Υποθήκη είναι η γραπτή μεταβίβαση ενός τίτλου ιδιοκτησίας, για την εξασφάλιση πληρωμής χρέους ή για την εκπλήρωση υποχρέωσης. Κατά το Αγγλοσαξωνικό δίκαιο, υποθήκη μπορεί να εγγράφεται και σε κινητά πράγματα. Διακρίνεται από το βάρος (lien, αλλιώς λεγόμενο και δικαίωμα παρακράτησης) κατά το ότι ο ενυπόθηκος δανειστής αποκτά τίτλο κυριότητας πάνω στο ενυπόθηκο και όχι απλό δικαίωμα πάνω σ'αυτό. Επίσης, διαφέρει από το ενέχυρο (pledge) επειδή τα προς ενεχυρίαση αντικείμενα παραδίδονται στον δανειστή και επιστρέφονται στον δανειζόμενο μετά την αποπληρωμή του δανείου. Ενώ το ενυπόθηκο δεν περιέχεται στην κατοχή του δανειστή, αλλά παραμένει στην κατοχή και χρήση του δανειζόμενου.


Στην ελληνική έννομη τάξη, η Υποθήκη, δηλαδή το εμπράγματο αυτό δικαίωμα σε ξένο ακίνητο, συστήνεται για την εξασφάλιση απαίτησης με την προνομιακή ικανοποίηση του δανειστή από το πράγμα και συναντάται κυρίως στο πλαίσιο λήψης δανείων από Πιστωτικά Ιδρύματα.

Σύμφωνα με το άρθρο 1263 του Α.Κ.[1] τίτλο για την απόκτηση υποθήκης παρέχουν, εφόσον επιδικάζουν χρηματική ή άλλη αποτιμητή σε χρήμα παροχή, οι τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών, ποινικών και διοικητικών ή άλλων ειδικών δικαστηρίων καθώς και οι εκτελεστές αποφάσεις διαιτητών ή αλλοδαπών δικαστηρίων.

Σύμφωνα με το άρθρο 1269 του Α.Κ.[2] η εγγραφή της υποθήκης γίνεται πάντοτε για ορισμένη χρηματική ποσότητα. Αν στον τίτλο δεν περιέχεται ορισμένη ποσότητα, αυτός που ζητεί την εγγραφή πρέπει να την ορίσει κατά προσέγγιση. Ο οφειλέτης όμως έχει δικαίωμα να απαιτήσει τη μείωση του ποσού στο μέτρο που αρμόζει.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Άρθρο 1263 του Αστικού Κώδικα
  2. Άρθρο 1269 του Αστικού Κώδικα
  • Ι. Χρυσοβιτσιώτη, Ι. Σταυρακοπούλου, Λεξικόν Αγγλοελληνικόν, Ελληνοαγγλικόν Εμπορικών, Τραπεζικών και Οικονομικών 'Ορων, Αθήνα 1993. Υποθήκη