Ο Φιλόξενος (4ος αιώνας π.Χ.) ήταν Μακεδόνας αξιωματικός ο οποίος είχε επιφορτιστεί με το καθήκον της συλλογής φόρων από τις επαρχίες βορείως της οροσειράς του Ταύρου (σύγχρονη νοτιοανατολική Τουρκία), μετά την επιστροφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου από την Αίγυπτο το 331 π.Χ..[1][2] Φαίνεται όμως πως δεν είχε την ιδιότητα αυτή μόνιμα, καθώς σύντομα αργότερα εμφανίζεται να έχει σταλθεί από τον Αλέξανδρο από τη μάχη των Γαυγαμήλων προς τα Σούσα και τους θησαυρούς των Περσών που είχαν συγκεντρωθεί εκεί, τους οποίους βρήκε και κατέλαβε χωρίς να συναντήσει αντίσταση.[3]

Φιλόξενος
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση4ος αιώνας π.Χ.
Θάνατος4ος αιώνας π.Χ.
Χώρα πολιτογράφησηςΜακεδονία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμασατράπης

Μετά από τα παραπάνω φαίνεται πως τοποθετήθηκε κάπου στη Μικρά Ασία[4] χωρίς να συμβεί κάτι το ιδιαίτερο μέχρι το 323 π.Χ., οπότε και διατάχθηκε να φέρει στρατιωτικές ενισχύσεις από την Καρία στην Βαβυλώνα, και έφτασε λίγο πριν τον θάνατο του Αλέξανδρου.[5] Κατά την αναδιανομή των περιοχών της αυτοκρατορίας που ακολούθησε με τη Συμφωνία της Βαβυλώνας, δεν γίνεται αναφορά στο όνομα του Φιλόξενου, αλλά δύο χρόνια αργότερα το 321 π.Χ. ο αντιβασιλέας πλέον Περδίκκας τον διόρισε σατράπη της Κιλικίας αντικαθιστώντας τον Φιλώτα που βρισκόταν ήδη εκεί. Μετά τον θάνατο και του Περδίκκα λίγο αργότερα το ίδιο έτος κατά την εκστρατεία του εναντίον του Πτολεμαίου, ακολούθησε η Συμφωνία του Τριπαράδεισου κατά την οποία κατάφερε και διατήρησε την σατραπεία της Κιλικίας,[6] οπότε και αυτή είναι η τελευταία φορά που γίνεται αναφορά του ονόματος του.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Smith, William (editor); Dictionary of Greek and Roman Biography and Mythology, «Philoxenus Αρχειοθετήθηκε 2005-12-17 στο Wayback Machine.», Boston, (1867)
  2. Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβαση, iii. 6
  3. Ιβίντ., iii. 16
  4. Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, «Αλέξανδρος», 22 / Παυσανίας, Περιγραφή της Ελλάδος, Β. 33
  5. Αρριανός, Η. 23, 24
  6. Ιουστίνος, Επιτομή του Πομπήιου Τρογού, Θ΄. 6 / Φώτιος, Βιβλιοθήκη, κωδ. 92 / Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη, Σ΄. 39