Το κάλεσμα της άγριας φύσης

μυθιστόρημα του Τζακ Λόντον

Το κάλεσμα της άγριας φύσης (πρωτότυπος τίτλος: The Call of the Wild ) είναι μυθιστόρημα του Τζακ Λόντον που εκδόθηκε το 1903 και διαδραματίζεται στο Γιούκον του Καναδά, κατά τη μαζική εισροή χρυσοθήρων στο Κλόνταϊκ τη δεκαετία του 1890, όταν τα δυνατά σκυλιά που έσερναν έλκηθρα ήταν περιζήτητα.[3]

Το κάλεσμα της άγριας φύσης
Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης
ΣυγγραφέαςΤζακ Λόντον
ΕικονογράφοςPhilip Russell Goodwin
Charles Livingston Bull
ΤίτλοςThe Call of the Wild
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1903
Ημερομηνία δημοσίευσης1903
Μορφήμυθιστόρημα
Θέμασκύλος έλκηθρου
mushing
Klondike Gold Rush
Γιούκον
ΤόποςΚαναδάς
Γιούκον
Αλάσκα
Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
Klondike River[1]
LC ClassOL14942956W[2]
LΤ ID21623
BL Class491072
Πρώτη έκδοσηMacmillan Inc.
ΕπόμενοΚαλιφόρνια
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος είναι ένας σκύλος με το όνομα Μπακ. Η ιστορία ξεκινά σε ένα ράντσο στην κοιλάδα Σάντα Κλάρα της Καλιφόρνιας, όταν ο Μπακ πωλείται ως σκύλος έλκηθρου στην Αλάσκα. Γίνεται σταδιακά όλο και πιο άγριος στο σκληρό περιβάλλον, όπου αναγκάζεται να παλέψει για να επιβιώσει και να κυριαρχήσει σε άλλα σκυλιά. Στο τέλος, επιστρέφει στα φυσικά του αρχέγονα ένστικτα και αναδεικνύεται ηγέτης στην άγρια ​​φύση.[4]

Ο Τζακ Λόντον έζησε σχεδόν ένα χρόνο στο Γιούκον και οι παρατηρήσεις του αποτελούν μεγάλο μέρος του υλικού για το βιβλίο. Η ιστορία δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο The Saturday Evening Post το καλοκαίρι του 1903 και αργότερα το ίδιο έτος εκδόθηκε σε βιβλίο. Η μεγάλη δημοτικότητα και η επιτυχία του έργου εδραίωσαν τη φήμη του Λόντον. Ήδη από το 1923, η ιστορία διασκευάστηκε για τον κινηματογράφο και έκτοτε έχουν γίνει πολλές κινηματογραφικές διασκευές.[5]

Υπόθεση Επεξεργασία

 
Η ιστορία δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες το 1903

Η ιστορία αρχίζει το 1897 με τον Μπακ, έναν επιβλητικό σκύλο, διασταύρωση ποιμενικού με Αγίου Βερνάρδου, που ζει ανέμελα στην κοιλάδα Σάντα Κλάρα της Καλιφόρνιας ως το χαϊδεμένο κατοικίδιο του δικαστή Μίλλερ και της οικογένειάς του. Ένα βράδυ, ο βοηθός κηπουρού Μανουέλ, που χρειάζεται χρήματα για να ξεπληρώσει χρέη χαρτοπαιξίας, κλέβει τον Μπακ και τον πουλά σε έναν άγνωστο. Ο Μπακ αποστέλλεται με τρένο στο Σιάτλ, όπου κλεισμένος σε ένα κλουβί, λιμοκτονεί και υφίσταται τρομερή κακομεταχείριση. Όταν έφτασαν, ο Μπακ παραδίδεται σε έναν δαμαστή σκύλων, τον «άνθρωπο με το κόκκινο πουλόβερ» που διδάσκει στον Μπακ «ποια είναι η θέση του», χτυπώντας τον αλύπητα. Ο άντρας δείχνει κάποια καλοσύνη όταν ο Μπακ υποτάχθηκε.[6]

Λίγο αργότερα, ο Μπακ πωλείται σε δύο Γαλλοκαναδούς ταχυδρόμους της καναδικής κυβέρνησης, τον Φρανσουά και τον Περρώ, οι οποίοι τον μεταφέρουν στην Αλάσκα. Ο Μπακ εκπαιδεύεται ως σκύλος έλκηθρου για την περιοχή Κλόνταϊκ του Καναδά. Εκτός από τον Μπακ, προσθέτουν δέκα ακόμη σκυλιά στην ομάδα τους. Ο Μπακ μαθαίνει πώς να επιβιώνει τις κρύες νύχτες του χειμώνα και πώς να σέρνει το έλκυθρο. Τις επόμενες εβδομάδες στο δρόμο, αναπτύσσεται σκληρός ανταγωνισμός ανάμεσα στον Μπακ και τον αρχηγό σκύλο, τον Σπιτς, ένα μοχθηρό και επιθετικό λευκό χάσκυ. Ο Μπακ τελικά σκοτώνει τον Σπιτς σε μάχη και γίνεται ο νέος αρχηγός της ομάδας. Έχοντας να επιβληθεί στα άλλα σκυλιά, μαθαίνει ακόμη και να κλέβει κρέας καθώς και να παλεύει για να επιβιώσει.[7]

 
Ο Μπακ «εκπαιδεύεται»

Στη συνέχεια αλλάζει συχνά ιδιοκτήτες, πάντα σέρνοντας έλκηθρο. Τα σκυλιά πρέπει να κάνουν μεγάλα, κουραστικά ταξίδια, μεταφέροντας βαριά φορτία στις περιοχές εξόρυξης. Καθώς τρέχει στα μονοπάτια, ο Μπακ φαίνεται να έχει αναμνήσεις από έναν πρόγονο του σκύλου που έχει σύντροφο έναν «τριχωτό άνθρωπο» με κοντά πόδια. Εν τω μεταξύ, τα κουρασμένα ζώα γίνονται αδύναμα, όταν αρρωσταίνουν τα σκοτώνουν.[8]

Σε μια διαδρομή, οι νέοι ιδιοκτήτες του είναι μια ομάδα τριών χρυσοθήρων που είναι εντελώς άπειροι. Συναντούν τον έμπειρο χρυσοθήρα Τζον Θόρντον, ο οποίος παρατηρεί την κακή, εξασθενημένη κατάσταση των σκύλων. Οι τρεις αγνοούν τις προειδοποιήσεις του Θόρντον για το πέρασμα του παγωμένου ποταμού και πιέζουν τα σκυλιά να προχωρήσουν. Εξαντλημένος, πεινασμένος και διαισθανόμενος τον κίνδυνο που βρίσκεται μπροστά, ο Μπακ αρνείται να συνεχίσει. Όταν ο Θόρντον βλέπει έναν από αυτούς να τον μαστιγώνει αλύπητα, τον χτυπά και ελευθερώνει τον Μπακ. Η ομάδα προχωρά με τα τέσσερα εναπομείναντα σκυλιά, αλλά το βάρος τους κάνει τον πάγο να σπάσει και τα σκυλιά και οι άνθρωποι (μαζί με το έλκηθρο) πέφτουν στο ποτάμι και πνίγονται.

Ο Θόρντον φροντίζει τον Μπακ να αναρρώσει και αναπτύσσεται αμοιβαία αγάπη μεταξύ τους. Ο Μπακ σώζει δύο φορές από θάνατο το νέο αφεντικό του και η φήμη του εξαπλώνεται σε όλο τον Βορρά. Ο Θόρντον από την πλευρά του αρνείται να τον πουλήσει όταν του προσφέρουν ένα τεράστιο ποσό.

 
Ταχυδρομική μεταφορά στην Αλάσκα το 1902

Ο Θόρντον συνεχίζει να ψάχνει για χρυσό με δύο συνεργάτες του, οδηγώντας τον Μπακ και έξι άλλα σκυλιά για να ψάξουν για μια θρυλική χαμένη τοποθεσία. Στο μέρος που κατασκήνωσαν, ενώ ο Θόρντον και οι δύο φίλοι του ψάχνουν για χρυσό, ο Μπακ ακούει το κάλεσμα της άγριας φύσης, εξερευνά την ερημιά και συναντά συχνά έναν άγριο λύκο από μια τοπική αγέλη. Ωστόσο, ο Μπακ δεν ενώνεται με την αγέλη και πάντα επιστρέφει στον Θόρντον. Επανειλημμένα πηγαινοέρχεται μεταξύ του Θόρντον και της άγριας φύσης, αβέβαιος για το πού ανήκει. Επιστρέφοντας στη σκηνή μια μέρα, ανακαλύπτει ότι ο Θόρντον, οι φίλοι του και τα σκυλιά τους έχουν δολοφονηθεί από Ιθαγενείς Τζηχάτς. Έξαλλος, ο Μπακ σκοτώνει αρκετούς για να εκδικηθεί τον Θόρντον και μετά συνειδητοποιεί ότι δεν έχει πλέον δεσμούς με τους ανθρώπους. Φεύγει αναζητώντας τον άγριο αδερφό του και τον ακολουθεί στην αγέλη, της οποίας γίνεται αρχηγός.[9]

Ο θρύλος του Μπακ διαδόθηκε μεταξύ των ιθαγενών Αμερικανών ως ο «λύκος-φάντασμα» της Βόρειας χώρας (Αλάσκα και βορειοδυτικός Καναδάς). Όλο τον χρόνο, οδηγώντας την αγέλη των λύκων, ο Μπακ εκδικείται τους Τζηχάτς επιτιθέμενος στις εγκαταστάσεις τους. Και κάθε χρόνο, την ημέρα του θανάτου του Θόρντον, ο Μπακ επιστρέφει στον τόπο, ουρλιάζει και γαυγίζει παραπονεμένα με τις ώρες, θρηνώντας τον θάνατό του.[10]

Σχόλια Επεξεργασία

 
Χρυσοθήρες μεταφέρουν εξοπλισμό για να φτάσουν στο Κλόνταϊκ
  • Το 1897, σε ηλικία 21 ετών ο Τζακ Λόντον έφυγε για το Κλόνταϊκ σε αναζήτηση χρυσού. Για να φτάσουν στα χρυσωρυχεία, αυτός και η ομάδα του, μετέφεραν τον εξοπλισμό τους πάνω από δύσκολα περάσματα, κουβαλώντας συχνά φορτία από 100 λίβρες (45 κιλά) στην πλάτη τους. Έμεινε σχεδόν ένα χρόνο στην περιοχή, ζώντας προσωρινά στην πόλη Ντώσον του Γιούκον, μια πόλη με 30.000 ανθρακωρύχους, ένα σαλούν και έναν δρόμο με οίκους ανοχής, πριν εγκατασταθεί σε μια κοντινή χειμερινή κατασκήνωση, όπου πέρασε τον χειμώνα σε προσωρινό καταφύγιο διαβάζοντας βιβλία που είχε φέρει μαζί του: Η καταγωγή των ειδών του Κάρολου Δαρβίνου και Χαμένος Παράδεισος του Τζον Μίλτον. Προσβλήθηκε από σκορβούτο και έφυγε διασχίζοντας πάλι τμήματα της άγριας περιοχής. Στη συνέχεια άρχισε να γράφει, αντλώντας έμπνευση από την εμπειρία του στον Καναδικό Βορρά. [11]
  • Τρία χρόνια μετά Το κάλεσμα της άγριας φύσης, το 1906, ο Λόντον έγραψε τον Ασπροδόντη, ένα μυθιστόρημα παρόμοιου ύφους και θέματος, αν και αυτή τη φορά αφορούσε έναν λύκο που εξημερώθηκε στο Σαν Φρανσίσκο.

Μεταφράσεις στα ελληνικά Επεξεργασία

  • Το κάλεσμα της άγριας φύσης, μετάφραση: Θ. Δ. Φραγκόπουλος, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, 1983
  • Το κάλεσμα της άγριας φύσης, μετάφραση: Πόλυ Μοσχοπούλου, εκδόσεις Αναστασιάδης, 1997
  • Το κάλεσμα της άγριας φύσης, μετάφραση: Τάκης Μενδράκος, εκδόσεις Πατάκης, 2018 [12]
  • Το κάλεσμα της άγριας φύσης, μετάφραση: Αγγελική Σκούρα-Κοσμίδου, εκδόσεις Καρακώτσογλου, 2018

Παραπομπές Επεξεργασία