Συντεταγμένες: 40°15′43.9″N 24°14′39.8″E / 40.262194°N 24.244389°E / 40.262194; 24.244389

Η Σκήτη του Αγίου Ανδρέα είναι κοινοβιακό εξάρτημα του Αγίου Όρους υπαγόμενο στη Μονή Βατοπεδίου. Βρίσκεται βόρεια των Καρυών από τις οποίες απέχει 5 λεπτά. Θεμελιώθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και αποτελεί μεγαλοπρεπές συγκρότημα κτηρίων. Σε εξωτερική πτέρυγα της Σκήτης στεγάζεται η από του 1953 επανασυσταθείσα Αθωνιάδα Ακαδημία.[1][2]

Σκήτη Αγίου Ανδρέα
Σκήτη Αγίου Ανδρέα
Χάρτης
Είδοςμοναστήρι και γεωγραφικό αντικείμενο
Γεωγραφικές συντεταγμένες40°15′44″N 24°14′40″E
ΘρήσκευμαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Διοικητική υπαγωγήΑυτόνομη Μοναστική Πολιτεία Αγἰου Όρους
ΤοποθεσίαΧερσόνησος του Άθω
ΧώραΕλλάδα
Έναρξη κατασκευής1652
Commons page Πολυμέσα
Η σκήτη του Αγίου Ανδρέα

Στην τοποθεσία όπου βρίσκεται σήμερα η Σκήτη, υπήρχε η Μονή Ξέστου (ή Μονή Ξύστρη) έως τον 15ο αιώνα, ενώ τους επόμενους αιώνες έζησαν εκεί και έκτισαν κτίρια ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Άγιος Αθανάσιος Γ΄ Πατελάρος και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Σεραφείμ Β΄. Στο τότε κελλί, που υπήρχε στο σημείο, έζησαν από το 1777 και για 2 έτη οι Άγιοι Μακάριος Νοταράς και Νικόδημος Αγιορείτης.

Ιστορικό

Επεξεργασία

Στην τοποθεσία όπου βρίσκεται σήμερα η Σκήτη, υπήρχε η Μονή Ξέστου (ή Μονή Ξύστρη), η οποία λειτουργούσε ήδη από τον 10 αιώνα έως και τον 15ο αιώνα, οπότε και καταστράφηκε από πειρατές.

Το μονύδριο περιήλθε στη δικαιοδοσία της Μονής Βατοπεδίου πριν από τον 15ο αιώνα. Μνημονεύεται κελλί αφιερωμένο στον Άγιο Αντώνιο. Σε αυτό εγκαταστάθηκε ο παραιτηθείς Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνταντινουπόλεως Αθανάσιος Γ΄ Πατελάρος. Ο Αθανάσιος Γ΄ ανακαίνισε και το κελλί και τον υπάρχοντα σε αυτο Ναό.[1][3]

Το 1761 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Σεραφείμ Β΄ οικοδόμησε στο ίδιο σημείο εκ βάθρων νέο ευρύχωρο κελί το οποίο από τότε έλαβε την ονομασία Σεράγιον.[1]Τον νέο ναό που έκτισε τον αφιέρωσε στον Άγιο Αντώνιο αλλά και στον Άγιο Ανδρέα, καθώς ο ίδιος είχε καθιερώσει τη μνήμη του Αγίου Ανδρέα ως θρονική εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου.[4]

Στο τότε κελλί, που υπήρχε στο σημείο, έζησαν από το 1777 και για 2 έτη οι Άγιοι Μακάριος Νοταράς και Νικόδημος Αγιορείτης.[5]

Το 1842 το κελί πουλήθηκε στον Ρώσους μοναχούς Βησσαρίωνα και Βαρσανούφιο και, έκτοτε, άρχισαν οι ενέργειες για τη μετατροπή του σε κοινόβια σκήτη.

Το 1849 ανακηρύχθηκε σε σκήτη ύστερα από ρωσικές πιέσεις και παρά τις αντιρρήσεις των Βατοπαιδινών.[6]

Το 1867, επί τούτου αφιχθείς, ο μέγας δούκας Αλέξανδρος Αλεξάνδροβιτς έθεσε τον θεμέλιο λίθο, στο όνομα του Αγίου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου.[7] Ωστόσο, τα εγκαίνια του ναού έγιναν μόλις στις 16 Ιουλίου 1900, σε μεγαλόπρεπη τελετή χοροστατούντος του πατριάρχη Ιωακείμ Γ’,[ii] παρισταμένων πολλών επισήμων Ρώσων, εκπροσώπων της Αυλής, διπλωματών, πολιτικών και ανώτατων αξιωματικών.[7]

Στις αρχές του 20ού αιώνα με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη Ρωσική Επανάσταση και τη δημιουργία της ΕΣΣΔ ήταν αδύνατη η προσέλευση Ρώσων μοναχών. Το 1963 είχαν απομείνει λίγες δεκάδες υπέργηροι. Το 1971 εκοιμήθη και ο τελευταίος μοναχός.

Το 1958 μια πυρκαγιά αποτέφρωσε τη δυτική πτέρυγα της σκήτης και, έκτοτε, ανακαλύφθηκε ότι διεπράχθησαν πολλές και συνεχείς κλοπές κειμηλίων, αμφίων και σκευών. Στην πυρκαγιά χάθηκαν και πολλοί από τους 250, περίπου, κώδικες που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη της σκήτης.[7] Το 1981, ήδη, η σκήτη είχε ερημωθεί.[1]

Μετά την παρακμή της, η σκήτη επανήλθε στη δικαιοδοσία της κυριάρχου Μονής Βατοπαιδίου. Έτσι, το 1992, μετά από 20 έτη ερήμωσης, επαναλειτούργησε με συνοδεία Ελλήνων μοναχών ως βατοπαιδινή σκήτη.[8]

Η σκήτη είναι κτισμένη σύμφωνα με την αρχιτεκτονική γραμμή των αρχαιοπρεπών βυζαντινών μονών.[3] Το μοναστικό συγκρότημα είναι ογκώδες και, όταν κτίστηκε, υπερέβαινε σε αξία και μεγαλοπρέπεια όλους τους ναούς της χριστιανικής Ανατολής μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.[7] Αυτό οφείλεται κυρίως στην πληθώρα μοναχών της σκήτης, οι οποίοι, με οικονομικές και άλλες ενισχύσεις έκτισαν πολυόροφες οικοδομές.[1] Το κυριακό έχει μήκος 60 μ., πλάτος 33 μ. και ύψος 29μ., ενώ η είσοδος αποτελείται από σκέλη κωδωνοστασίου σε γοτθικό ρυθμό, ύψους 37μ., με θολοειδείς πυργίσκους εκατέρωθεν.[9] Η στέγη και οι σφαιρικοί τρούλοι καλύπτονται με ελάσματα από μόλυβδο και χαλκό με τους δεύτερους να διανθίζονται με χρυσούς αστερίσκους. Στο εσωτερικό του ναού το τέμπλο καλύπτεται από φύλλα απέφθου χρυσού.[i][3]

Ο όγκος και η τεχνοτροπία του μοναστικού ιδρύματος προκάλεσαν στους αθωνίτες μοναχούς τέτοια εντύπωση, που η σκήτη αποκαλείται ακόμη και σήμερα Σαράι[7] ή Σαράγιον,[1] αν και το συγκεκριμένο παρωνύμιο φαίνεται να έχει τις ρίζες του από τον 16ο αιώνα.

Σημειώσεις

Επεξεργασία

i. ^ Άπεφθος ονομάζεται ο χρυσός που έχει καθαρισθεί και απαλλαγεί εντελώς από ξένες ουσίες.[10]

ii. ^ Ο Ιωακείμ Γ’ βρισκόταν, τότε, υπό παραίτηση -επειδή αντέδρασε στις απαιτήσεις της τουρκικής κυβέρνησης να καταργηθούν τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία- από την πρώτη θητεία του και είχε εγκατασταθεί για μερικά χρόνια σε κελί του Αγίου Όρους.[11]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 ΠΛΜ
  2. Αγγέλου
  3. 3,0 3,1 3,2 Σχινάς
  4. Μωυσέως Μοναχού Αγιορείτου (2008). Οι Άγιοι του Αγίου Όρους. Εκδόσεις Μυγδονία. σελίδες 439–440. ISBN 9789607666727.
  5. Τάσος Γριτσόπουλος, «Το αληθινό πρόσωπο του πρώην Κορίνθου Μακάριου Νοταρά», Πελοποννησιακά, τομ. ΚΗ΄ (2005-2006), σελ. 1-8.
  6. Η Σκήτη του Αγίου Ανδρέου (Σεράι)
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 ΠΛ
  8. Η Σκήτη του Αγίου Ανδρέου (Σεράι)
  9. Κτενάς
  10. ΠΛ 3:395
  11. el.wikipedia.org/wiki/Ιωακείμ_Γ΄_Μεγαλοπρεπής
  • Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς» (ΠΛ), έκδοση 1963, τόμος 1, σ. 785
  • Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς» (ΠΛ), έκδοση 1963, τόμος 3, σ. 395
  • Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα» (ΠΛΜ), έκδοση 1981, τόμος 4, σ. 115
  • Αλκ. Αγγέλου: «Το χρονικό της Αθωνιάδας», Νέα Εστία, 74 , 1963
  • Ν. Θ. Σχινάς: «Η Αρχιτεκτονική του Αγ. Όρους», Νέα Εστία, 1963, σελ. 205-6
  • Χ. Κτενάς: «΄Απαντα τα εν Αγίω Όρει ιερά καθιδρύματα», 1935