Σαπωνίτης
Ο σαπωνίτης (αγγλ. saponite) είναι ένυδρο φυλλοπυριτικό ορυκτό που περιέχει νάτριο, ασβέστιο, μαγνήσιο και σίδηρο. Οφείλει το όνομά του στην ελληνική λέξη σάπων (σαπούνι), λόγω ομοιότητας σε αφή και αίσθηση[1].
Σαπωνίτης εντός βασάλτη. Προέλευση: Πολωνία | |
Γενικά | |
---|---|
Κατηγορία | Φυλλοπυριτικά. Ομάδα μοντμοριλλονίτη |
Χημικός τύπος | (Ca0,5,Na)0,3(Mg,Fe2+)3(Si,Al)4O10(OH)2 . 4H2O |
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά | |
Πυκνότητα | 2,3 gr/cm3 |
Χρώμα | Λευκό, κιτρινόλευκο, ερυθρόλευκο, γκριζοπράσινο, άχρωμο |
Σύστημα κρυστάλλωσης | Μονοκλινές |
Κρύσταλλοι | Μικροί ψευδοεξαγωνικοί ή τραπεζοειδείς, υπό μορφή νιφάδων |
Υφή | Ινώδης, κοκκώδης, συμπαγής |
Διδυμία | Δεν αναφέρεται |
Σκληρότητα | 1,5 - 2 |
Σχισμός | Τέλειος κατά {001} |
Θραύση | Δεν θραύεται, υφίσταται πλαστική παραμόρφωση. |
Λάμψη | Αλαμπής, ελαιώδης |
Γραμμή κόνεως | Λευκή |
Πλεοχρωισμός | Χ=άχρους, κιτρινωπός έως καστανοπράσινος Υ=Ζ=άχρους, καστανοπράσινος έως σκούρος καστανός |
Διαφάνεια | Αδιαφανής, ατελώς ημιδιαφανής |
Εμφάνιση, παραγενέσεις
ΕπεξεργασίαΑποτίθεται υδροθερμικά σε μεταλλοφόρες φλέβες, ενώ εμφανίζεται και υπό μορφή εγκλείστων σε βασάλτες. Σχηματίζεται επίσης σε σχισμές ασβεστοπυριτικών ορυκτών, μεταμορφωμένων ασβεστολίθων πλούσιων σε σίδηρο, σε αμφιβολίτες και σε σερπεντινίτες.
Ορυκτά με τα οποία σχετίζεται είναι ο χλωρίτης, το ορθόκλαστο, ο δολομίτης, ο ασβεστίτης, ο χαλαζίας και ο αυτοφυής χαλκός.
Απαντάται σε πάρα πολλά σημεία του πλανήτη. Σημαντικότερες είναι οι εμφανίσεις του στην Κορνουάλλη (Αγγλία), στη Σκωτία, την Τσεχία, τη Σιλεσία (Πολωνία), τις Πολιτείες Μινεσότα, Καλιφόρνια, Αριζόνα των ΗΠΑ και στο Οντάριο του Καναδά.
Στην Ελλάδα απαντάται στη νησίδα «Πλανήτης» του όρμου Πανόρμου της νήσου Τήνου εντός βασάλτη και στα μεταλλεία Λαυρίου Καμάριζα και Πλάκα (Αδάμη Νο. 2 και Πλάκα Νο. 80).
Πηγές
ΕπεξεργασίαΔείτε επίσης
ΕπεξεργασίαΒιβλιογραφία
Επεξεργασία- James Dwight Dana, Manual of Mineralogy and Lithology, Containing the Elements of the Science of Minerals and Rocks, READ BOOKS, 2008 ISBN 1443742244
Σημειώσεις
Επεξεργασία- ↑ Όνομα αποδοθέν προ του 1915, pre-IMA, "grandfathered".