Φόρος του Βοός
Ο φόρος του Βοός (λατινικά: Forum Bovis) ή ο Βους (πολυτονικό: ὁ Bοῦς) ήταν πλατεία της Κωνσταντινούπολης η οποία χρησιμοποιούνταν ως τόπος εκτελέσεων και βασανιστηρίων. Βρισκόταν στο νότιο τμήμα της Μέσης Οδού στην κοιλάδα του ορμίσκου του Λύκου, μεταξύ του 7ού και 3ου λόφου της πόλης, ενώ διοικητικά ανήκε στην 11η περιοχή (ρηγιώνα-regio) της πόλης.
Ιστορία
ΕπεξεργασίαΗ πλατεία ήταν πιθανώς μέρος του σχεδίου του Κωνσταντίνου Α´ για την διαρρύθμιση της πόλης,[1] και κτίστηκε κάποια στιγμή κατά τον 4ο αιώνα.[1] Η ονομασία της πλατείας έγινε βάσει ενός μεγάλου ορειχάλκινου κοίλου αγάλματος το οποίο αναπαριστούσε την κεφαλή ενός βοδιού.[1][2]
Ο βους
ΕπεξεργασίαΤο άγαλμα αρχικά βρισκόταν στην Πέργαμο και μεταφέρθηκε κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη, και χρησιμοποιούνταν ως φούρνος καθώς και ως μέσο βασανιστηρίου και θανάτωσης κατά τα πρότυπα του χάλκινου βοδιού του Φάλαρι κατά την αρχαιότητα.[1][2] Κατά τον πρώτο διωγμό των Χριστιανών κατά την περίοδο του αυτοκράτορα Δομιτιανού (81 – 96), ο βους βρισκόταν ακόμη στην Πέργαμο, και χρησιμοποιήθηκε για την θανάτωση του χριστιανού Αντύπα της Περγάμου.[2] Σύμφωνα με την συλλογή χριστιανικών εγγράφων της Λατινικής Πατρολογίας, κατά την περίοδο όπου ο Ιουλιανός ο Αποστάτης ήταν αυτοκράτορας (361 – 363) υπήρξαν πολλοί Χριστιανοί οι οποίοι κάηκαν ζωντανοί εντός του Βοός, ο οποίος κατά την περίοδο εκείνη βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη,[3] ενώ αρκετά αργότερα στις αρχές του 5ου αιώνα ο σφετεριστής του θρόνου Φωκάς εκτελέστηκε επίσης εντός του αγάλματος.[1][3] Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες,[3] ο αυτοκράτορας Ηράκλειος (610 – 641) έλιωσε το άγαλμα και με το μέταλλό του εξέδωσε νομίσματα, τα οποία ήταν απαραίτητα για την πληρωμή του στρατού του κατά τον πόλεμο εναντίον των Σασσανιδών Περσών. Ωστόσο αναφέρεται πως και μετά την θητεία του Ηρακλείου συνέχισαν να υπάρχουν εκτελέσεις εντός του Βοός, όπως αυτές των πατρικίων Θεοδώρου και Στεφάνου τους οποίους εκτέλεσε ο Ιουστινιανός Β´ (685-695 και 705-711) για συνωμοσία εναντίον του.[3]
Εκτελέσεις
ΕπεξεργασίαΚατά το 562 τα κτήρια του χώρου όπως αποθήκες και εργαστήρια καταστραφήκαν κατά τη διάρκεια πυρκαγιάς,[1] ενώ στις αρχές του 8ου αιώνα ο Ιουστινιανός Β´ επέκτεινε την πλατεία.[4]Κατά την περίοδο της εικονομαχίας οι άγιοι της Εκκλησίας, Θεοδοσία και Ανδρέας εκτελέστηκαν το 729 και 766 αντίστοιχα.[3] Η Θεοδοσία εκτελέστηκε έχοντας το κέρατο ενός κριαριού να διαπερνά τον λαιμό της.[5]
Αρχιτεκτονική
ΕπεξεργασίαΗ τοποθεσία της πλατείας είναι γνωστή από το έργο Έκθεσις της βασιλείου τάξεως του Κωνσταντίνου Ζ´ του Πορφυρογέννητου (913–959), ο οποίος αναφέρει πως οι αυτοκρατορικές πομπές ξεκινούσαν από το Μεγάλο Παλάτι και κατευθύνονταν προς τις εκκλησίες της Ζωοδόχου Πηγής και του Αγίου Μωκίου μέσα από την πλατεία.[3] Βάσει των στοιχείων αυτών η πλατεία θα πρέπει να βρισκόταν στην σύγχρονη περιοχή του Ακσαράι.[3]
Η πλατεία είχε ορθογώνια μορφή με τις πλευρές της να είναι 250 και 300 μέτρα αντίστοιχα.[4] Τη δεκαετία του 1950 η μορφή της ήταν ακόμα αναγνωρίσιμη καθώς ο χώρος ήταν κενός.[4] Σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις η πλατεία πιθανώς βρισκόταν στα νοτιοανατολικά του τζαμιού του Μουράτ Πασά.[6] Κατά τη Βυζαντινή περίοδο η πλατεία περικλείονταν από στοές οι οποίες ήταν διακοσμημένες με ανάγλυφα και αψιδώματα με αγάλματα,[3][4] εκ των οποίων αξιοσημείωτη ήταν μια ομάδα γλυπτών η οποία αναπαριστούσε τον Κωνσταντίνο Α´ και την μητέρα του Ελένη να κρατούν έναν επιχρυσωμένο σταυρό, μια παράσταση η οποία ήταν αρκετά δημοφιλής στη Βυζαντινή τέχνη.[3]
Κοντά στην πλατεία βρισκόταν το Παλάτι του Ελευθερίου το οποίο είχε κτιστεί από την αυτοκράτειρα Ειρήνη (775–797), καθώς και ένα λουτρό το οποίο ανεγέρθηκε κατά την θητεία του Θεόφιλος ως αυτοκράτορα (813–842) από τον πατρίκιο Νικήτα.[3][4] Παράλληλα ο χώρος ήταν καλά διασυνδεδεμένος με τις άλλες περιοχές της πόλης μέσω της Μέσης Οδού η οποία προς τα ανατολικά συνέδεε την πλατεία με τον φόρο του Αμαστριανού και τον φόρο του Ταύρου. Στα δυτικά ο ίδιος δρόμος ανέβαινε προς τον 7ο λόφο και έφτανε στον φόρο του Αρκαδίου και το οροπέδιο του Ξηρόλοφου.[4] Το τμήμα αυτό του δρόμου αντιστοιχεί στις σημερινές περιοχές της Σεράιπασά Καντέσι (Çerrahpaşa Caddesi) και Κόκαμουσταφάπασά Καντέσι (Kocamustafapaşa Caddesi).[4] Δύο άλλα μονοπάτια συνέδεεαν την περιοχή με την πύλη του Αγίου Ρωμανού και την Πηγή.[4]
Ο χώρος της πλατείας δεν έχει ανασκαφεί,[3] ενώ η περιοχή όπου βρισκόταν δεν επηρεάστηκε από τις μεγάλες πυρκαγιές που υπέφερε η Πόλη κατά τον 19ο και 20ο αιώνα.[6] Το 1956, κατά την τέλεση εργασιών δημοσίων έργων ανακαλύφθηκαν 2 κίονες ύψους 2 μέτρων και βάσης 12 τετραγωνικών μέτρων[6] οι οποίες πιθανώς ανήκαν σε μια θριαμβευτική αψίδα και αποτελούσαν μέρος της πλατείας,[6]ωστόσο κατά την περίοδο 1968-1971 κατά την διάρκεια επιπλέον εργασιών δεν ανακαλύφθηκαν επιπλέον ίχνη της πλατείας.[6]
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 Müller-Wiener (1977), p. 253
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Janin (1964), p. 69
- ↑ 3,00 3,01 3,02 3,03 3,04 3,05 3,06 3,07 3,08 3,09 3,10 Janin (1964), p. 70
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 4,6 4,7 Mamboury (1953), p. 74
- ↑ Van Millingen (1912), p. 168
- ↑ 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 Müller-Wiener (1977), p. 254
Πηγές
Επεξεργασία- Van Millingen, Alexander (1912). Byzantine Churches of Constantinople. London: MacMillan & Co.
- Mamboury, Ernest (1953). The Tourists' Istanbul. Istanbul: Çituri Biraderler Basımevi.
- Janin, Raymond (1964). Constantinople Byzantine (2η έκδοση). Paris: Institut français d'etudes byzantines.
- Müller-Wiener, Wolfgang (1977). Bildlexikon zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn d. 17 Jh (στα Γερμανικά). Tübingen: Wasmuth. ISBN 978-3-8030-1022-3.