ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ

      Η εκπαιδευτική τεχνολογία είναι μία πρόσφατη έννοια. Ο όρος της πρωτοεμφανίστηκε στα μέσα του 20ου αιώνα στις Η.Π.Α. Προέρχεται από τις λέξεις εκπαίδευση(εκ + παιδεύω) και τεχνολογία(τέχνη + λόγος) και το περιεχόμενο της σχετίζεται με τα εκπαιδευτικά μέσα και υλικά.
   Με τον όρο εκπαιδευτική τεχνολογία, αντιλαμβανόμαστε την επιστήμη που εφαρμόζοντας την τεχνολογική γνώση, μελετά και συμβάλλει στη συστηματική επίλυση προβλημάτων που αφορούν στη διδασκαλία και στη μάθηση με στόχο τη βελτίωσή τους. 
  Στην ανώτερη έννοια της εκπαιδευτικής τεχνολογίας περιλαμβάνονται οι όροι οπτικοακουστική διδασκαλία, εκπαιδευτική ανάπτυξη/σχεδιασμός, μορφωτικά υλικά, εξατομικευμένη μάθηση. Κάποιοι άλλοι όροι που μπορούμε να εντοπίσουμε σχετικά με την εκπαιδευτική τεχνολογία είναι τα διδακτικά υλικά/εκπαιδευτικός εξοπλισμός, μοντέλα και υλικά πολυμέσων.
   Η εκπαιδευτική τεχνολογία ιστορικά τοποθετείται στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Ωστόσο οι πρόδρομοι της έννοιας ανάγονται πολύ πίσω στο παρελθόν. Συγκεκριμένα υπάρχουν δύο τάσεις από τις οποίες η πρώτη συνδέεται με την εισαγωγή τεχνικο-οπτικο-ακουστικών μέσων στην εκπαίδευση και η δεύτερη με την πρακτική της ψυχολογίας και παιδαγωγικής.
  Αξίζει να σημειωθεί ότι η εκπαιδευτική τεχνολογία προέκυψε από την εξέλιξη της εκπαίδευσης και επομένως οι πρόδρομοι της εκπαίδευσης είναι και πρόδρομοι της εκπαιδευτικής τεχνολογίας και σχετίζονται με τη θεωρία της παιδαγωγικής. Έτσι από τον 5ο π.Χ. αιώνα οι σοφιστές στην Αθήνα έκαναν συστηματική διδασκαλία σε ομάδες βασισμένες στη ρητορική, έπειτα το 12ο αι. εμφανίζεται η σχολαστική και προχωράμε στον 17ο αι. με τον Comenius  και την εποπτική και επαγωγική διδασκαλία. Συνεχίζοντας με τους προδρόμους της εκπαιδευτικής τεχνολογίας, έχουμε τον 18ο αι. τον Rousseau με την αρχή της εποπτείας, τον 19ο αι. την ψυχολογική διδασκαλία του Πεσταλότζι και τις παιδαγωγικές αρχές του Herbart. Τέλος, στον 20ο αι. με τον Thorndike που συσχετίζει το ερέθισμα με την αντίδραση, την προσαρμογή στο παιδί του Montessori και την εξατομικευμένη μάθηση των Washburne-Burk γίνεται το τελευταίο βήμα προς την εμφάνιση της εκπαιδευτικής τεχνολογίας.
   Αναφορικά με την εκπαιδευτική τεχνολογία, υπήρχαν πολλοί που περίμεναν την εισαγωγή των οπτικοακουστικών μέσων στην εκπαίδευση αλλά το έναυσμα για την ένταξή τους, δόθηκε από τον Skinner με τη δημοσίευση του άρθρου του με τίτλο «The Science of Learning and the Art of Teaching» το 1954. Η θεωρητική προσέγγιση που πρότεινε ο Skinner, ως θιασώτης της συμπεριφοριστικής θεωρίας, ήταν η εισαγωγή των διδακτικών μηχανών στην εκπαίδευση, οι οποίες θα δημιουργούσαν ευνοϊκό περιβάλλον για τη μάθηση. Ουσιαστικά πρόκειται για μία θεωρία που θα την εφάρμοζαν οι μηχανές.
   Τελικά, νέα οπτικοακουστικά μέσα αναπτύχθηκαν ευρέως, με τη διάδοση της τεχνολογικής εξέλιξης πέρα από την προφορική παράδοση και τη γραφή. Παραδείγματα αυτών είναι το σχολικό ραδιόφωνο (συνίσταται στη διδασκαλία ξένων γλωσσών) , η εκπαιδευτική τηλεόραση/ταινίες οι οποίες συνήθως έχουν δραματικό-ιστορικό-επιστημονικό περιεχόμενο με μεγάλη σημασία στη σύγχρονη εκπαίδευση. Με τις ταινίες όχι μόνο προκαλείται το ενδιαφέρον των μαθητών αλλά και δίνεται η δυνατότητα στο δάσκαλο να υποβάλλει ερωτήσεις και να επαναπροβάλλει μέρη που του φαίνονται σημαντικά. Επίσης η βιντεοκάμερα και ο ανακλαστικός προβολέας με τις διαφάνειες μπορούν να αντικαταστήσουν το μαυροπίνακα δίνοντας τη δυνατότητα για προβολή εικόνων-σχεδίων-κειμένων απαλλάσσοντας το δάσκαλο από τον κόπο της συνεχής γραφής. 
   Εν κατακλείδι, η εκπαιδευτική τεχνολογία έχει γίνει πλέον μια σύγχρονη πραγματικότητα. Τα οπτικοακουστικά μέσα  υποβοηθούν το έργο του δασκάλου, διευκολύνουν τη διεκπεραίωση του μαθήματος και μεταβάλλουν τη διδασκαλία σε εργασία ευχάριστη και συνάμα αποδοτική. Βέβαια για να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, αναμένεται η ευρύτερη χρήση αυτών και η ενσωμάτωσή τους σε καθημερινή βάση στο σχολικό πρόγραμμα.