Με την ονομασία Τελωνειακός Κώδικας φέρεται το σύνολο κωδικοποιημένων νόμων και διατάξεων που αφορούν θέματα τελωνισμού και εκτελωνισμού εμπορευμάτων, ελέγχου της νόμιμης διαδικασίας εισαγωγών και εξαγωγών, της δίωξης των σχετικών παραβάσεων και λαθρεμπορίου καθώς και τις αρμοδιότητες - ευθύνες των επιτετραμμένων οργάνων ελέγχου, που συγκροτούν τις τελωνειακές Αρχές της κάθε χώρας.

Ο ελληνικός Τελωνειακός Κώδικας διαμορφώθηκε το 1918 και τέθηκε σε ισχύ με τον νόμο 1165 στις 17 Μαρτίου του 1918 με τον τίτλο "Περί Τελωνειακού Κώδικος", όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια με σειρά επιμέρους νόμων και διαταγμάτων, μέρη του οποίου ισχύουν μέχρι σήμερα. Ο Νόμος - Κώδικας εκείνος περιελάμβανε 144 άρθρα σε 18 κεφάλαια στα οποία και κατατάσσονταν μεθοδικά κάθε θέμα τελωνειακής νομοθεσίας που είχε θεσπιστεί μέχρι τότε.
Αξίζει μάλιστα ν΄ αναφερθεί ότι με την έκδοση του παραπάνω νόμου, που κατάφερε και συνέταξε ο τότε διευθυντής των έμμεσων φόρων και μονοπωλίων Γ. Ν. Κοφινάς και που χαρακτηρίστηκε άθλος, καταργήθηκε ο από 19 Μαρτίου του 1843 σχετικός νόμος του Όθωνα "περί οργανισμού των τελωνείων του κράτους" που είχε συνταχθεί 75 χρόνια πριν, σε χρόνο κατά τον οποίο τόσο η ναυτιλία όσο και το εμπόριο τελούνταν σε συνθήκες πολύ διαφορετικές, τα δε όρια του κράτους είχαν ήδη αλλάξει, όπως επίσης οι λιμένες αλλά και γενικότερα οι συγκοινωνίες. Μαζί δε με εκείνο καταργήθηκε και η όλη στο μεταξύ πανσπερμία διατάξεων που είχαν εκδοθεί μετά από κάθε διαφοροποίηση και που συνέβαινε να ήταν και διαφορετικές από τόπο σε τόπο και κατ΄ αντικείμενο με συνέπεια ακόμα και η παρακολούθησή τους να ήταν από πολύ δυσχερής μέχρι αδύνατη.

Τελευταία διοικητική κωδικοποίηση ελληνικών τελωνειακών διατάξεων έγινε το 1968. Από το 1992, όπου τέθηκε σε ισχύ ο Κανονισμός της ΕΟΚ 2913/1992, γνωστότερος ως Κοινοτικός Τελωνειακός Κώδικας, όπου και ακολούθησε "τελωνειακή σύνδεση", παλαιότεροι θεσμοί που ίσχυαν άλλοι καταργήθηκαν ενώ οι περισσότεροι εκσυγχρονίστηκαν, διατηρούμενοι κυρίως για το εμπόριο με χώρες και τόπους εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.