Για άλλες χρήσεις, δείτε: Διάστημα (αποσαφήνιση).

Με τον όρο διάστημα (αγγλικά: space‎‎) ή πιο επιστημονικά εξώτερο διάστημα (αγγλικά: οuter space‎‎), περιγράφεται ο αχανής χώρος όπου κινούνται όλα τα ουράνια σώματα και, ακριβέστερα, οι σχετικά κενές περιοχές μεταξύ των ουρανίων σωμάτων, πέρα από αυτά και τις ατμόσφαιρές τους.[1]

Όντας ουσιαστικά άδειο, το διάστημα επιτρέπει στους παλαιότερους (τους πιο κόκκινους) γαλαξίες να φαίνονται ανεμπόδιστα, όπως στην πρώτη εικόνα του διαστημικού τηλεσκοπίου Τζέιμς Γουέμπ, στις 11 Ιουλίου 2022.
Η Γη και η Σελήνη στο διάστημα, σε φωτογραφία από το Mars Reconnaissance Orbiter, σε φωτογραφία στις 3 Οκτωβρίου 2007.

Σε αντίθεση με τη συνήθη αντίληψη, το διάστημα δεν είναι εντελώς άδειο, δηλαδή ένα τέλειο κενό, αλλά εμφανίζει περιεκτικότητα (πολύ μικρής πυκνότητας) σε σωματίδια, κυρίως πλάσματος υδρογόνου, ενώ περιέχει ακόμα ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία (φωτόνια), καθώς και τα πολύ μικρής μάζας νετρίνα. Μακροσκοπικά, σε αυτό περιέχονται επίσης γαλαξίες και νεφελώματα. Σύμφωνα με νεότερες θεωρίες, οι γαλαξίες και τα νεφελώματα αποτελούν μόλις το 5% της πραγματικής μάζας του σύμπαντος· το υπόλοιπο 95% αποτελείται, σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές, από σκοτεινή ύλη και σκοτεινή ενέργεια, οι οποίες ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχουν παρατηρηθεί και η ύπαρξή τους δεν έχει επιβεβαιωθεί.

Η βασική θερμοκρασία του διαστήματος, όπως ορίζεται από την κοσμική ακτινοβολία υποβάθρου από την Μεγάλη Έκρηξη, είναι στους 2,7 βαθμούς Κέλβιν, δηλαδή -270 °C ή -455 °F.

Οι ανθρώπινες δραστηριότητες που σχετίζονται με τη μελέτη των ουράνιων σωμάτων και των ιδιοτήτων του διαστήματος, κυρίως του δικού μας Ηλιακού Συστήματος, με την αποστολή επανδρωμένων ή μη επανδρωμένων αποστολών στο διάστημα, περιγράφονται με τον γενικό όρο εξερεύνηση του διαστήματος.

Πυκνότητα

Επεξεργασία

Το εξώτερο διάστημα είναι η καλύτερη φυσική προσέγγιση του τέλειου κενού. Πρακτικώς, δεν παρουσιάζει τριβή ή γενικότερα κάποια αντίσταση στην κίνηση, επιτρέποντας έτσι στους αστέρες, τους πλανήτες και τους δορυφόρους να διατηρούν ανεμπόδιστα τις τροχιές τους.

Ωστόσο, ακόμα και στα βάθη του διαγαλαξιακού διαστήματος, υπάρχουν λίγα διάσπαρτα άτομα υδρογόνου ανά κυβικό μέτρο[2] ή σύμφωνα με κάποιες θεωρίες μόλις 1 άτομο υδρογόνου ανά κυβικό μέτρο. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος των τιμών αυτών, ενδεικτικώς σημειώνεται ότι η ατμόσφαιρα που αναπνέουμε, στην επιφάνεια της θάλασσας, περιέχει 1025 μόρια ανά κυβικό μέτρο. Η πυκνότητα του διαστήματος είναι τόσο ελάχιστη, ώστε ακόμα και η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία ταξιδεύει για τεράστιες αποστάσεις χωρίς να συναντήσει αντίσταση και χωρίς να εκτραπεί. Ενδεικτικώς, η ελεύθερη και ανεμπόδιστη διαδρομή για ένα φωτόνιο που ταξιδεύει στο διαγαλαξιακό διάστημα, φτάνει τα 1023 χιλιόμετρα ή 10 δισεκατομμύρια έτη φωτός.[3]

Όρια έναρξης του διαστήματος

Επεξεργασία

Δεν υπάρχει σαφές όριο ανάμεσα στην ατμόσφαιρα της Γης και στο διάστημα. Αυτό οφείλεται στο ότι η πυκνότητα της ατμόσφαιρας μειώνεται σταδιακά με την αύξηση του ύψους από την επιφάνεια και στα πολύ μεγάλα ύψη πλέον απομένουν λίγα διάσπαρτα μόρια ύλης, τα οποία βαθμιαία αναμιγνύονται με τη ροή των σωματιδίων που είναι γνωστή ως Ηλιακός άνεμος. Επομένως, η μετάβαση γίνεται βαθμιαία και δεν υπάρχει εμφανής διαχωρισμός - πιο απλά, δεν υπάρχει εμφανές όριο όπου «λήγει» η ατμόσφαιρα και αρχίζει το διάστημα.

Για πρακτικούς λόγους πάντως, υπάρχουν κάποια συμβατικά επιστημονικά όρια. Συγκεκριμένα:

  • Η Διεθνής Ομοσπονδία Αεροναυτικής (Fédération Aéronautique Internationale / FAI) έχει υιοθετήσει τη λεγόμενη Γραμμή Κάρμαν, η οποία βρίσκεται σε ύψος 100 χιλιόμετρα / 62 μίλια / 330.000 πόδια, ως τον πρακτικό ορισμό του διαχωρισμού μεταξύ της Αεροναυτικής και της Αστροναυτικής. Ο λόγος που χρησιμοποιείται το υψόμετρο αυτό, είναι ότι πάνω από τα 100 χιλιόμετρα η ατμόσφαιρα της Γης είναι πλέον τόσο αραιή, ώστε για να μπορούσε ένα αεροσκάφος να επιτύχει επαρκή δυναμική άνωση από τον ατμοσφαιρικό αέρα, θα έπρεπε να αναπτύξει ταχύτητα μεγαλύτερη από την κανονική ταχύτητα που χρειάζεται για να μπει σε σταθερή τροχιά. Με άλλα λόγια, λόγω της ελάχιστης πυκνότητας του αέρα, η δυναμική άνωση της ατμόσφαιρας δεν θα μπορούσε πλέον να το «σηκώσει» σε αεροναυτικές ταχύτητες, άρα η ατμόσφαιρα γίνεται ανεπαρκής για αεροναυτικές πτήσεις και δεν μπορεί τότε πλέον να γίνει λόγος για «αεροπορία».[4] Το πρακτικό αυτό όριο είχε προβλεφθεί από τον Τέοντορ φον Κάρμαν και φέρει το όνομα αυτό προς τιμήν του. Παρά το ότι το εξαγόμενο υψόμετρο είναι λίγο μικρότερο από τα 100 χιλιόμετρα και μάλιστα ο ίδιος το υπολόγισε τότε στα 83,8 χιλιόμετρα / 52,1 μίλια, ο Κάρμαν πρότεινε τα 100 χιλιόμετρα να είναι το επίσημο όριο του διαστήματος, επειδή ο «στρογγυλός» αριθμός είναι εύκολα απομνημονεύσιμος και επειδή το υπολογιζόμενο υψόμετρο μεταβάλλεται ελάχιστα με τη μεταβολή ορισμένων παραμέτρων. Τα νούμερα αυτά ισχύουν για τη Γη, ενώ η γραμμή Kármán της Αφροδίτης βρίσκεται σε υψόμετρο 250 χιλιομέτρων και αυτή του Άρη στα 80 χιλιόμετρα. Αντιθέτως, στα ουράνια σώματα που δεν έχουν καμία ή σχεδόν καμία ατμόσφαιρα, όπως ο Ερμής, η Σελήνη και οι αστεροειδείς, το διάστημα αρχίζει απευθείας στην επιφάνεια του ουράνιου σώματος.
  • Η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ όμως, πιστή στο αγγλοσαξονικό σύστημα μονάδων, ορίζει ως αστροναύτη έναν άνθρωπο που έχει πετάξει σε υψόμετρο άνω των 50 μιλίων ξηράς (80 χιλιόμετρα), μετρώντας από τη μέση στάθμη της θάλασσας. Το νούμερο αυτό, αντιστοιχεί στο όριο μεταξύ μεσόσφαιρας και θερμόσφαιρας. Η NASA παλαιότερα χρησιμοποιούσε το όριο των 100 χιλιομέτρων της FAI, αλλά το 2005 άλλαξε τον ορισμό επίσης στα 80 χιλιόμετρα, προκειμένου να μην δημιουργείται αναντιστοιχία στις πτήσεις τους. Ωστόσο, οι ΗΠΑ ως κράτος δεν ορίζουν επισήμως ένα «σύνορο του διαστήματος».
  • Ειδικότερα για την επιστροφή στη Γη, το επιτελείο ελέγχου των αποστολών της NASA χρησιμοποιεί τα 76 μίλια / 122 χιλιόμετρα ως το επίσημο όριο έναρξης για την επανείσοδο στην ατμόσφαιρα της Γης. Αυτό είναι συνήθως το όριο όπου, κατά την κάθοδο, η αντίσταση της ατμόσφαιρας αρχίζει να γίνεται αισθητή (στην πράξη μπορεί να υπάρξουν μικρές αποκλίσεις, ανάλογα με τον βαλλιστικό συντελεστή του σκάφους), αναγκάζοντας πλέον τους χειριστές να περάσουν από τον χειρισμό με τους μικρούς ανασχετικούς πυραύλους ρύθμισης πορείας στο διάστημα, στον άμεσο έλεγχο της κατεύθυνσης μέσα στην ατμόσφαιρα.

Περιοχές του διαστήματος

Επεξεργασία

Όπως προαναφέρθηκε, το διάστημα δεν είναι εντελώς άδειο (δηλαδή ένα τέλειο κενό), αλλά εμφανίζει μία ελάχιστη περιεκτικότητα σε σωματίδια. Μάλιστα παρουσιάζει και ροές σωματιδίων, γνωστές ως διαστημικοί «άνεμοι», οι οποίοι και καθορίζουν τις περιοχές του διαστήματος. Στις περιοχές αυτές, κυριαρχεί ένα είδος τέτοιων ανέμων, έως τα όριά τους, όπου δίνουν τη θέση τους σε κάποιο άλλο είδος. Το λεγόμενο «Γεωδιάστημα» ξεκινάει από τα ανώτερα στρώματα της γήινης ατμόσφαιρας (το επίσημο όριο έναρξής του είναι η Ιονόσφαιρα) και φτάνει έως τα εξωτερικά άκρα του γήινου μαγνητικού πεδίου, όπου δίνει τη θέση του στον Ηλιακό άνεμο του διαπλανητικού διαστήματος. Το διαπλανητικό διάστημα φτάνει έως την Ηλιόπαυση, όπου δίνει τη θέση του στους ανέμους του διαστρικού διαστήματος. Το διαστρικό διάστημα φτάνει έως τις εξωτερικές παρυφές του Γαλαξία, όπου και χάνεται μέσα στη διαγαλαξιακή άβυσσο.

Γεωδιάστημα

Επεξεργασία
 
Το Νότιο Σέλας, όπως φωτογραφήθηκε από το Διαστημικό Λεωφορείο Ντισκάβερι τον Μάιο του 1991. Το ύψος της τροχιάς ήταν στα 260 χιλιόμετρα.

Ως Γεωδιάστημα (Geospace) ορίζεται η περιοχή του διαστήματος κοντά στη Γη. Το Γεωδιάστημα περιλαμβάνει τα ανώτερα στρώματα της γήινης ατμόσφαιρας, όπως επίσης και την Ιονόσφαιρα και τη Μαγνητόσφαιρα. Επίσης, οι ζώνες ακτινοβολίας Βαν Άλεν βρίσκονται μέσα στο Γεωδιάστημα.

Αν και το Γεωδιάστημα γενικώς πληροί τα κριτήρια ορισμού του διαστήματος, η πυκνότητα στα ανώτερα στρώματα της γήινης ατμόσφαιρας, δηλαδή στις πρώτες εκατοντάδες χιλιόμετρα πάνω από τη Γραμμή Κάρμαν (που είναι σε ύψος 100 χιλιόμετρα), είναι ακόμα ικανή να προκαλέσει αξιοσημείωτη αντίσταση στους τεχνητούς δορυφόρους. Όσοι περιφέρονται σε τέτοιες τροχιές, πρέπει να ενεργοποιούν τα συστήματα προώθησής τους κάθε λίγες μέρες, προκειμένου να διατηρήσουν την τροχιά τους σε σταθερό ύψος.

Στο Γεωδιάστημα υπάρχουν ηλεκτρικά φορτισμένα σωματίδια, σε χαμηλές πυκνότητες, η κίνηση των οποίων καθορίζεται από το γήινο μαγνητικό πεδίο. Κατά τη διάρκεια ισχυρών μαγνητικών καταιγίδων, τα σωματίδια αυτά αλληλεπιδρούν με τα σωματίδια του Ηλιακού ανέμου. Αυτή η αλληλεπίδραση, λόγω του βομβαρδισμού των υψηλών ατμοσφαιρικών στρωμάτων από ηλεκτρόνια που προέρχονται από ρεύματα φορτισμένων σωματιδίων από τον Ήλιο, προκαλεί το εντυπωσιακό φαινόμενο που είναι γνωστό ως Σέλας.

Διαπλανητικό διάστημα

Επεξεργασία
 
Ο κομήτης Χέιλ-Μποπ (Hale-Bopp) τον Απρίλιο του 1997. Λόγω του πίεσης που ασκεί ο Ηλιακός άνεμος, δημιουργείται η χαρακτηριστική ουρά όλων των κομητών όταν πλησιάζουν στον Ήλιο.

Ως διαπλανητικό διάστημα (interplanetary space) ή μεσοπλανητικό, ορίζεται το διάστημα γύρω από τον Ήλιο και τους πλανήτες. Τα εξωτερικά όριά του, καθορίζονται από τον Ηλιακό άνεμο, μια διαρκή ροή φορτισμένων σωματιδίων από τον Ήλιο, που δημιουργεί μία εξαιρετικά αραιή ατμόσφαιρα, την Ηλιόσφαιρα. Η πυκνότητα του Ηλιακού ανέμου υπολογίζεται στα 5 - 10 πρωτόνια ανά κυβικό εκατοστό και η ταχύτητα του ανέμου στα 350 - 400 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο,[5] αν και πολύ σπάνια μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 800 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο, όταν ο Ήλιος παρουσιάζει έντονη δραστηριότητα.

Το διαπλανητικό διάστημα φτάνει έως την Ηλιόπαυση, όπου δίνει τη θέση του στους ανέμους του διαστρικού διαστήματος, με αποτέλεσμα η Ηλιόπαυση να θεωρείται και το επίσημο όριο λήξης του Ηλιακού συστήματος. Η απόσταση όπου βρίσκεται η Ηλιόπαυση είναι 121 αστρονομικές μονάδες και μάλλον δεν είναι σταθερή, αλλά μεταβάλλεται ανάλογα με το επίπεδο δραστηριότητας του Ηλιακού ανέμου και τις τοπικές πυκνότητες του διαστρικού διαστήματος.[6]

Από το 1995, ανακαλύπτονται διαρκώς εξωηλιακοί πλανήτες και αυτό σημαίνει ότι ο ίδιος ορισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλα παρόμοια εξωηλιακά πλανητικά συστήματα γύρω από αστέρες.[7]

Διαστρικό διάστημα

Επεξεργασία
 
Διαστρικό νέφος αερίου και σκόνης, μήκους 1 έτους φωτός.[8]

Διαστρικό διάστημα (interstellar space) ή μεσοαστρικό, είναι το διάστημα μέσα σε έναν γαλαξία, το οποίο δεν καταλαμβάνεται από αστέρες και τα πλανητικά τους συστήματα. Περιέχει διαστημική σκόνη και συντρίμμια, διάφορα ιόντα, υποατομικά σωματίδια, κοσμική ακτινοβολία, καθώς και ποσότητες διαστημικών αερίων. Κάποιες περιοχές του διαστρικού διαστήματος εμφανίζουν υψηλή πυκνότητα αερίων και σκόνης, σχηματίζοντας τα νεφελώματα, όπου και δημιουργούνται νέοι αστέρες. Επίσης, μέσα στο διαστρικό διάστημα παρατηρούνται αστρικοί άνεμοι, αντίστοιχοι με τον Ηλιακό άνεμο.

Η διαστρική ύλη αποτελεί αντικείμενο εντατικής επιστημονικής μελέτης στην αστροφυσική, καθώς σχηματίζει αστέρες, οι οποίοι επίσης απελευθερώνουν ύλη στο διαστρικό διάστημα με αστρικούς ανέμους και σουπερνόβα.

Διαγαλαξιακό διάστημα

Επεξεργασία
 
Μεγάλης κλίμακας κατανομή ύλης σε κυβικό τμήμα του σύμπαντος. Οι δομές που μοιάζουν με μπλε ίνες αντιπροσωπεύουν την ύλη και οι κενές περιοχές μεταξύ τους αντιπροσωπεύουν τα κοσμικά κενά του διαγαλαξιακού μέσου.

Διαγαλαξιακό διάστημα (intergalactic space) ή μεσογαλαξιακό, είναι το διάστημα ανάμεσα σε γαλαξίες. Γενικώς άδειο από διαστημική σκόνη και συντρίμμια, το διαγαλαξιακό διάστημα είναι η καλύτερη φυσική προσέγγιση του τέλειου κενού. Μερικές θεωρίες τοποθετούν τη μέση πυκνότητα του σύμπαντος ως το ισοδύναμο του ενός ατόμου υδρογόνου ανά κυβικό μέτρο.[9][10] Ωστόσο, η πυκνότητα του σύμπαντος δεν είναι ομοιόμορφη, καθώς κυμαίνεται από μία σχετικά υψηλή πυκνότητα στους γαλαξίες (και εξαιρετικά υψηλές πυκνότητες σε δομές στο εσωτερικό τους, όπως πλανήτες, αστέρες και μαύρες τρύπες), έως συνθήκες τεράστιων κενών, με πυκνότητες πολύ χαμηλότερες από τον μέσο όρο του σύμπαντος. Η θερμοκρασία του διαγαλαξιακού διαστήματος υπολογίζεται σε μόλις 2,73 °Κ (−270,4 °C ή −454,8 °F).

Ειδικότερα μέσα σε μεγάλα σμήνη γαλαξιών, όπως το Σμήνος της Παρθένου, το κοντινότερο σε εμάς μεγάλο σμήνος γαλαξιών (50 έως 65 εκατομμύρια έτη φωτός μακριά), το διαγαλαξιακό διάστημα καταλαμβάνεται από ένα ιδιαίτερα αραιό υλικό μέσο, το πλάσμα,[11] ανιχνεύσιμο από εκπομπές ακτίνων Χ. Το πλάσμα αυτό ονομάζεται διαγαλαξιακό μέσο (intergalactic medium / IGM) και αποτελείται κυρίως από ιονισμένο υδρογόνο - επομένως περιέχει ίσο αριθμό ελεύθερων πρωτονίων και ηλεκτρονίων. Η πυκνότητα του IGM θεωρείται ότι κυμαίνεται από 10 έως 100 φορές μεγαλύτερη από τη μέση πυκνότητα του σύμπαντος, δηλαδή 10 έως 100 άτομα υδρογόνου ανά κυβικό μέτρο, αλλά μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 1.000 άτομα μέσα σε τεράστια σμήνη.

Σημερινά επιτεύγματα στην εξερεύνηση του διαστήματος

Επεξεργασία

Όπως προαναφέρθηκε, οι ανθρώπινες δραστηριότητες που σχετίζονται με τη μελέτη των ουράνιων σωμάτων και των ιδιοτήτων του διαστήματος, κυρίως του δικού μας Ηλιακού Συστήματος, με την αποστολή επανδρωμένων ή μη επανδρωμένων αποστολών στο διάστημα, περιγράφονται με τον γενικό όρο εξερεύνηση του διαστήματος. Το οικονομικό κόστος της τοποθέτησης αντικειμένων, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων, στο διάστημα είναι πολύ υψηλό, περιορίζοντας τις επανδρωμένες διαστημικές πτήσεις σε χαμηλή τροχιά γύρω από τη Γη και τη Σελήνη.

Από την άλλη, μη επανδρωμένα διαστημόπλοια έχουν επισκεφθεί το σύνολο όλων των γνωστών πλανητών του Ηλιακού Συστήματος, καθώς και αρκετούς δορυφόρους, αστεροειδείς και πλανήτες νάνους συνήθως ή σε τροχιά γύρω από αυτούς ή ως κοντινή προσέγγιση (flyby). Επίσης, αρκετά έχουν προσεδαφιστεί σε αρκετά από αυτά τα ουράνια σώματα, όσα φυσικά διαθέτουν στερεή επιφάνεια. Όλα έχουν στείλει πολύτιμες επιστημονικές πληροφορίες σχετικά με το καθένα ξεχωριστά από όλα αυτά τα ουράνια σώματα και συνολικά για το Ηλιακό Σύστημα.

Προς το παρόν, δεν έχει υπάρξει κάποια επανδρωμένη αποστολή σε κανέναν πλανήτη του ηλιακού συστήματος, εκτός της Γης. Ωστόσο, από τον Ιούλιο του 1969 έως τον Δεκέμβριο του 1972, η NASA προσεδάφισε 6 διαστημικές αποστολές και 12 αστροναύτες στην επιφάνεια της Σελήνης, με το πρόγραμμα Απόλλων, και τους μετέφερε με ασφάλεια πίσω στη Γη. Το πρόγραμμα Απόλλων είναι το μόνο που έχει στείλει μέχρι σήμερα ανθρώπους στην επιφάνεια άλλου ουράνιου σώματος και αναφέρεται συχνά ως ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα στην ανθρώπινη ιστορία.

 
Καλλιτεχνική αναπαράσταση της εξερεύνησης του Άρη, με καταφύγια και οχήματα τύπου ρόβερ, από την NASA.

Το αμερικανικό Vision for Space Exploration (VSE, Όραμα για την Εξερεύνηση του Διαστήματος) ήταν ένα σχέδιο που ανακοινώθηκε για πρώτη φορά στις 14 Ιανουαρίου 2004 από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους και τέθηκε σε εφαρμογή μέσω του προγράμματος Constellation (Αστερισμός) και είχε ως μακροπρόθεσμο στόχο να στείλει τελικά ανθρώπους αστροναύτες στον Άρη. Τελικώς όμως, την 1η Φεβρουαρίου 2010, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα πρότεινε την ακύρωση του προγράμματος το οικονομικό έτος 2011. Ωστόσο, η ιδέα της επανδρωμένης αποστολής στον Άρη συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής έρευνας, ως μέρος της ευρύτερης εξερεύνησης του Άρη.

Ένα προηγούμενο πρόγραμμα που έλαβε κάποιο σημαντικό σχεδιασμό από τη NASA περιελάμβανε μια επανδρωμένη πτήση κοντινής προσέγγισης της Αφροδίτης στην αποστολή Manned Venus Flyby (Επανδρωμένη Προσέγγιση της Αφροδίτης), για επιστημονική μελέτη της Αφροδίτης και του Ερμή από κοντινές αποστάσεις. Η εκτόξευση είχε προγραμματιστεί για τις 31 Οκτωβρίου 1973, η πλησιέστερη προσέγγιση της Αφροδίτης στις 3 Μαρτίου 1974 και η επιστροφή στη Γη την 1η Δεκεμβρίου 1974. Τελικώς όμως, το σχέδιο ακυρώθηκε όταν το Apollo Applications Program (Πρόγραμμα Εφαρμογών Απόλλων, που είχε σκοπό να χρησιμοποιηθεί το υλικό του προγράμματος Απόλλων για άλλες επιστημονικές αποστολές, εκτός από τις πτήσεις στο φεγγάρι) διακόπηκε, λόγω περικοπών στον προϋπολογισμό της NASA το 1969.

Δείτε επίσης

Επεξεργασία

Αναφορές

Επεξεργασία
  1. «Nick Greene, about.com, Outer Space». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Οκτωβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 9 Αυγούστου 2010. 
  2. Tadokoro, M. (1968). «A Study of the Local Group by Use of the Virial Theorem». Publications of the Astronomical Society of Japan 20: 230. Bibcode: 1968PASJ...20..230T. This source estimates a density of 7 × 10−29 g/cm for the Local Group. An atomic mass unit is 1.66 × 10−24 g, for roughly 40 atoms per cubic metre.
  3. Davies, P. C. W. (1977). «The physics of time asymmetry». University of California Press. p. 93. ISBN 0520032470. (Σημείωση: 1 έτος φωτός ισοδυναμεί με σχεδόν 1013 χιλιόμετρα).
  4. webciteID=618QHms8h text=100 km Altitude Boundary for Astronautics, in: fai.org astronautics
  5. Papagiannis, Michael D. (1972). «Space Physics and Space Astronomy». Taylor & Francis. pp. 12–149. ISBN 0677040008.
  6. Phillips, Tony (2009-09-29). «Cosmic Rays Hit Space Age High». NASA. http://science.nasa.gov/headlines/y2009/29sep_cosmicrays.htm Αρχειοθετήθηκε 2009-10-14 στο Wayback Machine.. Retrieved 2009-10-20.
  7. Frisch, Priscilla C.; Müller, Hans R.; Zank, Gary P.; Lopate, C. (May 6–9, 2002). «Galactic environment of the Sun and stars: interstellar and interplanetary material». in Mario Livio, I. Neill Reid, William B. Sparks. Astrophysics of life. Proceedings of the Space Telescope Science Institute Symposium. Space Telescope Science Institute symposium series, Volume 16. Baltimore, MD, USA: Cambridge University Press. pp. 21–34. ISBN 0-521-82490-7. Bibcode: 2005asli.symp...21F.
  8. «Hubble sees a cosmic caterpillar». Image Archive. ESA/Hubble. Ανακτήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 2013. 
  9. Davidson, Keay & Smoot, George. Wrinkles in Time. New York: Avon, 2008: 158-163
  10. Silk, Joseph. Big Bang. New York: Freeman, 1977: 299.
  11. Jafelice, Luiz C. and Opher, Reuven (July 1992). «The origin of intergalactic magnetic fields due to extragalactic jets». Royal Astronomical Society. http://adsabs.harvard.edu/cgi-bin/nph-bib_query?bibcode=1992MNRAS.257..135J. Retrieved 2009-06-19.

Βιβλιογραφία - πηγές

Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία