Ο Σπύρος Σγουρόγλου (23 Νοεμβρίου 1901, Σαράντα Εκκλησίες - 25 Μαρτίου 1975, Αθήνα) ήταν Έλληνας πολιτικός του 20ού αιώνα.

Βιογραφία Επεξεργασία

Ο πολιτικός γεννήθηκε στις Σαράντα Εκκλησίες της Ανατολικής Θράκης στην πρώην Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 25 Νοεμβρίου 1901 κι όχι το 1896, όπως αναγράφεται στο δημοτολόγιο, δοθέντος ότι αποφοίτησε κανονικά από το Γυμνάσιο Αδριανουπόλεως το 1919. Γονείς του ήταν η Ευλαβώ και ο Γεώργιος, φούρναρης και πρόεδρος των αρτοποιών. Ανήκε σε εύπορη οικογένεια και συμμετείχε στην μικρασιατική εκστρατεία. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Κομοτηνή και εργάστηκε στην Επιτροπή αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ). Το 1927 ως μαχητής της γραμμής των πρόσω ενεγράφη στο τελευταίο έτος στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου παρακολούθησε τα μαθήματα του τετάρτου έτους αλλά και προγενεστέρων ετών που εξετάζονταν στο πτυχίο και έλαβε πτυχίο Νομικής με λίαν καλώς το 1928. Μετά δε την άσκησή του και κατόπιν εξετάσεων διορίσθηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Ροδόπης το 1928. Το 1927 εντάχθηκε στο Λαϊκό Κόμμα. Στις εκλογές του 1935 εξελέγη βουλευτής του νομού Ροδόπης

Υπέφερε από αποφρακτική αρτηρίτιδα και βαρηκοΐα. Το 1940 νυμφεύθηκε την Τασούλα Γανιτίδου με την οποία απέκτησε τον Γιώργο, ο οποίος τελικά έγινε δικαστής εξελιχθείς μέχρι του βαθμού του Συμβούλου της Επικρατείας.

Πέθανε στις 25 Μαρτίου 1975 και ετάφη στη Κομοτηνή.

Πολιτική καριέρα Επεξεργασία

Το 1935 εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής Ροδόπης στην Ε΄Εθνοσυνέλευση με το Λαϊκό κόμμα. Κατά την περίοδο της Κατοχής αρνήθηκε πρόταση του <<υπερυπουργού>> των δύο πρώτων κατοχικών κυβερνήσεων Σωτηριου Γκοτζαμάνη να διορισθεί νομάρχης σε νομό της Δυτικής Μακεδονίας, ενώ συμμετείχε στην <<Επιτροπή Μακεδόνων και Θρακών εν Αθήναις>>, η οποία είχε ως βασικούς σκοπούς την αντίδραση στον εκβουλγαρισμό της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και την περίθαλψη των εξ αυτών προσφύγων, η οποία, κατά αρχεία του ΓΕΣ, αναγνωρίσθηκε ως αντιστασιακή οργάνωση (βλ. Αρχεία Γενικού Επιτελείου Στρατού 5 <<Κατοχή και Αντίσταση 1941-1944>> εκδ. Το Βήμα/Ιστορικά Β΄ Μέρος)

Στις εκλογές του Μαρτίου 1946 εξελέγη βουλευτής με το Λαϊκό κόμμα και συμμετείχε στις εργασίες της Δ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, της οποίας μάλιστα εκλέχθηκε Γραμματεύς του Προεδρείου. Την περίοδο του εμφυλίου παρέμεινε με την οικογένειά του στην Κομοτηνή, ενώ άλλοι χριστιανοί βουλευτές τις εγκατέστησαν για ασφάλεια στην Αθήνα, και όταν δεν κατέβαινε στην Αθήνα για ορισμένες συνεδριάσεις της Βουλής που αφορούσαν ενδιαφέροντα ζητήματα περίθαλψης των ανταρτόπληκτων πληθυσμών των χωριών περιόδευε στα χωριά του νομού φροντίζοντας για την ενίσχυση κι ανύψωση του ηθικού των χωρικών και τη δημιουργία ομάδων ασφαλείας καθώς και τον επισιτισμό τους. Παράλληλα φρόντισε για στέγαση των χωρικών που έρχονταν στην Κομοτηνή για ασφάλεια, τον επισιτισμό και την εν γένει περίθαλψή τους.

Συμμετείχε ως μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στο Παρίσι κατά την οποία ψηφίσθηκε ο χάρτης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στις εκλογές του 1950 ήταν και πάλι υποψήφιος του Λαϊκού κόμματος, το οποίο, όμως συνετρίβη. Το 1951 προσχώρησε στο Ελληνικό Συναγερμό του στρατάρχη Παπάγου, αλλά δεν εκλέχθηκε βουλευτής, ενώ στις εκλογές του 1952 δεν συμπεριελήφθη στον συνδυασμό, διότι τις δύο θέσεις χριστιανών υποψήφιων κατέλαβαν υποψήφιοι άλλων κομμάτων που είχαν προσχωρήσει στον Ελληνικό Συναγερμό, .

Ύστερα χρόνια Επεξεργασία

Υπήρξε από τους πρωτεργάτες της ιδρύσεως Ταμείου Προνοίας των δικηγόρων Ροδόπης για την παροχή εφάπαξ, του οποίου συνέταξε το καταστατικό και διετέλεσε πρώτος Πρόεδρος μέχρι την παραίτησή του από τη δικηγορία.Τον Μάιο του 1966 υπέβαλε την παραίτησή του από δικηγόρος (ο γιος του είχε διοριστεί τον Φεβρουάριο) και του απενεμήθη ο τίτλος του επίτιμου δικηγόρου. Τον Νοέμβριο του 1968 κι επειδή ο γιός του είχε διορισθεί, κατόπιν διαγωνισμού, δικαστής στα τότε Φορολογικά, νυν Διοικητικά Δικαστήρια κι είχε τοποθετηθεί στο δικαστήριο του Πειραιά, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Απεβίωσε στις 25 Μαρτίου 1975 στην Αθήνα και την επομένη κηδεύτηκε στην Κομοτηνή που τόσο είχε αγαπήσει . . . . , . . . . .