Το Neogrec ήταν ένα νεοκλασικό στιλ που άκμασε από τα μέσα έως τα τέλη του 19ου αι. και διαδόθηκε στην αρχιτεκτονική, τις διακοσμητικές τέχνες και τη ζωγραφική κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας επί βασιλείας του Ναπολέοντα Γ΄ (1852-1870). Η μόδα του Neogrec ξεκίνησε από προηγούμενες εκφράσεις του νεοκλασικού στιλ παίρνοντας έμπνευση από τις ανασκαφές του 18ου αιώνα στην Πομπηία, οι οποίες ξανάρχισαν εντατικά το 1848, αλλά και από παρόμοιες ανασκαφές στο Ερκολάνο. «Το στιλ έγινε μόδα στις Ηνωμένες Πολιτείες και είχε βραχυπρόθεσμο αντίκτυπο στην εσωτερική διακόσμηση στην Αγγλία και αλλού».[1]

Neogrec αρχιτεκτονική στον τάφο του ηθοποιού Μπογκούμιλ Ντόισον Δρέσδη της Γερμανίας

Αρχιτεκτονική Επεξεργασία

Στην αρχιτεκτονική, το Neogrec δεν ξεχωρίζει πάντα με σαφήνεια από τα νεοκλασικά σχέδια του προηγούμενου μισού του αιώνα, σε κτήρια όπως η Εκκλησία της Μαντλέν στο Παρίσι. Το κλασικό παράδειγμα Neogrec αρχιτεκτονικής είναι η καινοτόμος Βιβλιοθήκη Sainte Genevieve του Ανρί Λαμπρούστ στο Παρίσι, 1843–50, που γενικά θεωρείται το πρώτο σημαντικό δημόσιο κτήριο σε αυτό το μεταγενέστερο στιλ κλασικισμού. Ήδη από τα µέσα του 18ου αι., η µέχρι τότε άγνωστη ελληνική αρχιτεκτονική είχε καθιερωθεί ως τα απόλυτο πρότυπο σηµαίνοντας την «ελληνική αναβίωση» (greek revival, neogrec).[2]

Το Neogrec, δεν ήταν δημοφιλές μόνο στη Γαλλία, αλλά και στη βικτωριανή Αγγλία και, περισσότερο, στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η αυστηρότητά του ήταν σύμφωνη με την αμερικανική αναγέννηση. Ο ιστορικός της αρχιτεκτονικής Νιλ Λιβάιν έχει εξηγήσει το στιλ ως αντίδραση ενάντια στην ακαμψία του κλασικισμού.[3] Σύμφωνα με τον Λιβάιν, το Neogrec ήταν ένα κάπως πιο χαλαρό στιλ, το οποίο «αντικατέστησε τη ρητορική μορφή του κλασικού αρχιτεκτονικού λόγου με μια πιο κυριολεκτική και περιγραφική σύνταξη στη φόρμα».[4] Ήταν γραφτό να γίνει μια «αναγνώσιμη» αρχιτεκτονική. Αρκετά νωρίτερα, ο πρώτος κυβερνήτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους Ιωάννης Καποδίστριας, μέσα στο κλίμα της μόδας του Neogrec, είχε προσκαλέσει αρχιτέκτονες και μηχανικούς από την Ευρώπη να μετακομίσουν στην Ελλάδα, για να συνεισφέρουν στην ανοικοδόμηση του κράτους.[5] Ένα διάσημο παράδειγμα Neogrec αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα ήταν το μέγαρο της Λαικής Τράπεζας στην οδό Πανεπιστημίου της Αθήνας, έργο του Πάνου Καραθανασόπουλου,[6] δημιουργού του κορυφαίου ξενοδοχείου "Ακταίον" στο Φάληρο.[7]

Το Neogrec ήταν ένα αρχιτεκτονικό στιλ με μεγάλη επιρροή που έγινε ορατή στους δρόμους του Μπρούκλιν εκείνη την εποχή. Οι απλές γραμμές και η ελληνική επιρροή του ήταν από πολλές απόψεις μια αντίδραση ενάντια στην επικρατούσα ιταλική αρχιτεκτονική της εποχής.[8] Ο Αμερικανός αρχιτέκτονας Ρίτσαρντ Μόρις Χαντ εισήγαγε το Neogrec στα κτήριά του στα τέλη της δεκαετίας του 1860 και του 1870.[9] Ο μαθητής του Χαντ, Φρανκ Φέρνες, έκανε το ίδιο στα πρώτα του κτήρια στη Φιλαδέλφεια και πειραματίστηκε με τη χρήση μάζας και οπτικού "βάρους" για πιο δραματικό αποτέλεσμα.[10]

Διακοσμητικές τέχνες Επεξεργασία

Στις διακοσμητικές τέχνες, το Neogrec βασίστηκε στο συνηθισμένο ρεπερτόριο της ελληνορωμαϊκής διακόσμησης, συνδυάζοντας μοτίβα από την ελληνική αγγειογραφία και επαναλαμβανόμενα αρχιτεκτονικά μοτίβα όπως ανθέμια, με στοιχεία από το στιλ Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ της πρώιμης περιόδου του νεοκλασικισμού (περ. 1765–1790) καθώς και από διακοσμητικές τέχνες της ναπολεόντειας εποχής. Το στιλ είναι αναγνωρίσιμο από τη συχνή χρήση μεμονωμένων κλασικών μοτίβων και μορφών, μασκών, φτερωτών γρυπών, θαλάσσιων ερπετών, τεφροδόχων, μενταγιόν, αραβουργημάτων και ανθέων λωτού που περιορίζονται μέσα σε πλαίσια. Η επεξεργασία των σχεδίων ήταν σκόπιμα γραμμική. Οι τυπικές χρωματικές αρμονίες Neogrec ήταν πλούσιες και αδρές. Το στιλ διατήρησε την υπεροχή του για λίγο πριν επικρατήσουν άλλες μόδες στη Γαλλία.[11]

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, Φρανκ Φέρνες και ο κατασκευαστής επίπλων Ντάνιελ Παμπστ δημιούργησαν Neogrec έπιπλα για το αστικό σπίτι του μεγαλεμπόρου αλκοολούχων ποτών Χένρι Σ. Γκίμπσον, γύρω στο 1870 και για τη βιβλιοθήκη του αδελφού του αρχιτέκτονα, Χόρας Χάουαρντ Φέρνες, γύρω στο 1871.[12] Δημιούργησαν επενδύσεις και έπιπλα για το αρχοντικό του Θίοντορ Ρούζβελτ του πρεσβύτερου στο Μανχάταν, γύρω στο 1873.[12]

Ζωγραφική Επεξεργασία

 
Ελληνόπαιδες στήνουν κοκορομαχία, του Ζαν-Λεόν Ζερόμ, 1847[13]

Ελληνόπαιδες στήνουν κοκορομαχία, του Ζαν-Λεόν Ζερόμ, 1847

Στη ζωγραφική, το νεοκλασικό στιλ συνέχισε να διδάσκεται στη Γαλλική Ακαδημία Καλών Τεχνών, με καθαρά περιγράμματα, διάφανη ατμόσφαιρα και καθαρή παλέτα. Ωστόσο, στα μέσα του 19ου αιώνα, δημιουργήθηκε μια επίσημη ομάδα Neogrec καλλιτεχνών μετά το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, ιδιαίτερα μετά τις ανασκαφές στην Πομπηία. Η έκθεση τέχνης Σαλόνι των Παρισίων του 1847 έκανε γνωστό τον ακαδημαϊκό ζωγράφο Ζαν-Λεόν Ζερόμ, ο οποίος στο έργο του Ελληνόπαιδες στήνουν κοκορομαχία απεικόνισε μια σύνθεση στην οποία, σε μια σκηνή της αρχαιότητας, ένα αγόρι και ένα κορίτσι παρακολουθούν τη μάχη μεταξύ δύο πετεινών. Ο Ζερόμ έγινε διάσημος με αυτήν την έκθεση και, την επόμενη χρονιά, σχημάτισε μια ομάδα Neogrec με τον Ζαν-Λουί Αμόν και τον Ανρί-Πιερ Πικού. Και οι τρεις τους ήταν μαθητές του Σαρλ Γκλερ.

Ο ίδιος ο Γκλερ υιοθέτησε τις αρχές του νεοκλασικισμού πιο αυστηρά από άλλους συγχρόνους τους, υιοθετώντας το κλασικό ύφος και την κλασική αισθητική, αλλά σχεδόν αποκλειστικά εφαρμόζοντάς τα σε μύθους και μοτίβα από την αρχαιότητα, υπενθυμίζοντας τόσο χαρακτήρες από την ελληνική μυθολογία, όσο και παλαιότερα θέματα όπως βάκχες. Η Neogrec ομάδα ακολούθησε το στιλ και τα ενδιαφέροντα του Γκλερ, αλλά τα προσάρμοσε στη Neogrec ζωγραφική.

Ο Εκτόρ Λερού έχει επίσης χαρακτηριστεί Neogrec.

Οι Neogrec πίνακες προσπαθούσαν να αποτυπώσουν την καθημερινότητα της ζωής στην αρχαία Ελλάδα με χάρη και γοητεία και ήταν συχνά ρεαλιστικές, αισθησιακές και ερωτικές. Για τον λόγο αυτό, οι Neogrec καλλιτέχνες ονομάζονταν και «ανακρεοντικοί» από τον Έλληνα ποιητή Ανακρέοντα, ο οποίος έγραψε λαμπρούς στίχους εξυμνώντας τον έρωτα και το κρασί. Μπορεί να ειπωθεί ότι το μότο αυτής της ομάδας ήταν «στόχος της τέχνης είναι να γοητεύει». Οι περισσότεροι Neogrec πίνακες είχαν επίσης οριζόντια διάταξη θυμίζοντας διακόσμηση ζωφόρου ή ελληνικού αγγείου, με απλοποιημένη σύνθεση.

Η Neogrec σχολή επικρίθηκε από πολλές απόψεις. Η προσοχή της στις ιστορικές λεπτομέρειες, ειπώθηκε από τον Σαρλ Μποντλαίρ ότι χρησιμεύει «για να συγκαλύψει την απουσία φαντασίας». Οι ζωγράφοι κατηγορήθηκαν επίσης για την επιλεκτική υιοθέτηση του αρχαίου ελληνικού στιλ, καθώς άφηναν τα ευγενή θέματα και επικεντρώνονταν μόνο στην τετριμμένη καθημερινότητα – γεγονός που οδήγησε στην κατηγορία ότι δημιουργούσαν τέχνη που υποστήριζε τις ιδεολογίες της μπουρζουαζίας.

Οι ανασκαφές στην Πομπηία ενέπνευσαν επίσης ιστορικούς πίνακες που βασίζονται σε αυτές τις ανακαλυψεις, όχι απαραίτητα σε αυστηρά νεοελληνικό στιλ, όπως Η τελευταία ημέρα της Πομπηίας του Καρλ Μπριουλόφ.

Μουσική Επεξεργασία

Η Neogrec μόδα έφτασε ακόμη και στη γαλλική μουσική μέσω των έργων του συνθέτη Ερίκ Σατί σε μια σειρά κομματιών που ονομάζονται Γυμνοπαιδίες - ο τίτλος είναι μια αναφορά σε χορούς που χόρευαν οι νέοι της αρχαίας Σπάρτης σε τελετές προς τιμήν της Αρτέμιδας και του Απόλλωνα εις μνήμην των νεκρών της Μάχης της Θυρέας. Οι αρχαϊκές μελωδίες τους αιωρούνται πάνω από μια τροπικά προσανατολισμένη αρμονική βάση.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. James Stevens Curl & Susan Wilson, eds., "Néo-Grec," The Oxford Dictionary of Architecture (Oxford University Press, 2015).
  2. Μερτζανίδης, Γιώργος (2020). Aπευθείας απόσταση: Σηµειωτική του νεοκλασικισµού στη νεοελληνική αρχιτεκτονική. Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ. σελ. 44. 
  3. N. Levine, The Romantic Idea of Architectural Legibility Henri Labrouste and the Neo-Grec, in A. Drexler (ed.), The Architecture of the Ecole des Beaux Arts, New York, 1977, pp. 325–416.
  4. N. Levine, The Romantic Idea of Architectural Legibility Henri Labrouste and the Néo-Grec, in A. Drexler (ed.), The Architecture of the Ecole des Beaux Arts, New York, 1977, p. 332.
  5. Πανέτσος, Γεώργιος (2012). «Made in Athens 1833-1933: Κοινό και μη κοινό έδαφος». 13η Διεθνής Έκθεση Αρχιτεκτονικής. https://issuu.com/panosdragonas/docs/madeinathens_catalogue. 
  6. «Λαϊκή Τράπεζα». Πινακοθήκη (101-102): 112. 1909. 
  7. «Αθήνα, η Λαϊκή τράπεζα του 1908 στην Πανεπιστημίου, έργο του αρχιτέκτονα του "Ακταίον"». neoclassicalgreece. 
  8. Spellen, Suzanne. «Neo-Grec Architecture: For Highbrow Folks Who Knew the Italianate Style Was "So Over"». brownstoner.com. 
  9. Doreen Bolger Burke, ed., In Pursuit of Beauty: Americans and the Aesthetic Movement (New York: Metropolitan Museum of Art, 1981), p. 469.
  10. George E. Thomas, et al., Frank Furness: The Complete Works (Princeton Architectural Press, 1991, revised 1996).
  11. «Elizabethan and later English furniture». Harper's New Monthly Magazine 56 (331): 18–33. December 1877. 
  12. 12,0 12,1 George E. Thomas, et al., Frank Furness: The Complete Works (Princeton Architectural Press, 1991, revised 1996).
  13. «Ζαν - Λεόν Ζερόμ (Jean - Léon Gérôme, Βεζούλ, 11 Μαϊου 1824 – Παρίσι, 10 Ιανουαρίου 1904)». www.rassias.gr. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2024. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία