Το σταυράτον υπήρξε αργυρό νόμισμα της ύστερης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Σταυράτον κοπής επί Αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου (βασ. 1391–1425).
1/8 σταυράτου του Κωνσταντίνου ΙΑ´ Παλαιολόγου, 1448-1453, από τα τελευταία βυζαντινά νομίσματα που κόπηκαν

Ιστορική αναδρομή

Επεξεργασία

Ο όρος πρωτοεμφανίζεται στα μέσα του 11ου αιώνα για μια κατηγορία χρυσών ιστάμενων που απεικόνιζαν τη μορφή του Αυτοκράτορα, κρατώντας σκήπτρο. Πιο συγκεκριμένα όμως ως "σταυράτον" είναι γνωστός ο τύπος ενός μεγαλόσχημου αργυρού νομίσματος, ο οποίος εισήχθη περί τα 1367 υπό του Αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου (βασ. 1341-1376, 1379-1391), και χρησιμοποιήθηκε μέχρι την εκπνοή της Αυτοκρατορίας[1][2]. Το όνομά του ετυμολογείται από τον σταυρό που φέρει η όψη του, πιθανότατα καθ' ομοίωση του ναπολιτάνικου Gigliato, που χρησιμοποιήθηκε και στην Προβηγκία. Μια εναλλακτική ερμηνεία του ονόματος ανάγεται στους μικρούς, αλλά διακριτούς εγχάρακτους σταυρούς, που φέρουν οι επιγραφές του νομίσματος, μια λεπτομέρεια μάλλον ασυνήθιστη στη Βυζαντινή νομισματολογία.[1][3][4]

Το σταυράτο σχεδιάστηκε με σκοπό να εκτοπίσει το καταργηθέν χρυσό υπέρπυρον, ως το υψηλότερης συναλλαγματικής αξίας νόμισμα σε κυκλοφορία. Για τον λόγο αυτό το βάρος του ήταν μεγαλύτερο από κάθε άλλο αργυρό νόμισμα, τόσο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας όσο και των υπόλοιπων σύγχρονων ευρωπαϊκών κρατών. Αρχικά ζύγιζε 8,5 γραμμάρια, αργότερα εξέπεσε στα 7,4 γρ. Αντιστοιχούσε στη μισή αξία ενός υπέρπυρου, το οποίο διατηρήθηκε ως λογιστική νομισματική μονάδα, βάσει του οποίου υπολογίζονταν οι προϋπολογισμοί, οι φόροι κλπ.[4][5][6]

Υποδιαιρέσεις του σταυράτου ήταν δύο αργυρά νομίσματα στο ½ και ⅛ της αξίας: το πρώτο ζύγιζε 4,4 γρ. (αργότερα εξέπεσε στα 3,7 γρ.) και το δεύτερο -γνωστό και ως δουκατόπουλονδουκατέλο σε ιταλόφωνες πηγές) ή άσπρο- ήταν βάρους 1,1 γρ. Η υποδιαίρεση στο ¼ δεν κόπηκε ποτέ: αντ' αυτού χρησιμοποιήθηκε το αργυρό Βενετσιάνικο δουκάτο.[6][7]

Το σταυράτον και οι υποδιαιρέσεις του φέρουν τη μορφή του Ιησού στην εμπρόσθια όψη και τη μορφή του Αυτοκράτορα στην οπίσθια όψη[4]. Οι δε επιγραφές είναι ως επί το πλείστον ομοιόμορφες, όπου αναγράφεται εντός δύο ομόκεντρων κύκλων το όνομα του Αυτοκράτορα συνοδευόμενο από τη φράση "ΔΕΣΠΟΤΙΣ Ο ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ / Θ[ΕΟ]Υ ΧΑΡΙΤΙ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΡΩΜΑΙΩΝ". Επί Ιωάννη Ε΄ τα σταυράτα φέρουν την ως άνω επιγραφή σε αντίθετη φορά, ενώ επί Μανουήλ Β΄ η ίδια επιγραφή παραφράσσεται ως εξής: "Θ[ΕΟ]Υ ΧΑΡΙΤΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ".[8]

Μέχρι το 1990, οπότε εμφανίστηκε ένας θησαυρός που περιείχε 90 νομίσματα και με την εξαίρεση δυο μισών σταυράτων, κανένα αργυρό νόμισμα από την εποχή του ύστατου Βυζαντινού Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου (βασ. 1449-1453) δεν ήταν γνωστό.[9]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Kazhdan 1991, σελ. 1946.
  2. Για μια λεπτομερή εξέταση της εισαγωγής και εξέλιξης του τύπου, πρβλ. Hendy 1985, σελίδες 542–545.
  3. Grierson 1999, σελ. 16.
  4. 4,0 4,1 4,2 Hendy 1985, σελ. 540.
  5. Kazhdan 1991, σελίδες 965, 1946.
  6. 6,0 6,1 Grierson 1999, σελίδες 16–17, 45.
  7. Kazhdan 1991, σελίδες 658, 1946; Hendy 1985, σελίδες 540–541.
  8. Hendy 1985, σελίδες 542–543.
  9. Hendy 1985, σελίδες 545–546; Grierson 1999, σελ. 17.

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία