υπομειδιάζω < ελληνιστική κοινή υπομειδιάζω / υπομειδιώ< αρχαία ελληνική μειδιάω / μειδιώ < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *(s)meyh₂- Open book 01.svg Ρήμα Επεξεργασία υπομειδιάζω

(λόγιο) χαμογελώ μ' ένα ελαφρό χαμόγελο Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία υπομειδίαμα ανθυπομειδίαμα ανθυπομειδιώ


Υπομειδιάζω = ειρωνεύομαι. Συνώνυμα.