Το σμόκιν (smoking) ή κοστούμι δείπνου (όπως είναι ευρέως έτσι γνωστό στην Ελλάδα και σε πολλές γερμανόφωνες και μη χώρες της Ευρώπης),ονομάζεται επίσης tuxedo (στις Η.Π.Α.) ή dinner jacket (στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις χώρες της Κοινοπολιτείας) είναι ένα ημι-επίσημο μαύρο κοστούμι δύο ή τριών τεμαχίων μονόπετο ή σταυρωτό που φοριέται κατα κανόνα σύμφωνα με τον ενδυματολογικό κώδικα των δυτικών κοινωνιών για επίσημες βραδινές περιστάσεις δηλαδή μετά απο τις 6 μ.μ. π.χ. σε ενα ρεβεγιόν ή ενα δείπνο. Διακρίνεται κυρίως από τα μεταξωτά πέτα του σακακιού, και από τις εξωτερικές ραφές του παντελονιού που είναι διακοσμημένες με μία μεταξωτή λωρίδα που ονομάζεται τρέσα σε αντίθεση με το παντελόνι του φράκου που κοσμείται απο μια διπλή τρέσα.

Ο Πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν κάνει πρόποση φορώντας μονόπετο σμόκιν

Πώς φοριέται Επεξεργασία

Όπως παραδοσιακά ορίζεται από τον 20ο αιώνα στον Δυτικο ενδυματολογικό κώδικα για το ημι-επίσημο βραδινό ντύσιμο black tie ή cravate noire (όπως έχει καθιερωθεί ο όρος να αναφέρεται κυρίως σε προσκλήσεις και άλλα επίσημα έγραφα), το κοστούμι είναι είτε μαύρο ή μπλε μαύρο ή λευκό (μόνο το σακάκι), φοριέται με επίσημο λευκό πουκάμισο όπου διαθέτει γαλλικές μανσέτες που δένονται με μανικετόκουμπα, μαύρο δετό παπιγιόν, μαύρο γιλέκο (αν υπάρχει), τιράντες, μαύρες κάλτσες μέχρι το γόνατο, ζωνάρι(απαραίτητο μόνο όταν φοριέται με μονόπετο σακάκι), λευκο μαντηλι, μαυρο παπουτσι λουστρινι είτε oxford είτε με σατέν φιόγκο (opera pumps).

Ιστορία Επεξεργασία

Το σημερινό σμόκιν εξελίχθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από το σακάκι καπνίσματος το οποίο υπάρχει ως και σήμερα.

Είναι κοινώς παραδεκτό πως ο διάσημος οίκος ραπτικής Henry poole & Co στο νούμερο 15 της σάβιλ ρόου, το 1865 δημιούργησε το πρώτο σμόκιν για τον τότε Πρίγκιπα της Ουαλίας.

[1][2][3]

  1. Crompton, Simon. «RICHARD ANDERSON TUXEDO: STYLE BREAKDOWN». 
  2. Flusser, Alan (2002). Dressing the Man: Mastering the art of Permanent Fashion. New York. σελ. 240-253. 
  3. Roetzel, Bernhard (2009). Gentleman ο οδηγος του ανδρικου στυλ. Βερολίνο. σελ. 322-329.