Συνιδιοκτησία (ποδόσφαιρο)

Η συνιδιοκτησία είναι σύστημα στο οποίο δύο ποδοσφαιρικοί σύλλογοι κατέχουν από κοινού το συμβόλαιο ενός αθλητή, αν και ο αθλητής είναι εγγεγραμμένος για να παίξει μόνο για τον ένα σύλλογο. Δεν είναι καθολικό σύστημα, όμως χρησιμοποιείται σε ορισμένες χώρες, όπως η Αργεντινή, η Χιλή και η Ουρουγουάη. Ήταν παλαιότερα κοινή στην Ιταλία, αν και η πρακτική έχει πλέον καταργηθεί εκεί.

Αυτός ο τύπος συμφωνίας διαφέρει από την ιδιοκτησία τρίτης πλευράς, στην οποία το συμβόλαιο του αθλητή ανήκει σε μια μη ποδοσφαιρική οντότητα, όπως μια εταιρεία διαχείρισης.

Ιταλία Επεξεργασία

Οι συμφωνίες συνιδιοκτησίας ήταν κοινές στο ιταλικό ποδόσφαιρο,[1] πριν να απαγορευτούν στο τέλος της σεζόν 2014-15.[2] Η πρακτική αυτή καθιερώθηκε στο Άρθρο 102 της Ιταλικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου -Εσωτερικοί Οργανωτικοί Κανονισμοί FIGC (Norme Organizzative Interne della FIGC)- και είναι επισήμως γνωστοί ως «δικαιώματα συμμετοχής» (diritti di partecipazione).[3]

Για να οριστεί η συνιδιοκτησία, ένας αθλητής έπρεπε να υπογράψει σε μία ομάδα και να του έχουν μείνει ακόμη, τουλάχιστον, 2 χρόνια για τη λήξη του συμβολαίου του. Θεωρούταν ως κανονική μεταγραφή, εκτός από το ότι ο σύλλογος πώλησης θα διατηρούσε τα προαναφερθέντα δικαιώματα συμμετοχής, δηλαδή τα δικαιώματα του 50% της αξίας του παίκτη. Εκτός αν η συμφωνία τερματιζόταν νωρίς με κοινή συμφωνία μεταξύ όλων των εμπλεκομένων πλευρών, οι δύο σύλλογοι έπρεπε να συμφωνήσουν για το αν θα ανανεώσουν ή θα τερματίσουν τη συμφωνία στο τέλος κάθε σεζόν. Σε περίπτωση που δεν επιτύγχαναν συμφωνία μέχρι την ορισμένη προθεσμία του πρωταθλήματος, το θέμα λυνόταν μέσω μιας τυφλής δημοπρασίας. Αν οι προσφορές ήταν ίσες ή εάν κανένας από τους συλλόγους δεν υπέβαλε μία, τα πλήρη δικαιώματα του ποδοσφαιριστή πήγαιναν στο σύλλογο με το οποίο ο ποδοσφαιριστής ήταν εγγεγραμμένος (δηλ. το σύλλογο που απέκτησε τον ποδοσφαιριστή με συνιδιοκτησία και όχι το σύλλογο που είχε τα δικαιώματα συμμετοχής). Όταν ένας αθλητής ήταν κάτω από την συνιδιοκτησία δύο ομάδων, μπορούσε ακόμα να σταλεί ως δανεικός σε μια τρίτη ομάδα, υπό την προϋπόθεση ότι όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές συμφωνούσαν σε αυτή την κίνηση. Ο σύλλογος που ήταν ιδιοκτήτης των «δικαιωμάτων συμμετοχής» είχε τη δυνατότητα να τα μεταφέρει σε άλλο σύλλογο, υπό την προϋπόθεση ότι συμφωνούν όλες οι άλλες εμπλεκόμενες πλευρές.[3]

Ένα πρακτικό παράδειγμα αυτού του είδους συμφωνίας, ήταν όταν ο Βραζιλιάνος επιθετικός Αντριάνο, ο οποίος ήταν μέρος συνιδιοκτησίας από την Ίντερ και την Πάρμα. Η Πάρμα αγόρασε τον Αντριάνο για 4 εκατομμύρια £ τον Μάιο του 2002, ενώ η Ίντερ διατήρησε τα δικαιώματα συμμετοχής. Ο Αντριάνο είχε μία επιτυχημένη πορεία με την Πάρμα, με αποτέλεσμα τον Ιανουάριο του 2004, η Ίντερ να πληρώνει 13,5 εκατομμύρια £ για να εξαγοράσει το μισό μερίδιο της Πάρμα.[4]

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Parma sign Paloschi». fifa.com (FIFA). 27 Αυγούστου 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2014-11-28. https://web.archive.org/web/20141128035401/http://www.fifa.com/worldfootball/clubfootball/news/newsid=862302.html. Ανακτήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2010. 
  2. «Serie A - Italy bans co-ownership of players». Yahoo Sport. 28 Μαΐου 2014. 
  3. 3,0 3,1 «Norme Organizzative Interne della F.I.G.C.» (PDF). figc.it (στα Ιταλικά). Ιταλική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου. Art. 102 bis. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 26 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2010. 
  4. Μαρκότι, Γκαμπριέλε (5 Ιανουαρίου 2009). «End of Inter Milan love story nigh for Adriano». The Times. http://www.timesonline.co.uk/tol/sport/columnists/gabriele_marcotti/article5445881.ece. Ανακτήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2010.