Γενικά ο όρος υπολειμματική αξία (Υα), διεθνώς Rv (residual value) χαρακτηρίζει το υπόλοιπο της αξίας ενός αγαθού. Ουσιαστικά πρόκειται για απομείωση της αρχικής αξίας στο πέρασμα του χρόνου που μπορεί να οφείλεται σε διάφορα είδη φθοράς π.χ. χρήσης, ή κατοχής, και που μπορεί να είναι φυσικά ή έκτακτα.

Η υπολειμματική αξία είναι οικονομική έννοια, στη πλειονότητα, προβλέψιμη σε βάθος χρόνου, εφόσον αποκλεισθεί περίπτωση κάποιας καταστροφής (πυρκαγιάς, πλημμύρας, σεισμού κ.λπ.). Για παράδειγμα μια επιχείρηση αγοράζει ένα τυπογραφικό μηχάνημα όφσετ το οποίο και θέτει σε λειτουργία. Μία εβδομάδα αργότερα η αξία αυτού έχει μειωθεί από εκείνη της κτήσης, η οποία μείωση θα είναι πολύ μεγαλύτερη μετά από τρία χρόνια κτήσης. Η τρέχουσα αξία εν προκειμένω του συγκεκριμένου μηχανήματος κάθε φορά λέγεται υπολειμματική αξία που εκδηλώνεται με εκπτωτική τιμή.

Μια ειδικότερη περίπτωση στη πράξη όπως σε περιπτώσεις επινοικίασης η υπολειμματική αξία υπολογίζεται στις λεγόμενες κλειστές συμβάσεις ή ανοικτά συμβόλαια με υπολογισμό ή όχι της 24ωρης λειτουργίας ή χιλιομετρικής κίνησης. Σημειώνεται ότι η υπολειμματική αξία εξετάζεται διαφορετικά από την λογιστική απόσβεση, που βασίζεται στην προβλεπόμενη διάρκεια ζωής - χρήσης, λαμβάνοντας υπόψη διάφορους παράγοντες - συντελεστές, απ΄ ότι στην οικονομική απόσβεση που μπορεί ν΄ αφορά και επένδυση "εναλλακτικής ευκαιρίας", όπως π.χ. ένα υπερήλικο πλοίο κατά μία εσωτερική νομοθεσία δεν τυγχάνει ομοίως σε ξένες νομοθεσίες. Όπως όμως και να έχει, αυτή υπολογίζεται πάντα επί της αρχικής τιμής κτήσης επί υπολειμματικού εκατοστιαίου ποσοστού, στην πλειονότητα αυθαίρετα, ανάλογα των υφισταμένων αναγκών.

Πηγές Επεξεργασία

  • UNESCO "Λεξικό Κοινωνικών Όρων" (Ελληνική Έκδοση) 3 τόμοι, Εκδ. Ελληνική Παιδεία Αθήναι 1972, τομ.1ος, σελ.63.