Ως τοξικά βαρέα μέταλλα εννοούνται εκείνα τα οποία σε μορφή ιόντων είναι τοξικά για τους ζωντανούς οργανισμούς. Η τοξικότητα που προκαλείται από τη λήψη βαρέων μετάλλων από το στόμα, από την εισπνοή ή από απορρόφηση -ειδικότερα του μολύβδου ή του υδραργύρου- αναφέρεται ως δηλητηρίαση από βαρέα μέταλλα. Τα συμπτώματα καθορίζονται από τον τύπο και τη διάρκεια της έκθεσης και είναι δυνατόν να εκδηλώνονται με τη μορφή δερματικών, πνευμονικών, νευρολογικών ή γαστρεντερικών διαταραχών[1].

Συνοπτικά

Επεξεργασία

Τοξικό βαρύ μέταλλο είναι οποιοδήποτε σχετικά πυκνό μέταλλο ή μεταλλοειδές που σημειώνεται για την πιθανή τοξικότητα του, ιδιαίτερα σε περιβαλλοντικά πλαίσια[2]. Ο όρος έχει ιδιαίτερη εφαρμογή στο κάδμιο, τον υδράργυρο, τον μόλυβδο και το αρσενικό[3], τα οποία εμφανίζονται στην κατάλογο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, για τα 10 χημικά που εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία[4]. Άλλα παραδείγματα περιλαμβάνουν το μαγγάνιο, το χρώμιο, το κοβάλτιο, το νικέλιο, τον χαλκό, τον ψευδάργυρο, το σελήνιο, το αντιμόνιο και το θάλλιο.

Τα τοξικά βαρέα μέταλλα βρίσκονται φυσικά στη γη και συγκεντρώνονται ως αποτέλεσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Εισβάλλουν στους ιστούς των φυτών, των ζώων και των ανθρώπων μέσω της εισπνοής, της διατροφής και της χειρωνακτικής διακίνηση φορτίων. Κατόπιν συνδέονται και παρεμβαίνουν στη λειτουργία των ζωτικών κυτταρικών συστατικών. Οι τοξικές επιπτώσεις του αρσενικού, του υδραργύρου και του μολύβδου ήταν γνωστές στους αρχαίους, αλλά οι μεθοδικές μελέτες της τοξικότητας ορισμένων βαρέων μετάλλων χρονολογούνται στο 1868. Στους ανθρώπους, δηλητηρίαση από βαρέα μέταλλα είναι συνήθως αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση χηλικών παραγόντων[5]. Ορισμένα από αυτά που θεωρούνται τοξικά βαρέα μέταλλα είναι απαραίτητα, σε μορφή ιχνοστοιχείων, για την ανθρώπινη υγεία.

Παραπομπές σημειώσεις

Επεξεργασία
  1. «Ιατρικό Λεξικό - Δηλητηρίαση από βαρέα μέταλλα». ΙατροNet. Ανακτήθηκε στις 3 Αυγούστου 2015. 
  2. Srivastava, S· Goyal, P (2010). Novel Biomaterials: Decontamination of Toxic Metals from Wastewater. Springer-Verlag. σελ. 2. ISBN 978-3-642-11329-1. 
  3. Brathwaite RL, Rabone SDC (1985). «Heavy Metal Sulphide Deposits and Geochemical Surveys for Heavy Metals in New Zealand». Journal of the Royal Society of New Zealand 15 (4): 363–370. doi:10.1080/03036758.1985.10421713. http://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/03036758.1985.10421713. 
  4. «Ten Chemicals of Major Public Health Concern». World Health Organisation. 2015. 
  5. Θεραπεία χηλίωσης (chelation therapy): Συντηρητική θεραπεία κατά την οποία χορηγούνται ποσότητες ελεύθερου EDTA (Αιθυλενοδιαμινοτετραοξικό οξύ (EDTA) και άλατά του με στόχο την απομάκρυνση αποθέσεων ασβεστίου από τις αρτηρίες και τοξικών μεταλλοϊόντων που τείνουν να συσσωρεύονται στον οργανισμό προκαλώντας ποικιλία προβλημάτων. Βλ. Η χημική ένωση του μήνα στο Χημικό ΤΜήμα του Π.Α. Αρχειοθετήθηκε 2015-07-05 στο Wayback Machine.

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία