Φτωχός άγιος

διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Ο Φτωχός άγιος είναι διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1891 στο περιοδικό Εστία.[1] Το διήγημα, όπως και όλα τα έργα του, εκδόθηκε σε βιβλίο, μετά το θάνατο του συγγραφέα, το 1912 από τις εκδόσεις Γ. Φέξη, στην συλλογή διηγημάτων του, «Η νοσταλγός». [2]

Φτωχός άγιος
Εικονογράφηση, πίνακας του Κων. Κουτούμπα
ΣυγγραφέαςΑλέξανδρος Παπαδιαμάντης
ΤίτλοςΦτωχὸς Ἅγιος
ΥπότιτλοςΝησιωτική παράδοσις
Ημερομηνία δημοσίευσης1891
ΘέμαΚάστρο της Σκιάθου
λαογραφία
Πρώτη έκδοσηΕκδοτικός οίκος Γ. Φέξη
ΠροηγούμενοΗ Μαυρομαντηλού
ΕπόμενοΠάσχα Ρωμέϊκο
Δημοσιεύθηκε στοΕστία (περιοδικό)
Αριθμός Σελίδων16

Το διήγημα είναι μια ιστορία των παιδικών χρόνων του συγγραφέα και αναφέρεται σε μια παράδοση σύμφωνα με την οποία ένας φτωχός βοσκός με την αυτοθυσία του έσωσε την πόλη στο Κάστρο της Σκιάθου από επίθεση πειρατών και αγίασε.[3]

Υπόθεση Επεξεργασία

Το διήγημα αρχίζει με αναμνήσεις από την παιδική ηλικία του συγγραφέα: μία από τις αγαπημένες ψυχαγωγίες των παιδιών ήταν να συνοδεύουν τις μητέρες ή τις θείες τους όταν πήγαιναν σε εργασίες τους στους αγρούς ή ελαιώνες ή για να ανάψουν τα καντήλια στα ξωκλήσια. Σαν ωραιότερη από αυτές τις εξορμήσεις μας αναφέρει την εκδρομή στο Κάστρο της Σκιάθου.

Ακολουθεί η περιγραφή του κάστρου, μια παλαιά εγκαταλειμμένη από το 1821 μεσαιωνική πόλη που είχε χτιστεί από αιώνες σε απρόσιτο σημείο του νησιού, σε έναν απόκρημνο βράχο που βρισκόταν μέσα στη θάλασσα για να προστατευθούν οι κάτοικοι από επιθέσεις Αλγερινών, Βενετών και Τούρκων πειρατών. Η είσοδος στο κάστρο γινόταν μόνο από κινητή ξύλινη γέφυρα. Μετά την εγκατάσταση των νησιωτών στη νέα παραθαλάσσια πολίχνη, το κάστρο αποτελούσε τόπο εκδρομών. Σε κάποιο σημείο του κεντρικού δρόμου που οδηγούσε στο Κάστρο - στη θέση Τρεις Σταυροί, μισή ώρα δρόμο από το κάστρο - το χώμα είχε ασυνήθιστο κόκκινο χρώμα και ευωδίαζε: «ἀλλὰ τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἐφαίνετο καὶ εἰς ἡμᾶς ὅτι τὸ χῶμα ἐκεῖνο πράγματι εὐωδίαζεν.» Σύμφωνα με την παράδοση, στο σημείο αυτό ένας άνθρωπος είχε μαρτυρήσει και αγιάσει. [4]

Πολλά χρόνια αργότερα, το 1872, σε ηλικία 20 ετών, ο αφηγητής πληροφορήθηκε για τα γεγονότα που εξελίχθηκαν στο σημείο. Κάποτε, στην περιοχή ζούσε ένας βοσκός. Ένα πρωινό, αξημέρωτα ακόμη, καθώς έβοσκε τις γίδες του, ξαφνικά εμφανίστηκαν μπροστά του δύο άγνωστοι με ασυνήθιστες φορεσιές. Τον ρώτησαν για το δρόμο προς το Κάστρο μιλώντας σε μια δυσνόητη γλώσσα με λίγες ελληνικές λέξεις. Ο βοσκός τους έδειξε το δρόμο πρόθυμα και ανυποψίαστα αλλά όταν σε λίγο εμφανίστηκαν κι άλλοι με παραπλήσια αμφίεση, αντιλήφθηκε ότι πρόκειται για πειρατές που πήγαιναν να κουρσέψουν το Κάστρο. Αμέσως, αφήνοντας το κοπάδι του αφύλακτο, έτρεξε από ένα δύσβατο και συντομότερο μονοπάτι για να προλάβει να φθάσει πριν τους πειρατές και να ειδοποιήσει τους φρουρούς να μην κατεβάσουν τη γέφυρα που ένωνε τη στεριά με το βράχο, που την κατέβαζαν τα πρωινά. Πράγματι, κατάφερε και τους ειδοποίησε, ησύχασε όταν έμαθε ότι ο παραγυιός του, που τον είχε στείλει να μεταφέρει γάλα στο κάστρο και ανησυχούσε μήπως τον συνέλαβαν οι πειρατές, είχε φθάσει και ήταν ασφαλής και αποφάσισε να επιστρέψει στο κοπάδι του. Στην επιστροφή όμως οι πειρατές, που βρήκαν τη γέφυρα κλειστή, τον συνέλαβαν και θεωρώντας ότι αυτός τους πρόδωσε, καθώς ήταν ο μόνος που είχαν συναντήσει και συμπέραναν ότι ειδοποίησε τους φρουρούς, τον σκότωσαν. Στο τόπο όπου ξεψύχησε ο βοσκός, το χώμα βάφτηκε από το αίμα του κόκκινο και σαν από θαύμα αναδύεται μια ευωδιά, απόδειξη της αγιοσύνης του.[5]

Σχόλια Επεξεργασία

 
Το Κάστρο της Σκιάθου
  • Ο Παπαδιαμάντης στο έργο του αναφέρεται αρκετές φορές στο Κάστρο της Σκιάθου, όπως στο διήγημα του επόμενου έτους Στο Χριστό στο Κάστρο (1892). Πρόκειται για την παλαιά μεσαιωνική πόλη του νησιού όπου οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν από τον 14ο αιώνα, λόγω του φόβου των πειρατών που μάστιζαν τα νησιά του Αιγαίου. Ήταν κτισμένη πάνω σε έναν απρόσιτο απόκρημνο βράχο μέσα στη θάλασσα που επικοινωνούσε με το νησί με μια κινητή ξύλινη γέφυρα. Επί 5 αιώνες αποτέλεσε τον μοναδικό οργανωμένο οικισμό του νησιού και είχε περίπου 300 σπίτια και πολλές εκκλησίες. Μετά την απελευθέρωση, το 1829 οι Σκιαθίτες το εγκατέλειψαν και εγκαταστάθηκαν πάλι γύρω από το λιμάνι του νησιού, όπου έχτισαν τα σπίτια τους μεταφέροντας υλικά από τις κατοικίες τους στο κάστρο. Σήμερα, η ερειπωμένη πόλη αναβιώνει μέσα από τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη.
  • Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης παρουσιάζεται συγχρόνως και ως αφηγητής. Αναφέρεται στις αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια του και ενημερώνει τον αναγνώστη ότι γράφει «απλώς τας αναμνήσεις και εντυπώσεις της παιδικής ηλικίας μου».
  • Την ιστορία του Φτωχού άγιου, ο Παπαδιαμάντης γράφει ότι την πληροφορήθηκε σε ηλικία 20 ετών: «Τῷ 1872, «εἰκοσαετὴς ὤν, ἔτυχε νὰ μεταβῶ καὶ νὰ διατρίψω ἐπί τινας μῆνας ἐν Μακεδονίᾳ». Προφανώς αναφέρεται στην εποχή που επισκέφτηκε και παρέμεινε οκτώ μήνες «χάριν προσκυνήσεως» στη Μονή Δοχειαρίου στο Άγιο Όρος, φιλοξενούμενος του συμπατριώτη και πιστού φίλου του μοναχού Νήφωνα, όπως γράφει σε σύντομο αυτοβιογραφικό του σημείωμα.[6]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία