Συνθήκη του Νεϊγύ
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η Συνθήκη του Νεϊγύ υπογράφηκε στις 27 Νοεμβρίου 1919 στην κωμόπολη Νεϊγύ-συρ-Σεν (γαλλικά: Neuilly sur Seine) μεταξύ της Βουλγαρίας και των νικητριών δυνάμεων του Α' Παγκοσμίου πολέμου, και συγκεκριμένα με τις Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ και Ιταλία ως «Προέχουσες Δυνάμεις», και με τη συμμετοχή των Βέλγιο, Κίνα, Κούβα, Ελλάδα, Χετζάζ (μεταγενέστερα Σαουδική Αραβία), Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία, Ταϋλάνδη και Τσεχοσλοβακία, ως συμμάχων και συμβαλλομένων δυνάμεων των πρώτων.
Περιεχόμενο
ΕπεξεργασίαΜε τη συνθήκη αυτή, που από τη βουλγαρική ιστοριογραφία έχει χαρακτηριστεί ως η δεύτερη εθνική καταστροφή, η Βουλγαρία υποχρεώθηκε στα ακόλουθα:
- Την παραίτησή της υπέρ των «Προεχουσών Δυνάμεων» όλων των κυριαρχικών της δικαιωμάτων επί της μεσημβρινής δυτικής Θράκης και με την υποχρέωση να αναγνωρίσει εκ των προτέρων τις μεταγενέστερες αποφάσεις των Δυνάμεων περί αυτής. (Σημειώνεται ότι η παραίτηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη μετέπειτα παραχώρηση των εδαφών αυτών στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών ένα χρόνο μετά, και τον αποκλεισμό της βουλγαρικής εξόδου στο Αιγαίο πέλαγος).
- Την επαναφορά των Ρουμανοβουλγαρικών συνόρων στη γραμμή που όριζε η Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913). Δηλαδή την εκχώρηση της Δοβρουτσάς στη Ρουμανία.
- Να αναγνωρίσει την κρατική υπόσταση της Σερβίας, στην οποία εκχώρησε την περιοχή Στρώμνιτσα μέχρι τον Δούναβη καθώς και τις περιοχές Τσάριμπροντ, Τιμόκ, Τριν και Μποσίλεγκραντ που ναι μεν ήταν μεθοριακές μικρές εδαφικές λωρίδες σε έκταση πλην όμως σημαντικές από στρατηγική άποψη.
- Να προστατεύσει τις ξένες μειονότητες που ζουν στη Βουλγαρία μεταξύ των οποίων και της ελληνικής.[1]
- Να περιορίσει το στρατό της σε 20.000 μόνο εθελοντές άνδρες, τη χωροφυλακή σε 10.000 και τους συνοριοφύλακες σε 3.000.
- Να καταβάλει πολεμική αποζημίωση στους συμμάχους ύψους 2.250.000.000 χρυσών φράγκων (περίπου 400.000.000 δολαρίων) πληρωτέων σε εξαμηνιαίες δόσεις εντός 37 ετών με τόκο 2% μέχρι το 1920 και 5% στη συνέχεια.
- Επίσης οι σύμμαχοι ανέλαβαν την υποχρέωση να εξασφαλίσουν στη Βουλγαρία την οικονομική της διέξοδο στο Αιγαίο με το άρθρο 48 της συνθήκης που άφηνε ανοικτές, για μελλοντική ρύθμιση, τις λεπτομέρειες της εφαρμογής της διάταξης αυτής.[2]
Η κατακραυγή για την ήττα και την επαίσχυντη για τους Βουλγάρους συνθήκη οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης (είχε προηγηθεί η παραίτηση του Βασιλιά Φερδινάνδου υπέρ του γιου του Μπόρις Γ') και στο ξέσπασμα κοινωνικών ταραχών.
Σημειώσεις
Επεξεργασία- ↑ Ταυτόχρονα με την κύρια συνθήκη η Βουλγαρία υπόγραψε ειδική συνθήκη με την Ελλάδα περί εθελουσίας αμοιβαίας μετανάστευσης των εκατέρωθεν μειονοτήτων εκ της οποίας και ακολούθησε εθελουσία ανταλλαγή πληθυσμών. Σημειώνεται όμως ότι η Ελλάδα συμμετείχε στον πόλεμο, στο τέλος του 1917, χωρίς όμως προηγουμένως να έχει συνάψει συμφωνία με τους Συμμάχους για τα οφέλη που θα απεκόμιζε από την πολεμική της συμβολή. Έτσι ο τότε Έλληνας Πρωθυπουργός Ε. Βενιζέλος που συμμετείχε στη υπογραφή της συνθήκης αυτής αρκέσθηκε στην ελεύθερη αυτοδιάθεση των λαών και την κύρια προβολή των ελληνικών αξιώσεων σε μελλοντική καταλληλότερη στιγμή.
- ↑ Οι ελληνικές διεκδικήσεις περιλαμβάνονταν στο από 30 Δεκεμβρίου 1918 Υπόμνημα το οποίο και εξέθεσε με μεγάλη επιδεξιότητα ο Ελευθέριος Βενιζέλος ενώπιον του «Συμβουλίου των Δέκα» στις 3 Φεβρουαρίου 1919 το οποίο και βρήκε ευμενή απήχηση με εξαίρεση του Αμερικανούς και κυρίως αντίθετούς του Ιταλούς. Γνωρίζοντας έτσι ο Βενιζέλος εκ των προτέρων τη στάση αυτών στο σημείο βοήθειας των συμμάχων προς τη Βουλγαρία για την έξοδο στο Αιγαίο λαμβάνοντας τον λόγο ζήτησε την εφαρμογή της αρχής των Εθνοτήτων της Θράκης της οποίας το δυτικό τμήμα έπρεπε να παραχωρηθεί στην Ελλάδα τονίζοντας μεταξύ άλλων: «Αναμφιβόλως τούτο θα είχε ως αναπόφευκτον συνέπειαν την απώλειαν της διεξόδου εις το Αιγαίον αλλά είμαι έτοιμος να συστήσω λύσιν προς αντιμετώπιση των οικονομικών αναγκών της Βουλγαρίας, καίτοι αυτή διαθέτει θαυμάσιους λιμένες εις την Μαύρην Θάλασσαν...» και συνέχισε «κάθε παραχώρηση κι αν εγίνετο θα ήταν ανωφελής εφόσον η Βουλγαρία δεν θα ησύχαζε μέχρις ότου αποκτήση ολόκληρον την Βαλκανικήν, αξιούσα πλήρη ηγεμονίαν εφ΄ όλης της Χερσονήσου και κατά συνέπειαν, επωφελούμενης πάσης ευκαιρίας δια να ικανοποιήση τις φιλοδοξίες της. Η Βουλγαρία αντιπροσωπεύει εις τα Βαλκάνια ότι η Πρωσσία εις την Κεντρικήν Ευρώπην, πάντοτε δε θα επιχειρή να επιβάλη τον μιλιταρισμόν της επί των Βαλκανίων, όπως επεχείρησε να πράξη η Πρωσσία εις την Δυτικήν Ευρώπην». Επίσης δεν εκπληρώθηκαν από τη Βουλγαρία άλλες προς την Ελλάδα υποχρεώσεις που αφορούσαν αποφάσεις του Ελληνοβουλγαρικού Μεικτού Διαιτητικού Δικαστηρίου των Παρισίων και του διαιτητού Γουώριν για προσγενόμενες ζημίες σε Έλληνες υπηκόους κατά το διάστημα της ουδετερότητας της Ελλάδος (11 Οκτωβρίου 1915 μέχρι 27 Ιουνίου 1917) Βέβαια εκτός της Ελλάδος και η Οθωμανική Αυτοκρατορία διεκδικούσε τη Δυτική Θράκη με την από 17 Ιουνίου 1919 έκθεση, το Υπόμνημα της οποίας υποβλήθηκε ακόμη αργότερα στο Συμβούλιο των Δέκα (περίπου 6 μήνες αργότερα από την υποβολή του ελληνικού) το οποίο και απορρίφθηκε από το Συμβούλιο στις 25 Ιουνίου 1919 περιορίζοντας έτσι τη μονομαχία διεκδίκησης μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας. Επισημαίνεται ακόμη ότι από τη Συνθήκη του Μούδρου (30 Οκτωβρίου 1918) μέχρι τη συνομολόγηση της παρούσας Συνθήκης είχαν μεσολαβήσει οι ακόλουθες κατά χρονολογική σειρά Συνθήκες: - Η Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων (Μάιος 1919) - Η μυστική Συμφωνία Βενιζέλου - Τιττόνι (29 Ιουλίου 1919) - Τα νεοτουρκικά «Εθνικά Συνέδρια» του Ερζερούμ (Ιούλιος 1919) και της Σεβαστείας (Σεπτέμβριος 1919) του Κεμάλ Ατατούρκ που αφορούσαν το νεοτουρκικό εθνικό κίνημα. Και τέλος, - Η Συνθήκη Αγίου Γερμανού αν Λάιγ, 10 Σεπτεμβρίου 1919)