Χρήστης:NickIndigo/πρόχειρο/Μοχάμετ Αμπού Ναμπού

Αυτή η σελίδα είναι ένα πρόχειρο του χρήστη NickIndigo. Εξυπηρετεί ως χώρος δοκιμών και ανάπτυξης σελίδων της Βικιπαίδειας και δεν είναι εγκυκλοπαιδικό λήμμα.


 Διαγραφή αυτού του προχείρου 

1. Αντιγράψτε αυτό: #ΑΝΑΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ [[Χρήστης:NickIndigo/πρόχειρο]]
2. Κάντε κλικ εδώ
3. Κάντε το επικόλληση στην αρχή της σελίδας
4. Πατήστε «Δημοσίευση»

NickIndigo/πρόχειρο/Μοχάμετ Αμπού Ναμπού
Πληροφορίες ασχολίας

Ο Μοχάμετ (Μεχμέτ) Αμπού Ναμπούτ Αγά (στα αραβικά: محمد أبو نبوت) ή Μεχμέτ Εμίν Εμπού Λουμπούτ όπως αναφέρεται στις ελληνικές και οθωμανικές πηγές ήταν ο κυβερνήτης της Γιάφας και της Γάζας στις αρχές του 19ου αιώνα εκ μέρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από το 1807 μέχρι το 1818, και επίσης ήταν ο μουτασερίφης της Θεσσαλονίκης από το 1821 μέχρι το 1823, ανεξάρτητος βεζύρης υπεύθυνος για την καταστολή των εξεργέσεων της Μακεδονίας κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.

Βιογραφία

Επεξεργασία

Γεννημένος Χριστιανός στα Βαλκάνια, ο Αμπού Ναμπούτ ασπάστηκε το Ισλάμ και ξεκίνησε την στρατιωτική του και πολιτική του καριέρα, ως αξιωματικός στο τάγμα των γενίτσαρων[1]. Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Τσεζάρ το 1804, ορίστηκε από τον κληρονόμο του Τσεζάρ, Σουλεϊμάν Πασά, ως κυβερνήτης στις συνοικίες της Γιάφας και της Γάζας[2].

Ο Αμπού Ναμπούτ εμφάνισε παρόμοιο χαρακτήρα με τον Τσεζάρ, γινόμενος γνωστός για το φιλόδοξο οικοδόμημα του και τα σχέδια ανακαίνισης του στην Γιάφα και για την απεριόριστη σκληρότητα ως κυβερνήτης[2]. Ήταν επίσης γνωστός ως ένας απλός κυβερνήτης που προσπαθούσε να βελτιώσει την Γιάφα και τους κατοίκους της. Υπό την κυβέρνηση του, ο πληθυσμός και η οικονομική κατάσταση της Γιάφας και της Γάζας βελτιώθηκαν σημαντικά[3].

Ένα πλήθος θρύλων περιτριγυρίζονται γύρω από τον Αμπού Ναμπούτ περιλαμβάνοντας και έναν που αφορά το όνομα του. Το όνομα Αμπού-Ναμπούτ, που σημαίνει “Πατέρας του Σπαθιού” στα αραβικά, τάχα του δόθηκε από τη συνήθεια του, να περιπλανιέται στους δρόμους της Γιάφας με ένα σπαθί, δέρνοντας όποιον δεν συμμορφώνονταν με τις εντολές του[2]. Ο Άγγλος ταξιδιώτης  Charles Leonard Irby, που πέθανε στην Γιάφα το 1817, παρατήρησε πως ενώ το επίσημο όνομα του ήταν “Μοχάμετ Αγά”, αναφέροταν ως “Αμπού Ναμπούτ”: “ο κύριος του ματσού ή του ραβδιού”[4]. Κάποιος άλλος τοπικός θρύλος της Παλαιστίνης εξιστορεί πως ο Αμπού-Ναμπούτ κλειδώθηκε έξω από την Γιάφα, αφού έφυγε από την πόλη για να πάει στα κοντινά περιβόλια. Όταν απαίτησε να του ανοίξουν την πύλη, ο φρουρός αρνήθηκε επειδή δεν πίστεψε πως ήταν ο Αμπού-Ναμπούτ που περίμενε από έξω. Έπειτα από επαναλαμβανόμενες εντολές, επιτράπηκε στον Αμπού-Ναμπούτ η είσοδος. Το επόμενο πρωινό, κάλεσε όλους τους κατοίκους της Γιάφας και διακήρυξε “Καταραμένος να είναι ο άνθρωπος και καταραμένος ο πατέρας του, που ενώνεται με άνθρωπο της Γιάφας”. Διέταξε τα λόγια του αυτά να χαραχθούν στο πηγάδι του κατά μήκος του δρόμου της Γιάφας[5].

Όταν ο Σουλεϊμάν Πασάς, της Άκρας αρρώστησε το 1818, ο Αμπού Ναμπούτ προφανώς έκανε κινήσεις για να γίνει ο διάδοχος του ως κυβερνήτης της Άκρας. Ωστώσο με αυτό δεν συμφώνησε ο σημαντικός οικονομικός σύμβουλος του Σουλεϊμάν Πασά, Haim Farhi, ο οποίος ευνοούσε τον νεαρό προστατευόμενο Αμπτουλάχ Πασά, πιστεύοντας πως ο Αμπτουλάχ θα ήταν πιο εύκολο να ελεγχεί. Ο Farhi επομένως έπεισε τον Σουλεΐμαν Πασά το καλοκαίρι του 1818 να κινηθεί αντίθετα του Αμπού-Ναμπούτ. Ως εκ τούτου ο Αμπού-Ναμπούτ απομεκρύνθηκε από την Γιάφα μέσω εσωτερικού πραξικοπήματος. Αυτό κέρδισε στον Farhi αιώνια εχθρότητα από τον Αμπού-Ναμπούτ, ο οποίος μετά την απομάκρυνση του από την Γιάφα πήγε στο Ινσταμπούλ, <όπου μπορούσε να μηχανορραφεί> εναντίον του Farhi[6].

Ανάμεσα από το 1819 και το 1827 ο Αμπού-Ναμπούτ για άλλη μία φορά υπηρέτησε ως κυβερνήτης πρώτα στην Θεσσαλονίκη και έπειτα στην  Diyarbakir[7].

Μετά από έρευνες στην Γιάφα τη δεκαετία του 1870, ο  Clermont-Ganneau βρήκε ότι ο τάφος του “θρυλικού Αμπού-Ναμπούτ” βρίσκονταν κοντά στο  Sebil Abu Nabbut στην Γιάφα[8]. Ο τάφος επέζησε τουλάχιστον μέχρι το 1950[9], αλλά έχει τώρα εξαφανιστεί[10].

Λουμπούτ Πασάς και η επανάσταση στην Μακεδονία

Επεξεργασία

Τον Νοέμβριο του 1821 ο Λουμπούτ διορίζεται στρατάρχης της Μακεδονίας και υπεύθυνος της καταστολής της επανάστασης στην Χαλκιδική (και τελικά στην Νάουσα) ή όπως αναφέρει το ίδιο το φιρμάνι, βεζύρης με πλήρη ανεξαρτησία για την πάταξη των ληστών. Με μεγάλη επιτυχία ο Λουμπούτ κατάφερε να καταστείλει την επανάσταση στην Κασσάνδρα και να επαναφέρει στην νομιμότητα και υποταγή τους μοναχούς του Αγίου Όρους και ως ανταμοιβή, έλαβε τον τίτλο του στρατάρχη και του βεζίρη καθώς και μία γούνα και ένα αδαμάντινο σπαθί, από τον Σουλτάνο, ως σύμβολο ευαρέσκειας του. Ευχαριστημένος ο Σουλτάνος από την επιτυχία του Λουμπούτ στην Χαλκιδική, του αναθέτει και την καταστολή της επανάστασης στην Νάουσα. Ο Λουμπούτ προληπτικά, κάνει κάποιες ενέργειες για να περιορίσει τους Ναουσαιους. Περιληπτικά, ενισχύει την φρουρά της Βέροιας, αλλάζει τον στρατάρχης της, ενώ ταυτόχρονα μεταφέρει, μυστικά, το στράτευμα του στην Βέροια. Αφού εκδόθηκε το φιρμάνι που επιτρέπει στον Λουμπούτ να καταστρέψει την Νάουσα, διότι η Νάουσα διέθετε ειδικά προνόμια και δικαιώματα λόγω της προστασίας της μητέρας του Σουλτάνου, ο Λουμπούτ ξεκινά την πολιορκία της πόλης. Τελικά μετά από πολλές απόπειρες, καταφέρνει (με προδοσία ή χωρίς) να εισέλθει στην πόλη. Εκεί εφαρμόζοντας τις εντολές του ιερού Φετβά: δήμευσε τις περιουσίες των κατοίκων, εκτέλεσε όλους τους ενήλικες άνδρες, ατίμασε και έκανε σκλάβες τις γυναίκες ενώ τα παιδιά κατέληξαν στα σκλαβοπάζαρα και στα τάγματα των γενιτσάρων. Μετέπειτα της καταστροφής της Νάουσας, ο Λουμπούτ, διορίζεται γενικός διοικητής της Ρούμελης, όπου λίγο αργότερα εξαιτίας πολυάριθμων παραπόνων, ο Σουλτάνος αναγκάζεται να τον απομακρύνει.

Σύμφωνα με ελληνικές πηγές, ο Λουμπούτ βρήκε θάνατο με αποκεφαλισμό στην πλατεία του Διδυμοτείχου το 1824 μέσω φιρμανιού που εκδίδει ο Σουλτάνος, διότι ο Λουμπούτ αρνιόταν να υποταχθεί και να υπακούσει στις διαταγές του Σουλτάνου όμως, σύμφωνα με τον Celic, ο Λουμπούτ χάνει το αξίωμα του και πεθαίνει στο Tokat γύρω στο 1827 με 1828.    

Κατά την διάρκεια της θητείας του, ως κυβερνήτης ο Αμπού-Ναμπούτ ήταν υπεύθυνος για έναν μεγάλο αριθμό σχεδίων κτιρίων στην Γιάφα, συμπεριλαμβάνοντας την συμπλήρωση των οχυρώσεων της πόλης, την ανακαίνιση του Great Mosque, την ανέργεση δύο σαβίλιων (δημόσια συντριβάνια) και την κατασκευή αγορών για βαμβάκι και μαλλί[2][11].

Οχυρώσεις

Επεξεργασία

Η γαλλική λεηλασία της πόλης μετά την Πολιορκία της Γάζας  το 1799 απέδειξε την ανεπάρκεια των τειχών της πόλης και όταν η πόλη επέστρεψε στον έλεγχο των Οθωμανών το 1800, Τούρκοι και Βρετανοί μηχανικοί ξεκίνησαν να ξαναχτίζουν τα τείχη. Αυτή η αποστολή ολοκληρώθηκε ύπο τον Αμπού-Ναμπούτ από το 1800 και μετέπειτα. Ο Αμπού-Ναμπούτ πρόσθεσε μνημειώδης ανατολική πύλη στεφανωμένη με τρεις τρούλους[12]. Οι οχυρώσεις ήταν ειδικά σχεδιασμένες για να αντιμετωπίσουν το Ευρωπαϊκο πυροβολικό και κατείχε παχιά τείχη, με σημαντικούς γωνιακούς προμαχώνες, ικανοί για να υποστηρίξουν μεγάλα κανόνια. Παρόμοια τείχη έχουν επιβιώσει στην Άκρα. Ωστώσο, έπειτα στον 19ο αιώνα η πολιτική κατάσταση είχε αλλάξει και  τα τείχη του Αμπού-Ναμπούτ δεν χρειάζονταν πια. Μέχρι το 1888, η διαδικασία της αποσυναρμολόγησης είχε ολοκληρωθεί και η τάφρος είχε ολοκληρωτικά γεμίσει. Σήμερα, μόνο δύο πύλες και ένα μικρό τμήμα από τα τείχη του Αμπού-Ναμπούτ έμειναν[13].

 Mahmoudiya Mosque

Επεξεργασία

Κατά την διάρκεια της θητείας του ως κυβερνήτης, το 1812, ο Αμπού-Ναμπούτ διέταξε την κατασκευή του  Mahmoudiya Mosque, το οποίο σήμερα είναι το μεγαλύτερο mosque στην Γιάφα[2].

   Sabil Abu Nabbut

Επεξεργασία

Πάνω από τις στήλες, στην δυτική πλευρά του κτιρίου, βρίσκεται μία πλάκα που μνημονεύει την κατασκευή του σαβίλου το 1236 Η[14].

Χωριά της Παλεστίνης

Επεξεργασία

Οι κάτοικοι του  al-Jiyya ανέφεραν ότι το χωριό τους είχε καταστραφεί και σε κάποια στιγμή και μετά ξαναχτίστηκε από τον Αμπού-Ναμπούτ[15].

Δείτε επίσης 

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. René Cattaui, 1933, Le Règne de Mohamed Aly d'après les archives russes en Égypte Édition : Le Caire : Société royale de géographie d'Égypte.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Al-Mahmudiyya Mosque, Archived, 2011-06-04 at the Wayback Machine Archnet Digital Library.
  3. Vilnay, 2003, p. 208.
  4. Irby, 1852, p.116.
  5. Vilnay, 2003, p. 208.
  6. Philipp, 2001, p. 88, 151.
  7. Kana`an, 2001, note 44, p.139.
  8. Clermont-Ganneau, also cited in Petersen, 2001, p. 171.
  9. Mayer, et.al 1950, p.32. Cited in Petersen, 2001, p. 172.
  10. Petersen, 2001, p. 172.
  11. Kana`an, 1998. Cited in Petersen, 2001, p. 162.
  12. Tolkowsky, 1924, p.133. Cited in Petersen, 2001, p. 163.
  13. Petersen, 2001, p. 163.
  14. Petersen, 2002, p. 170-172.
  15. Khalidi, 1992, p.114.

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • Clermont-Ganneau, C.S. (1896). [ARP] Archaeological Researches in Palestine 1873-1874, translated from the French by J. McFarlane. Cited in Petersen, (2001).
  • Irby, C.L; Mangles, J. (1823). Travels in Egypt and Nubia, Syria, and Asia Minor; during the years 1817 & 1818. ( p.382)
  • Irby, Charles Leonard, James Mangles, Henrich Steffens (1852),Travels in Egypt and Nubia, Syria, and the Holy Land: including a journey round the Dead Sea, and through the country east of the Jordan. Published by J. Murray, 150 pages p.116.
    • Kana`an, Ruba (1998), Jaffa and the Waqf of Muhammad Aga Abu Nabbut (1799-1831): A Study in Urban History of an East Mediterranean City, D. Phil. Thesis. Oxford: Oxford University. Cited in Petersen (2001).
    • Kana`an, Ruba (2001), Waqf, Architecture, and Political Self-Fashioning: The Construction of the Great Mosque of Jaffa by Muhammad Aga Abu Nabbut. In Muqarnas XVIII: An Annual on Islamic Art and Architecture. Gülru Necipoglu (ed.). Leiden: E.J. Brill. (.htlm link)
    • Khalidi, W. (1992). All That Remains: The Palestinian Villages Occupied and Depopulated by Israel in 1948. Washington D.C.: Institute for Palestine Studies. ISBN 0-88728-224-5.
    • Mayer, L. A.; Pinkerfeld, J.; Yadin, Y. (1950). Some Principal Muslim Religious Buildings in Israel. Cited in Petersen (2001)
    • Petersen, Andrew (2001). A Gazetteer of Buildings in Muslim Palestine (British Academy Monographs in Archaeology). Vol. 1. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-727011-0.
    • Philipp, Thomas (2001), Acre, The rise and fall of a Palestinian city. 1730-1830. Columbia University press.
      • Tolkowsky, S. (1924), The Gateway of Palestine: A History of Jaffa, Routledge, London. Cited in Petersen, (2002).
      • Vilnay, Z. (2003). Legends of Palestine. Kessinger Publishing. ISBN 9780766141285.