση της γεωργίας καταργήθηκε και τα χωράφια ιδιωτικοποιήθηκαν με σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητας των εργατών. Το 1978, η ΛΔΚ ξεκίνησε την εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων με την Ιαπωνία, η οποία εξελίχθηκε σε ένα σημαντικό ξένο χορηγό. Η σύγχρονη Κίνα χαρακτηρίζεται κυρίως ως μια οικονομία της αγοράς που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία ακινήτων, και είναι ένα από τα κορυφαία παραδείγματα του κρατικού καπιταλισμού.
Σύμφωνα με τις μετά-Μάο μεταρρυθμίσεις της αγοράς, ενθαρρύνεται μια ευρεία ποικιλία μικρής κλίμακας ιδιωτικές επιχειρήσεις, ενώ η κυβέρνηση χαλάρωσε τους ελέγχους των τιμών και την προώθηση ξένων επενδύσεων. Το εξωτερικό εμπόριο χαρακτηρίζεται ως ένα σημαντικό μέσο ανάπτυξης, που οδηγεί στη δημιουργία των Ειδικών Οικονομικών Ζωνών (ΕΟΖ), πρώτα στο Σενζέν και στη συνέχεια σε άλλες πόλεις της Κίνας. Οι ανεπαρκείς κρατικές επιχειρήσεις (ΚΕ) αναδιαρθρώθηκαν με την εισαγωγή δυτικού τύπου συστημάτων διαχείρισης, με το κλείσιμο των μη επικερδών μονάδων. Στο δεύτερο εξάμηνο του 2010, η Κίνα αντέστρεψε ορισμένες οικονομικές πρωτοβουλίες της απελευθέρωσης, με κρατικές εταιρείες να αγοράζουν ανεξάρτητες επιχειρήσεις στις βιομηχανίες χάλυβα, αυτοκινήτων, αλλά και ενέργειας.
Πλούτος στην Κίνα
ΕπεξεργασίαΤο 2020 η Κίνα ήταν δεύτερη χώρα στο κόσμο, μετά τις ΗΠΑ, ως προς τον συνολικό αριθμό δισεκατομμυριούχων και εκατομμυριούχων, έχοντας στο έδαφος της 698 Κινέζους δισεκατομμυριούχους και 4,4 εκατομμύρια εκατομμυριούχους.[215][216] Το 2019, η Κίνα ξεπέρασε τις ΗΠΑ στον αριθμό των ανθρώπων με περιουσία άνω των 110.000 δολαρίων, σύμφωνα με την παγκόσμια έκθεση πλούτου της Credit Suisse.[217][218] Σύμφωνα με τον κατάλογο πλουσίων Χουρούν, για το 2020, στην Κίνα βρίσκονται 5 από τις 10 μεγαλύτερες πόλεις ως προς τη συγκέντρωση δισεκατομμυριούχων (το Πεκίνο, η Σαγκάη, το Χονγκ Κονγκ, το Σενζέν και η Καντώνα στην 1η, 3η, 4η, 5η και 10η θέση, αντίστοιχα), ο μεγαλύτερος αριθμός από κάθε άλλη χώρα.[219] Η Κίνα είχε 85 γυναίκες δισεκατομμυριούχους τον Ιανουάριο του 2021, εκ των οποίων οι 24 έγιναν δισεκατομμυριούχοι το 2020. Τα δύο τρίτα των γυναικών δισεκατομμυριούχων ζουν στη Κίνα.[220]
Ωστόσο, η Κίνα είναι γύρω στην εβδομηκοστή θέση (από 180 χώρες περίπου) ως προς την κατά κεφαλήν οικονομική παραγωγή. Είναι μια χώρα ανώτερου μεσαίου εισοδήματος.[221] Σύμφωνα με το ΔΝΤ, με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα μεταξύ των χωρών με πληθυσμό άνω των 100 εκατομμυρίων, η Κίνα έχει το 3ο μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ονομαστική αξία και 5η στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοτιμία αγοραστικών μονάδων.[222] Επιπλέον, υπάρχουν μεγάλες ανισότητες στην οικονομική ανάπτυξη ανά περιοχή. Οι μεγάλες πόλεις και οι παράκτιες περιοχές της είναι πολύ πιο πλουσιότερες σε σύγκριση με τις αγροτικές και τις επαρχίες του εσωτερικού.[223] Η Κίνα έχει ξεφορτωθεί την ακραία φτώχεια με πολύ γρήγορο ρυθμό, ο γρηγορότερος στην παγκόσμια ιστορία,[224] —μεταξύ των ετών 1978 και 2018, 800 εκατομμύρια Κινέζοι ξέφυγαν από το φάσμα της ακραίας φτώχειας. Η Κίνα μείωσε το ποσοστό ακραίας φτώχειας από 88% το 1981 σε 1.85% το 2013. Το διεθνές πρότυπο λέει ότι ένα άτομο ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας αν ζει με λιγότερα από 1.90 δολάρια την ημέρα.[225] Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, ο αριθμός των Κινέζων που ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας μειώθηκε από 756 εκατομμύρια σε 25 εκατομμύρια άτομα μεταξύ των ετών 1990 και 2013.[226] Το ποσοστό των ανθρώπων στην Κίνα που ζουν με λιγότερα από 1.90 δολάρια την ημέρα (σε δολάρια του 2011 σε μονάδες αγοραστικής δύναμης) μειώθηκε στο 0.3% το 2018 από 66.3% το 1990. Χρησιμοποιώντας το όριο της φτώχειας που ισχύει για τις χώρες χαμηλότερου μεσαίου εισοδήματος (δηλαδή άτομα που ζουν με λιγότερα από 3.20 δολάρια την ημέρα), το ποσοστό των κατοίκων που ζει με λιγότερα από 3.20 δολάρια την ημέρα μειώθηκε στο 2.9% το 2018 από 90% το 1990. Χρησιμοποιώντας το όριο της φτώχειας που ισχύει για χώρες ανώτερου μεσαίου εισοδήματος (όπως η Κίνα του 2020), που είναι τα 5.50 δολάρια την ημέρα, το ποσοστό των Κινέζων που ζουν με λιγότερα από 5.50 δολάρια την ημέρα μειώθηκε σε 17% από 98.3% το 1990.[227]
Οικονομική ανάπτυξη
ΕπεξεργασίαΑπό την ίδρυσή της το 1949 έως τα τέλη του 1978, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ήταν μια σοβιετικού τύπου κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία. Μετά το θάνατο του Μάο το 1976 και το τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης, ο Τενγκ Σαοπίνγκ και η νέα κινεζική ηγεσία άρχισαν να μεταρρυθμίζουν την οικονομία, κινούμενη προς την αναδιοργάνωση της κινεζικής οικονομίας σε μια μικτή οικονομία προσανατολισμένη στην ελεύθερη αγορά, διατηρώντας το μονοκομματικό σύστημα. Αυτό είναι το θεμέλιο της κινεζικής οικονομίας του σήμερα. Τα κολλεκτιβοποιημένα αγροκτήματα διαλύθηκαν και οι γεωργικές εκτάσεις ιδιωτικοποιήθηκαν, ενώ το εμπόριο με το εξωτερικό έγινε ο νέος στόχος της κινεζικής οικονομίας, οδηγώντας στη δημιουργία Ειδικών Οικονομικών Ζωνών (ΕΟΖ). Οι αναποτελεσματικές κρατικές επιχειρήσεις (ΚΟΕ) αναδιαρθρώθηκαν. Οι ζημιογόνες δημόσιες επιχειρήσεις έκλεισαν με αποτέλεσμα την απώλεια εκατομμυρίων θέσεων εργασίας. Η σύγχρονη Κίνα θεμελιώνεται γύρω από οικονομία αγοράς βασισμένη στην ιδιωτική ιδιοκτησία[228] και είναι ένα από τα κορυφαία παραδείγματα κρατικού καπιταλισμού.[229][230] Το κράτος εξακολουθεί να κυριαρχεί σε στρατηγικούς τομείς, τους λεγόμενους «πυλώνες της οικονομίας» όπως η παραγωγή ενέργειας και η βαριά βιομηχανία, αλλά το 2008 υπήρχαν περίπου 30 εκατομμύρια ιδιωτικές επιχειρήσεις, δείχνοντας την ταχύτατη επέκταση τους.[231][232][233][234] Το 2018, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις στην Κίνα αντιπροσώπευαν το 60% του ΑΕΠ, το 80% της απασχόλησης στις πόλεις και το 90% των νέων θέσεων εργασίας.[235]
Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας άρχισε να επιβραδύνει σταδιακά εν μέσω προβλημάτων στην εγχώρια πίστωση, αποδυναμώνοντας τη διεθνή ζήτηση για κινεζικά προϊόντα αλλά και την ευθραυστότητα της παγκόσμιας οικονομίας καθώς εξαρτάται όλο και πιο πολύ από την Κίνα.[236][237][238] Το 2007 το ΑΕΠ της Κίνας ήταν ελαφρώς μεγαλύτερο από αυτό της Γερμανίας. Ωστόσο, το 2017, το ΑΕΠ της Κίνας, ύψους 12.2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ήταν μεγαλύτερο από αυτό της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας και της Ιταλίας, ακόμη και αν οι τέσσερις αυτές χώρες εκλαμβάνονταν σαν μία.[239] Το 2018, το ΔΝΤ επανέλαβε την πρόβλεψή του ότι η Κίνα θα έχει το μεγαλύτερο ονομαστικό ΑΕΠ, ξεπερνώντας αυτό των ΗΠΑ, το 2030.[240] Οι οικονομολόγοι αναμένουν επίσης ότι η μεσαία τάξη της Κίνας θα αποτελείται από 600 εκατομμύρια άτομα το 2025.[241]
Το 2020, η Κίνα ήταν η μόνη μεγάλη οικονομία στον κόσμο που κατέγραψε θετικό ρυθμό ανάπτυξης, σημειώνοντας ανάπτυξη ύψους 2,3% λόγω της επιτυχίας της να περιορίσει την εξάπλωση του κορωνοϊού εντός των συνόρων της.[242]
Ρόλος της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία
ΕπεξεργασίαΤο Κινεζικό ΑΕΠ σαν μέρος του παγκόσμιου ΑΕΠ (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης)[243] | |
---|---|
Έτος | Μερίδιο ως προς το παγκόσμιο ΑΕΠ (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης) |
1980 | 2.32% |
1990 | 4.11% |
2000 | 7.40% |
2010 | 13.89% |
2018 | 18.72% |
Η Κίνα είναι μέλος του ΠΟΕ και είναι η μεγαλύτερη εμπορική δύναμη στον κόσμο, με το εμπόριο στη Κίνα να έχει ύψος 4.62 τρισεκατομμυρίων δολαρίων το 2018.[244] Τα συναλλαγματικά της αποθέματα έφτασαν τα 3.1 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2019,[245] τα μεγαλύτερα με μεγάλη διαφορά στο κόσμο.[246][247] Το 2012, η Κίνα ήταν ο μεγαλύτερος αποδέκτης άμεσων ξένων επενδύσεων στον κόσμο, με 253 δισεκατομμύρια δολάρια να επενδύονται τη χρονιά αυτή στο έδαφος της.[248] Το 2014, η Κίνα έλαβε εμβάσματα αξίας 64 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το εξωτερικό, καθιστώντας την τον δεύτερο μεγαλύτερο αποδέκτη εμβασμάτων στον κόσμο.[249] Η Κίνα επενδύει επίσης στο εξωτερικό, καθώς Κινέζοι επένδυσαν 62,4 δισεκατομμύρια δολάρια σε άμεσες ξένες επενδύσεις το 2012 στο εξωτερικό,[248] ενώ Κινέζικες εταιρείες εξαγοράζουν μεγάλες εταιρείες του εξωτερικού.[250] Η Κίνα είναι σημαντικός κάτοχος του δημοσίου χρέους των ΗΠΑ, διατηρώντας ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου αξίας πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων.[251][252] Η υποτιμημένη συναλλαγματική ισοτιμία της Κίνας έχει προκαλέσει τριβές με άλλες μεγάλες οικονομίες[253] ενώ έχει επικριθεί για την παραγωγή και εξαγωγή μεγάλης ποσότητας απομιμήσεων.[254][255]
Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007–2008, οι κινεζικές αρχές προσπάθησαν να μειώσουν την εξάρτηση της οικονομίας τους από το δολάριο ΗΠΑ ως αποτέλεσμα των αντιληπτών αδυναμιών του διεθνούς νομισματικού συστήματος, τις οποίες εξέθεσε η οικονομική κρίση.[256] Για να επιτύχει αυτούς τους στόχους, η Κίνα έλαβε μια σειρά ενεργειών για να προωθήσει τη διεθνοποίηση του γουάν (ρενμινμπί). Το 2008, η Κίνα δημιούργησε την αγορά ομολόγων εκφρασμένων σε ρενμινμπί και επέκτεινε το Πιλοτικό Πρόγραμμα Διακανονισμού σε ρενμινμπί για το διασυνοριακό εμπόριο, πρόγραμμα το οποίο βοηθά στη δημιουργία δεξαμενών ρευστότητας με χρήματα εκφρασμένα σε ρενμινμπί στο εξωτερικό.[257][258] Η πρωτοβουλία της κινεζικής κυβέρνησης ακολουθήθηκε από διμερείς συμφωνίες για απευθείας διευθέτηση των διακρατικών συναλλαγών σε ρενμινμπί με τη Ρωσία,[259] την Ιαπωνία,[260] την Αυστραλία,[261] τη Σιγκαπούρη,[262] το Ηνωμένο Βασίλειο,[263] και τον Καναδά.[264] Ως αποτέλεσμα της ταχείας διεθνοποίησης του ρενμινμπί, το ρενμινμπί είναι το όγδοο πιο χρησιμοποιούμενο νόμισμα στο κόσμο στο διεθνές εμπόριο, ένα αναδυόμενο αποθεματικό νόμισμα για τις τράπεζες και τους ιδιώτες,[265] αλλά και μέλος του καλαθιού αποθεματικών νομισμάτων του ΔΝΤ. Ωστόσο, εν μέρει λόγω των κεφαλαιακών ελέγχων που αποτρέπουν την πλήρη μετατρεψιμότητα του ρενμινμπί, η χρήση του στο διεθνές εμπόριο είναι πολύ χαμηλότερη σε σχέση με το δολάριο, το ευρώ, και το γιεν.[266]
Μεσαία τάξη
ΕπεξεργασίαΗ Κίνα έχει τη μεγαλύτερη μεσαία τάξη στον κόσμο το 2015,[267] και το μέγεθος της μεσαίας τάξης αυξήθηκε σε 400 εκατομμύρια άτομα το 2018.[268] Το 2020, μια μελέτη του Ινστιτούτου Μπρούκινγκς προέβλεψε ότι η μεσαία τάξη της Κίνας θα έχει μέγεθος 1.2 δισεκατομμυρίων ανθρώπων 2027, το ένα τέταρτο της παγκόσμιας μεσαίας τάξης του 2027.[269]
Από το 1978 έως το 2018, το βιοτικό επίπεδο στη Κίνα βελτιώθηκε κατά είκοσι έξι φορές.[190] Οι μισθοί στην Κίνα έχουν αυξηθεί πολύ τα τελευταία 40 χρόνια—ενώ οι πραγματικοί (προσαρμοσμένοι στον πληθωρισμό) μισθοί επταπλασιάστηκαν από το 1978 έως το 2007.[270] Το κατά κεφαλήν εισόδημα έχει αυξηθεί σημαντικά. Όταν το 1949 ιδρύθηκε η ΛΔΚ, το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Κίνα αποτελούσε το ένα πέμπτο του παγκόσμιου μέσου όρου. Το κατά κεφαλήν εισόδημα ισούται πλέον με τον παγκόσμιο μέσο όρο (γύρω στα 12.000 δολάρια για το 2022).[190] Μέχρι το 2018, οι μέσοι μισθοί σε κάποιες κινεζικές πόλεις όπως η Σαγκάη ήταν περίπου ίδιοι ή υψηλότεροι σε σχέση με τους μισθούς σε χώρες της Ανατολική Ευρώπης.[271] Η Κίνα έχει τον μεγαλύτερο αριθμό δισεκατομμυριούχων στον κόσμο. Είχε σχεδόν 878 δισεκατομμυριούχους τον Οκτώβριο του 2020, ενώ η Κίνα αποκτά περίπου 5 νέους δισεκατομμυριούχους την εβδομάδα.[272][273][274] Η Κίνα έχει υψηλό επίπεδο οικονομικής ανισότητας,[275] το οποίο έχει αυξηθεί τις τελευταίες δεκαετίες.[276] Το 2018 ο συντελεστής Τζίνι της Κίνας ανερχόταν στις 0,467 μονάδες, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα.
Δημογραφία
ΕπεξεργασίαΗ Κίνα είναι η πολυπληθέστερη χώρα του πλανήτη και πολλές περιοχές της ανήκουν στις πιο πυκνοκατοικημένες του κόσμου. Στην ιστορία της χώρας, ο υπερπληθυσμός και τα συνεπαγόμενα του προβλήματα σχετικά με τη σίτιση του πληθυσμού ήταν αιτίες οξέων πολιτικών και οικονομικών κρίσεων και λιμού. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας θέσπισε ωσαύτως πληθυσμιακές πολιτικές, οι οποίες είναι μοναδικές σε παγκόσμιο επίπεδο και προκάλεσαν διχογνωμία στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
Η πολιτική του ενός παιδιού είναι μια πολιτική ελέγχου της αύξησης του πληθυσμού στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, σύμφωνα με την οποία μία οικογένεια μπορεί να αποκτήσει μόνο ένα παιδί, στην οποία όμως υφίστανται πολλές εξαιρέσεις. Παραδείγματος χάρη ένα παντρεμένο ζευγάρι όπου το ένα μέλος είναι μοναχοπαίδι, δικαιούται να αποκτήσει δύο παιδιά.[277] Από το 2015 όμως, η πολιτική του ενός παιδιού στις αστικές και πολυπληθέστερες περιοχές της Κίνας, καταργήθηκε και από τότε μπορούν τα νέα ζευγάρια να έχουν δύο παιδιά.
Την 1η Νοεμβρίου του 2020 η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είχε πληθυσμό 1.411.778.724 κατοίκους.[7] Στα τέλη Οκτωβρίου του 2015, έλαβε χώρα η κατάργηση της πολιτικής του ενός παιδιού.[278] Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 77,4 χρόνια (74,7 χρόνια οι άνδρες και 80,5 οι γυναίκες).[279]
Η εθνική απογραφή του 2020 κατέγραψε ότι ο πληθυσμός της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ήταν 1.411.778.724 κάτοικοι. Αναλυτικότερα, το 17,95% του πληθυσμού ήταν κάτω των 14 ετών, το 63,35% ήταν μεταξύ 15 και 59 ετών και το 18,7% ήταν άνω των 60 ετών.[280] Ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού για το 2013 εκτιμάται ότι ήταν 0,46%.[281] Η Κίνα είχε εκατοντάδες εκατομμύρια φτωχούς κατοίκους τον 20ό αιώνα, ενώ πλέον η μεσαία τάξη της Κίνας είναι πολύ σημαντικό συστατικό της παγκόσμιας μεσαίας τάξης.[282] Αν και σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα η Κίνα είναι μια χώρα μεσαίου εισοδήματος, η Κίνα έχει καταφέρει να βγάλει από τη φτώχεια εκατοντάδες εκατομμύρια κατοίκους μετά το 1978 —800 εκατομμύρια κατοίκους της δηλαδή, για την ακρίβεια.[283] Το 2013 λιγότερο από το 2% των κατοίκων της Κίνας ζούσε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, δηλαδή με λιγότερα από 1,9 δολάρια την ημέρα, ενώ το 1981 με κάτω από 1,9 δολάρια ζούσε το 88% των κατοίκων της χώρας.[225] Από το 2009 έως το 2018, το ποσοστό ανεργίας στην Κίνα δεν μεταβλήθηκε σημαντικά και έχει κινηθεί γύρω από το 4% με μικρές αυξομειώσεις γύρω από αυτό.[284]
Δεδομένων των ανησυχιών για τις αρνητικές συνέπειες της γρήγορης ανόδου του πληθυσμού, η Κίνα εφάρμοσε την πολιτική των δύο παιδιών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, ενώ το 1979 ξεκίνησε να προωθεί την πολιτική του ενός παιδιού. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ωστόσο, δεδομένης της αντιδημοφιλίας που είχε στους κατοίκους η πολιτική του ενός παιδιού αλλά και τα αυστηρά όρια στην τεκνοποίηση γενικότερα, η Κίνα άρχισε να θεσμοθετεί αρκετές εξαιρέσεις σε αυτό το κανόνα, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί η λεγόμενη πολιτική του ενάμισι παιδιού, η οποία ανεπίσημα εφαρμόστηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως το 2015 (για τις εθνικές μειονότητες, η κυβέρνηση επέτρεπε να κάνουν πάνω από δύο παιδιά). Η επόμενη σημαντική χαλάρωση της πολιτικής του ενός παιδιού μπήκε σε εφαρμογή τον Δεκέμβριο του 2013, επιτρέποντας στις οικογένειες να έχουν δύο παιδιά εάν ένας από τους δύο γονείς είναι μοναχοπαίδι.[285] Το 2016, η πολιτική του ενός παιδιού αντικαταστάθηκε από την πολιτική των δύο παιδιών.[286] Σύμφωνα με την απογραφή του 2020, το συνολικό ποσοστό γονιμότητας της Κίνας είναι 1,3 παιδιά ανά γυναίκα σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά, αλλά ορισμένοι ειδικοί πιστεύουν ότι μετά την προσαρμογή των ποσοστών στα δεδομένα των παροδικών επιπτώσεων της χαλάρωσης των περιορισμών, το πραγματικό συνολικό ποσοστό γονιμότητας μπορεί να είναι ακόμη και μόλις 1,1 παιδί ανά γυναίκα.[287]
Σύμφωνα με μια ομάδα μελετητών, η πολιτική του ενός παιδιού άσκησε μικρή επίδραση στην αύξηση του πληθυσμού[288] ή στη διαμόρφωση του μεγέθους του συνολικού πληθυσμού.[289] Ωστόσο, αυτή η άποψη έχει αμφισβητηθεί. Οι μελετητές που διαφωνούν με αυτή την άποψη θεωρούν ότι με την πολιτική του ενός παιδιού η Κίνα απέτρεψε πάνω από 500 εκατομμύρια γεννήσεις μεταξύ των ετών 1970 και 2015. Μέχρι το 2060 κατά την εκτίμηση αυτή θα έχουν αποτραπεί ένα δισεκατομμύριο γεννήσεις, αν συμπεριλάβουμε τους απογόνους των παιδιών που δεν γεννήθηκαν ποτέ. Οι πολιτικές του ενός παιδιού είναι ο κύριος υπεύθυνος για την αποτροπή τόσων πολλών γεννήσεων.[290]
Η πολιτική του ενός παιδιού, μαζί με την παραδοσιακή προτίμηση στην απόκτηση αγοριών, μπορεί να συνέβαλε στη δημιουργία μιας ανισορροπίας στην αναλογία των φύλων κατά τη γέννηση.[291][292] Σύμφωνα με την απογραφή του 2010, η αναλογία φύλων κατά τη γέννα ήταν 118,06 αρσενικά νεογνά για κάθε 100 θηλυκά,[293] ενώ η παγκόσμια φυσική αναλογία είναι 105 αρσενικά για κάθε 100 θηλυκά.[294] Η απογραφή του 2010 διαπίστωσε ότι οι άνδρες αντιπροσώπευαν το 51,27% του πληθυσμού της Κίνας.[293] Ωστόσο, η αναλογία φύλων της Κίνας είναι πιο ισορροπημένη σε σχέση με το 1953, όταν οι άνδρες ανέρχονταν στο 51,82% του κινεζικού πληθυσμού.[293]
Εθνοτικές ομάδες
ΕπεξεργασίαΤο 91,11%[7] του πληθυσμού της Κίνας είναι Κινέζοι Χαν, ενώ επιπλέον υπάρχουν 55 επίσημα αναγνωρισμένες εθνοτικές μειοψηφίες. Στις εθνότητες με Αυτόνομη Περιοχή ανήκουν οι Τσουάνγκ (στο Κουανγκσί), οι Κινέζοι Χούι (στη Νινγκσιά), οι Μογγόλοι (στην Εσωτερική Μογγολία), οι Θιβετιανοί (στο Θιβέτ) και οι Ουιγούροι και οι Καζάκοι στη Σιντσιάνγκ (Σινκιάνγκ). Παρά το γεγονός ότι οι μειοψηφίες έναντι της πλειοψηφίας Χαν έχουν κάποια συνταγματικά προνόμια, η κυβέρνηση της Κίνας έχει κατηγορηθεί για πολλές περιοχές για να τις καταστείλουν. Τα εστιακά σημεία είναι ιδιαίτερα στο Θιβέτ και στο Σιντσιάνγκ. Από την κατάκτηση από την αυτοκρατορική Κίνα, υπάρχει μια ισχυρή κινεζική μετανάστευση στο Σιντσιάνγκ, αφενός μεν για την ανακούφιση από τον υπερπληθυσμό στις ανατολικές περιοχές και αφετέρου δε για την αξιοποίηση των ορυκτών πόρων στο Σιντσιάνγκ.
Η Κίνα αναγνωρίζει 56 διαφορετικές εθνοτικές ομάδες, οι οποίες αποτελούν μέρος του κινεζικού έθνους, γνωστού στα κινεζικά ως τσουνγκχουά μιντσού. Οι Κινέζοι αποτελούν πάνω από το 90% του πληθυσμού της Κίνας. Οι «Κινέζοι Χαν», υποομάδα των Κινέζων, αποτελεί από μόνη της πάνω από το 90% του πληθυσμού.[295] Οι Κινέζοι Χαν – η μεγαλύτερη ενιαία εθνότητα του κόσμου[296] – υπερτερούν αριθμητικά όλων των εθνοτήτων σε κάθε κινεζική επαρχία εκτός από το Θιβέτ και το Σιντσιάνγκ.[297] Οι εθνοτικές μειονότητες αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 10% του πληθυσμού της Κίνας, σύμφωνα με την απογραφή του 2010.[295] Σε σχέση με την απογραφή πληθυσμού του 2000, ο πληθυσμός των Χαν αυξήθηκε κατά 66.537.177 άτομα (αύξηση 5.74%), ενώ ο πληθυσμός των 55 εθνικών μειονοτήτων συνολικά αυξήθηκε κατά 7.362.627 άτομα (6.92%).[295] Η απογραφή του 2010 κατέγραψε ότι στην Κίνα ζούσαν 593.832 υπήκοοι άλλων χωρών. Υπήρχαν 120.750 υπήκοοι της Νότιας Κορέας, 71.493 υπήκοοι των ΗΠΑ και 66.159 της Ιαπωνίας που ζούσαν στη Κίνα.[298]
Κατανομή
ΕπεξεργασίαΗ Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας επιδεικνύει μια πυκνότητα πληθυσμού περίπου 147 κατοίκων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Ένας λόγος που ο αριθμός δεν είναι πολύ μεγάλος, είναι ότι η δυτική Κίνα δεν έχει μεγάλο πληθυσμό, παρόλο που καταλαμβάνει μια μεγάλη έκταση, με ένα λόγο να είναι οι κλιματικές συνθήκες της περιοχής. Στο Θιβέτ, το πιο αραιοκατοικημένο μέρος της χώρας, κατοικούν μόλις δύο άνθρωποι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο.
Με διαφορά το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ζει στις παράκτιες περιοχές, κυρίως στα ανατολικά της χώρας. Εκεί βρίσκονται οι μεγάλες μητροπόλεις. Περίπου 115 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή σχεδόν το ένα δέκατο του κινεζικού πληθυσμού, είναι συγκεντρωμένοι σε μια έκταση μόλις 50.000 τ.χλμ. Περίπου ο μισός πληθυσμός ζει στο ένα δέκατο της έκτασης της χώρας, η οποία έχει πυκνότητα πληθυσμού 740 κατοίκων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο· και το 90% του πληθυσμού ζει στο ένα τρίτο της έκτασης της χώρας, που σημαίνει ότι 90% του πληθυσμού ζει σε περιοχές οι οποίες με μέσο όρο 350 κατοίκων/τ.χλμ. είναι τόσο πυκνοκατοικημένες όσο οι οι χώρες της Ευρώπης με την υψηλότερη πυκνότητα πληθυσμού.
Γλώσσες
ΕπεξεργασίαΥπάρχουν έως και 292 ζωντανές γλώσσες στην Κίνα.[299] Οι πιο ομιλούμενες γλώσσες της Κίνας ανήκουν στον Σινιτικό κλάδο της Σινοθιβετικής γλωσσικής οικογένειας. Ο σινιτικός κλάδος περιλαμβάνει τα Μανδαρινικά (τα οποία ομιλεί το 70% του πληθυσμού),[300] αλλά και άλλες ποικιλίες της κινεζικής γλώσσας: τα κινεζικά γιουέ (συμπεριλαμβανομένων των καντονέζικων και των ταϊσανέζικων), τα κινεζικά ου (ή Γου, τα οποία περιλαμβάνουν τα Σαγκαϊνέζικα και τα Σουτσοουνέζικα), τα Μιν (συμπεριλαμβανομένων των Φουτσοουνέζικων, των Χοκκιέν και τη διάλεκτο Τεοτσέου), τα κινεζικά σιάνγκ, τα κινεζικά γκαν και τα κινεζικά χάκα. Οι γλώσσες του θιβετοβιρμανικού κλάδου, συμπεριλαμβανομένων των Θιβετιανών, των Τσιάνγκ, των Νασί και των Γι, είναι οι γλώσσες που ομιλούνται στο Θιβετιανό οροπέδιο και το οροπέδιο Γιουνάν-Γκουεϊτσόου. Στη νοτιοδυτική Κίνα ομιλούνται επίσης τα τσουάνγκ, τα Ταϊλανδικά, τα ντονγκ και τα σουέι, μέλη των γλωσσών Τάι-Καντάι. Επίσης στην ίδια περιοχή ομιλείται η γλώσσα Μιάο και η γλώσσα Γιάο της οικογένειας Χμονγκ-Μιέν αλλά και τα Ουά της Αυστροασιατικής οικογένειας, επίσημη γλώσσα του υποστηριζόμενου από τη Κίνα Κράτους Ουά στη Μιανμάρ. Σε όλη τη βορειοανατολική και βορειοδυτική Κίνα, υπάρχουν αρκετές αλταϊκές γλώσσες, οι οποίες ομιλούνται σε αυτό το μέρος της Κίνας. Σε αυτές συγκαταλέγονται τα μαντσού (κυρίως σαν δεύτερη γλώσσα κάποιων Μαντσού, λόγω της πλήρης σινοποίησης τους), τα μογγολικά και αρκετές τουρκικές γλώσσες: τα ουιγουρικά, τα καζάχικα, τα κιργιζικά, τα σαλάρ και τα δυτικά Γιουγκούρ. Τα κορεάτικα ομιλούνται από περίπου δύο εκατομμύρια Κορεάτες στα σύνορα με τη Βόρεια Κορέα, στο Γιάνμπιαν και αλλού. Η Σαρικόλι, η γλώσσα των Τατζίκων στο δυτικό Σιντσιάνγκ, είναι μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Οι Αβορίγινες της Ταϊβάν, συμπεριλαμβανομένης της μικρής διασποράς τους στην ηπειρωτική χώρα, μιλούν αυστρονησιακές γλώσσες.[301]
Τα επίσημα μανδαρινικά, μια ποικιλία της κινεζικής γλώσσας η οποία βασίζεται στη διάλεκτο του Πεκίνου, είναι η επίσημη εθνική γλώσσα της Κίνας και χρησιμοποιείται ως γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ των κατοίκων της Κίνας με διαφορετική μητρική γλώσσα.[302][303] Γλώσσες όπως τα μογγολικά, τα ουιγουρικά, τα θιβετικά, τα τσουάνγκ αλλά και άλλες γλώσσες έχουν αναγνωριστεί και είναι επίσημες σε επαρχιακό ή τοπικό επίπεδο.[304]
Οι κινεζικοί χαρακτήρες έχουν χρησιμοποιηθεί σαν σύστημα γραφής για τις Σινιτικές γλώσσες εδώ και χιλιάδες χρόνια. Επιτρέπουν στους ομιλητές όλων των κινεζικών ποικιλιών (ορισμένες δεν είναι κατανοητές μεταξύ τους) να επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω της γραπτής μορφής της κάθε κινεζικής διαλέκτου. Το 1956, η κυβέρνηση εισήγαγε τους απλοποιημένους Κινεζικούς χαρακτήρες, οι οποίοι αντικατέστησαν σταδιακά τους παλαιότερους παραδοσιακούς χαρακτήρες στην ηπειρωτική Κίνα. Οι κινεζικοί χαρακτήρες χρησιμοποιούν το σύστημα πινγίν ώστε να αποδοθούν σε λατινικούς χαρακτήρες. Το Θιβετιανό χρησιμοποιεί ένα αλφάβητο βασισμένο σε μια ινδική γραφή. Τα ουιγουρικά χρησιμοποιούν κατά κύριο λόγο ένα αλφάβητο βασισμένο στο αραβικό με το περσικό αλφάβητο να έχουν επιδράσει σημαντικά στη διαμόρφωση του. Έχει προταθεί παλαιότερα η χρήση κυριλλικού ή λατινικού αλφαβήτου. Η μογγολική γραφή που χρησιμοποιείται στην Κίνα και το αλφάβητο Μαντσού προέρχονται από το παλαιό ουιγουρικό αλφάβητο. Τα τσουάνγκ χρησιμοποιούν τόσο ένα επίσημο αλφάβητο βασισμένο στο λατινικό όσο και ένα παραδοσιακό αλφάβητο βασισμένο στο κινεζικό.
Αστικοποίηση
ΕπεξεργασίαΗ Κίνα έχει αστικοποιηθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που ζει σε αστικές περιοχές αυξήθηκε από 20% το 1980 σε πάνω από 60% το 2019.[305][306][307] Υπολογίζεται ότι ο αστικός πληθυσμός της Κίνας θα φτάσει το ένα δισεκατομμύριο άτομα μέχρι το 2030, περίπου το ένα όγδοο του παγκόσμιου πληθυσμού το 2030.[306][307]
Η Κίνα έχει πάνω από 160 πόλεις με πληθυσμό άνω του ενός εκατομμυρίου,[308] συμπεριλαμβανομένων 17 μεγαλουπόλεων[309][310] (πόλεις με πληθυσμό άνω των 10 εκατομμυρίων: οι πόλεις που αναγράφονται βασίζονται στα στοιχεία του 2021) οι οποίες είναι οι παρακάτω: Τσονγκτσίνγκ, Σαγκάη, Πεκίνο, Τσενγκντού, Κουανγκτσόου, Σεντσέν, Τιεντσίν, Σιάν, Σουτσόου, Τσενγκτσόου, Ουχάν, Χανγκτσόου, Λινγί, Σιτσιατσουάνγκ, Τόνγκουαν, Τσινγκτάο και Τσανγκσά.[311] Το Τσονγκτσίνγκ, η Σαγκάη, το Πεκίνο και η Τσενγκντού είναι οι τέσσερις πόλεις της Κίνας με πάνω από 20 εκατομμύρια κατοίκους έκαστος.[312] Η Σαγκάη είναι η πολυπληθέστερη αστική περιοχή της Κίνας[313][314] ενώ η Τσονγκτσίνγκ είναι ο μεγαλύτερος δήμος της Κίνας: είναι ο μόνος κινεζικός δήμος με πάνω από 30 εκατομμύρια κατοίκους.[315] Μέχρι το 2025, υπολογίζεται ότι η χώρα θα φιλοξενεί 221 πόλεις με περισσότερους από ένα εκατομμύριο κατοίκους.[306] Οι πόλεις της Κίνας έχουν πολύ μεγαλύτερη έκταση από τις δυτικές, γιατί υπάρχουν οι πόλεις νομαρχιακού επιπέδου, που καταλαμβάνουν τεράστιες αγροτικές περιοχές γύρω από τις πόλεις. Οι μεγάλοι «πλωτοί πληθυσμοί» μεταναστών εργατών δυσχεραίνουν τη διεξαγωγή απογραφών σε αστικές περιοχές.[316] Τα στατιστικά που επισημάνθηκαν παραπάνω αφορούν τους μόνιμους κατοίκους.
Εκπαίδευση
ΕπεξεργασίαΑπό το 1986 και έπειτα η υποχρεωτική εκπαίδευση στην Κίνα περιλαμβάνει το δημοτικό και το γυμνάσιο, δηλαδή η υποχρεωτική εκπαίδευση στην Κίνα είναι 9-ετής.[317] Το 2019, το 89,5% των μαθητών συνέχισαν την εκπαίδευσή τους στο λύκειο μετά το γυμνάσιο.[318] Το γκαοκάο, το αντίστοιχο των πανελλαδικών για την Κίνα, είναι οι εξετάσεις εισαγωγής στα πανεπιστήμια Κίνας. Η επιτυχημένη απόδοση στο γκαοκάο είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την είσοδο στα περισσότερα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Είναι πολύ απαιτητική. Το 2010, το 27% των αποφοίτων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης φοιτούσαν σε ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.[319] Αυτό το ποσοστό αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2020 έφτανε το 58,42%.[320] Η επαγγελματική εκπαίδευση παρέχεται σε μαθητές δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.[321] Περισσότεροι από 10 εκατομμύρια Κινέζοι φοιτητές αποφοιτούν από επαγγελματικά κολέγια κάθε χρόνο.[322]
Η Κίνα έχει το μεγαλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα στον κόσμο, με περίπου 282 εκατομμύρια μαθητές και 17,32 εκατομμύρια καθηγητές πλήρους απασχόλησης, οι οποίοι υπηρετούν σε πάνω από 530.000 σχολεία.[323] Τον Φεβρουάριο του 2006, η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να παρέχει εντελώς δωρεάν εννεαετή εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένης της παράδοσης των βιβλίων στους μαθητές χωρίς χρέωση, αλλά και την κατάργηση των όποιων διδάκτρων.[324] Οι ετήσιες επενδύσεις του κινεζικού κράτους στον τομέα της εκπαίδευσης αυξήθηκαν από λιγότερα από 50 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ το 2003 σε περίπου 817 δισεκατομμύρια δολάρια το 2020. Δηλαδή το κινεζικό κράτος δαπανά ένα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό για την εκπαίδευση.[325][326]
Ωστόσο, υπάρχει μια ανισότητα στις δαπάνες για την εκπαίδευση, που όπως περιγράφηκε, ξεπερνούν τα 800 δισεκατομμύρια δολάρια (2022). Δηλαδή το κράτος αλλά και οι ίδιοι οι γονείς δαπανούν περισσότερα χρήματα για την εκπαίδευση στις αστικές περιοχές απ' ότι στις αγροτικές. Το 2010, οι ετήσιες δαπάνες για την εκπαίδευση ενός μαθητή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο Πεκίνο έφτανε τα 20.023 γουάν, ενώ στην Κουεϊτσόου, μια από τις φτωχότερες επαρχίες της Κίνας, οι αντίστοιχες δαπάνες έφταναν τα 3.204 γουάν.[327] Η δωρεάν υποχρεωτική εκπαίδευση στην Κίνα αποτελείται από το δημοτικό σχολείο και το γυμνάσιο και καλύπτει τις ηλικίες έξι έως δεκαπέντε ετών. Το 2020, το 95.2% των εγγεγραμμένων μαθητών στην υποχρεωτική εκπαίδευση αποφοιτούσε, υπερβαίνοντας τους μέσους όρους που καταγράφουν οι χώρες υψηλού εισοδήματος[323], ενώ το 91.2% των Κινέζων έχουν λάβει δευτεροβάθμια εκπαίδευση.[321]
Το ποσοστό αλφαβητισμού της Κίνας έχει αυξηθεί δραματικά. Ενώ το ποσοστό αλφαβητισμού σε άτομα άνω των 15 ετών ήταν το 1949 ήταν μόνο 20% και το 1979 ήταν στο 65,5%[328] το 96% του πληθυσμού άνω των 15 ετών ήταν εγγράμματο το 2018.[329] Την ίδια χρονιά, η Κίνα (οι εξετάσεις δεν έλαβαν χώρα σε όλη τη Κίνα, αλλά μόνο στο Πεκίνο, τη Σαγκάη, τη Τσιανγκσού και το Τσετσιάνγκ, τέσσερις από τις πλουσιότερες περιοχές της Κίνας) πρώτευσε στο Πρόγραμμα Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών και στις τρεις κατηγορίες του προγράμματος διάγνωσης του γνωστικού επιπέδου των μαθητών: μαθηματικά, επιστήμες και ανάγνωση.[330] Το 2022, η Κίνα κατάφερε να κατέχει την πρώτη θέση στον αριθμό των μεταλλίων στη Διεθνή Μαθηματική Ολυμπιάδα. Έχει κερδίσει 174 χρυσά μετάλλια από το ντεμπούτο της στο διαγωνισμό το 1985.[331] Η Κίνα έχει κερδίσει τα περισσότερα μετάλλια από οποιαδήποτε άλλη χώρα στη Διεθνή Ολυμπιάδα Φυσικής, στη Διεθνή Ολυμπιάδα Χημείας και στη Διεθνή Ολυμπιάδα Πληροφορικής.[332][333][334]
Η Κίνα είχε πάνω από 3.000 πανεπιστήμια, με πάνω από 40 εκατομμύρια φοιτητές να είναι εγγεγραμμένοι στα πανεπιστήμια της ηπειρωτικής Κίνας.[335][336] Το 2021, η Κίνα μερικά από τα καλύτερα πανεπιστήμια στον κόσμο. Η Κίνα έχει πολλά πανεπιστήμια της στον κατάλογο των 100 καλύτερων πανεπιστημίων στο κόσμο (πάνω από δέκα, ο υψηλότερος αριθμός στην περιοχή Ασίας-Ωκεανίας και ο δεύτερος μεγαλύτερος μετά τις ΗΠΑ).[337][338][339] Επί του παρόντος, η Κίνα είναι δεύτερη μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες όσον αφορά την εκπροσώπηση των πανεπιστημίων της στα 200 κορυφαία πανεπιστήμια σύμφωνα με την Ακαδημαϊκή Κατάταξη των Παγκόσμιων Πανεπιστημίων.[340] Η Κίνα φιλοξενεί τα δύο καλύτερα πανεπιστήμια (Πανεπιστήμιο Τσινγκχουά και Πανεπιστήμιο του Πεκίνου) σε ολόκληρη την περιοχή Ασίας - Ωκεανίας και στις αναδυόμενες χώρες σύμφωνα με την κατάταξη των Τάιμς.[341][342][343] Το 2022, δύο πανεπιστήμια στην ηπειρωτική Κίνα συγκαταλέγονταν στα κορυφαία 15 πανεπιστήμια του κόσμου, με το Πανεπιστήμιο του Πεκίνου (12ο) και το Πανεπιστήμιο Τσινγκχουά (14ο) να συγκαταλέγονται στο κατάλογο. Το πανεπιστήμιο Φουντάν, το πανεπιστήμιο Τσετσιάνγκ και το Πανεπιστήμιο Τσιάο Τονγκ Σαγκάης είναι μεταξύ των κορυφαίων 50 στο κόσμο. (Πηγή: QS World University Rankings).[344] Τα μεγάλα πανεπιστήμια της Κίνας ανήκουν στην Ομάδα Κ9 (C9 League), μιας συμμαχίας των κορυφαίων κινεζικών πανεπιστημίων, τα οποία προσφέρουν ολοκληρωμένη και κορυφαίου επιπέδου εκπαίδευση.[345]
Υγεία
ΕπεξεργασίαΗ Εθνική Επιτροπή Υγείας και Οικογενειακού Προγραμματισμού, μαζί με τα αντίστοιχα όργανα στο τοπικό επίπεδο, επιβλέπει τις ανάγκες υγείας του κινεζικού πληθυσμού.[346] Η έμφαση στη δημόσια υγεία και την προληπτική ιατρική αποτελούν τα κύρια συστατικά της κινεζικής πολιτικής για την υγεία από τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Εκείνη την εποχή, το Κομμουνιστικό Κόμμα ξεκίνησε την Πατριωτική Εκστρατεία για την Υγεία, η οποία είχε ως στόχο τη βελτίωση της υγιεινής στην Κίνα, καθώς και τη θεραπεία και την πρόληψη αρκετών ασθενειών. Ασθένειες όπως η χολέρα, ο τυφοειδής πυρετός και η οστρακιά, που προηγουμένως μάστιζαν την Κίνα, μετά την ολοκλήρωση της εκστρατείας, σχεδόν εξαφανίστηκαν.
Αφότου ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ άρχισε να θεσπίζει οικονομικές μεταρρυθμίσεις το 1978, η υγεία των Κινέζων βελτιώθηκε γρήγορα λόγω της καλύτερης διατροφής που πλέον ασκούσαν, αν και πολλές από τις δωρεάν δημόσιες υπηρεσίες υγείας που παρείχε το κράτος στην ύπαιθρο εξαφανίστηκαν μαζί με τις Λαϊκές Κομμούνες που καταργήθηκαν. Η υγειονομική περίθαλψη στην Κίνα ιδιωτικοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό και η ποιοτική της στάθμη γνώρισε σημαντική άνοδο. Το 2009, η κυβέρνηση ξεκίνησε μια τριετή πρωτοβουλία μεγάλης κλίμακας με στόχο την παροχή υγειονομικής περίθαλψης στους κατοίκους, αξίας 124 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ.[347] Μέχρι το 2011, η εκστρατεία είχε αποφέρει αποτελέσματα: ήδη, το 95% του πληθυσμού της Κίνας είχε βασική ασφάλιση υγείας.[348] Το 2011, εκτιμήθηκε ότι η Κίνα ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος προμηθευτής φαρμακευτικών προϊόντων στον κόσμο, αν και ο πληθυσμός έχει υποφέρει από το πρόβλημα της ανάπτυξης, παραγωγής και διανομής πλαστών φαρμάκων (ή φαρμάκων απομιμήσεων των αρχικών).[349]
Το 2017, το προσδόκιμο ζωής στη Κίνα ήταν σχεδόν 76 χρόνια,[350] ενώ η βρεφική θνησιμότητα ήταν 7 θάνατοι ανά 1.000 άτομα.[351] Αυτά τα ποσοστά έχουν υποστεί θετικές μεταβολές από το 1950. Το ποσοστό ελλιποβαρών παιδιών (κατάσταση σχετική με τον υποσιτισμό) μειώθηκε από 33,1% το 1990 σε 9,9% το 2010.[352] Παρά τις σημαντικές βελτιώσεις στο επίπεδο της υγείας του πληθυσμού και την κατασκευή νέων προχωρημένων νοσοκομείων, η επέκταση των αναπνευστικών ασθενειών λόγω της ρύπανσης του αέρα,[353] οι εκατοντάδες εκατομμύρια Κινέζοι που καπνίζουν,[354] αλλά και η άνοδος των ποσοστών παχυσαρκίας στους νέους συνιστούν μερικές από τις νέες προκλήσεις στον τομέα της υγείας για την Κίνα.[355][356] Ο μεγάλος πληθυσμός και οι πυκνοκατοικημένες πόλεις της Κίνας αποτελούν μερικούς από τους λόγους που αρκετές νέες ασθένειες έχουν προέλθει από τη Κίνα. Ένα παράδειγμα είναι το σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο του 2003.[357] Το 2010 η ρύπανση του αέρα ευθυνόταν για 1.2 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους στη Κίνα.[358]
Η πανδημία του κορονοϊού του 2019 εντοπίστηκε για πρώτη φορά στη Γουχάν τον Δεκέμβριο του 2019.[359][360] Περαιτέρω μελέτες διεξάγονται σε όλο τον κόσμο σχετικά με την πιθανή τοποθεσία προέλευσης του ιού.[361][362] Πάντως, το γεγονός ότι ο κορονοϊός με τα υπάρχοντα στοιχεία προήλθε από τη Κίνα, έχει προκαλέσει την ανάπτυξη της σινοφοβίας (βλέπε Ξενοφοβία και ρατσισμός σχετιζόμενα με την πανδημία COVID-19). Η κινεζική κυβέρνηση έχει επικριθεί για τον χειρισμό της επιδημίας και κατηγορήθηκε ότι απέκρυψε την έκταση της επιδημίας πριν γίνει διεθνής πανδημία.[363]
Θρησκεία
ΕπεξεργασίαΗ κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ασπάζεται επίσημα τον κρατικό αθεϊσμό[364] και έχει διεξαγάγει εκστρατείες κατά της θρησκείας για το σκοπό αυτό.[365] Τα θρησκευτικά θέματα και ζητήματα στη χώρα εποπτεύονται από την Κρατική Διοίκηση Θρησκευτικών Υποθέσεων.[366] Η ελευθερία της θρησκείας είναι εγγυημένη από το σύνταγμα της Κίνας, αν και οι θρησκευτικές οργανώσεις που δεν έχουν επίσημη έγκριση από τον αρμόδιο φορέα για τη θρησκεία μπορεί να υποστούν κρατικές διώξεις.[367][368]
Κατά τη διάρκεια των χιλιετιών, ο κινεζικός πολιτισμός έχει επηρεαστεί από διάφορα θρησκευτικά κινήματα. Οι «τρεις διδασκαλίες», συμπεριλαμβανομένου του Κομφουκιανισμού, του Ταοϊσμού και του Βουδισμού (Κινεζικός Βουδισμός), έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του κινεζικού πολιτισμού,[369][370] εμπλουτίζοντας το θεολογικό και πνευματικό πλαίσιο το οποίο ξεκίνησε να αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της δυναστείας Σανγκ και Τσόου. Η κινεζική λαϊκή θρησκεία, η οποία θεμελιώθηκε χάρη στις λεγόμενες τρεις διδασκαλίες αλλά και άλλες παραδόσεις του κινεζικού λαού,[371] συνίσταται στην πίστη στους σεν (神), ένας χαρακτήρας που υποδηλώνει τις «ενέργειες της γενιάς», οι οποίες μπορεί να είναι είτε θεότητες του περιβάλλοντος, πρόγονοι ανθρώπων, έννοιες ευγένειας, ήρωες του πολιτισμού. Πολλοί από τους λεγόμενους ήρωες του κινεζικού πολιτισμού εμφανίζονται στην κινεζική μυθολογία και ιστορία.[372] Μεταξύ των πιο δημοφιλών λατρευόμενων θεοτήτων είναι η Μάτσου (θεά των θαλασσών),[373] ο Χουάνγκντι (ένας από τους δύο θεϊκούς πατριάρχες της κινεζικής φυλής),[373][374] ο Γκουάντι (θεός του πολέμου και των επιχειρήσεων), ο Τσαϊσέν ( θεός της ευημερίας και του πλούτου), ο Πανγκού και πολλοί άλλοι. Η Κίνα φιλοξενεί πολλά από τα ψηλότερα θρησκευτικά αγάλματα του κόσμου, συμπεριλαμβανομένου του ψηλότερου από όλα, του Βούδα του Ναού της Άνοιξης στο Χενάν.
Είναι δύσκολο να συγκεντρωθούν ξεκάθαρα δεδομένα για τη θρησκεία στην Κίνα, λόγω των διαφορετικών ορισμών της «θρησκείας» που επικρατούν μεταξύ των κατοίκων, αλλά και λόγω της ανοργάνωτης, διάχυτης φύσης των κινεζικών θρησκευτικών παραδόσεων. Οι μελετητές σημειώνουν ότι στην Κίνα δεν υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ των τριών διδασκαλιών αλλά και μεταξύ της λαϊκής θρησκευτικής πρακτικής.[369] Μια δημοσκόπηση του 2015 που διεξήχθη από το Ινστιτούτο Γκάλοπ διαπίστωσε ότι το 61% των Κινέζων αυτοπροσδιορίζονται ως «πεπεισμένοι άθεοι»,[375] αν και αξίζει να σημειωθεί ότι οι κινεζικές θρησκείες ή τουλάχιστον κάποια από τα τμήματα τους μπορούν να οριστούν σαν μη θεϊστικές και ανθρωπιστικές θρησκείες. αφού δεν πιστεύουν ότι η θεία δημιουργικότητα είναι εντελώς υπερβατική, αλλά είναι εγγενής στον κόσμο και ειδικότερα στον άνθρωπο. Σύμφωνα με μια μελέτη του 2014, περίπου το 74% των ερωτηθέντων είναι είτε μη θρησκευόμενοι είτε ασκούν την κινεζική λαϊκή θρησκεία, το 16% είναι βουδιστές, το 2% είναι χριστιανοί, το 1% είναι μουσουλμάνοι και το 8% ανήκει σε άλλες θρησκείες (π.χ. Ταοϊσμός και του λαϊκός σωτηριασμός).[376][377]
Εκτός από τις θρησκευτικές πρακτικές των Χαν σε τοπικό επίπεδο, υπάρχουν επίσης μερικές άλλες, μη κινεζικές εθνότητες στην Κίνα, οι οποίες διατηρούν τις παραδοσιακές θρησκείες τους. Οι λαϊκές θρησκείες των διαφόρων λαών της Κίνας (πέρα από τους Χαν) αποτελούν το 2–3% του πληθυσμού, ενώ ο Κομφουκιανισμός είναι αρκετά δημοφιλής θρησκεία στη τάξη των διανοούμενων. Επίσης, οι Θιβετιανοί ασκούν τον Θιβετιανό Βουδισμό, ενώ το Ισλάμ ασκείται από τους Κινέζους Χουέι, τους Ουιγούρους, τους Καζάκους, του Κιργίζιους και άλλους λαούς της βορειοδυτικής Κίνα. Η απογραφή πληθυσμού του 2010 ανέφερε ότι στη Κίνα ζούσαν 23.14 εκατομμύρια μουσουλμάνοι.[378]
Μια δημοσκόπηση του Ινστιτούτο Πολιτικής στο Βασιλικό Κολλέγιο του Λονδίνου και της εταιρείας Ipsos (η οποία διενεργήθηκε το 2021) διαπίστωσε ότι το 35% των Κινέζων δήλωσαν ότι στη Κίνα υπήρχε ένταση μεταξύ των διαφορετικών θρησκευτικών ομάδων. Έτσι η Κίνα, στο δείγμα των 28 χωρών όπου ρωτήθηκαν οι κάτοικοι τους, είναι μια χώρα με λίγες θρησκευτικές εντάσεις (μόνο σε μια χώρα εξήχθη από τις απαντήσεις των ερωτηθέντων μικρότερο ποσοστό).[379][380]
Διακυβέρνηση
ΕπεξεργασίαΗ Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είναι ένα ολοκληρωτικό κράτος υπό την επίσημα νομοθετημένη καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ). Παρά την ύπαρξη μικρότερων κομμάτων, όπως η Επαναστατική Επιτροπή του Κουομιντάνγκ, τα οποία είναι υπό την πολύ έντονη επιρροή του ΚΚΚ, ουσιαστικά είναι ένα μονοκομματικό κράτος και ο σοσιαλισμός είναι επίσημα θεμελιωμένος στο Σύνταγμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ως οικονομικό και πολιτικό σύστημα.[381]
Το κινεζικό σύνταγμα ορίζει ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας «είναι ένα σοσιαλιστικό κράτος το οποίο διοικείται από μια λαϊκή δημοκρατική δικτατορία, στην οποία δικτατορία ηγείται η εργατική τάξη και βασίζεται σε μια συμμαχία εργατών και αγροτών». Επίσης εγγυάται ότι τα κρατικά ιδρύματα «θα εφαρμόζουν την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού».[382] Η ΛΔΚ είναι σοσιαλιστικό κράτος και κυβερνάται από κομμουνιστικό κόμμα. Η κινεζική κυβέρνηση έχει περιγραφεί ποικιλοτρόπως ως κομμουνιστική και σοσιαλιστική. Παράλληλα, η κυβέρνηση της Κίνας έχει περιγραφεί επίσης ως αυταρχική[383] και κορπορατιστική,[384] ενώ θέτει βαρείς περιορισμούς στους ανθρώπους σε διάφορα θέματα, κυρίως στην ελεύθερη πρόσβαση στο Διαδίκτυο, στην ελευθερία του Τύπου, στην ελευθερία του συνέρχεσθαι, στο δικαίωμα στην τεκνοποίηση, στην ελεύθερη σύσταση κοινωνικών οργανώσεων και στη θρησκευτική ελευθερία.[385]
Αν και το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα περιγράφει την Κίνα ως μια «σοσιαλιστική συμβουλευτική δημοκρατία»,[386] η χώρα περιγράφεται συνήθως ως ένα αυταρχικό κράτος επιτήρησης αλλά και ως δικτατορία.[387][388][389][390][391][392] Το σημερινό πολιτικό, ιδεολογικό και οικονομικό σύστημα της Κίνας χαρακτηριστεί από τους ηγέτες της ως «συμβουλευτική δημοκρατία», «λαϊκή δημοκρατική δικτατορία», «σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά» (δηλαδή, ο μαρξισμός αλλά προσαρμοσμένος στις ανάγκες της Κινεζικής κοινωνίας και πραγματικότητας) και «σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς».[393][394]
Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα
ΕπεξεργασίαΑπό το 2018, το κινεζικό σύνταγμα δηλώνει ότι «το καθοριστικό χαρακτηριστικό του σοσιαλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά είναι η ηγεσία του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ).»[395] Οι τροποποιήσεις στο κινεζικό σύνταγμα το 2018 κωδικοποίησαν στο σύνταγμα το μονοκομματικό καθεστώς της Κίνας,[395] όπου ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΚ (αρχηγός κόμματος) κατέχει την ανώτατη εξουσία στο κράτος και την κυβέρνηση, λειτουργώντας έτσι σαν ένας άτυπος ύψιστος ηγέτης.[396] Ο σημερινός Γενικός Γραμματέας είναι ο Σι Τσινπίνγκ, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα στις 15 Νοεμβρίου 2012 και επανεξελέγη στις 25 Οκτωβρίου 2017.[397] Το εκλογικό σύστημα είναι πυραμιδικό. Τα Τοπικά Λαϊκά Συνέδρια εκλέγονται άμεσα από τον λαό, ενώ τα Λαϊκά Συνέδρια που ανήκουν σε ανώτερες βαθμίδες έως και το Εθνικό Λαϊκό Συνέδριο εκλέγονται έμμεσα από τα μέλη του Λαϊκού Συνεδρίου που ανήκει στην ακριβώς κατώτερη βαθμίδα.[398] Πέρα από το ΚΚΚ, άλλα οκτώ πολιτικά κόμματα έχουν εκπροσώπους στο Εθνικό Λαϊκό Συνέδριο και στην Πολιτική Συμβουλευτική Διάσκεψη του Κινεζικού Λαού.[399] Η Κίνα υποστηρίζει τη λενινιστική αρχή του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού»,[398] αλλά οι επικριτές της κινεζικής κυβέρνησης περιγράφουν το εκλεγμένο Εθνικό Λαϊκό Κογκρέσο ως ένα σώμα «σφραγίδας επικύρωσης», δηλαδή ότι πρόκειται για ένα κοινοβούλιο το οποίο διορίζει η κυβέρνηση και η λειτουργία του είναι απλά να επικυρώνει τις προειλημμένες αποφάσεις της κυβέρνησης.[400]
Καθώς το ΚΚΚ όσο και ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός είναι μονάδες στις οποίες οι αξιωματικοί προβιβάζονται σταδιακά, είναι δυνατό να διακρίνουμε διαφορετικές γενιές στην κινεζική ηγεσία. Η τρέχουσα γενιά ηγεσίας του ΚΚΚ είναι η 5η και είναι υπό την ηγεσία του Σι Τσινπίνγκ.[401] Στον επίσημο λόγο, κάθε γενιά της κινεζικής ηγεσίας ταυτίζεται με μια ευδιάκριτη προέκταση της ιδεολογίας του κόμματος. Οι ιστορικοί έχουν μελετήσει και διακρίνει διάφορες περιόδους αναφορικά με την ανάπτυξη της κυβέρνησης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, κάνοντας σαφή αναφορά σε αυτές τις «γενιές ηγεσίας».
Όνομα γενιάς | Ύψιστος ηγέτης | Έτος αρχής της γενιάς | Έτος τέλους της γενιάς | Επίσημη ονομασία της γενιάς |
---|---|---|---|---|
Πρώτη γενιά | Μάο Τσετούνγκ | 1949 | 1976 | Σκέψη Μάο Τσε Τουνγκ |
Χουά Γκουοφένγκ | 1976 | 1978 | Δύο οτιδήποτε | |
Δεύτερη γενιά | Ντενγκ Σιαοπίνγκ | 1978 | 1989 | Θεωρία του Ντενγκ Σιαοπίνγκ |
Τρίτη γενιά | Τσιάνγκ Τσεμίν | 1989 | 2002 | Τρεις Εκπροσωπήσεις |
Τέταρτη γενιά | Χου Τζιντάο | 2002 | 2012 | Επιστημονική Προοπτική για την Ανάπτυξη |
Πέμπτη γενιά | Σι Τζινπίνγκ | 2012 | Σκέψη του Σι Τσινπίνγκ |
Κυβέρνηση
ΕπεξεργασίαΗ Κίνα είναι μονοκομματικό κράτος με επικεφαλής το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ). Το Εθνικό Λαϊκό Συνέδριο τροποποίησε το σύνταγμα της χώρας το 2018 για να αφαιρέσει το όριο των δύο θητειών στην ιδιότητα του Προέδρου της Κίνας, επιτρέποντας στον σημερινό ηγέτη, Σι Τζινπίνγκ, να παραμείνει πρόεδρος της Κίνας (και Γενικός Γραμματέας του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος) για πάνω από δύο θητείες, οδηγώντας σε κριτική για τη δημιουργία δικτατορικής διακυβέρνησης.[402][403] Πλέον, η διδασκαλία του Τζινπίνγκ διδάσκεται στην εκπαίδευση και ο ίδιος οδεύει να γίνει ισόβιος ηγέτης.[404] Ο Πρόεδρος είναι ο αρχηγός του κράτους, εκλεγόμενος από το Εθνικό Λαϊκό Συνέδριο. Ο Πρωθυπουργός είναι ο αρχηγός της κυβέρνησης και προεδρεύει του Κρατικού Συμβουλίου, το οποίο αποτελείται από τέσσερις αντιπρόεδρους και τους επικεφαλής των υπουργείων και των επιτροπών του Κράτους. Ο νυν πρόεδρος της Κίνας είναι ο Σι Τσινπίνγκ, ο οποίος είναι Γενικός Γραμματέας του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος και Πρόεδρος της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής, και έτσι αποτελεί ο ύψιστος ηγέτης της Κίνας. Ο νυν πρωθυπουργός της Κίνας είναι ο Λι Κετσιάνγκ, ανώτερο μέλος της Μόνιμης Επιτροπής του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΚ, του ντε φάκτο κορυφαίου οργάνου λήψης αποφάσεων της Κίνας.[405][406]
Το 2017, ο Σι κάλεσε το κομμουνιστικό κόμμα να σφίξει περαιτέρω τη λαβή του στη χώρα, να υποστηρίξει την ενότητα της ηγεσίας του κόμματος και να επιτύχει το «Κινεζικό Όνειρο της εθνικής αναζωογόνησης».[393][407] Οι πολιτικές ανησυχίες που επικρατούν στους Κινέζους πολιτικούς, αλλά και την κοινωνία, είναι οι αυξανόμενες ανισότητες και η διαφθορά.[408] Ωστόσο, το επίπεδο της δημόσιας υποστήριξης για την κυβέρνηση και τη διαχείριση του έθνους βρίσκεται σε υψηλά ποσοστά, καθώς το 80-95% των Κινέζων πολιτών εκφράζουν ικανοποίηση για την κεντρική κυβέρνηση, σύμφωνα με έρευνα του 2011.[409] Μια έρευνα των Καναδικών Ινστιτούτων Ερευνών Υγείας (η οποία έλαβε χώρα το 2020) κατέγραψε επίσης ότι το 75% των Κινέζων ήταν ικανοποιημένοι με την κυβέρνηση ως προς το θέμα της διάδοσης πληροφοριών εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού, ενώ το 67% ήταν ικανοποιημένο με την παροχή καθημερινών αναγκών.[410][411]
Διοικητική διαίρεση
ΕπεξεργασίαΗ Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας διαιρείται επίσημα σε 23 επαρχίες,[412] πέντε αυτόνομες περιφέρειες (πατρίδα πέντε εθνοτήτων - των Θιβετιανών, των Μογγόλων, των Ουιγούρων, των Κινέζων Χουέι και των Τσουάνγκ) και τέσσερις δήμους ή δημοτικές περιοχές. Αυτές οι περιοχές αποτελούν την «ηπειρωτική Κίνα» — ενώ στην Κίνα ανήκουν και οι ειδικές διοικητικές περιοχές, Χονγκ Κονγκ και Μακάο. Γεωγραφικά, η Κίνα υποδιαιρείται σε έξι γεωγραφικές περιοχές: τη Βόρεια Κίνα, τη Βορειοανατολική Κίνα, την Ανατολική Κίνα, τη Νότια Κεντρική Κίνα, τη Νοτιοδυτική Κίνα και τη Βορειοδυτική Κίνα.[413]
Η Κίνα θεωρεί την Ταϊβάν 23η επαρχία της,[412] αν και η Ταϊβάν ελέγχεται από την Δημοκρατία της Κίνας, η οποία απορρίπτει τις αξιώσεις της ΛΔΚ, όμως δεν κηρύττει ανεξαρτησία λόγω των οικονομικών σχέσεων με τη ΛΔΚ αλλά και τις απειλές περί πολέμου σε περίπτωση τέτοιου γεγονότος. Αντίθετα, το σύνταγμα της Δημοκρατίας της Κίνας προβάλλει αξιώσεις πάνω σε όλη τη ΛΔΚ αλλά και κάποιες γύρω περιοχές (συμπεριλαμβανομένης ολόκληρης της Μογγολίας).[414]
Δομή του κράτους
ΕπεξεργασίαΟνομαστικά το υπέρτατο κρατικό όργανο είναι το Εθνικό Λαϊκό Κογκρέσο, το Κοινοβούλιο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Τα μέλη του εκλέγουν τον Πρόεδρο, το Κρατικό Συμβούλιο, δηλαδή την Κυβέρνηση, το Ανώτατο Λαϊκό Δικαστήριο, την Κεντρική Στρατιωτική Επιτροπή και την Ανώτατη Εισαγγελία.
Το δικαίωμα ψήφου δίνεται στην ηλικία των 18 ετών, σε άνδρες και γυναίκες. Ο Πρωθυπουργός της Κίνας είναι ο δεύτερος ισχυρότερος αξιωματούχος της εκτελεστικής εξουσίας και δεύτερος στην ιεραρχία του κομμουνιστικού κόμματος και του κράτους μετά τον πρόεδρο. Ο Πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας είναι αρχηγός του Κράτους και της κυβέρνησης με μεγάλες εξουσίες. Πρωθυπουργός της Χώρας είναι από τις 17 Μαρτίου 2010 ο Λι Κετσιάνγκ και Πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας και Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος από τις 24 Αυγούστου 2012 ο Σι Τζιπινγκ.
Διεθνείς Σχέσεις
ΕπεξεργασίαΗ ΛΔΚ έχει διπλωματικές σχέσεις με 175 χώρες και διατηρεί πρεσβείες σε 162 χώρες. Το 2019, η Κίνα είχε το πιο εκτεταμένο διπλωματικό (σε επίπεδο πρεσβειών, προξενείων, κ.ά.) δίκτυο στον κόσμο.[415][416] Η νομιμότητά της ύπαρξης της ΛΔ Κίνας αμφισβητείται από τη Δημοκρατία της Κίνας και μερικές άλλες χώρες. Είναι επομένως το μεγαλύτερο και πολυπληθέστερο κράτος με περιορισμένη αναγνώριση, έχοντας πληθυσμό άνω των 1,4 δισεκατομμυρίων κατοίκων.[417] Το 1971, η ΛΔΚ αντικατέστησε τη Δημοκρατία της Κίνας στη θέση του εκπροσώπου της Κίνας στα Ηνωμένα Έθνη, λαμβάνοντας και την έδρα του μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.[418] Η Κίνα ήταν επίσης πρώην μέλος και ηγέτης του Κινήματος των Αδέσμευτων, και εξακολουθεί να θεωρεί τον εαυτό της υποστηρικτή των αναπτυσσόμενων χωρών.[419] Μαζί με τη Βραζιλία, τη Ρωσία, την Ινδία και τη Νότια Αφρική, η Κίνα είναι μέλος των BRICS, μιας ομάδας αναδυόμενων μεγάλων οικονομιών. Η Κίνα φιλοξένησε την τρίτη επίσημη σύνοδο κορυφής της ομάδας στη Σανιά του Χαϊνάν τον Απρίλιο του 2011.[420]
Σύμφωνα με την κινεζική ερμηνεία της πολιτικής της Ενιαίας Κίνας, το Πεκίνο έχει θέσει ως προϋπόθεση για τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων την αναγνώριση από τη χώρα που θέλει να συνάψει σχέση με τη ΛΔΚ την αναγνώριση της κινεζικής αξίωσης στη Ταϊβάν και τη λήξη των επίσημων σχέσεων με τη Δημοκρατία της Κίνας. Οι Κινέζοι αξιωματούχοι έχουν διαμαρτυρηθεί σε πολλές περιπτώσεις όταν ξένες χώρες έχουν κάνει διπλωματικές προσεγγίσεις στην Ταϊβάν,[421] ειδικά στο θέμα των πωλήσεων όπλων στον ταϊβανικό στρατό.[422]
Μεγάλο μέρος της σημερινής κινεζικής εξωτερικής πολιτικής φέρεται να βασίζεται στις Πέντε Αρχές Ειρηνικής Συνύπαρξης οι οποίες διατυπώθηκαν από τον πρωθυπουργό Τσόου Ενλάι. Επίσης η κινεζική εξωτερική πολιτική καθοδηγείται από την έννοια της «αρμονίας χωρίς ομοιομορφία», η οποία ενθαρρύνει τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των κρατών παρά τις ιδεολογικές διαφορές.[423] Η εξωτερική πολιτική της Κίνας την έχει οδηγήσει να συνάψει σχέσεις με χώρες οι οποίες θεωρούνται επικίνδυνες ή με κατασταλτικά καθεστώτα από τα δυτικά έθνη, όπως η Ζιμπάμπουε, η Βόρεια Κορέα και το Ιράν.[424] Η Κίνα έχει στενή οικονομική και στρατιωτική σχέση με τη Ρωσία[425] και τα δύο κράτη συχνά μοιράζονται τις ίδιες απόψεις σε ψηφίσματα στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.[426][427][428] Δηλαδή, αρκετές φορές όπου έχει υπάρξει ψηφοφορία για καταδικαστικό ψήφισμα για τη Ρωσία, η Κίνα ασκεί βέτο, ενώ το ίδιο κάνει για τη Κίνα η Ρωσία. Πάντως, αυτή η ομοφωνία απόψεων επεκτείνεται ακόμη και σε μερικές από κοινού αποχές από ψηφίσματα. Η μετανάστευση μορφωμένων Κινέζων εξακολουθεί να είναι ένα σημαντικό πρόβλημα για τη χώρα.[429]
Εμπορικές σχέσεις
ΕπεξεργασίαΗ Κίνα έγινε η χώρα με τον μεγαλύτερο ετήσιο όγκο εμπορικών συναλλαγών στον κόσμο το 2013 (με βάση το σύνολο εισαγωγών-εξαγωγών). Επίσης έγινε ο μεγαλύτερος εισαγωγέας εμπορευμάτων στον κόσμο. Περίπου το 45% των δρομολογίων της εμπορικής ναυτιλίας έχει κατεύθυνση ή σημείο έναρξης κάποιο λιμάνι στη Κίνα.[430][431] Το 2016, η Κίνα ήταν ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος 124 κρατών.[432] Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ένωσης Χωρών της Ανατολικής Ασίας. Το σύνολο των εμπορικών συναλλαγών της Κίνας με τα 10 κράτη της ένωσης ήταν 345.8 δισεκατομμύρια δολάρια το 2015, αντιστοιχώντας στο 15.2% του εμπορίου της ένωσης με τον υπόλοιπο κόσμο.[433] Η Ένωση Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας, ως το σύνολο 10 κρατών-μελών, είναι επίσης ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Κίνας.[434] Το 2020, η Κίνα έγινε ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το εμπόριο μεταξύ των κρατών της ΕΕ και της Κίνας να έχει όγκο 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων σχεδόν.[435] Η Κίνα, μαζί με την Ένωση Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, είναι μέλος της Περιφερειακής Συνολικής Οικονομικής Συνεργασίας, της μεγαλύτερης ζώνης ελεύθερου εμπορίου στον κόσμο. Αυτή η ζώνη καλύπτει το 30% του παγκόσμιου πληθυσμού και περίπου το ίδιο ποσοστό της οικονομικής παραγωγής.[436] Η Κίνα έγινε μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001. Το 2004, πρότεινε τη δημιουργία της Συνόδου Κορυφής για την Ανατολική Ασία ως φόρουμ συζήτησης για θέματα περιφερειακής ασφάλειας.[437] Η Σύνοδος για την Ανατολική Ασία, η οποία περιλαμβάνει την Ένωση Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας + 3, την Ινδία, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, ξεκίνησε τις εργασίες της το 2005.[438]
Η Κίνα έχει μια μακροχρόνια και περίπλοκη εμπορική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 2000, το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών ενέκρινε την παραχώρηση καθεστώτος «μόνιμων τακτικών εμπορικών σχέσεων» στις εμπορικές σχέσεις με την Κίνα, επιτρέποντας στις κινεζικές εξαγωγές στις ΗΠΑ να έχουν τους ίδιους χαμηλούς δασμούς που έχουν οι άλλες χώρες.[439] Η Κίνα έχει σημαντικό εμπορικό πλεόνασμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη σημαντικότερη αγορά διάθεσης των εξαγωγών της.[440] Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, Αμερικανοί πολιτικοί υποστήριξαν ότι το κινεζικό γουάν ήταν αρκετά υποτιμημένο, δίνοντας στην Κίνα ένα αθέμιτο εμπορικό πλεονέκτημα έναντι των ΗΠΑ.[441][442][443]
Από τις αρχές του 21ου αιώνα, η Κίνα ακολούθησε μια πολιτική σύναψης σχέσεων με τα αφρικανικά έθνη (αλλά και να εμπλέκεται σε θέματα Αφρικής), κυρίως σε θέματα εμπορίου και διμερούς συνεργασίας.[444][445][446] Το 2019, το εμπόριο της Κίνας με τις χώρες της Αφρικής ανήλθε στα 208 δισεκατομμύρια δολάρια, έχοντας εικοσαπλασιαστεί σε 20 χρόνια.[447] Σύμφωνα με τη Μάντισον Κόντον «η Κίνα χρηματοδοτεί περισσότερα έργα υποδομής στην Αφρική σε σχέση με την Παγκόσμια Τράπεζα και παρέχει χαμηλότοκα δάνεια αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων στις αναδυόμενες οικονομίες της ηπείρου».[448] Η Κίνα διατηρεί εκτεταμένους και εξαιρετικά διαφοροποιημένους εμπορικούς δεσμούς με την Ευρωπαϊκή Ένωση.[435] Η Κίνα έχει επίσης ενισχύσει τους εμπορικούς της δεσμούς με μεγάλες οικονομίες της Νότιας Αμερικής[449] και είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Βραζιλίας, της Χιλής, του Περού, της Ουρουγουάης, της Αργεντινής και πολλών άλλων χωρών της περιοχής.[450]
Η Πρωτοβουλία μιας ζώνης και ενός δρόμου της Κίνας έχει επεκταθεί σημαντικά μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία. Τον Απρίλιο του 2020 στη πρωτοβουλία συμμετείχαν 138 χώρες και 30 διεθνείς οργανισμοί. Πέρα από την εντατικοποίηση των σχέσεων της με τα υπόλοιπα κράτη, η Κίνα εστιάζει ιδιαίτερα στο στόχο της δημιουργίας αποτελεσματικών συγκοινωνιακών αρτηριών. Η Κίνα έχει δώσει σημαντική προσοχή στον θαλάσσιο δρόμο του μεταξιού, ο οποίος δύναται να συνδέσει την Ανατολική Αφρική και την Ευρώπη. Υπάρχουν σημαντικές κινεζικές επενδύσεις ή σχετικές προθέσεις σε διάφορα λιμάνια, όπως τα λιμάνια Γκουαντάρ, Κουαντάν, Χαμπαντότας, Πειραιά και Τεργέστης. Ωστόσο, πολλά από αυτά τα δάνεια που χορήγησε η Κίνα στο πλαίσιο του προγράμματος μιας ζώνης και ενός δρόμου είναι μη βιώσιμα και η Κίνα έχει αντιμετωπίσει μια σειρά από εκκλήσεις για διαγραφή χρέους από τις χώρες που χρωστούν χρήματα στη Κίνα.[451][452]
Εδαφικές διαφορές
ΕπεξεργασίαΤαϊβάν
ΕπεξεργασίαΑπό το 1949, με την ίδρυση της μετά το τέλος του Κινεζικού Εμφυλίου Πολέμου, η ΛΔΚ έχει διεκδικήσει τα εδάφη που διεκδικεί η Δημοκρατία της Κίνας (Ταϊβάν) σαν μέρος της επικράτειάς της. Η Κίνα θεωρεί ότι το νησί της Ταϊβάν ως επαρχία της, τα αρχιπελάγη Κινμέν και Ματσού ως τμήμα της επαρχίας Φουτσιάν και τα νησιά που ελέγχει η Ταϊβάν στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας τμήμα της επαρχίας Χαϊνάν και της επαρχίας Κουανγκτούνγκ. Οι σχέσεις των δύο Κίνων είναι περίπλοκες, όπως και οι σχετικές αξιώσεις, καθώς κεντρικό μέρος της διπλωματικής πολιτικής της Κίνας είναι και η αρχή της Μίας Κίνας.[453]
Διαφωνίες για τα χερσαία σύνορα
ΕπεξεργασίαΗ Κίνα έχει λύσει τις εδαφικές διαφορές της με 12 από τις 14 γειτονικές χώρες, έχοντας επιδιώξει ουσιαστικούς συμβιβασμούς στις περισσότερες διαπραγματεύσεις με γειτονικές χώρες για την επίλυση των διμερών συνοριακών διαφορών.[454][455][456] Σήμερα η Κίνα έχει εδαφικές διαφορές με την Ινδία (βλέπε Σινοϊνδική διαμάχη για τα σύνορα) και το Μπουτάν.
Διαφωνίες για τα θαλάσσια σύνορα
ΕπεξεργασίαΗ Κίνα έχει εδαφικές διαφορές με διάφορες χώρες για την ιδιοκτησία νησιών μικρού μεγέθους στις θάλασσες της Ανατολικής και Νότιας Κίνας. Βρίσκεται σε διαμάχη με την Ιαπωνία και την Ταϊβάν για τον έλεγχο του βράχου Σοκότρα, των νησιών Σενκάκου και το σύνολο των νησιών της Θάλασσας της Νότιας Κίνας[457][458] ενώ εμπλέκεται σε διαφωνίες για την οριοθέτηση ΑΟΖ στη Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας.
Έναρξη πτήσεων Κίνας-Ταϊβάν
ΕπεξεργασίαΟι πρώτες απευθείας συνομιλίες αντιπροσώπων του Πεκίνου και της Ταϊπέι για πρώτη φορά έπειτα από 13 χρόνια, έλαβαν χώρα στις 12 Ιουνίου του 2008.[459]
Στις 13 Ιουνίου υπογράφηκε στο Πεκίνο ιστορική συμφωνία για την έναρξη τακτικών αεροπορικών πτήσεων ανάμεσα στις δύο χώρες στην Κίνα και την Ταϊβάν.[460] Επιπρόσθετα, στις 15 Δεκεμβρίου του 2008 εγκαινιάστηκαν οι πρώτες αεροπορικές συνδέσεις ανάμεσα στην Κίνα και στην Ταϊβάν, με το δρομολόγιο Σεντζέν-Ταϊπέι, ενώ ακολούθησε ένα ακόμα δρομολόγιο από την Ταϊπέι προς τη Σαγκάη.[461]
Εκλογές
ΕπεξεργασίαΚοινωνικοπολιτικά ζητήματα και ανθρώπινα δικαιώματα
ΕπεξεργασίαΗ Κίνα συγκεκριμένα χρησιμοποιεί κάμερες, λογισμικό αναγνώρισης προσώπου, αισθητήρες, επιτήρηση των προσωπικών αντικειμένων τεχνολογίας και ένα σύστημα κοινωνικής πίστωσης ως μέσο κοινωνικού ελέγχου των ατόμων που ζουν στη χώρα.[462] Το κινεζικό κίνημα για τη δημοκρατία, οι κοινωνικοί ακτιβιστές και ορισμένα μέλη του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος πιστεύουν στην ανάγκη για κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις στη Κίνα. Ενώ η Κίνα έχει καταγράψει αρκετές μεταρρυθμίσεις σε θέματα οικονομικών και κοινωνικών ελευθεριών μετά τη δεκαετία του 1970, η πολιτική ελευθερία των κατοίκων εξακολουθεί να είναι αυστηρά περιορισμένη στην Κίνα. Το Σύνταγμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ορίζει ότι στα «θεμελιώδη δικαιώματα» των πολιτών περιλαμβάνεται η ελευθερία του λόγου, η ελευθερία του Τύπου, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, η ανεξιθρησκία, η καθολική ψηφοφορία και τα δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία. Ωστόσο, στην πράξη, αυτές οι διατάξεις δεν εγγυώνται κάποια ιδιαίτερη προστασία εναντίον της άσκησης ποινικών διώξεων από το κράτος και πολλές συνταγματικά εγγυημένες ελευθερίες μένουν στα λόγια.[463][464] Αν και κάποιες κριτικές που ασκούν κάτοικοι και ειδικοί για τις πολιτικές της κυβέρνησης και τις πρακτικές του Κομμουνιστικού Κόμματος γίνονται ανεκτές, η λογοκρισία του πολιτικού λόγου και πληροφοριών, κυρίως στο Διαδίκτυο,[465][466] χρησιμοποιείται εκτεταμένα από τη κυβέρνηση, συνήθως για την αποτροπή κάποιας συλλογικής αναταραχής και δραστηριοποίησης.[467] Το έτος 2020 τέθηκε σαν στόχο από τη κινεζική κυβέρνηση να δώσει στους πολίτες της μια βαθμολογία "κοινωνικής πίστωσης" με βάση τον τρόπο με τον οποίο φέρονται.[468] Το σύστημα κοινωνικής πίστωσης, το οποίο τέθηκε για πρώτη φορά σε πιλοτική εφαρμογή το 2014, θεωρείται μια μορφή μαζικής επιτήρησης η οποία χρησιμοποιεί τη τεχνολογία ανάλυσης μεγάλων δεδομένων.[469][470]
Ορισμένες ξένες κυβερνήσεις, ξένα πρακτορεία Τύπου και ΜΚΟ έχουν επικρίνει την κυβέρνηση της Κίνας για τη κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα, καθώς ισχυρίζονται ότι υπάρχουν εκτεταμένες παραβιάσεις των πολιτικών δικαιωμάτων, όπως: κράτηση χωρίς δίκη, αναγκαστικές αμβλώσεις,[471] εξαναγκαστικές ομολογίες, βασανιστήρια, περιορισμοί των θεμελιωδών δικαιωμάτων,[472][367] και υπερβολική χρήση της θανατικής ποινής.[473][474] Η κυβέρνηση καταστέλλει λαϊκές διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις τις οποίες θεωρεί πιθανές απειλές για την «κοινωνική σταθερότητα» της Κίνας. Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε σαν αιτιολογία την απειλή της κοινωνικής σταθερότητας για να καταστείλει βίαια τις διαδηλώσεις στην πλατεία Τιενανμέν το 1989.[475]
Το κινεζικό κράτος κατηγορείται τακτικά για καταστολές των πολιτικών ελευθεριών μεγάλης κλίμακας, αλλά και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε περιοχές όπως το Θιβέτ[476][477] και το Σιντσιάνγκ.[478] Στην υπόλοιπη Κίνα υπήρχαν βίαιες καταστολές διαδηλώσεων και άλλων συγκεντρώσεων από την αστυνομία αλλά και φαινόμενα θρησκευτικής καταστολής σε όλη τη χώρα.[479][480] Τουλάχιστον ένα εκατομμύριο μουσουλμάνοι Ουιγούροι της Κίνας έχουν κρατηθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης (τα οποία η κυβέρνηση αποκαλεί Κέντρα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης) με στόχο την αλλαγή της πολιτικής σκέψης των κρατουμένων, της ταυτότητάς τους και των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Παράλληλα, στα στρατόπεδα, διδάσκονται θέματα υπέρ του κομμουνιστικού κόμματος και όχι μόνο.[481] Σύμφωνα με έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας,[482] οι Ουιγούροι υπόκεινται σε βασανιστήρια στα κέντρα κράτησης, ενώ μία άλλη έκθεση του Συμβουλίου Ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ, του 2022, ανέφερε ότι η μεταχείριση των Ουιγούρων «ίσως να αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας».[483] Το κράτος προσπάθησε να παρέμβει στην προσπάθεια δημοσιογραφικής κάλυψης των εντάσεων στο Σιντσιάνγκ, εκφοβίζοντας δημοσιογράφους και κρατώντας τα μέλη της οικογένειας τους, που ζουν στη Κίνα.[484] Σύμφωνα με μια έκθεση του 2020, η μεταχείριση των Ουιγούρων από την Κίνα πληροί τον ορισμό του ΟΗΕ περί γενοκτονίας κατά ενός έθνους,[485] και αρκετές ομάδες που εκπροσωπούν τους Ουιγούρους αλλά και ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων ζήτησαν έρευνα από τον ΟΗΕ πάνω στο θέμα της γενοκτονίας των Ουιγούρων.[486]
Παγκόσμιες μελέτες από το Κέντρο Ερευνών Πιου που έλαβαν χώρα το 2014 και το 2017 κατέγραψαν ότι οι περιορισμοί της κινεζικής κυβέρνησης στη θρησκευτική ελευθερία είναι ένας από τους υψηλότερους στον κόσμο, παρά το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι σε σχέση με άλλες χώρες, το ποσοστό των Κινέζων που πιστεύουν ότι υπάρχουν κοινωνικές εχθροπραξίες με λόγο τη θρησκεία είναι μικρότερο σε σχέση με τη Δύση.[487][488] Ο Παγκόσμιος Δείκτης Σκλαβιάς υπολόγισε ότι το 2016 πάνω από 3.8 εκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν σε «συνθήκες σύγχρονης δουλείας» στη Κίνα. Δηλαδή, πάνω από 3.8 εκατομμύρια άτομα εκείνο το έτος ήταν θύματα εμπορίας ανθρώπων, καταναγκαστικής εργασίας, καταναγκαστικού γάμου, παιδικής εργασίας ή ασκούσαν καταναγκαστικά έργα κατ' εντολή της κυβέρνησης. Το 2013 το κράτος κατήργησε επίσημα το σύστημα καταναγκαστικής εργασίας, αλλά δεν είναι σαφές εάν και σε ποιο βαθμό έχει συνεχιστεί η επιβολή καταναγκαστικής εργασίας σε κρατούμενους (για οποιαδήποτε κατηγορία, π.χ. πολιτικοί κρατούμενοι).[489] Στη Κίνα υπάρχουν εργοστάσια μέσα στις φυλακές (οι λεγόμενες εργατικές φυλακές), κέντρα κράτησης και στρατόπεδα επανεκπαίδευσης, τα λαογκάι. Το Ίδρυμα Ερευνών για το Λαογκάι, με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες υπολογίζει ότι υπάρχουν πάνω από χίλια στρατόπεδα και φυλακές καταναγκαστικής εργασίας σε όλη την επικράτεια της Κίνας.[490]
Η κατάσταση ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι καλύτερη στις Ειδικές Διοικητικές Περιοχές της Κίνας (Χονγκ Κονγκ και Μακάο), διότι οι περιοχές αυτές είναι αυτόνομες. Χαρακτηριστικά, η Αμερικανική ΜΚΟ Freedom House βαθμολόγησε την ελευθερία στο Χονγκ Κονγκ για το 2022 ως 43/100,[491] ενώ στην υπόλοιπη Κίνα η βαθμολογία ήταν πολύ χαμηλότερη, μόνο 9/100.[492] Παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια η Κινεζική Κυβέρνηση έχει κατηγορηθεί από τις ΗΠΑ,[493] την ΕΕ,[494] διάφορους ακτιβιστές[495] και ΜΚΟ όπως η Διεθνής Αμνηστία,[496] για καταστολή και των εναπομείναντων ελευθεριών του Χονγκ Κονγκ. Η κριτική αυτή εντάθηκε μετά το 2020, όταν επιβλήθηκε ο Νόμος Εθνικής Ασφαλείας για το Χονγκ Κονγκ, ο οποίος ήρθε ως απάντηση στις εκτεταμένες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που συντάραξαν την αυτόνομη πόλη το προηγούμενο έτος. Στο όνομα του νόμου αυτού, δεκάδες φιλοδημοκρατικοί ακτιβιστές έχουν συλληφθεί, αντιπολιτευόμενα μέσα ενημέρωσης έχουν κλείσει,[497][498] ενώ πολιτικά κόμματα και οργανώσεις έχουν διαλυθεί.[499]
Επικοινωνίες και Μεταφορές
ΕπεξεργασίαΑπό τη δεκαετία του 1990, οι συγκοινωνίες στην Κίνα έχουν εκσυγχρονιστεί με την κατασκευή δικτύου δρόμων ταχείας κυκλοφορίας. Το συνολικό μήκος των δρόμων αυτών έφτανε τα 45.000 χιλιόμετρα στο τέλος του 2006.[500][501] Η οδήγηση στη χώρα γίνεται στη δεξιά πλευρά του δρόμου.
Τα ΙΧ κοστίζουν πολύ ακριβά για τους οδηγούς λόγω της φορολογίας.[502]
Οι μακρινές αποστάσεις καλύπτονται από σιδηροδρομικό δίκτυο και από σύστημα με ναυλωμένα λεωφορεία. Οι σιδηρόδρομοι αποτελούν μονοπώλιο του κράτους, ενώ υπόγειος σιδηρόδρομος λειτουργεί σε μεγαλουπόλεις όπως το Πεκίνο και η Σαγκάη. Η Σαγκάη εξυπηρετείται για τις αεροπορικές της μεταφορές από το Διεθνές Αεροδρόμιο Πουντόνγκ, ενώ είναι το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας.
Συγκοινωνιακές Υποδομές
ΕπεξεργασίαΟι υποδομές μεταφορών στην Κίνα έχουν σταθερά βελτιωθεί. Μεγάλα ποσά επενδύονται στην κατασκευή δρόμων, κυρίως στις πόλεις, σιδηροδρομικών γραμμών και και νέων αεροδρομίων. Ειδικά στις βιομηχανικές περιοχές υπάρχουν ήδη πολλοί δίαυλοι μεταφοράς, που αντιστοιχούν στα κεντροευρωπαϊκά πρότυπα. Στις απομακρυσμένες περιοχές το δίκτυο συγκοινωνιών είναι όπως και παλαιότερα ανεπαρκές.
Ο διπλανός πίνακας δείχνει την εξέλιξη των επενδύσεων σε αυτοκινητοδρόμους διαχωρισμένων κατευθύνσεων, θαλάσσια δρομολόγια, και σιδηροδρομικές γραμμές από το 1981.
Δρόμοι
ΕπεξεργασίαΗ Κίνα διαθέτει ουσιαστικά δύο εκατομμύρια χιλιόμετρα δρόμων, οι οποίοι κατά τμήματα βρίσκονται σε πολύ άσχημη κατάσταση και από τη δεκαετία του 1990 έχουν αρχίσει να επεκτείνονται και να βελτιώνονται. Μόνο το 2006 κατασκευάστηκαν 98.720 χιλιόμετρα διαφόρων ειδών δημοσίων δρόμων. Ο στόχος ήταν να συνδεθεί κάθε σχεδόν τοποθεσία με το οδικό δίκτυο μέχρι το 2010.[503]
Στρατός
ΕπεξεργασίαΟ Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Κίνας, με περίπου 2.2 εκατομμύρια ενεργούς στρατιώτες, είναι η μεγαλύτερη μόνιμη στρατιωτική δύναμη στον κόσμο. Τον κινεζικό στρατό διοικεί η Κεντρική Στρατιωτική Επιτροπή της Κίνας.[504] Η Κίνα έχει το δεύτερο μεγαλύτερο αριθμό εφέδρων στρατιωτών μετά τη Βόρεια Κορέα. Ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Κίνας αποτελείται από την Επίγεια Δύναμη, το Ναυτικό, την Πολεμική Αεροπορία, τη Πυραυλική Δύναμη και τη Δύναμη Στρατηγικής Υποστήριξης. Σύμφωνα με την κινεζική κυβέρνηση, ο στρατιωτικός προϋπολογισμός της Κίνας ανήλθε στα 151.5 δισεκατομμύρια δολάρια. Είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος στρατιωτικός προϋπολογισμός στον κόσμο, αν και το 1.3% του ΑΕΠ της χώρας καταλήγει στην κάλυψη των στρατιωτικών αναγκών της χώρας, ποσοστό κάτω από τον μέσο όρο.[505] Ωστόσο, πολλές αρχές - όπως το Ινστιτούτο Έρευνας για την Ειρήνη της Στοκχόλμης και το Γραφείο του Υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ ισχυρίζονται ότι η Κίνα κρύβει το πραγματικό ποσό των στρατιωτικών της δαπανών, το οποίο φέρεται να ξεπερνά κατά πολύ τα 151 δισεκατομμύρια δολάρια που δηλώθηκαν για το 2017 αλλά και τα υψηλότερα νούμερα των επόμενων χρόνων.[505]
Η Κίνα έχει το τρίτο ισχυρότερο στρατό[506] και το τρίτο μεγαλύτερο απόθεμα πυρηνικών όπλων στον κόσμο.[507]
Επιστήμη και τεχνολογία
ΕπεξεργασίαΙστορία
ΕπεξεργασίαΗ Κίνα ήταν παγκόσμιος ηγέτης σε επιστημονικά και τεχνολογικά ζητήματα μέχρι τη δυναστεία των Μινγκ όταν και έχασε το προβάδισμα από τους Ευρωπαίους.[508] Αρχαίες κινεζικές ανακαλύψεις και εφευρέσεις, όπως η χαρτοποιία, η τυπογραφία, η πυξίδα και η πυρίτιδα (οι οποίες αποκαλούνται και Τέσσερις Μεγάλες Εφευρέσεις), διαδόθηκαν σε όλη την Ανατολική Ασία, τη Μέση Ανατολή και αργότερα στην Ευρώπη. Οι Κινέζοι μαθηματικοί ήταν οι πρώτοι μαθηματικοί που εισήγαγαν στη μαθηματική επιστήμη τους αρνητικούς αριθμούς.[509][510] Μέχρι τον 17ο αιώνα, λόγω και της αποικιοκρατίας, το δυτικό ημισφαίριο είχε ξεπεράσει την Κίνα στο τομέα της επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης.[511] Οι αιτίες της λεγόμενης Μεγάλης Απόκλισης,[512] στην οποία η κάποτε τεχνολογική υπερδύναμη Κίνα είχε καταλήξει να είναι αρκετά πίσω από την Ευρώπη στο τομέα της τεχνολογίας, είναι αντικείμενο αναζήτησης από τους ιστορικούς.
Τον 19ο αιώνα η Κίνα υπέστη επανειλημμένες στρατιωτικές ήττες από τις ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις και την Ιαπωνία. Οι Κινέζοι μεταρρυθμιστές άρχισαν να προωθούν την εισαγωγή της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας σαν μέρος του Κινήματος Αυτοενδυνάμωσης και της προσπάθειας να ξαναγίνει η Κίνα η παλιά μεγάλη δύναμη. Μετά την άνοδο των κομμουνιστών στην εξουσία το 1949, οι προσπάθειες για την επιστημονική ανάπτυξη στην Κίνα επικεντρώθηκαν στην οργάνωση της επιστήμης και της τεχνολογίας στο πρότυπο της σχεδιασμένης οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης, στην οποία η επιστημονική έρευνα ήταν μέρος του κεντρικού σχεδιασμού και των πενταετών σχεδίων.[513] Μετά το θάνατο του Μάο το 1976, η επιστήμη και η τεχνολογία προωθήθηκαν από την κυβέρνηση σαν μέρος των Τεσσάρων εκσυγχρονισμών της Κίνας[514] και το σοβιετικής έμπνευσης ακαδημαϊκό σύστημα υπέστη σταδιακές μεταρρυθμίσεις.[515]
Σύγχρονη εποχή
ΕπεξεργασίαΜετά το τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης, η Κίνα έχει πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις στην επιστημονική έρευνα.[516] Παράλληλα η Κίνα πλησιάζει με γρήγορους ρυθμούς την Αμερική στις δαπάνες για την έρευνα και ανάπτυξη.[517][518] Το 2017, η Κίνα δαπάνησε 279 δισεκατομμύρια δολάρια για επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη.[519] Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Κίνα δαπάνησε το 2.11% του ΑΕΠ της για την έρευνα και ανάπτυξη το 2016.[520]
Η επιστήμη και η τεχνολογία θεωρούνται αντικείμενα ζωτικής σημασίας για την επίτευξη των οικονομικών και πολιτικών στόχων της Κίνας. Μάλιστα ο βαθμός στον οποίο η τεχνολογική ανάπτυξη της Κίνας θεωρείται για τους Κινέζους πηγή εθνικής υπερηφάνειας είναι τέτοιος που μερικές φορές αποκαλείται «τεχνολογικός εθνικισμός».[521] Σύμφωνα με τους Παγκόσμιους Δείκτες Πνευματικής Ιδιοκτησίας, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Κίνας έλαβαν 1.54 εκατομμύρια αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας το 2018, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν τις μισές αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας παγκοσμίως. Οι αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας στην Κίνα είναι υπερδιπλάσιες αυτών των ΗΠΑ.[522] Το 2019, η Κίνα ήταν πρώτη παγκοσμίως στον αριθμό των κατατεθέντων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.[523] Η Κίνα κατατάχθηκε 12η παγκοσμίως, 3η στην περιοχή Ασίας και Ωκεανίας και 2η στην ομάδα των χωρών με πληθυσμό άνω των 100 εκατομμυρίων στον Παγκόσμιο Δείκτη Καινοτομίας 2021. Το 2013 ήταν 35η στον ίδιο κατάλογο.[524][525][526][527] Η Κίνα κατατάσσεται πρώτη παγκοσμίως σε σημαντικούς δείκτες που αφορούν την επιστήμη και την τεχνολογία, συμπεριλαμβανομένων του αριθμού των κατατεθέντων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, μοντέλων χρησιμότητας, εμπορικών σημάτων στις αρμόδιες αρχές. Είναι πρώτη παγκοσμίως στον αριθμό εξαγωγών των λεγόμενων δημιουργικών αγαθών αλλά και πρώτη παγκοσμίως στον αριθμό των βιομηχανικών σχεδιασμών. Επίσης στα πέντε κορυφαία κέντρα επιστήμης και τεχνολογίας (Σενζέν-Χονγκ Κονγκ-Γκουανγκζού και Πεκίνο στη 2η και 3η θέση αντίστοιχα) βρίσκονται δύο κινεζικές πόλεις.[524] Οι κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας Huawei και ZTE ήταν οι 2 κορυφαίοι κάτοχοι διεθνών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας το 2017.[528][529]
Η Κίνα αναπτύσσει το εκπαιδευτικό της σύστημα δίνοντας έμφαση στην επιστήμη, την τεχνολογία, τη μηχανική και τα μαθηματικά. Το 2009 πάνω από δέκα χιλιάδες Κινέζοι μηχανικοί απέκτησαν διδακτορικό και έως και 500.000 μηχανικοί απέκτησαν μπάτσελορ επιστημών την ίδια χρονιά, δηλαδή ολοκλήρωσαν τις προπτυχιακές τους σπουδές.[530] Η Κίνα έγινε ο μεγαλύτερος εκδότης επιστημονικών εργασιών στον κόσμο το 2016.[531][532][533] Κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας όπως η Huawei, η Xiaomi και η Lenovo συγκαταλέγονται στους μεγαλύτερους παίκτες στην αγορά τηλεπικοινωνιών, ηλεκτρονικών συσκευών και υπολογιστών.[534][535][536] Από τους 500 ισχυρότερους υπερυπολογιστές οι 173 βρίσκονται στην Κίνα (Νοέμβριος 2021), ενώ το 2020 είχαν φτάσει και κοντά στους 230.[537][538] Η Κίνα είναι η μεγαλύτερη αγορά βιομηχανικών ρομπότ στο κόσμο το 2013. Την περίοδο 2019-21, το 45% των νεοεγκατεστηθέντων βιομηχανικών ρομπότ στο κόσμο εγκαταστάθηκε σε κάποιο κινεζικό εργοστάσιο.[539]
Το κινεζικό διαστημικό πρόγραμμα είναι ένα από τα πιο ενεργά στον κόσμο. Το 1970, η Κίνα εκτόξευσε τον πρώτο της δορυφόρο, τον Τονγκφανγκχόνγκ 1, και έγινε η πέμπτη χώρα που έκανε ανεξάρτητα την εκτόξευση των δορυφόρων της. Δηλαδή, εκτόξευσε τον δορυφόρο από βάση στη Κίνα, και όχι με το τρόπο της Ελλάδας, όπου οι εκτοξεύσεις γίνονται στη Γαλλική Γουιάνα.[540] Το 2003, η Κίνα έγινε η τρίτη χώρα που έστειλε ανθρώπους στο διάστημα με δικά της μέσα και δικό της διαστημικό σταθμό, στέλνοντας τον Γιανγκ Λιουέι στο διάστημα με το Σεντσόου 5. Έως το 2022 δεκατέσσερις Κινέζοι υπήκοοι έχουν ταξιδέψει στο διάστημα, μεταξύ των οποίων δύο γυναίκες. Το 2011, η Κίνα εκτόξευσε τον πρώτο της διαστημικό σταθμό δοκιμών, τον Τιάνγκονγκ-1.[541] Το 2013, η Κίνα προσγείωσε επιτυχώς το αεροσκάφος Τσανγκέ 3 αλλά και το ρόβερ Γιουτού στην επιφάνεια της Σελήνης.[542] Το 2016, η Κίνα εκτόξευσε τον πρώτο δορυφόρο κβαντικής επιστήμης σε ένα πρόγραμμα που έλαβε χώρα σε συνεργασία με την Αυστρία, ο οποίος δορυφόρος είναι αφιερωμένος στη δοκιμή των θεμελιωδών στοιχείων της κβαντικής επικοινωνίας στο διάστημα.[543][544] Το 2019, η Κίνα έγινε η πρώτη χώρα που προσγείωσε μια διαστημοσυσκευή, συγκεκριμένα το Τσανγκέ 4, στην αόρατη πλευρά της Σελήνης.[545] Το 2020, η Κίνα εκτόξευσε τον πρώτο πειραματικό δορυφόρο ο οποίος λειτουργεί με δίκτυο έκτης γενιάς[546][547] και ο Τσανγκέ 5 επέστρεψε με επιτυχία δείγματα από το φεγγάρι στη Γη, καθιστώντας την Κίνα την τρίτη χώρα που φέρνει με δικά της μέσα δείγμα από το Φεγγάρι στη γη μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση.[548] Το 2021, η Κίνα έγινε το δεύτερο έθνος στην ιστορία που προσγείωσε με δικά της μέσα ένα δικό της ρόβερ στον Άρη, το Τσουρόνγκ, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες.[549]
Επί του παρόντος, η Κίνα κατασκευάζει τον δικό της διαστημικό σταθμό, τον Τιανγκόνγκ, σε χαμηλή τροχιά γύρω από τη Γη. Η κατασκευή του κινεζικού διαστημικού σταθμού αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος του 2022, με την εκτόξευση δύο νέων μονάδων με επιπλέον εξαρτήματα που είναι αναγκαία για τη λειτουργία του.[550]
Διάστημα
ΕπεξεργασίαΕπανδρωμένες διαστημικές αποστολές
ΕπεξεργασίαΤο 2003, η Κίνα έγινε η τρίτη χώρα, μετά τη Σοβιετική Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες, που έκανε επανδρωμένη αποστολή στο διάστημα. Τότε ο ο Γιανγκ Λιούι, με την κάψουλα Σέντζοου 5, παρέμεινε για 21 ώρες σε τροχιά κάνοντας 14 περιστροφές γύρω από τη Γη και έγινε δεκτός ως ήρωας κατά την επιστροφή του. Τον Οκτώβριο του 2005 επανέλαβε το κατόρθωμά της με την εκτόξευση του Σέντζοου 6. Εκείνη η αποστολή διήρκεσε για 5 ημέρες και οι ταϊκοναύτες που επέβαιναν ήταν ο Φέι Τζουνλόνγκ κι ο Νάι Χαϊσένγκ. Το Σεπτέμβριο του 2008 εκτόξευσε το Σέντζοου 7,[551] στο οποίο επέβαιναν τρεις ταϊκοναύτες. Κατά τη διάρκεια αυτής της αποστολής, πραγματοποιήθηκε κι ο πρώτος διαστημικός περίπατος της Κίνας,[552] πράξη απαραίτητη έτσι ώστε να αναπτυχθεί η τεχνολογία σύνδεσης δυο διαστημοπλοίων και να δημιουργήσει η Κίνα τον πρώτο της διαστημικό σταθμό την επόμενη δεκαετία, ο οποίος θα κατασκευαστεί και θα εκτοξευθεί το 2020 και θα είναι ένα εργαστήριο μικρής κλίμακας βάρους 20 τόνων και θα αποτελέσει το τρίτο και τελευταίο στάδιο του σημερινού επανδρωμένου διαστημικού προγράμματος της χώρας.
Μη επανδρωμένες αποστολές
ΕπεξεργασίαΠριν την πραγματοποίηση της πρώτης της επανδρωμένης αποστολής, η Κίνα είχε πραγματοποιήσει 4 δοκιμαστικές αποστολές με διαστημόπλοιο Σέντζοου. Αυτές οι αποστολές περιλάμβαναν ζώα, επιστημονικά πειράματα καθώς και διάφορα άλλα πράγματα προκειμένου να διαπιστώσουν αν είχαν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν επανδρωμένη διαστημική αποστολή. Επιπλέον, τον Νοέμβριο του 2007 τοποθέτησε τη διαστημοσυσκευή Τσανγκ-ε 1 σε τροχιά γύρω από τη Σελήνη, όπου θα παραμείνει για έναν τουλάχιστον χρόνο, μελετώντας από κοντά τον φυσικό μας δορυφόρο.
Διαστημικό πρόγραμμα
ΕπεξεργασίαΤο διαστημικό πρόγραμμα της Κίνας είναι αρκετά φιλόδοξο αν αναλογιστεί κανείς και τη χρηματοδότησή του. Συγκεκριμένα προβλέπονται να δαπανηθούν 1,1 δισεκατομμύρια ευρώ δηλαδή το 1/10 του αντίστοιχου προϋπολογισμού της NASA τη δεκαετία του 1960 (όταν και έκανε εκείνη τις πρώτες τις επανδρωμένες διαστημικές αποστολές). Για όλες αυτές τις αποστολές που έγιναν ή προγραμματίζονται, προπονούνται 14 Κινέζοι σε ειδικές ρωσικές διαστημικές εγκαταστάσεις που βρίσκονται βόρεια της Κίνας, οι οποίοι ονομάζονται «ταϊκοναύτες» (όπως οι αστροναύτες και οι κοσμοναύτες για ΗΠΑ και Ρωσία αντίστοιχα). Αυτές οι αποστολές πραγματοποιούνται στο διαστημικό κέντρο του Τζιουκουάν. Τέλος, η Κίνα έχει εκφράσει ενδιαφέρον για να συμμετάσχει κι αυτή στον ISS (Διεθνή Διαστημικό Σταθμό) αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει επιτευχθεί κάποια συμφωνία (αυτό είναι κι ο κύριος λόγος που προωθεί τον δικό της διαστημικό σταθμό).
Υποδομές
ΕπεξεργασίαΜετά από άνθηση στις υποδομές που διήρκεσε πολλές δεκαετίες[553] η Κίνα έχει κατασκευάσει πολυάριθμα κορυφαία έργα: το μεγαλύτερο δίκτυο τρένων υψηλής ταχύτητας στον κόσμο,[554] μερικούς από τους πιο ψηλούς ουρανοξύστες στον κόσμο,[555] το μεγαλύτερο εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας στον κόσμο (το φράγμα των Τριών Φαραγγιών),[556] το έργο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με τη μεγαλύτερη ισχύ στο κόσμο,[557] ένα παγκόσμιο σύστημα δορυφορικής πλοήγησης με τον μεγαλύτερο αριθμό δορυφόρων στον κόσμο.[558] Έχει επίσης ξεκινήσει την πρωτοβουλία μιας ζώνης και ενός δρόμου, μια μεγάλη παγκόσμια πρωτοβουλία κατασκευής υποδομών σε όλο το κόσμο, ένα πρόγραμμα το οποίο η Κίνα χρηματοδοτεί με 50 με 100 δισεκατομμύρια δολάρια στο κόσμο.[559] Η Πρωτοβουλία μιας ζώνης και ενός δρόμου σταδιακά γίνεται ένα από τα μεγαλύτερα αναπτυξιακά σχέδια στη σύγχρονη ιστορία.[560]
Τηλεπικοινωνίες
ΕπεξεργασίαΗ Κίνα είναι η μεγαλύτερη αγορά τηλεπικοινωνιών στον κόσμο. Αυτή τη στιγμή έχει τον μεγαλύτερο αριθμό ενεργών συσκευών κινητών τηλεφώνων από οποιαδήποτε χώρα στον κόσμο. Το 2018 οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών της Κίνας είχαν πάνω από 1.5 δισεκατομμύριο συνδρομητές.[561] Το 2018 η Κίνα διέθετε πάνω από 800 εκατομμύρια χρήστες του διαδικτύου και ευρυζωνικών συνδέσεων, δηλαδή περίπου το 60% των κατοίκων. Σχεδόν όλοι οι Κινέζοι χρήστες του διαδικτύου έχουν και κινητό τηλέφωνο.[562] Το 2018, η Κίνα είχε περισσότερους από 1 δισεκατομμύριο χρήστες κινητών συσκευών τέταρτης γενιάς, αντιπροσωπεύοντας το 40% του παγκοσμίου συνόλου.[563] Η Κίνα σημειώνει ραγδαίες προόδους στα δίκτυα πέμπτης γενιάς — στα τέλη του 2018, η Κίνα είχε ήδη ξεκινήσει δοκιμές και εμπορικές εφαρμογές δικτύων πέμπτης γενιάς σε μεγάλη κλίμακα.[564]
Η China Mobile, η China Unicom και η China Telecom, είναι οι τρεις μεγάλοι πάροχοι κινητής τηλεφωνίας και διαδικτύου στην Κίνα. Η China Telecom εξυπηρετεί περισσότερους από 145 εκατομμύρια συνδρομητές ευρυζωνικών συνδέσεων και 300 περίπου εκατομμύρια χρήστες κινητής τηλεφωνίας. Η China Unicom είχε περίπου 300 εκατομμύρια συνδρομητές χρήστες κινητής τηλεφωνίας. Η China Mobile εξυπηρετεί 925 εκατομμύρια συνδρομητές κινητής τηλεφωνίας το 2018.[565][566] Οι τρεις μεγάλες εταιρείες κινητής τηλεφωνίας της Κίνας λειτουργούσαν πάνω από 3,4 εκατομμύρια σταθμούς βάσης δικτύων τέταρτης γενιάς στη Κίνα.[567] Αρκετές κινεζικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών, κατά κύριο λόγο η Huawei και η ZTE, έχουν κατηγορηθεί για κατασκοπεία υπέρ του κινεζικού στρατού.[568]
Η Κίνα έχει αναπτύξει το δικό της σύστημα δορυφορικής πλοήγησης, Μπεϊντόου. Το 2012 άρχισε να προσφέρει λειτουργίες περιήγησης σε όλη την Ασία[569] και μέχρι το τέλος του 2018 είχε γίνει πια χρηστικό σε κάθε χώρα του κόσμου. Πλέον το Μπεϊντόου καλύπτει κάθε χώρα του κόσμου.[570][571] Μετά την εκτόξευση του 35ου δορυφόρου του συστήματος Μπεϊντόου, ο οποίος μπήκε σε τροχιά γύρω από τη Γη στις 23 Ιουνίου 2020, ο Μπεϊντόου, μετά το GPS και το GLONASS, έγινε το τρίτο ολοκληρωμένο παγκόσμιο δορυφόρο πλοήγησης στον κόσμο.[572]
Μεταφορές
ΕπεξεργασίαΑπό τα τέλη της δεκαετίας του 1990 το εθνικό οδικό δίκτυο της Κίνας έχει επεκταθεί σημαντικά. Έχει δημιουργηθεί ένα μεγάλο εθνικό δίκτυο αυτοκινητοδρόμων και οδών ταχείας κυκλοφορίας. Το 2018, οι αυτοκινητόδρομοι της Κίνας διέσχιζαν συνολικά μια απόσταση 142.500 χιλιομέτρων. Το κινεζικό σύστημα είναι το μεγαλύτερο σύστημα αυτοκινητοδρόμων στον κόσμο.[573] Η Κίνα έχει τη μεγαλύτερη αγορά αυτοκινήτων στον κόσμο. Τα νούμερα των πωλήσεων αλλά και της παραγωγής αυτοκινήτων ανά έτος ξεπερνούν αυτά των Ηνωμένων Πολιτειών. Μια αρνητική συνέπεια της ταχείας ανάπτυξης του οδικού δικτύου της Κίνας είναι η σημαντική αύξηση στον αριθμό των τροχαίων ατυχημάτων.[574] Ο αριθμός των θανάτων από τροχαία ατυχήματα μειώθηκε κατά 20% τη δεκαετία του 2007-2017.[575] Στις αστικές περιοχές, τα ποδήλατα αποτελούν βασικό μέσο μεταφοράς. Στη δεκαετία του 1990 ήταν πολύ σημαντικά. Το 2012 υπήρχαν περίπου 470 εκατομμύρια ποδήλατα στη Κίνα και ο αριθμός των σε κυκλοφορία οχημάτων βαίνει αυξανόμενος.[576]
Οι σιδηρόδρομοι της Κίνας ανήκουν εξολοκλήρου στο κράτος. Είναι ένα από τα πιο πολυσύχναστα σιδηροδρομικά δίκτυα στον κόσμο. Το 2006, αν και καταλάμβαναν το 6% των σιδηροδρομικών γραμμών στο κόσμο, διακίνησαν το ένα τέταρτο της παγκόσμιας σιδηροδρομικής κυκλοφορίας.[577] Το 2017 το μήκος του σιδηροδρομικού δικτύου της Κίνας ξεπερνούσε τα 127.000 χιλιόμετρα και ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο δίκτυο στον κόσμο.[578] Οι σιδηρόδρομοι προσπαθούν να ανταποκριθούν στην τεράστια ζήτηση που δημιουργείται κατά περιόδους. Η περίοδος της Κινεζικής Πρωτοχρονιάς είναι πάρα πολύ πιεστική περίοδος για τις συγκοινωνίες της Κίνας εν γένει. Τότε λαμβάνει χώρα η μεγαλύτερη μετακίνηση ανθρώπων στο κόσμο, καθώς εκατοντάδες εκατομμύρια Κινέζοι επιστρέφουν στα πατρικά τους για να δουν τους συγγενείς τους.[579]
Το σύστημα σιδηροδρόμων υψηλής ταχύτητας της Κίνας ξεκίνησε να κατασκευάζεται στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Μέχρι το τέλος του 2020, ο σιδηρόδρομος υψηλής ταχύτητας στην Κίνα είχε γίνει ένα πολύ μεγάλο δίκτυο, το μεγαλύτερο στο κόσμο, με το μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών υψηλής ταχύτητας να φτάνει τα 37.900 χιλιόμετρα.[580][581] Οι γραμμές Πεκίνου-Σανγκάης, Πεκίνου-Τιαντζίν και Τσενγκντού-Τσονγκτσίνγκ φτάνουν ταχύτητες που φτάνουν ακόμη και τα 350 χιλιόμετρα την ώρα, καθιστώντας τες τις ταχύτερες συμβατικές σιδηροδρομικές γραμμές υψηλής ταχύτητας στον κόσμο. Το σιδηροδρομικό δίκτυο υψηλής ταχύτητας της Κίνας εξυπηρέτησε πάνω από 2.29 δισεκατομμύρια επιβάτες το 2019 (το πιο πολυσύχναστο στον κόσμο).[582] Η μεγαλύτερη ενιαία γραμμή σιδηροδρόμου υψηλής ταχύτητας στο κόσμο είναι η γραμμή Πεκίνου-Γκουανγκτσόου-Σενζέν, ενώ μεγάλη γραμμή είναι και ο Σιδηρόδρομος Υψηλής Ταχύτητας Πεκίνου-Σανγκάης, ο οποίος διασχίζει τρεις από τις μεγαλύτερες σιδηροδρομικές γέφυρες στον κόσμο.[583] Το τρένο Μαγκλέβ της Σαγκάης, το οποίο μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 431 χιλιόμετρα την ώρα, είναι το γρηγορότερο τραίνο το οποίο αυτή τη στιγμή χρησιμοποιείται σε κάποια σιδηροδρομική γραμμή, τον Ιούλιο του 2022.[584]
Η ανάπτυξη των συστημάτων μεταφορών υψηλής ταχύτητας στις κινεζικές πόλεις έχει επιταχυνθεί μετά το 2000.[585] Τον Ιανουάριο του 2021 υπήρχαν 44 πόλεις της Κίνας που είχαν σε λειτουργία σύστημα μετρό[586] ενώ 39 άλλες χώρες έχουν σύστημα μετρό υπό ανάπτυξη.[587] Το 2020, η Κίνα διέθετε τα πέντε μεγαλύτερα συστήματα μετρό στον κόσμο. Αυτά είναι τα μετρό της Σαγκάης, του Πεκίνου, του Γκουανγκτσόου, του Τσενγκντού και του Σενζέν.
Το 2017 υπήρχαν 229 αεροδρόμια σε λειτουργία. Μέχρι το 2020 είχε προγραμματιστεί η έναρξη λειτουργίας δεκάδων ακόμη. Η Κίνα έχει πάνω από 2.000 ποτάμια και θαλάσσια λιμάνια. Περίπου 130 από αυτά είναι ανοιχτά στη διεθνή ναυτιλία. Το 2017, τα λιμάνια της Σαγκάης, του Χονγκ Κονγκ, του Σεντσέν, του Νίνγκπο-Τσοουσάν, του Κουανγκτσόου, του Τσινγκτάο και του Τιεντσίν ήταν μεταξύ των δέκα μεγαλύτερων στη κίνηση εμπορευματοκιβωτίων και στη συνολική χωρητικότητα του διακινούμενου φορτίου.
Στις 13 Απριλίου 2022, η Κίνα εγκαινίασε μια νέα εμπορευματική σιδηροδρομική διαδρομή για εμπορευματικά τρένα η οποία ξεκινά από την πόλη Σιάν. Αυτή η γραμμή διασχίζει τις εξής χώρες: Καζακστάν, Αζερμπαϊτζάν, Ρουμανία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Τσεχία. Προορισμός της γραμμής είναι το Μάνχαϊμ της Γερμανίας. Αυτή η διαδρομή Σιάν-Μάνχαϊμ διασχίζει 11.300 χιλιόμετρα.[588]
Ύδρευση και αποχέτευση
ΕπεξεργασίαΟι υποδομές ύδρευσης και αποχέτευσης στην Κίνα αντιμετωπίζουν ορισμένα προβλήματα. Αυτά, μεταξύ άλλων, είναι οι γρήγοροι ρυθμοί αστικοποίησης που ασκούν πιέσεις σε αυτά, η λειψυδρία, η μόλυνση και η ρύπανση τους.[589] Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε το Κοινό Πρόγραμμα Παρακολούθησης για την Ύδρευση και την Αποχέτευση του ΠΟΥ και της Γιούνισεφ, το 2015, περίπου το 36% του αγροτικού πληθυσμού στην Κίνα εξακολουθούσε να μην έχει πρόσβαση σε βελτιωμένης ποιότητας υπηρεσίες αποχέτευσης.[590] Το εν εξελίξει έργο μεταφοράς νερού από τη νότια προς τη βόρεια Κίνα έχει στόχο να μειώσει την έλλειψη νερού στη βόρεια Κίνα με τη μεταφορά νερού από τη βόρεια Κίνα.[591]
Πολιτισμός
ΕπεξεργασίαΟ κινεζικός πολιτισμός έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τον Κομφουκιανισμό, χαρακτηριστικό το οποίο ισχύει από την κινεζική αρχαιότητα. Για πάρα πολλούς αιώνες, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, ο κύριος φορέας κοινωνικής ανέλιξης στην Κίνα ήταν οι υψηλές επιδόσεις στις πολύ σημαντικές αυτοκρατορικές εξετάσεις, οι οποίες ξεκίνησαν να δίνονται κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Χαν.[592] Η έμφαση των εξετάσεων στη λογοτεχνία επηρέασε τη γενική αντίληψη της πολιτιστικής καλλιέργειας στην Κίνα, αναπτύσσοντας τη πεποίθηση ότι η καλλιγραφία, η ποίηση και η ζωγραφική ήταν ανώτερες μορφές τέχνης από τον χορό ή το δράμα. Ο κινεζικός πολιτισμός, εδώ και αιώνες, τονίζει έντονα την αίσθηση της μεγάλης ιστορίας που έχει αλλά προωθεί και μια εν πολλοίς εσωστρεφής εθνική προοπτική.[593] Οι εξετάσεις και η αξιοκρατία, αποτελούν δύο αξίες που οι Κινέζοι εκτιμούν πολύ.[594]
Οι πρώτοι ηγέτες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας γεννήθηκαν όταν ακόμα υπήρχε η δυναστεία των Τσινγκ, αλλά επειδή η δυναστεία έπεσε όταν αυτοί ήταν σε εφηβική ή νεανική ηλικία, το Κίνημα της Τέταρτης Μαΐου το 1919 και τα μεταρρυθμιστικά ιδεώδη επηρέασαν αποφασιστικά την πολιτική τους διαμόρφωση. Οι Κινέζοι κομμουνιστές ηγέτες προσπάθησαν να αλλάξουν ορισμένες παραδοσιακές πτυχές του κινεζικού πολιτισμού, όπως η κατοχή της γης, ο σεξισμός και το κομφουκιανικό σύστημα εκπαίδευσης, διατηρώντας παράλληλα άλλες, όπως την οικογενειακή δομή και την κουλτούρα της υπακοής στο κράτος. Ορισμένοι παρατηρητές θεωρούν ότι η θεμελίωση της ΛΔΚ το 1949 σηματοδοτεί τη συνέχιση της παραδοσιακής κινεζικής δυναστικής ιστορίας, ενώ άλλοι ισχυρίζονται ότι η διακυβέρνηση του Κομμουνιστικού Κόμματος έχει προκαλέσει τεράστιες ζημιές στα θεμέλια του κινεζικού πολιτισμού, ιδιαίτερα μέσω πολιτικών κινημάτων όπως η Πολιτιστική Επανάσταση της δεκαετίας του 1960, στο οποίο στοχοποιήθηκαν βάναυσα πολλές πτυχές του παραδοσιακού κινεζικού πολιτισμού, καθώς το κράτος τις θεωρούσε σαν «οπισθοδρομικές και επιβλαβείς» ή σαν «απομεινάρια της φεουδαρχίας». Πολλές σημαντικές πτυχές της παραδοσιακής κινεζικής ηθικής και πολιτισμού, όπως ο Κομφουκιανισμός, η κινεζική τέχνη και λογοτεχνία, αλλά και τέχνες του θεάματος όπως η όπερα του Πεκίνου,[595] συνέχισαν να λειτουργούν, αλλά υπέστησαν τροποποιήσεις για να συμμορφωθούν με τις κυβερνητικές πολιτικές και την προπαγάνδα εκείνη την εποχή. Η πρόσβαση σε ξένα μέσα ενημέρωσης παραμένει πολύ περιορισμένη.[596]
Σήμερα, η κινεζική κυβέρνηση έχει αποδεχθεί πολλά στοιχεία του παραδοσιακού κινεζικού πολιτισμού ως αναπόσπαστο μέρος της κινεζικής κοινωνίας. Με την άνοδο του κινεζικού εθνικισμού και το τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης, έχει σημειωθεί μια δυναμική αναβίωση και επάνοδος για πολλές μορφές παραδοσιακής κινεζικής τέχνης, λογοτεχνίας, μουσικής, κινηματογράφου, μόδας και αρχιτεκτονικής[597] ενώ η λαϊκή τέχνη συγκαταλέγεται στα πεδία του κινεζικού πολιτισμού που έχουν τύχει προσοχής σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο.[598] Μια δημοσκόπηση τον Οκτώβριο του 2020[599] η οποία έλαβε χώρα στην Ισπανία,[600] τη Σλοβακία,[601] τη Λετονία,[602] τη Σερβία,[603] και τη Ρωσία[604] διαπίστωσε ότι οι πλειοψηφίες των κατοίκων σε αυτές τις χώρες θεωρούσαν την Κίνα ως μια "πολιτιστικά ελκυστική χώρα".
Τουρισμός στην Κίνα
ΕπεξεργασίαΗ Κίνα έλαβε 55.7 εκατομμύρια ξένους τουρίστες στο έδαφος της το 2010[605] και το 2012 η Κίνα ήταν η τρίτη μεγαλύτερη χώρα στο κόσμο ως προς τις αφίξεις ξένων τουριστών.[606] Επίσης, η Κίνα έχει ένα πολύ ανεπτυγμένο εγχώριο τουρισμό. Υπολογίζεται ότι 740 εκατομμύρια Κινέζοι τουρίστες ταξίδεψαν εντός της χώρας τον Οκτώβριο του 2012. Η Κίνα φιλοξενεί τον δεύτερο μεγαλύτερο αριθμό Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς από οποιαδήποτε άλλη χώρα στο κόσμο (με 56 μνημεία), μετά την Ιταλία, ενώ η Κίνα είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς στον κόσμο (και πρώτη στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού).. Το Euromonitor International προβλέπει ότι η Κίνα θα γίνει ο δημοφιλέστερος προορισμός στον κόσμο για τους ξένους τουρίστες έως το 2030.[607]
Βιβλιογραφία
ΕπεξεργασίαΗ κινεζική λογοτεχνία ανάγεται στη λογοτεχνία της δυναστείας Τσόου.[608] Τα κινεζικά κλασικά κείμενα καλύπτουν μια ευρεία σειρά από θέματα. Συγκεκριμένα, παρουσιάζουν μια σειρά σκέψεων και θεμάτων. Έτσι, τα αρχαία κινεζικά κείμενα ανήκουν καλύπτουν θέματα ημερολογιακά/καθημερινά, στρατιωτικά, αστρολογικά, βοτανολογικά, γεωγραφικά και πολλά άλλα.[609] Μερικά από τα πιο σημαντικά κείμενα της αρχαίας κινεζικής λογοτεχνίας είναι το Ι Τσινγκ, το Σουτζίνγκ, αλλά και γενικότερα το σύνολο των Τεσσάρων Βιβλίων και των Πέντε Κλασικών. Αυτά τα βιβλία του Κομφουκιανισμού ήταν βασικά συστατικά στοιχεία του προγράμματος σπουδών που υπεδείκνυε το κράτος για αιώνες.[610] Η κλασική κινεζική ποίηση συνέχιζε να αναπτύσσεται και μετά τη δυναστεία Τσόου. Η ακμή της σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Τανγκ. Ο Λι Πο και ο Του Φου ήταν οι συγγραφείς που ανέπτυξαν τον ρομαντισμό και τον ρεαλισμό αντίστοιχα, δύο συγγραφείς εξαιρετικά σημαντικοί στη κινεζική λογοτεχνία.[611] Η κινεζική ιστοριογραφία ξεκίνησε με τα Αρχεία του Μεγάλου Ιστορικού. Το συνολικό εύρος της ιστοριογραφικής παράδοσης στη Κίνα συμπεριλαμβάνεται σε ένα σημαντικό έργο, τις Εικοσιτέσσερις Ιστορίες. Οι Εικοσιτέσσερις Ιστορίες έχουν αποτελέσει πρότυπο για την κινεζική μυθοπλασία. Άλλες πηγές της κινεζικής μυθοπλασίας είναι πέραν αυτού του έργου, η κινεζική μυθολογία και λαογραφία.[612] Η δυναστεία των Μινγκ ήταν μια περίοδος όπου οι κάτοικοι των πόλεων αυξήθηκαν αρκετά. Έτσι η κινεζική κλασική μυθοπλασία άλλαξε μορφή και γνώρισε μια έκρηξη στην παραγωγή ιστορικών μυθιστορημάτων, αλλά και τη μυθοπλασία που αφορά τους θεούς και τους δαίμονες της κινεζικής μυθολογίας. Στην περίοδο αυτή αντιπροσωπεύονται από τα Τέσσερα μεγάλα κλασικά μυθιστορήματα που περιλαμβάνουν το Όριο του Νερού (αγγλ. Water Margin), τον Έρωτα των Τριών Βασιλείων, το Ταξίδι προς τη Δύση και Το όνειρο της κόκκινης κάμαρας.[613] Αυτά τα τέσσερα βιβλία, μαζί με τα μυθιστορήματα ουσιά των Τσιν Γιονγκ και Λιάνγκ Γιουσένγκ[614] αποτελούν μια διαχρονική πηγή έμπνευσης των συγγραφέων και των φορέων του πολιτισμού σε όλη τη Ανατολική Ασία.[615]
Στον απόηχο του Κινήματος του Νέου Πολιτισμού μετά το τέλος της δυναστείας των Τσινγκ, η κινεζική λογοτεχνία υπέστη μια ακόμα σημαντική αλλαγή, καθώς οι συγγραφείς άρχισαν να γράφουν σε δημοτική κινεζική γλώσσα για να μπορεί κάθε απλός πολίτης να κατανοεί τα βιβλία. Οι Χου Σι και Λου Σουν ήταν πρωτοπόροι της σύγχρονης κινεζικής λογοτεχνίας.[616] Μετά την πολιτιστική επανάσταση της δεκαετίας του 1960 έκαναν την εμφάνιση τους νέα είδη όπως η ομιχλώδης ποίηση, η λεγόμενη λογοτεχνία με ουλές(αγγλ. scar literature), η μυθοπλασία για νέους ενήλικες και η λογοτεχνία σουνγκέν. Το λογοτεχνικό κίνημα σουνγκέν είναι επηρεασμένο από τον μαγικό ρεαλισμό.[617] Ο Μο Γιαν, συγγραφέας και εκπρόσωπος του λογοτεχνικού κινήματος σουνγκέν, τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2012.[618]
Κουζίνα
ΕπεξεργασίαΗ κινεζική κουζίνα είναι πολύ ποικιλόμορφη. Οι τοπικές κουζίνες της Κίνας αντλούν τη διαφορετικότητα τους στη μαγειρική ιστορία της κάθε περιοχής και τη γεωγραφική απόσταση της κάθε περιοχής. Υπάρχουν ορισμένες αρκετά επιδραστικές κουζίνες, οι οποίες συμπυκνώνονται στον όρο-ομπρέλα Οχτώ μεγάλες κουζίνες, όρος ο οποίος περικλείει την κουζίνα του Σετσουάν, των Καντονέζων, του Τσιανγκσού, του Σαντόνγκ, του Φουτσιάν, του Χουνάν, του Ανχουέι και του Τσετσιάνγκ.[619] Οι κινεζικές τοπικές κουζίνες χαρακτηρίζονται από ακριβείς δεξιότητες διαμόρφωσης, θέρμανσης και αρωματισμού των γευμάτων.[620] Η κινεζική κουζίνα είναι επίσης γνωστή για την ποικιλομορφία των μεθόδων μαγειρέματος και των συστατικών των πιάτων της,[621] αλλά και για τα θεραπευτικά τρόφιμα τα οποία προωθεί η παραδοσιακή κινεζική ιατρική.[622] Γενικά, το βασικό πιάτο της νότιας Κίνας είναι το ρύζι, ενώ της βόρειας Κίνας τα σιταρένια ψωμιά και τα νουντλς. Η διατροφή των απλών ανθρώπων του 19ου αιώνα και νωρίτερα αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από δημητριακά και απλά λαχανικά, με το κρέας να προορίζεται για ειδικές περιστάσεις. Τα προϊόντα με κύριο συστατικό τα φασόλια, όπως το τόφου και το γάλα σόγιας, είναι δημοφιλής πηγή πρωτεΐνης για τους Κινέζους.[623] Το χοιρινό κρέας είναι το δημοφιλέστερο είδος κρέατος στην Κίνα, αντιπροσωπεύοντας περίπου τα τρία τέταρτα της συνολικής κατανάλωσης κρέατος της χώρας.[624] Οι μισοί εκτρεφόμενοι χοίροι βρίσκονται στη Κίνα. Ενώ το χοιρινό κυριαρχεί στην αγορά κρέατος της Κίνας, υπάρχει επίσης η χορτοφαγική βουδιστική κουζίνα η οποία αποφεύγει εντελώς το κρέας, αλλά και η κινεζική ισλαμική κουζίνα (βλέπε Κινέζοι Χουέι, Ουιγούροι- τις κύριες μουσουλμανικές εθνότητες της Κίνας) η οποία αποφεύγει το χοιρινό κρέας, όπως και κάθε ισλαμική κουζίνα. Η κουζίνα της Νότιας Κίνας, λόγω της εγγύτητας της νότιας Κίνα με τη θάλασσα αλλά και λόγω του ηπιότερου κλίματος της, έχει μεγάλη ποικιλία από θαλασσινά και λαχανικά. Έτσι η κουζίνα της Νότιας Κίνας διαφέρει σε πολλές απόψεις από τα πιάτα που τρώγονται στην ξηρή βόρεια Κίνα όπου βασικό συστατικό της είναι το σιτάρι. Υπάρχει επίσης η κουζίνα του Χονγκ Κονγκ και η κινεζοαμερικανική κουζίνα, κουζίνες οι οποίες αποτελούν παρακλάδια της κινεζικής κουζίνας και έχουν αναπτυχθεί σε μέρη όπου υπάρχει μεγάλη κινεζική διασπορά.
Μουσική
ΕπεξεργασίαΗ κινεζική μουσική καλύπτει μια μεγάλη ποικιλία μουσικών επιλογών και χαρακτηριστικών. Έτσι οι Κινέζοι έρχονται σε επαφή με την παραδοσιακή μουσική, τη σύγχρονη μουσική και πολλά είδη μουσικής. Η κινέζικη μουσική έχει πανάρχαιες ρίζες. Τα παραδοσιακά κινέζικα μουσικά όργανα, παραδοσιακά, έχουν ομαδοποιηθεί σε οχτώ κατηγορίες οι οποίες συλλογικά είναι γνωστές ως μπαγίν (八音). Η παραδοσιακή κινεζική όπερα είναι μια μορφή μουσικού θεάτρου στην Κίνα. Έχει και αυτή μια μεγάλη ιστορία χιλιάδων ετών. Γνωστές κινεζικές όπερες είναι η όπερα του Πεκίνου και η καντονέζικη όπερα αποδεικνύοντας ότι η κινεζική όπερα έχει τοπικές παραλλαγές.[625] Η κινέζικη ποπ (C-Pop) περιλαμβάνει τα είδη της μανδαρινικής και της καντονέζικης ποπ. Το κινέζικο ραπ, το κινέζικο χιπ χοπ και το χιπ χοπ του Χονγκ Κονγκ έχουν γίνει δημοφιλή είδη της κινεζικής σύγχρονης μουσικής, ιδιαίτερα στους νέους.[626]
Κινηματογράφος
ΕπεξεργασίαΟ κινηματογράφος εισήχθη για πρώτη φορά στην Κίνα το 1896 και το 1905 κυκλοφόρησε η ταινία Το όρος Τινγκτσούν, η πρώτη κινεζική ταινία.[627] Η Κίνα έχει τον μεγαλύτερο αριθμό κινηματογραφικών οθονών από οποιαδήποτε άλλη χώρα στο κόσμο, ρεκόρ το οποίο πέτυχε το 2016.[628] Η Κίνα έγινε η μεγαλύτερη κινηματογραφική αγορά στον κόσμο το 2020.[629][630] Οι 3 κορυφαίες ταινίες με τις υψηλότερες εισπράξεις στην Κίνα αυτή τη στιγμή είναι οι Wolf Warrior 2 (2017), Νε Τσα (2019) και Η Περιπλανώμενη Γη (2019).[631]
Μόδα
ΕπεξεργασίαΤο χανφού είναι η ιστορική ενδυμασία των κινέζων Χαν. Το τσιπάο, γνωστό ως τσόνγκσαμ στη Κορέα, είναι δημοφιλές κινεζικό γυναικείο φόρεμα.[632] Το κίνημα του χανφού ήταν δημοφιλές στη σύγχρονη εποχή και επιδιώκει να αναζωογονήσει τη χρήση της παραδοσιακής ενδυμασίας χανφού στους Κινέζους.[633]
Αθλητισμός
ΕπεξεργασίαΗ Κίνα έχει έναν από τους παλαιότερους αθλητικούς πολιτισμούς στον κόσμο. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η τοξοβολία (σετσιάν) ξεκίνησε να εξασκείται στην Κίνα κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Δυτικών Τσόου. Η ξιφομαχία (τσιανσού) και το τσουτζού, ένα άθλημα που έχει μια χαλαρή ομοιότητα με το ποδόσφαιρο[634] χρονολογούνται από τις πρώτες δυναστείες της Κίνας.[635]
Η καλή φυσική κατάσταση είναι ιδανικό που τονίζει ευρέως ο κινεζικός πολιτισμός, με πρωινές ασκήσεις όπως το τσιγκόνγκ και το ταϊτσιτσουάν να ασκούνται ευρέως,[636] ενώ τα εμπορικά γυμναστήρια και οι ιδιωτικοί σύλλογοι γυμναστικής κερδίζουν δημοτικότητα σε όλη τη χώρα.[637] Η καλαθοσφαίριση, στη δεκαετία του 2020, είναι το δημοφιλέστερο άθλημα των Κινέζων θεατών.[638] Η Κινεζική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης και η Αμερικανική Εθνική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης έχουν τεράστια δημοτικότητα στη Κίνα, με Κινέζους παίκτες όπως ο Γιάο Μινγκ και ο Γι Τζιανλιάν να έχουν μεγάλη δημοτικότητα και εκτίμηση στον πληθυσμό. Το επαγγελματικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου της Κίνας, το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου της Κίνας, ιδρύθηκε το 1994. Είναι το ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα της Ασίας με τους περισσότερους θεατές.[639] Δημοφιλή αθλήματα στους Κινέζους είναι οι πολεμικές τέχνες, η επιτραπέζια αντισφαίριση, η αντιπτέριση, η κολύμβηση και το σνούκερ. Επιτραπέζια παιχνίδια όπως το γκο (γνωστό ως ουεϊτσί στα κινέζικα), το σιάνγκτσι, το ματζόνγκ και το σκάκι, είναι αθλήματα με επαγγελματίες παίκτες στη Κίνα.[640] Επιπλέον, η Κίνα φιλοξενεί έναν τεράστιο αριθμό ποδηλατών, ενώ το 2012 υπήρχαν 470 εκατομμύρια ποδήλατα σε χρήση στη χώρα.[576] Ορισμένα παραδοσιακά αθλήματα, όπως οι αγώνες με βάρκες με δράκο (δηλαδή, μια βάρκα όπου το ένα άκρο της είναι έτσι σχεδιασμένο ώστε να θυμίζει το πρόσωπο του δράκου), η μογγολική πάλη και οι ιπποδρομίες είναι δημοφιλή αθλήματα.[641]
Η Κίνα συμμετέχει σταθερά στους Ολυμπιακούς Αγώνες από το 1932, ενώ η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η σημερινή Κίνα, συμμετέχει στους Ολυμπιακούς από το 1952. Η Κίνα φιλοξένησε τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008 στο Πεκίνο. Οι Κινέζοι αθλητές κέρδισαν 48 χρυσά μετάλλια εκείνη τη χρονιά, τον υψηλότερο αριθμό χρυσών μεταλλίων από οποιαδήποτε συμμετέχουσα χώρα εκείνη τη χρονιά.[642] Η Κίνα κέρδισε τα περισσότερα μετάλλια από οποιοδήποτε έθνος στους Θερινούς Παραολυμπιακούς Αγώνες του 2012, κερδίζοντας 231 μετάλλια συνολικά, συμπεριλαμβανομένων 95 χρυσών μεταλλίων.[643][644] Το 2011, το Σεντσέν στη Γκουανγκτούνγκ (Καντώνα) της Κίνας φιλοξένησε τη Θερινή Πανεπιστημιάδα του 2011. Η Κίνα φιλοξένησε τους Αγώνες Ανατολικής Ασίας το 2013 στην Τιεντσίν και τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες Νέων του 2014 στη Ναντσίνγκ. Είναι η πρώτη χώρα έχει φιλοξενήσει τόσο τους Ολυμπιακούς Αγώνες ενηλίκων όσο και τους Ολυμπιακούς Αγώνες Νέων. Το Πεκίνο και η κοντινή πόλη Τσανγκτσιακόου της επαρχίας Χεμπέι φιλοξένησαν από κοινού τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2022. Το Πεκίνο έγινε έτσι η πρώτη πόλη που διοργάνωσε τόσο τους Θερινούς όσο και τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες.[645][646]
Δείτε επίσης
ΕπεξεργασίαΠαραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Καμ Γουίνγκ Τσάν, Misconceptions and Complexities in the Study of China's Cities: Definitions, Statistics, and Implications, Eurasian Geography and Economics (2007)
- ↑ Constitution of the People's Republic of China Αρχειοθετήθηκε 2015-02-25 στο Wayback Machine. The National People's Congress of the People's Republic of China
- ↑ Buckley, Chris; Wu, Adam (10 March 2018) "Ending Term Limits for China's Xi Is a Big Deal. Here's Why". (New York Times)
- ↑ «国家主席是什么样的国家机构?--新闻报道-人民网 (Τι είδους εθνικός θεσμός είναι ο Πρόεδρος του Κράτους;». cpc.people.com.cn. Ανακτήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 2024.
- ↑ Επίσημη εκτίμηση OHE
- ↑ 6,0 6,1 «National Data». National Bureau of Statistics of China. Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2024.
- ↑ 7,0 7,1 7,2 «Απογραφή 2020». Ανακτήθηκε στις 5 Ιουνίου 2021.
- ↑ 8,0 8,1 8,2 8,3 «Κίνα». ΔΝΤ. Απρίλιος 2017. Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2017.
- ↑ Human Development Report 2021-22: Uncertain Times, Unsettled Lives: Shaping our Future in a Transforming World (PDF). hdr.undp.org. United Nations Development Programme. 8 Σεπτεμβρίου 2022. σελίδες 272–276. ISBN 978-9-211-26451-7. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 8 Σεπτεμβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2022.
- ↑ 10,0 10,1 «CIA World Factbook». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Οκτωβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2009.
- ↑ The Chinese Economy. Economy Watch. Ανακτήθηκε 16 Μαρτίου 2012
- ↑ 12,0 12,1 12,2 «China». Oxford English Dictionary.
- ↑ "China".
- ↑ 14,0 14,1 14,2 Wade, Geoff.
- ↑ Martino, Martin, Novus Atlas Sinensis, Vienna 1655, Preface, p. 2.
- ↑ Bodde, Derk (1978). Denis Twitchett, επιμ. The Cambridge History of China: Volume 1, The Ch'in and Han Empires, 221 BC – AD 220. σελ. 20. ISBN 978-0-521-24327-8.
- ↑ Yule, Henry (1866). Cathay and the Way Thither. σελίδες 3–7. ISBN 978-81-206-1966-1.
- ↑ Wilkinson, Endymion (2000), Chinese History: A Manual, Harvard-Yenching Institute Monograph No. 52, Cambridge: Harvard University Asia Center, σελ. 132, ISBN 978-0-674-00249-4, https://books.google.com/books?id=ERnrQq0bsPYC&pg=PA132
- ↑ Tang, Xiaoyang· Guo, Sujian (2010). Greater China in an Era of Globalization. Lanham, MD: Rowman & Littlefield Publishers. σελίδες 52–53. ISBN 978-0-7391-3534-1.
- ↑ «Two "Chinese" flags in Chinatown 美國唐人街兩面「中國」國旗之爭». BBC. https://www.bbc.com/zhongwen/simp/world-49585512.
- ↑ «Chou Hsi-wei on Conflict Zone». Deutsche Welle. https://www.dw.com/en/chou-hsi-wei-on-conflict-zone/av-49624866. «So-called 'China', we call it 'Mainland', we are 'Taiwan'. Together we are 'China'.»
- ↑ «China-Taiwan Relations». Council on Foreign Relations.
- ↑ «What's behind the China-Taiwan divide?». BBC. https://www.bbc.com/news/world-asia-34729538.
- ↑ Ciochon, Russell· Larick, Roy (1 Ιανουαρίου 2000). «Early Homo erectus Tools in China». Archaeology. Ανακτήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 2012.
- ↑ «The Peking Man World Heritage Site at Zhoukoudian». UNESCO. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 6 Μαρτίου 2013.
- ↑ Shen, G.; Gao, X.; Gao, B.; Granger, De (Μάρτιος 2009). «Age of Zhoukoudian Homo erectus determined with (26)Al/(10)Be burial dating». Nature 458 (7235): 198–200. doi: . ISSN 0028-0836. PMID 19279636. Bibcode: 2009Natur.458..198S. https://www.semanticscholar.org/paper/d502c36487e27d90c7962fc60d28c48ab16c8f0e.
- ↑ Rincon, Paul (2015-10-14). «Fossil teeth place humans in Asia '20,000 years early'». BBC News. https://www.bbc.com/news/science-environment-34531861. Ανακτήθηκε στις 2015-10-14.
- ↑ 28,0 28,1 Rincon, Paul (2003-04-17). «'Earliest writing' found in China». BBC News. http://news.bbc.co.uk/2/hi/science/nature/2956925.stm. Ανακτήθηκε στις 2020-01-14.
- ↑ Tanner, Harold M. (2009). China: A History. Hackett Publishing. σελίδες 35–36. ISBN 978-0-87220-915-2.
- ↑ Xia–Shang–Zhou Chronology Project by People's Republic of China
- ↑ «Bronze Age China». National Gallery of Art. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Ιουλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουλίου 2013.
- ↑ China: Five Thousand Years of History and Civilization. City University of HK Press. 2007. σελ. 25. ISBN 978-962-937-140-1.
- ↑ Pletcher, Kenneth (2011). The History of China. Britannica Educational Publishing. σελ. 35. ISBN 978-1-61530-181-2.
- ↑ Fowler, Jeaneane D.· Fowler, Merv (2008). Chinese Religions: Beliefs and Practices. Sussex Academic Press. σελ. 17. ISBN 978-1-84519-172-6.
- ↑ William G. Boltz, Early Chinese Writing, World Archaeology, Vol. 17, No. 3, Early Writing Systems (February 1986) pp. 420–436 (436)
- ↑ David N. Keightley, "Art, Ancestors, and the Origins of Writing in China", Representations No. 56, Special Issue: The New Erudition.
- ↑ Allan, Keith (2013). The Oxford Handbook of the History of Linguistics. Oxford University Press. σελ. 4. ISBN 978-0-19-958584-7.
- ↑ «Warring States». Encyclopædia Britannica. https://www.britannica.com/event/Warring-States.
- ↑ Sima Qian, Translated by Burton Watson.
- ↑ 40,0 40,1 Bodde, Derk. (1986).
- ↑ 41,0 41,1 Lewis, Mark Edward (2007). The Early Chinese Empires: Qin and Han. London: Belknap Press. ISBN 978-0-674-02477-9.
- ↑ «Dahlman, Carl J; Aubert, Jean-Eric. China and the Knowledge Economy: Seizing the 21st century». World Bank Publications via Eric.ed.gov. Ανακτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2012.
- ↑ Goucher, Candice· Walton, Linda (2013). World History: Journeys from Past to Present – Volume 1: From Human Origins to 1500 CE. Routledge. σελ. 108. ISBN 978-1-135-08822-4.
- ↑ Whiting, Marvin C. (2002).
- ↑ Ki-Baik Lee (1984).
- ↑ David Andrew Graff (2002).
- ↑ Adshead, S. A. M. (2004).
- ↑ Nishijima, Sadao (1986), «The Economic and Social History of Former Han», στο: Twitchett, Denis; Loewe, Michael, επιμ., Cambridge History of China: Volume I: the Ch'in and Han Empires, 221 B.C. – A.D. 220, Cambridge: Cambridge University Press, σελ. 545–607, ISBN 978-0-521-24327-8
- ↑ Bowman, John S. (2000). Columbia Chronologies of Asian History and Culture. New York: Columbia University Press. σελίδες 104–105.
- ↑ China: Five Thousand Years of History and Civilization. City University of HK Press. 2007. σελ. 71. ISBN 978-962-937-140-1.
- ↑ Paludan, Ann (1998).
- ↑ Essentials of Neo-Confucianism: Eight Major Philosophers of the Song and Ming Periods. Greenwood Publishing Group. 1999. σελ. 3. ISBN 978-0-313-26449-8.
- ↑ «Northern Song dynasty (960–1127)». Metropolitan Museum of Art. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2013.
- ↑ «从汝窑、修内司窑和郊坛窑的技术传承看宋代瓷业的发展». wanfangdata.com.cn. 15 Φεβρουαρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 15 Αυγούστου 2015.
- ↑ Daily Life in China on the Eve of the Mongol Invasion, 1250–1276. Stanford University Press. 1962. σελ. 22. ISBN 978-0-8047-0720-6.
- ↑ May, Timothy (2012), The Mongol Conquests in World History, London: Reaktion Books, σελ. 1211, ISBN 978-1-86189-971-2, https://books.google.com/books?id=ZRIt9sZaTREC
- ↑ Weatherford, Jack (2004), «2: Tale of Three Rivers», Genghis Khan and the Making of the Modern World, New York: Random House/Three Rivers Press, σελ. 95, ISBN 978-0-609-80964-8
- ↑ Ping-ti Ho. "An Estimate of the Total Population of Sung-Chin China", in Études Song, Series 1, No 1, (1970). pp. 33–53.
- ↑ Rice, Xan (2010-07-25). «Chinese archaeologists' African quest for sunken ship of Ming admiral». The Guardian. https://www.theguardian.com/world/2010/jul/25/kenya-china. Ανακτήθηκε στις 2020-01-16.
- ↑ «Wang Yangming (1472–1529)». Internet Encyclopedia of Philosophy. https://www.iep.utm.edu/wangyang/. Ανακτήθηκε στις 2013-12-09.
- ↑ 论明末士人阶层与资本主义萌芽的关系 [On the Relationship between the Scholars' Class and the Germination of Capitalism in the Late Ming Dynasty]. 8 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2015.
- ↑ John M. Roberts (1997). A Short History of the World. Oxford University Press. σελ. 272. ISBN 0-19-511504-X.
- ↑ The Cambridge History of China: Volume 10, Part 1, by John K. Fairbank, p.37
- ↑ 姜公韬 著. 九州出版社. 2010. σελίδες 104–112. ISBN 978-7-5108-0062-7.
- ↑ 陈致平. 花城出版社. 1996. σελ. 71. ISBN 978-7-5360-2320-8.
- ↑ Embree, Ainslie· Gluck, Carol (1997). Asia in Western and World History: A Guide for Teaching. M.E. Sharpe. σελ. 597. ISBN 1-56324-265-6.
- ↑ «Dimensions of need – People and populations at risk». Food and Agriculture Organization of the United Nations (FAO). 1995. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουλίου 2013.
- ↑ «Last emperor of China abdicates». HISTORY (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 22 Μαΐου 2021.
- ↑ «The abdication decree of Emperor Puyi (1912)». Chinese Revolution (στα Αγγλικά). 4 Ιουνίου 2013. Ανακτήθηκε στις 22 Μαΐου 2021.
- ↑ .
- ↑ Eileen Tamura (1997) China: Understanding Its Past.
- ↑ «The abdication decree of Emperor Puyi (1912)». Chinese Revolution (στα Αγγλικά). 4 Ιουνίου 2013. Ανακτήθηκε στις 29 Μαΐου 2021.
- ↑ Stephen Haw (2006) Beijing: A Concise History.
- ↑ Bruce Elleman (2001) Modern Chinese Warfare Routledge (ISBN 0-415-21474-2) p.149
- ↑ Graham Hutchings (2003) Modern China: A Guide to a Century of Change Harvard University Press (ISBN 0-674-01240-2) p.459
- ↑ Peter Zarrow (2005) China in War and Revolution, 1895–1949 Routledge (ISBN 0-415-36447-7) p.230
- ↑ M. Leutner (2002) The Chinese Revolution in the 1920s: Between Triumph and Disaster Routledge (ISBN 0-7007-1690-4) p.129
- ↑ Hung-Mao Tien (1972) Government and Politics in Kuomintang China, 1927–1937 (Volume 53) Stanford University Press (ISBN 0-8047-0812-6) pp. 60–72
- ↑ David Ernest Apter, Tony Saich (1994) Revolutionary Discourse in Mao's Republic Harvard University Press (ISBN 0-674-76780-2) p.198
- ↑ "Nuclear Power: The End of the War Against Japan".
- ↑ "Judgement: International Military Tribunal for the Far East".
- ↑ Doenecke, Justus D.· Stoler, Mark A. (2005). Debating Franklin D. Roosevelt's Foreign Policies, 1933–1945. Rowman & Littlefield. ISBN 978-0-8476-9416-7.
- ↑ «The Moscow Declaration on general security». Yearbook of the United Nations 1946–1947. Lake Success, NY: United Nations. 1947. σελ. 3.
- ↑ «Declaration by United Nations». United Nations. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2015.
- ↑ Hoopes, Townsend, and Douglas Brinkley FDR and the Creation of the U.N. (Yale University Press, 1997)
- ↑ Gaddis, John Lewis (1972). The United States and the Origins of the Cold War, 1941–1947. Columbia University Press. σελίδες 24–25. ISBN 978-0-231-12239-9.
- ↑ Tien, Hung-mao (1991). «The Constitutional Conundrum and the Need for Reform». Στο: Feldman, Harvey. Constitutional Reform and the Future of the Republic of China. M.E. Sharpe. σελ. 3. ISBN 978-0-87332-880-7.
- ↑ Jung Chang and Jon Halliday, Mao: The Untold Story (Jonathan Cape, 2005) Page 3.
- ↑ «policy autumn 06_Edit5.indd» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 7 Σεπτεμβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 2006.
- ↑ Teiwes, Frederick C., and Warren Sun. 1999. 'China's road to disaster: Mao, central politicians, and provincial leaders in the unfolding of the great leap forward, 1955-1959. Contemporary China papers. Armonk, N.Y.: M.E. Sharpe. pp 52-55.
- ↑ Waller, Derek J. (1973). The Kiangsi Soviet Republic: Mao and the National Congresses of 1931 and 1934 (PDF). University of California, Berkeley.
- ↑ Ben Westcott; Lily Lee (2019-09-30). «They were born at the start of Communist China. 70 years later, their country is unrecognizable». CNN. https://www.cnn.com/2019/09/29/asia/china-beijing-mao-october-1-70-intl-hnk/index.html.
- ↑ «Mao Zedong proclaims People's Republic of China». HISTORY (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 29 Μαΐου 2021.
- ↑ «Red Capture of Hainan Island». The Tuscaloosa News. 1950-05-09. https://news.google.com/newspapers?nid=1817&dat=19500509&id=FUw_AAAAIBAJ&pg=3627,3301880. Ανακτήθηκε στις 2013-07-20.
- ↑ «The Tibetans» (PDF). University of Southern California. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 16 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουλίου 2013.
- ↑ John W. Garver (1997). The Sino-American alliance: Nationalist China and American Cold War strategy in Asia. M.E. Sharpe. σελ. 169. ISBN 978-0-7656-0025-7. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουλίου 2013.
- ↑ Busky, Donald F. (2002) Communism in History and Theory Greenwood Publishing Group. p.11
- ↑ «A Country Study: China». loc.gov. Ανακτήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ 99,0 99,1 «Reducing China's one billion». Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2022.
- ↑ Holmes, Leslie Communism: A Very Short Introduction (Oxford University Press 2009) (ISBN 978-0-19-955154-5) p. 32 "Most estimates of the number of Chinese dead are in the range of 15 to 30 million"
- ↑ Michael Y.M. Kao.
- ↑ Χαρακτηριστικές της ατμόσφαιρας που επικρατούσε είναι οι δηκτικότατες αναφορές των συντακτών στις οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών: «Προτείνετε να στείλετε ειδικούς στην Κίνα. Για να είμαστε ειλικρινείς ούτε ο σοβιετικός λαός δεν μπορεί να σας εμπιστευθεί (...) Εμείς ανησυχούμε πολύ για την παρούσα οικονομική κατάσταση στην Ε.Σ.Σ.Δ. Αν αισθανθείτε ανάγκη βοήθειας, θα είμαστε ευτυχείς να σας στείλουμε Κινέζους ειδικούς σε ορισμένους τομείς».
- ↑ Η σύγκρουση ΕΣΣΔ - Κίνας, Ιστορικό Λεύκωμα 1964, σελ. 62-65, Καθημερινή (1997)
- ↑ 104,0 104,1 «Μάο – Νίξον: Η 50ή επέτειος του deal που άλλαξε τον κόσμο». Ανακτήθηκε στις 26 Ιουλίου 2022.
- ↑ «BRITANNICA : China - History: Struggle for the premiership». Ανακτήθηκε στις 26 Ιουλίου 2022.
- ↑ «BRITANNICA : Gang of Four». Ανακτήθηκε στις 26 Ιουλίου 2022. m
- ↑ Hart-Landsberg, Martin· Burkett, Paul. «China and Socialism: Market Reforms and Class Struggle». Monthly Review. Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2008.
- ↑ 108,0 108,1 «BRITANNICA : Economic policy changes». Ανακτήθηκε στις 8 Αυγούστου 2022.
- ↑ Harding, Harry (Δεκέμβριος 1990). «The Impact of Tiananmen on China's Foreign Policy». National Bureau of Asian Research. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Απριλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2013.
- ↑ «China's Average Economic Growth in 90s Ranked 1st in World». People's Daily. 2000-03-01. http://en.people.cn/english/200003/01/eng20000301X115.html. Ανακτήθηκε στις 2013-07-10.
- ↑ Carter, Shan; Cox, Amanda; Burgess, Joe; Aigner, Erin (2007-08-26). «China's Environmental Crisis». The New York Times. https://www.nytimes.com/interactive/2007/08/26/world/asia/20070826_CHINA_GRAPHIC.html. Ανακτήθηκε στις 2012-05-16.
- ↑ Griffiths, Daniel (2004-04-16). «China worried over pace of growth». BBC News. http://news.bbc.co.uk/2/hi/asia-pacific/4913622.stm. Ανακτήθηκε στις 2006-04-16.
- ↑ «China: Migrants, Students, Taiwan». UC Davis Migration News. Ιανουάριος 2006.
- ↑ Cody, Edward (2006-01-27). «In Face of Rural Unrest, China Rolls Out Reforms». The Washington Post. ISSN 0190-8286. http://www.washingtonpost.com/wp-dyn/content/article/2006/01/27/AR2006012701588.html. Ανακτήθηκε στις 2020-01-18.
- ↑ «China frees up bank lending rates». BBC News. 2013-07-19. https://www.bbc.co.uk/news/business-23377060. Ανακτήθηκε στις 2013-07-19.
- ↑ Evans-Pritchard, Ambrose (2013-07-23). «China eyes fresh stimulus as economy stalls, sets 7pc growth floor». The Daily Telegraph. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2022-01-10. https://ghostarchive.org/archive/20220110/https://www.telegraph.co.uk/finance/china-business/10198410/China-eyes-fresh-stimulus-as-economy-stalls-sets-7pc-growth-floor.html. Ανακτήθηκε στις 2013-07-25.
- ↑ Davies, Gavyn (2012-11-25). «The decade of Xi Jinping». Financial Times. https://www.ft.com/content/62182957-eeb3-31d9-ba3a-b776877ab5b1. Ανακτήθηκε στις 2012-11-27.
- ↑ «China orders government debt audit». BBC News. 2013-07-29. https://www.bbc.co.uk/news/business-23486466. Ανακτήθηκε στις 2013-07-29.
- ↑ Joong, Shik Kang· Wei, Liao (Μάιος 2016). «Chinese Imports: What's Behind the Slowdown?» (PDF). International Monetary Fund. Ανακτήθηκε στις 28 Μαΐου 2018.
- ↑ Yglesias, Matthew (15 Νοεμβρίου 2013). «China ends one child policy». Slate. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Νοεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2013.
- ↑ «China's president boosts anti-corruption crackdown after nabbing 1.5M». NBC News.
- ↑ «Belt and Road Initiative». World Bank. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Φεβρουαρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 10 Μαρτίου 2019.
- ↑ Sheikh, Knvul; Rabin, Roni Caryn (2020-03-10). «The Coronavirus: What Scientists Have Learned So Far». The New York Times. https://www.nytimes.com/article/what-is-coronavirus.html. Ανακτήθηκε στις 2020-03-24.
- ↑ Normile, Dennis (2021-11-19). «'Zero COVID' is getting harder—but China is sticking with it». Science 374 (6570): 924. doi: . ISSN 0036-8075. PMID 34793217. Bibcode: 2021Sci...374..924N.
- ↑ «China's economy continues to bounce back from virus slump». BBC News. 2020-10-19. https://www.bbc.com/news/business-54594877. Ανακτήθηκε στις 2021-01-09.
- ↑ «China's economic recovery continues but signals mixed in October». Nikkei Asia. Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ «Xi Jinping calls for strengthening jurisdiction on Hong Kong, Macao at CCP centenary address». ANI News Agency. 2021-07-01. https://www.aninews.in/news/world/asia/xi-jinping-calls-for-strengthening-jurisdiction-on-hong-kong-macao-at-ccp-centenary-address20210701083752/. Ανακτήθηκε στις 2021-07-02.
- ↑ «Nepal and China agree on Mount Everest's height». BBC News. 2010-04-08. http://news.bbc.co.uk/2/hi/south_asia/8608913.stm. Ανακτήθηκε στις 2020-01-18.
- ↑ «Lowest Places on Earth». National Park Service. 28 Φεβρουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2013.
- ↑ Regional Climate Studies of China. Springer. 2008. σελ. 1. ISBN 978-3-540-79242-0.
- ↑ Waghorn, Terry (2011-03-07). «Fighting Desertification». Forbes. https://www.forbes.com/sites/terrywaghorn/2011/03/07/fighting-desertification/. Ανακτήθηκε στις 2020-01-21.
- ↑ «Beijing hit by eighth sandstorm». BBC News. 2006-04-17. http://news.bbc.co.uk/2/hi/asia-pacific/4915690.stm. Ανακτήθηκε στις 2020-01-21.
- ↑ Coonan, Clifford (2007-11-09). «The gathering sandstorm: Encroaching desert, missing water». The Independent. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2008-04-24. https://web.archive.org/web/20080424052106/http://www.independent.co.uk/news/world/asia/the-gathering-sandstorm-encroaching-desert-missing-water-399653.html. Ανακτήθηκε στις 2014-07-23.
- ↑ Reilly, Michael (2008-11-24). «Himalaya glaciers melting much faster». NBC News. http://www.nbcnews.com/id/27894721. Ανακτήθηκε στις 2011-09-21.
- ↑ China's New Growth Pathway: From the 14th Five-Year Plan to Carbon Neutrality (Report). Energy Foundation China. Δεκέμβριος 2020, p. 24. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2021-04-16. https://web.archive.org/web/20210416100821/https://www.efchina.org/Attachments/Report/report-lceg-20201210/Full-Report_Synthesis-Report-2020-on-Chinas-Carbon-Neutrality_EN.pdf. Ανακτήθηκε στις 2020-12-16.
- ↑ Chow, Gregory (2006) Are Chinese Official Statistics Reliable?
- ↑ Liu G.; Wang X.; Baiocchi G.; Casazza M.; Meng F.; Cai Y.; Hao Y.; Wu F. και άλλοι. (Οκτώβριος 2020). «On the accuracy of official Chinese crop production data: Evidence from biophysical indexes of net primary production». Proceedings of the National Academy of Sciences 117 (41): 25434–25444. doi: . ISSN 0027-8424. PMID 32978301.
- ↑ «Countries by commodity». FAOSTAT. Ανακτήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2020.
- ↑ Williams, Jann (10 Δεκεμβρίου 2009). «Biodiversity Theme Report». Environment.gov.au. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2010.
- ↑ «Country Profiles – China». Convention on Biological Diversity. Ανακτήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2012.
- ↑ «[English translation: China Biodiversity Conservation Strategy and Action Plan. Years 2011–2030]» (PDF). Convention on Biological Diversity. Ανακτήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2012.
- ↑ Countries with the most reptile species.
- ↑ «Nature Reserves». China Internet Information Center. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Νοεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2013.
- ↑ Turvey, Samuel (2013). «Holocene survival of Late Pleistocene megafauna in China: a critical review of the evidence». Quaternary Science Reviews 76: 156–166. doi: . Bibcode: 2013QSRv...76..156T.
- ↑ Lander, Brian; Brunson, Katherine (2018). «Wild Mammals of Ancient North China». The Journal of Chinese History (Cambridge University Press) 2 (2): 291–312. doi: .
- ↑ Turvey, Samuel (2008). Witness to Extinction: How we failed to save the Yangtze River dolphin. Oxford: Oxford University Press.
- ↑ 147,0 147,1 China (3 έκδοση). Rough Guides. 2003. σελ. 1213. ISBN 978-1-84353-019-0.
- ↑ Conservation Biology: Voices from the Tropics. John Wiley & Sons. 2013. σελ. 208. ISBN 978-1-118-67981-4.
- ↑ Liu, Ji-Kai (2007). «Secondary metabolites from higher fungi in China and their biological activity». Drug Discoveries & Therapeutics 1 (2): 94. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2013-12-07. https://web.archive.org/web/20131207114833/http://www.ddtjournal.com/action/downloaddoc.php?docid=57.
- ↑ Ma, Xiaoying· Ortalano, Leonard (2000). Environmental Regulation in China. Rowman & Littlefield Publishers. σελ. 1. ISBN 978-0-8476-9399-3.
- ↑ «China acknowledges 'cancer villages'». BBC News. 2013-02-22. https://www.bbc.co.uk/news/world-asia-china-21545868. Ανακτήθηκε στις 2013-02-23.
- ↑ Soekov, Kimberley (2012-10-28). «Riot police and protesters clash over China chemical plant». BBC News. https://www.bbc.co.uk/news/world-asia-china-20114306. Ανακτήθηκε στις 2020-01-18.
- ↑ «Is air quality in China a social problem?». ChinaPower Project. 15 Φεβρουαρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 26 Μαρτίου 2020.
- ↑ «Ambient air pollution: A global assessment of exposure and burden of disease». World Health Organization. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Σεπτεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2018.
- ↑ Chestney, Nina (2013-06-10). «Global carbon emissions hit record high in 2012». Reuters. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2013-11-19. https://web.archive.org/web/20131119111939/http://www.reuters.com/article/2013/06/10/us-iea-emissions-idUSBRE95908S20130610. Ανακτήθηκε στις 2013-11-03.
- ↑ 156,0 156,1 «Each Country's Share of CO2 Emissions | Union of Concerned Scientists». Union of Concerned Scientists. Αύγουστος 2020. Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2020.
- ↑ Jennifer Duggan (2014-04-25). «China's polluters to face large fines under law change». The Guardian. https://www.theguardian.com/environment/chinas-choice/2014/apr/25/china-environment-law-fines-for-pollution. Ανακτήθηκε στις 2014-04-27.
- ↑ «China Solar Stocks Are Surging After Xi's 2060 Carbon Pledge» (στα αγγλικά). Bloomberg L.P.. 2020-10-08. https://www.bloomberg.com/news/articles/2020-10-08/china-s-solar-stocks-are-surging-after-xi-s-2060-carbon-pledge. Ανακτήθηκε στις 2021-01-05.
- ↑ «China going carbon neutral before 2060 would lower warming projections by around 0.2 to 0.3 degrees C». Climate Action Tracker. Ανακτήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2020.
- ↑ Brant, Robin (2021-09-22). «China pledges to stop building new coal energy plants abroad». BBC. https://www.bbc.com/news/world-asia-china-58647481. Ανακτήθηκε στις 2021-09-29.
- ↑ «China says progress made on water pollution, but battle remains». South China Morning Post. 1 Ιουνίου 2018. Ανακτήθηκε στις 26 Μαρτίου 2020.
- ↑ Grantham, H. S.; Duncan, A.; Evans, T. D.; Jones, K. R.; Beyer, H. L.; Schuster, R.; Walston, J.; Ray, J. C. και άλλοι. (2020). «Anthropogenic modification of forests means only 40% of remaining forests have high ecosystem integrity – Supplementary Material». Nature Communications 11 (1): 5978. doi: . ISSN 2041-1723. PMID 33293507.
- ↑ «China seeks better protection of Yangtze river with landmark law». Reuters. 2020-12-30. https://www.reuters.com/article/us-china-environment-yangtze-idUSKBN29407F.
- ↑ Friedman, Lisa (2010-03-25). «China Leads Major Countries With $34.6 Billion Invested in Clean Technology». The New York Times. https://www.nytimes.com/cwire/2010/03/25/25climatewire-china-leads-major-countries-with-346-billion-15729.html. Ανακτήθηκε στις 2010-04-27.
- ↑ Black, Richard (2010-03-26). «China steams ahead on clean energy». BBC News. http://news.bbc.co.uk/2/hi/science/nature/8587319.stm. Ανακτήθηκε στις 2010-04-27.
- ↑ Perkowski, Jack (2012-07-27). «China Leads The World in Renewable Energy Investment». Forbes. https://www.forbes.com/sites/jackperkowski/2012/07/27/china-leads-the-world-in-renewable-energy-investment/. Ανακτήθηκε στις 2012-12-05.
- ↑ Bradsher, Keith (2010-01-30). «China leads global race to make clean energy». The New York Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2022-01-01. https://ghostarchive.org/archive/20220101/https://www.nytimes.com/2010/01/31/business/energy-environment/31renew.html.
- ↑ "China's big push for renewable energy".
- ↑ «China to plow $361 billion into renewable fuel by 2020». Reuters. 2017-01-05. https://www.reuters.com/article/us-china-energy-renewables/china-to-plow-361-billion-into-renewable-fuel-by-2020-idUSKBN14P06P. Ανακτήθηκε στις 2018-05-28.
- ↑ Mishra, D. P. (2010-11-01). «China tops the world in clean energy production». Ecosensorium. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-07-26. https://web.archive.org/web/20110726013334/http://www.ecosensorium.org/2010/11/china-tops-world-in-clean-energy.html. Ανακτήθηκε στις 2011-09-24.
- ↑ «2015 Key World Energy Statistics» (PDF). report. International Energy Agency (IEA). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2016.
- ↑ 2016 Snapshot of Global Photovoltaic Markets, p.7, International Energy Agency, 2017
- ↑ «AWEA 2016 Fourth Quarter Market Report». AWEA. American Wind Energy Association. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Φεβρουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2017.
- ↑ «Renewable Energy Statistics 2019» (PDF). International Renewable Energy Agency. Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2020.
- ↑ International Energy Agency (24 Φεβρουαρίου 2022). «Oil Market and Russian Supply – Russian supplies to global energy markets». Paris: IEA. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2022.
- ↑ International Energy Agency (13 Απριλίου 2022). «Frequently Asked Questions on Energy Security». Paris: IEA. Ανακτήθηκε στις 19 Απριλίου 2022.
- ↑ «Geography». China Internet Information Center. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 31 Μαΐου 2015.
- ↑ «United States». Encyclopædia Britannica. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2008.
- ↑ 179,0 179,1 «China». The World Factbook. Ανακτήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2013.
- ↑ Kollewe, Justin McCurry Julia (2011-02-14). «China overtakes Japan as world's second-largest economy». The Guardian. ISSN 0261-3077. https://www.theguardian.com/business/2011/feb/14/china-second-largest-economy. Ανακτήθηκε στις 2019-07-08.
- ↑ «2020: China's GDP expands by 2.3% to top 101.6 trillion yuan». State Council of the People’s Republic of China. Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2021.
- ↑ CBNEditor (18 Ιανουαρίου 2021). «China's GDP Breaches 100 Trillion Yuan Threshold after Posting 2.3% Growth in 2020, Disposable Income up 4.7%». China Banking News (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Μαΐου 2021. Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2021.
- ↑ «GDP PPP (World Bank)». World Bank. 2018. Ανακτήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2019.
- ↑ «Overview». World Bank. Ανακτήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2020.
- ↑ «GDP (current US$) – China». World Bank. Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2021.
- ↑ «GDP growth (annual %) – China». World Bank. Ανακτήθηκε στις 25 Μαΐου 2018.
- ↑ White, Garry (2013-02-10). «China trade now bigger than US». The Daily Telegraph. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2022-01-10. https://ghostarchive.org/archive/20220110/https://www.telegraph.co.uk/finance/economics/9860518/China-trade-now-bigger-than-US.html. Ανακτήθηκε στις 2013-02-15.
- ↑ Roach, Stephen S. (2 Σεπτεμβρίου 2016). «Why China is central to global growth». World Economic Forum. Ανακτήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ Desjardins, Jeff (15 Μαρτίου 2019). «The Economies Adding the Most to Global Growth in 2019». Visual Capitalist. Ανακτήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ 190,0 190,1 190,2 190,3 Bergsten, C. Fred (2022). The United States vs. China : the quest for global economic leadership. Cambridge. ISBN 978-1-5095-4735-7.
- ↑ Maddison, Angus (2007). Contours of the World Economy 1–2030 AD: Essays in Macro-Economic History. Oxford University Press. σελ. 379. ISBN 978-0-19-164758-1.
- ↑ Dahlman, Carl J· Aubert, Jean-Eric. «China and the Knowledge Economy: Seizing the 21st Century. WBI Development Studies. World Bank Publications». Institute of Education Sciences. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουλίου 2014.
- ↑ «Angus Maddison. Chinese Economic Performance in the Long Run. Development Centre Studies. Retrieved 2007. p.29» (PDF). Ανακτήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2017.
- ↑ «Top 10 Largest Stock Exchanges in the World By Market Capitalization». ValueWalk. 19 Φεβρουαρίου 2019. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Μαΐου 2019. Ανακτήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ «China's Stock Market Tops $10 Trillion First Time Since 2015». Bloomberg L.P.. 2020-10-13. https://www.bloomberg.com/news/articles/2020-10-13/china-s-stock-market-tops-10-trillion-for-first-time-since-2015. Ανακτήθηκε στις 2020-10-28.
- ↑ «The Global Financial Centres Index 28» (PDF). Long Finance. Σεπτέμβριος 2020. Ανακτήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2020.
- ↑ «These will be the most important cities by 2035». World Economic Forum. Ανακτήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2020.
- ↑ Marsh, Peter (2011-03-13). «China noses ahead as top goods producer». Financial Times. https://www.ft.com/content/002fd8f0-4d96-11e0-85e4-00144feab49a. Ανακτήθηκε στις 2020-01-18.
- ↑ Levinson, Marc (21 Φεβρουαρίου 2018). «U.S. Manufacturing in International Perspective» (PDF). Federation of American Scientists.
- ↑ «Report – S&E Indicators 2018 | NSF – National Science Foundation». www.nsf.gov. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2019.
- ↑ Shane, Daniel (23 Ιανουαρίου 2019). «China will overtake the US as the world's biggest retail market this year». CNN. Ανακτήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2019.
- ↑ Fan, Ziyang· Backaler, Joel (17 Σεπτεμβρίου 2018). «Five trends shaping the future of e-commerce in China». World Economic Forum. Ανακτήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2019.
- ↑ Lipsman, Andrew (27 Ιουνίου 2019). «Global Ecommerce 2019». eMarketer. Ανακτήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2019.
- ↑ Huang, Echo. «China buys one out of every two electric vehicles sold globally». Quartz. Ανακτήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2019.
- ↑ «China Dominates the Global Lithium Battery Market». Institute for Energy Research. 9 Σεπτεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2021.
- ↑ «China Installs 44.3 Gigawatts Of Solar In 2018». CleanTechnica. 23 Ιανουαρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2019.
- ↑ «Global PV capacity is expected to reach 969GW by 2025». Power Technology | Energy News and Market Analysis. 21 Δεκεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2019.
- ↑ «Can China's reported growth be trusted?». The Economist. 2020-10-15. ISSN 0013-0613. https://www.economist.com/finance-and-economics/2020/10/15/can-chinas-reported-growth-be-trusted. Ανακτήθηκε στις 2021-03-26.
- ↑ Plekhanov, Dmitriy (2017). «Quality of China's Official Statistics: A Brief Review of Academic Perspectives». The Copenhagen Journal of Asian Studies (Copenhagen Business School) 35 (1): 76. doi: . ISSN 1395-4199.
- ↑ Chen, Wei· Chen, Xilu (2019). A Forensic Examination of China's National Accounts (PDF). Brookings Institution.