Ταυτότητα φύλου, έμφυλη ταυτότητα ή ταυτότητα γένους[1] είναι η αντίληψη ενός ανθρώπου για το φύλο του (βιολογικό ή ψυχολογικό).[2] Σε όλες τις κοινωνίες υπάρχει μία φόρμα φύλων που αποτελεί βάση για τη διαμόρφωση της κοινωνικής ταυτότητας ενός ατόμου όσον αφορά στην αλληλεπίδρασή του με τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας.[3]

Τα σύμβολα των φύλων συχνά χρησιμοποιούνται για να αντιπροσωπεύσουν μία γυναίκα (αριστερά) ή έναν άνδρα (δεξιά)

Στις περισσότερες κοινωνίες, ο βασικός διαχωρισμός των έμφυλων συμπεριφορών διακρίνεται στους άνδρες και στις γυναίκες,[4] ένα δίπολο φύλων, το οποίο και ακολουθούν οι περισσότεροι, το οποίο επιβάλλει συμμόρφωση στις αντιλήψεις της αρρενωπότητας ή της θηλυκότητας σε όλες τις μορφές του φύλου: βιολογικό φύλο, ψυχολογικό φύλο, ταυτότητα φύλου και έκφραση φύλου.[5]

Σε όλες τις κοινωνίες, υπάρχουν άτομα που δεν ταυτίζονται με όλα τα χαρακτηριστικά του φύλου που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση, ορισμένα εκ τον οποίων είναι τρανς ή άτομα με ασαφή ταυτότητα φύλου. Κάποιες κοινωνίες έχουν κατηγορίες τρίτου φύλου. Ο πυρήνας της ταυτότητας του φύλου διαμορφώνεται στην ηλικία των τριών.[6][7] Μετά τα τρία, είναι τρομερά δύσκολο να αλλάξεις και οι προσπάθειες επαναπροσδιορισμού μπορεί να οδηγήσει σε δυσφορία φύλου. Αμφότεροι βιολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες φέρονται να επηρεάζουν τη μορφολογία του φύλου.

Ηλικία διαμόρφωσης Επεξεργασία

Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για το πώς και το πότε σχηματίζεται η ταυτότητα φύλου και η μελέτη του αντικειμένου είναι εξαιρετικά δύσκολη καθώς η γλωσσική έλλειψη των παιδιών προϋποθέτει από τους ερευνητές να κάνουν υποθέσεις μέσω έμμεσων στοιχείων.[8] Ο John Money υποστήριξε ότι τα παιδιά πιθανόν να έχουν επίγνωση και δίνουν σημασία στο φύλο από την ηλικία των 18 μηνών έως δύο ετών. Ο Lawrence Kohlberg υποστηρίζει την άποψη ότι η ταυτότητα φύλου δεν σχηματίζεται πριν την ηλικία των τριών.[8] Είναι ευρέως αποδεκτό ότι η βασική ταυτότητα διαμορφώνεται σταθερά στην ηλικία των τριών.[6][7][8][9] Από αυτό το σημείο, τα παιδιά είναι σε θέση να κάνουν βάσιμες δηλώσεις σχετικά με το φύλο τους[8][10] και τείνουν να διαλέγουν δραστηριότητες και παιχνίδια που υποδεικνύουν έμφυλη πόλωση (όπως ότι οι κούκλες είναι για κορίτσια και τα αυτοκίνητα για τα αγόρια) αν και δεν κατανοούν πλήρως τις επιπτώσεις του φύλου τους.[10] Μετά την ηλικία των 3, είναι εξαιρετικά δύσκολο να αλλάξει η ταυτότητα φύλου και οι προσπάθειες επαναπροσδιορισμού μπορεί να προκαλέσουν Δυσφορία φύλου.[8][11] Η σταθεροποίηση της ταυτότητας φύλου επεκτείνεται από το 4ο[12] μέχρι το 6ο έτος της ηλικίας του[8][13] και συνεχίζει μέχρι την ενηλικίωση.[12]

Οι Μάρτιν και Ράμπλ ιδεάζουν τη διαδικασία της ανάπτυξης σε τρία στάδια: (1) ως νήπια, τα παιδιά μαθαίνουν τα καθοριστικά χαρακτηριστικά, που είναι οι κοινωνικές όψεις του φύλου, (2) περί την ηλικία των 5 έως 7 ετών, η ταυτότητα παγιώνεται και γίνεται άκαμπτη, (3) είναι η κορύφωση της παγίωσης και η αρχή της ρευστότητας και οι κοινωνικά καθορισμένοι ρόλοι των φύλων χαλαρώνουν ελαφρώς.[14] Η Barbara Newmann το διαχωρίζει σε 4 σημεία: (1) η κατανόηση της ιδέας του φύλου, (2) η εκμάθηση των ρόλων και των στερεοτύπων των φύλων, (3) η συνταύτιση με τους γονείς και (4) η διαμόρφωση των προτιμήσεων του φύλου.[10]

Ποικιλομορφία φύλων Επεξεργασία

Σε κάποιες περιπτώσεις, η ταυτότητα φύλου ενός ατόμου έχει ασυνέπεια με τα χαρακτηριστικά του βιολογικού του φύλου (γεννητικά όργανα και δευτερεύοντα γενετικά χαρακτηριστικά), με αποτέλεσμα να ντύνεται ή να συμπεριφέρεται με τρόπο που κάποιοι θεωρούν ότι δεν ταιριάζει στις κοινωνικές νόρμες των φύλων. Αυτές οι εκφράσεις φύλου περιγράφονται ως τρανς ή genderqueer και τα άτομα που έχουν αυτές τις εκφράσεις ενδέχεται να υφίστανται δυσφορία φύλου.

Πολλοί άνθρωποι προσδιορίζουν τον εαυτό τους με ένα από τα δυαδικά κοινωνικά φύλα (άνδρας/γυναίκα), το οποίο προκύπτει από το βιολογικό τους φύλο (αρσενικό/θηλυκό), στην οποία περίπτωση αναφέρεται ο όρος cisgender. Πριν τον 20ο αιώνα, το φύλο ενός ανθρώπου καθοριζόταν αποκλειστικά από τα εξωτερικά γεννητικά τους όργανα, αλλά όταν τα χρωμοσώματα και τα γονίδια έγιναν γνωστά, ο καθορισμός γινόταν πλέον μέσω αυτών. Τα άτομα που εκ της ανατομίας ορίζονται ως γυναίκες, έχουν γεννητικά όργανα που θεωρούνται θηλυκά και έχουν δύο χρωμοσώματα Χ. Τα άτομα που ορίζονται ως άνδρες έχουν αρσενικά γεννητικά όργανα και έχουν ένα χρωμόσωμα Χ και ένα Υ. Ωστόσο, κάποια άτομα έχουν συνδυασμούς από αυτά τα χρωμοσώματα, ορμόνες και γεννητικά όργανα, που δεν ακολουθούν τους παραδοσιακούς ορισμούς "άνδρας" και "γυναίκα". Επιπλέον, τα γεννητικά όργανα ποικίλλουν και κάποια άτομα έχουν παραπάνω από έναν τύπο γεννητικών οργάνων. Η περίπτωση αυτή συνοψίζεται στον όρο-ομπρέλα "ίντερσεξ". Επίσης, άλλα σωματικά γνωρίσματα σχετικά με το φύλο ενός ατόμου (σωματότυπος, γένια, ψηλή ή βαθιά φωνή κτλ.) μπορεί να συμπίπτουν ή να μη συμπίπτουν με την κοινωνική κατηγορία του άνδρα ή της γυναίκας. Παραδείγματος χάρη, ένα άτομο με θηλυκά γεννητικά όργανα, με βαθιά φωνή και με γένια ίσως έχει δυσκολία να ορίσει την ταυτότητα με την οποία θα αυτοπροσδιοριστεί. Μία έρευνα αποδεικνύει ότι ένα στα 100 άτομα ίσως έχει ίντερσεξ χαρακτηριστικά. Ίντερσεξ φαινόμενα δεν παρουσιάζονται μόνο στους ανθρώπους.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. (PDF) http://www.refworld.org/cgi-bin/texis/vtx/rwmain/opendocpdf.pdf?reldoc=y&docid=4c2af9602.  Missing or empty |title= (βοήθεια)
  2. Sexual Orientation and Gender Expression in Social Work Practice, edited by Deana F. Morrow and Lori Messinger (2006, ISBN 0231501862), page 8: "Gender identity refers to an individual's personal sense of identity as masculine or feminine, or some combination thereof."
  3. V. M. Moghadam, Patriarchy and the politics of gender in modernising societies, in International Sociology, 1992: "All societies have gender systems."
  4. Carlson, Neil R.; Heth, C. Donald (2009), «Sensation», Psychology: the science of behaviour (4th έκδοση), Toronto, Canada: Pearson, σελ. 140–141, ISBN 9780205645244 
  5. Jack David Eller, Culture and Diversity in the United States (2015, ISBN 1317575784), page 137: "most Western societies, including the United States, traditionally operate with a binary notion of sex/gender"
  6. 6,0 6,1 Pamela J. Kalbfleisch, Michael J. Cody (1995). Gender, power, and communication in human relationships. Psychology Press. σελίδες 366 pages. ISBN 0805814043. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουνίου 2011. 
  7. 7,0 7,1 Ann M. Gallagher, James C. Kaufman (2005). Gender differences in mathematics: An integrative psychological approach. Cambridge University Press. ISBN 0-521-82605-5. 
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 Boles, 2013. Pages 101-102.
  9. A few authorities say it forms between ages 3-4 rather than precisely at age 3, e.g. George J. Bryjak and Michael P. Soraka, Sociology: Cultural Diversity in a Changing World (ed. Karen Hanson), Allyn & Bacon, 1997; 209-245
  10. 10,0 10,1 10,2 Newmann, Barbara. Development Through Life: A Psychosocial Approach. Cengage Learning. σελ. 243. ISBN 9781111344665. 
  11. E. Coleman, Developmental stages of the coming out process, in Journal of homosexuality, 1982: "Core gender and sex-role identities are well-formed by the age of 3 (Money & Ehrhardt, 1972). This is believed because attempts to reassign gender identity after age 3 result in further gender dysphoria."
  12. 12,0 12,1 J. A. Kleeman, The establishment of core gender identity in normal girls. I.(a) Introduction;(b) Development of the ego capacity to differentiate, in the Archives of Sexual Behavior, 1971: "Though gender identity formation continues into young adulthood and core gender identity establishment extends into the fourth year and possibly longer, core gender identity is fairly firmly formed by age 3[.]"
  13. Stein MT, Zucker KJ, Dixon SD. December, 1997. "Gender Identity", The Nurse Practitioner. Vo. 22, No. 12, P. 104
  14. Martin, C.; Ruble, D. (2004). «Children's Search for Gender Cues Cognitive Perspectives on Gender Development». Current Directions in Psychological Science 13 (2): 67–70. doi:10.1111/j.0963-7214.2004.00276.x.