Η κλασική διατύπωση της φιλελεύθερης αρχής είναι πως «ό,τι δεν απαγορεύεται επιτρέπεται»[1] και παρά τη γενικότητα της διατύπωσης έχει συγκεκριμένη νομική έννοια η οποία αφορά τα ατομικά δικαιώματα. Σημαίνει ότι ισχύει πλήρης κατοχύρωση της ελευθερίας και των δικαιωμάτων εκτός αν υπάρχει ρητός περιορισμός τους από τον νόμο και τη νομολογία. Η αρχή αυτή προέρχεται από το αγγλικό δίκαιο, στο οποίο τα ατομικά δικαιώματα προσδιορίστηκαν και εφαρμόστηκαν από τα δικαστήρια (common law) κατά τη διάρκεια μακράς ιστορικής εξέλιξης.

Η φιλελεύθερη αρχή συνδέεται με την αρχή του κράτους δικαίου κατά τον εξής τρόπο: Κράτος δικαίου μπορούμε να πούμε απλουστευτικά ή σχηματικά ότι σημαίνει σταθερότητα νομικών κανόνων. Δηλαδή να μη μπορεί ούτε ο νομοθέτης, ούτε η κυβέρνηση, ούτε ο δικαστής να εισάγουν "εύκολα" εξαιρέσεις στους υπάρχοντες νόμους και κυριότερα εξαιρέσεις στα συνταγματικά ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες. Η φιλελεύθερη αρχή - in dubio pro libertate - σημαίνει ότι όταν υπάρχει αμφιβολία κατά κανόνα υπερισχύει η ελευθερία, δηλαδή το σύνταγμα. Φυσικά πάντα το σύνταγμα υπερισχύει του απλού νόμου, αλλά συζητάμε εδώ για περιπτώσεις που είναι αμφιλεγόμενες νομικά και π.χ. κρίνεται τυχόν αντί-συνταγματικότητα ή όχι κάποιου νόμου. Τότε, σύμφωνα με τη φιλελεύθερη αρχή, τυχόν νέοι νόμοι που εισάγουν περιορισμούς στις ατομικές ελευθερίες τείνουν να είναι αντισυνταγματικοί. Η αντίρροπη αρχή - in dubio pro legislatore (όταν σε αμφιβολία υπερισχύει ο νομοθέτης) - τείνει να ενδυναμώνει τον κοινό νομοθέτη (ας πούμε την απλή πλειοψηφία) και να απο-δυναμώνει το σύνταγμα. Έχει την έννοια ότι τουλάχιστον σε δημοκρατικά καθεστώτα ο νομοθέτης (η βουλή) εκφράζει τη λαϊκή βούληση και επομένως «γιατί να περιορίζεται η λαϊκή βούληση από το σύνταγμα;». Μια απάντηση είναι ότι η αυξημένη συντακτική πλειοψηφία εκφράζει τη συνολική συναίνεση μεγαλύτερου φάσματος της κοινωνίας από την απλή πλειοψηφία και άρα είναι πιο "δημοκρατικό" να υπερισχύει το σύνταγμα.

Για την ελληνική συνταγματική θεωρία ο όρος «φιλελεύθερο» χρησιμοποιείται κατά αντίστροφο τρόπο, δηλαδή δεν έχει πρώτα νομική αλλά πολιτική σημασία. Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη και σαφής διατύπωση της «φιλελεύθερης αρχής».[2] Φιλελεύθερη θεωρείται γενικά η «πλουραλιστική» αντίληψη, η οποία στηρίζεται στη νοοτροπία των «ανασχέσεων και εξισορροπήσεων» μεταξύ των πολιτικών, κοινωνικών και ταξικών ανταγωνισμών και αντιθέσεων. Αντιπαραβάλλεται στην «μονολιθική» αντίληψη του κράτους ή της πολιτείας, στην οποία οι κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις δεν διαθέτουν κάποιο τρόπο να εκφραστούν θεσμικά.[3]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Π. Φουντεδάκη, Συνταγματικό Δίκαιο ΙΙ Αρχειοθετήθηκε 2012-06-09 στο Wayback Machine., Πανεπιστημιακές παραδόσεις, 2011.
  2. Η φιλελεύθερη αρχή (in dubio pro libertate) όπως επίσης και η αντίθετη της in dubio pro lege θεωρείται ότι καταλήγουν σε αντιφάσεις και δεν χρησιμοποιούνται. Δες Φ. Σπυρόπουλος, In dubio pro libertate[νεκρός σύνδεσμος], 06/07/2011.
  3. Αντώνης Μανιτάκης, Η διάκριση των εξουσιών ως οργανωτική βάση του κράτους ή ως πολιτική αρχή Αρχειοθετήθηκε 2012-04-24 στο Wayback Machine., 16/04/2011.