Ο Στάνλεϋ Κάσσον (αγγλ.:Stanley Casson, 1889-1944) ήταν Άγγλος πολυτάλαντος αξιωματικός, σημαντικός αρχαιολόγος, φιλέλληνας και ελληνιστής.

Στάνλεϋ Κάσσον
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση7  Μαΐου 1889
Μπρέντφορντ ή Τσίζικ
Θάνατος17  Απριλίου 1944
Watergate Bay
Χώρα πολιτογράφησηςΗνωμένο Βασίλειο
Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΑγγλικά[1]
ΣπουδέςΚολέγιο Σεντ Τζονς
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιστορικός της τέχνης[2]
αρχαιολόγος
ΕργοδότηςΒρετανική Σχολή Αθηνών
Νιου Κόλετζ
Οικογένεια
ΤέκναJennifer Casson[3]
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςαντισυνταγματάρχης
Πόλεμοι/μάχεςΒ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςConington Prize
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Βιογραφία

Επεξεργασία

Γεννήθηκε το 1889. Το 1912 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (τμήμα κλασικής αρχαιολογίας) και το επόμενο έτος διορίστηκε στη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών (Αθήνα). Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε ως αξιωματικός στη Φλάνδρα και ακολούθως στο Μακεδονικό μέτωπο, στη Θεσσαλονίκη, (1916), σε Σύνταγμα πεζικού και στη συνέχεια ανέλαβε επιτελάρχης 1918. Μετά το τέλος του πολέμου μετέβη στη Κωνσταντινούπολη και από εκεί με αποστολή στο Τουρκεστάν.

Το 1919 επανήλθε στην Ελλάδα και ανέλαβε βοηθός διευθυντής της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής μέχρι το 1921. Την περίοδο αυτή εξέδωσε τον πρώτο «κατάλογο του Μουσείου της Ακρόπολης Αθηνών».
Το 1926 δημοσίευσε στο Λονδίνο (Οξφόρδη) σπουδαία μελέτη με τίτλο «Μακεδονία, Θράκη, Ιλλυρία. Οι σχέσεις των με την Ελλάδα» που εξιστορεί τις σχέσεις από αρχαιότατους χρόνους μέχρι την εποχή του Φιλίππου γιου του Αμύντα. Τον επόμενο χρόνο (1927) δημοσιεύει επίσης σπουδαία μελέτη με τίτλο «Πραγματείαι επί της Αιγαιακής αρχαιολογίας» (Οξφόρδη). Τον ίδιο επίσης χρόνο εξελέγη και υφηγητής της κλασικής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και το 1929 Κοσμήτορας, όπου και ανέλαβε επίσημα τις αρχαιολογικές ανασκαφές του ιπποδρόμου στη Κωνσταντινούπολη.

Αργότερα συνέχισε αρχαιολογικές ανασκαφές στη Μακεδονία και Θράκη όπου και εξελέγη μέλος τόσο του γερμανικού όσο και του βουλγαρικού αρχαιολογικού ινστιτούτου. Κατά τα έτη 1933, 1934 και 1935 εξέδωσε τα εξής έργα του «Τεχνική της πρώτης ελληνικής γλυπτικής», «Η πρόοδος της αρχαιολογίας» και «Ο πιστός τυμπανιστής». Το 1937 εξέδωσε το «Πρόοδος και καταστροφή» και το περισπούδαστο σύγγραμμά του «Αρχαία Κύπρος» δια του οποίου απέδειξε περίτρανα και απερίφραστα την ελληνικότητα της Κύπρου αντικρούοντας την μέχρι τότε θεωρία ότι η κυπριακή γραφή είναι φοινικικής προέλευσης. Τον ίδιο αυτό χρόνο ο Στάνλεϋ Κάσσον τιμήθηκε από την ελληνική πολιτεία με το παράσημο του Σταυρού του Σωτήρος.

Στις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Κάσσον, με το βαθμό του συνταγματάρχη, συνέχισε αδιάλειπτα να εκδίδει και άλλα έργα. Έτσι το 1938 εξέδωσε το έργο του «Φόνος πλησίον κηδείας», και το 1939 την «Ανακάλυψη του ανθρώπου». Μετά την εμπλοκή της Ελλάδας στο πόλεμο ο Κάσσον ανέλαβε επίσημα αρχηγός της αγγλικής αποστολής στην Ελλάδα, όπου παράλληλα εξέδωσε τα έργα «Αρχαία Ελλάς», «Η Ελλάς κατά του Άξονος», «Ελλάς» και «Ελλάς και Βρεταννία» (1944) που μεταφράσθηκε αρχικά στη Κύπρο από το «Διεθνές Πρακτορείο Τύπου» και που αποτέλεσε στη συνέχεια τίτλο τραγουδιού της Σοφίας Βέμπο, που επανεκδόθηκε το 1957 (Λονδίνο).

Το 1944 υπηρετώντας ως αξιωματικός - σύνδεσμος σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα.

Παραπομπές

Επεξεργασία