Το άγαλμα [< ἀγάλλω / ἀγάλλομαι] είναι γλυπτό ομοίωμα θεού, ή ημίθεου ήρωα. Η λέξη "άγαλμα", ενώ αρχικά χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει ομοιώματα θεών, στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και ομοιώματα ανθρώπων και ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. επεκτάθηκε η χρήση της για κάθε πλαστικό έργο τέχνης. Για τα ομοιώματα ανθρώπων, όσο η χρήση της λέξης "άγαλμα" δήλωνε αποκλειστικά "αφιέρωμα σε θεό" ή "ομοίωμα θεού", χρησιμοποιούνταν η λέξη ανδριάντες, η χρήση της οποίας, βέβαια, συνεχίζεται μέχρι και την εποχή μας με τη σημασία "ολόσωμη παράσταση ανθρώπου, κυρίως ανδρός και, καταχρηστικά, γυναικός".[εκκρεμεί παραπομπή]

Άγαλμα του Απόλλωνα σε πάρκο στην πόλη Σβερίν της Γερμανίας.

Ετυμολογία Επεξεργασία

Η λέξη άγαλμα, που σήμαινε αρχικά κάθε τι που προκαλεί ευχαρίστηση, αλλά στη συνέχεια κατέληξε να σημαίνει, εξαιτίας της συνήθειας που απόκτησαν οι αρχαίοι να στήνουν ομοιώματα των θεών προς τιμή τους, κάθε ομοίωμα από μάρμαρο, ξύλο, μέταλλο ή πηλό που απεικονίζει, είτε θεούς είτε ημίθεους.

Τύποι αγαλμάτων Επεξεργασία

Τα ολόσωμα ομοιώματα των ανθρώπων ονομάζονται ανδριάντες. Όταν το άγαλμα παριστάνει (που δεν είναι το σύνηθες) μόνο το κεφάλι μέχρι και το λαιμό, συνήθως προσώπου διάσημου, ονομάζεται γλυπτική προσωπογραφία, ενώ, όταν παριστάνει το κεφάλι μέχρι και το στήθος, ονομάζεται προτομή ή (με την ιταλική λέξη) μπούστο.

Υπάρχουν, όμως, αγάλματα που παρουσιάζουν περισσότερα από ένα πρόσωπα και τα λέμε γλυπτικά συμπλέγματα. Στα συμπλέγματα αυτά παρουσιάζονται άνθρωποι σε συνδυασμό πολλές φορές με ζώα, φίδια, θηρία, όπως είναι το περίφημο Σύμπλεγμα του Λαοκόοντα με τα παιδιά του, που τους έχουν τυλίξει τα φίδια, έργο των ελληνιστικών χρόνων κατασκευασμένο από καλλιτέχνες Ροδίτες.

Ιστορία της χρήσης των αγαλμάτων Επεξεργασία

Οι άνθρωποι κατασκεύαζαν αγάλματα από τα πανάρχαια χρόνια. Οι λόγοι που τους παρακινούσαν σ' αυτό ήταν, κυρίως, θρησκευτικοί. Πίστευαν ότι έτσι ευχαριστούσαν τους θεούς και μ' αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζαν την εύνοια και την προστασία τους.

Αρχαία Ελλάδα Επεξεργασία

Οι Έλληνες έφτιαχναν αγάλματα από το 3.000 π.Χ., μα ήταν πολύ μικρά, ως 15 εκατοστά και όχι έντεχνα. Παράσταιναν μόνο γυναίκες και ήταν από πηλό, κόκαλο ή μάρμαρο. Η τέχνη της Αιγύπτου, που μ' αυτήν ήρθαν σε επαφή οι Έλληνες, τους έδωσε το έναυσμα[εκκρεμεί παραπομπή]. Τα πελώρια αγάλματα που αντίκρισαν στα μεγάλα της ιερά, ακίνητα και επιβλητικά δεμένα μέσα στο βαθύ τους υλικό την πέτρα, με τα μάτια τους απλανή βυθισμένα σε κάποια εσωτερική συλλογή, τους έκαναν μεγάλη εντύπωση. Χρησιμοποίησαν έτσι στα έργα τους τα πρότυπα που είδαν: το όρθιο ανδρικό άγαλμα που έχει το αριστερό πόδι εμπρός, θέλοντας να δείξει πως περπατάει και τον καθιστό, σοβαρό ιερατικό τύπο.

Μέσα στον έβδομο προ Χριστού αιώνα δοκιμάζουν οι γλύπτες στην Ελλάδα τη δύναμή τους στην πέτρα, δίνοντάς τους ανθρώπινη όψη. Χρησιμοποιούν στην αρχή μαλακές πέτρες (τον πωρόλιθο) που λαξευόταν ευκολότερα κι ύστερα το μάρμαρο. Ξεκινούν μετρημένα, χωρίς να επιζητούν την ποικιλία και δουλεύουν αδιάκοπα τους ίδιους τύπους, την ίδια στάση, με μοναδική φιλοδοξία να τελειοποιήσουν ότι βρήκαν από τους προγενέστερους καλλιτέχνες. Δίνουν σε δύο στάσεις τις μορφές: καθιστές ή όρθιες, γεμάτες όμως, δύναμη και ζωή. Φτιάχνουν σ' όλη την αρχαϊκή περίοδο κούρους (αγόρια) και τις κόρες. Το κορμί των αγαλμάτων είναι, στην αρχή, δοσμένο χωρίς σωστές αναλογίες, χωρίς τέλεια τη γνώση της ανατομίας. Γρήγορα όμως ξεπερνούν κι αυτή τη δυσκολία γιατί οι καλλιτέχνες παρατηρώντας γύρω τους με μεγάλη προσοχή τους αθλητές στις παλαίστρες, μαθαίνουν τα μυστικά της ανατομίας του ανθρώπινου κορμιού. Έτσι, τα ελληνικά ιερά σε όλες τις πόλεις γεμίζουν, κυριολεκτικά από αγάλματα μικρότερα ή μεγαλύτερα, γεμάτα παλμό και ζωή, αφιερώματα των πιστών. Το ανδρικό σώμα προτιμούν να το παριστάνουν γυμνό, ενώ οι γυναικείες μορφές φορούν απλά το δωρικό χιτώνα ή περίτεχνα πτυχωμένο τον ιωνικό. Χρησιμοποιούν και χρώματα πάνω στο μάρμαρο, για να σημειώνουν τις κόρες των ματιών, τα μαλλιά και διάφορες λεπτομέρειες στα φορέματα.

Στον 6ο π.Χ. αιώνα συμβαίνει ένα σημαντικό γεγονός που θα δώσει φτερά στην πλαστική του χαλκού. Δυο μεγάλοι τεχνίτες στη Σάμο, ο Ροίκος και ο Θεόδωρος, θα βρουν τον τρόπο να φτιάχνουν χυτά χάλκινα αγάλματα, χύνοντας λιωμένο το μέταλλο μέσα σε καλούπια, όπου είχαν προηγούμενα σκαλίσει τη μορφή του αγάλματος. Μετά από τους περσικούς πολέμους και για τριάντα χρόνια αργότερα, γίνεται μια έντονη αλλαγή στη νοοτροπία των Αθηναίων και όλων των Ελλήνων. Την αλλαγή αυτή την αντικατοπτρίζει καλύτερα από καθετί άλλο η τέχνη και κυρίως η γλυπτική. Τα τριάντα χρόνια μεταξύ 479 - 450 π.Χ. λέμε στην ιστορία της Τέχνης "αυστηρό ρυθμό". Το κορμί στα αγάλματα στερεώνεται πια με άλλο τρόπο, σε μια στάση φυσική και ζυγισμένη. Το χαμόγελο χάνεται από τα πρόσωπα, σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο, τότε που ακόμη και όταν ήταν πληγωμένος ή ετοιμοθάνατος ο άνθρωπος, χάραζε στη μορφή του το "αρχαϊκό" μειδίαμα. Αυστηρή συλλογή και συγκέντρωση χαρακτηρίζει την έκφραση στα πρόσωπα των αγαλμάτων και των άλλων γλυπτών της εποχής, που είναι γεμάτα χυμό, φλόγα και δύναμη.

Στα 450 π.Χ. η τέχνη έχει φτάσει σ' ένα τέτοιο σημείο τελειότητας και έχει τόση λεπτότητα, ευγένεια και στοχασμό που ποτέ δεν ξεπεράστηκε από τότε. Η Ελλάδα έχει να επιδείξει ένα Φειδία, που τον χαρακτήρισαν σαν "πλάστη των θεών" και πριν απ' αυτόν ένα Μύρωνα και ένα Πολύκλειτο. Τη γενιά όμως των γλυπτών της εποχής του Περικλή την είχε προετοιμάσει μια σειρά ολόκληρη από προγενέστερους μεγάλους καλλιτέχνες που μόχθησαν, για να επιτύχουν με τη θνητή τους δύναμη να δώσουν την υπεράνθρωπη γαλήνια μορφή των θεών πάνω στη σκληρή πέτρα. Δυο αιώνων ασταμάτητη προσπάθεια οδήγησε στο θαύμα της άφταστης εκείνης εποχής, που κατόρθωσε να κάνει το ψυχρό και σκληρό υλικό, το μάρμαρο, να πάρει έκφραση και ψυχή και να αποτυπωθεί πάνω του ολοζώντανη η θεϊκή παρουσία, ήρεμη, στοχαστική, αιθέρια.

Οι άνθρωποι που απεικονίζονται στα αγάλματα της κλασικής τέχνης του 5ου π.Χ. αιώνα είναι ωραίοι στο πρόσωπο, τέλειοι στις αναλογίες του σώματος, είναι όμως βυθισμένοι σε μια βαθιά συλλογή, που τους ξεμακραίνει από τα ανθρώπινα. Γνωρίζουν καλά οι άνθρωποι της κλασικής εποχής πως έχουν αδυναμίες, ξέρουν όμως επίσης καλά, πως έχουν και τη δυνατότητα να τις ξεπεράσουν και να υψωθούν μόνοι αυτοί από όλα τ' άλλα πλάσματα της γης, σε μια σφαίρα πάνω από τα ανθρώπινα γεμάτη ευγένεια, λεπτότητα και θεοσέβεια ταυτόχρονα. Τις ιδέες τους αυτές και τα ιδανικά τους τις αποτυπώνουν πάνω στα αγάλματα τους. Τίποτα το βίαιο ή το απότομο δεν ταράζει τη γαλήνια αταραξία των αγαλμάτων, καμιά άσκημη σκέψη δεν ασκημίζει την όμορφη όψη τους.

Την αλλαγή των εποχών την παρακολουθεί ασταμάτητα η γλυπτική. Τα αγάλματα με το πέρασμα των χρόνων χάνουν τη γαλήνη και την ηρεμία που ήταν χυμένη στα αριστουργήματα της φειδιακής τέχνης. Πόνο και ανείπωτη θλίψη εκφράζουν τα πρόσωπα των αγαλμάτων του έξοχου Παριανού γλύπτη Σκόπα. Γλυκύτητα, αφηρημένη συλλογή και ηδυπάθεια οι θεοί του Αθηναίου Πραξιτέλη, γιου του περίφημου πλάστη Κηφισόδοτου, που έφτιαξε το χάλκινο σύμπλεγμα της Ειρήνης με τον Πλούτο. Τα αγάλματα στον 4ο π.Χ. αιώνα, χωρίς να πάψουν να είναι αξιόλογα, αλλάζουν μόνο πνεύμα και έκφραση. Στην ελληνιστική περίοδο, η καλλιτεχνική ζωή μεταφέρεται έξω από την Ελλάδα. Η ελληνική τέχνη δίνει και πάλι νέα έξοχα δείγματα γλυπτικών έργων με άλλο πνεύμα όμως, περισσότερο στις πόλεις του έξω ελληνισμού και λιγότερο στην Αθήνα. Οι μορφές των αγαλμάτων, στην ταραγμένη, τη γεμάτη περιπέτειες και έξαλλα πάθη εκείνη εποχή, αναδίνουν την αγωνία, τη θλίψη, τον πόνο και την απόγνωση που ένιωθαν οι περισσότεροι άνθρωποι μέσα στην ψυχή τους, απ' όπου η ηρεμία και η γαλήνη είχαν εξοριστεί με τις νέες συνθήκες ζωής που επικράτησαν.

Με την επικράτηση των Ρωμαίων, η γλυπτική δε σταματά να δίνει αξιόλογα αριστουργήματα. Οι καλύτεροι αγαλματοποιοί πηγαίνουν στην κοσμοκράτειρα Ρώμη, όπου βρίσκουν καλή απασχόληση και μεγάλες αμοιβές και πλημμυρίζουν με τα αγάλματά τους τη λαμπερή αυτή πόλη. Με την επικράτηση του χριστιανισμού, η αγαλματοποιία εξαφανίζεται στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, επειδή η Ορθόδοξη Εκκλησία απαγορεύει τις γλυπτές απεικονίσεις των αγίων. Αντίθετα, όμως, στη Δύση η γλυπτική γενικεύεται και αναδείχνει μεγάλους αριστοτέχνες της σμίλης και υπέροχα γλυπτά αριστουργήματα. Εμφανίζεται ένας Μιχαήλ Άγγελος και ένας Λεονάρντο ντα Βίντσι, που χαράζουν υπέροχες μορφές πάνω στο ψυχρό μάρμαρο.

Η γλυπτική αγαλμάτων σήμερα Επεξεργασία

Σήμερα η γλυπτική αγαλμάτων απασχολεί πολλούς καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο, με ποικίλα θέματα.

Κατασκευή Επεξεργασία

Η κατασκευή των αγαλμάτων στους αρχαιότερους χρόνους της Μυκηναϊκής και της Μινωικής εποχής, όπως και στην Αίγυπτο στην περίοδο των Φαραώ, γινόταν με την απευθείας σμίλευση των θεών ή βασιλιάδων ή ένδοξων ανθρώπων πάνω στην πέτρα ή στο μάρμαρο. Αργότερα, όμως, όταν η τέχνη της αγαλματοποιίας τελειοποιήθηκε, η σμίλευση γινόταν με βάση ένα ομοίωμα, το πρόπλασμα, που έφτιαχνε προηγουμένως, με μαλακά υλικά, ο καλλιτέχνης. Προκειμένου για τα μετάλλινα αγάλματα, αυτά το έφτιαχναν χύνοντας το λιωμένο μέταλλο, συνήθως μπρούτζο ή χαλκό, μέσα σε καλούπια.

Στην αρχαιότητα συνηθισμένη ήταν και η κατασκευή σφυρήλατων αγαλμάτων, αγαλμάτων δηλαδή που ήταν ξύλινα και τα επένδυαν με μετάλλινες πλάκες και ακόμη χρυσελεφάντινων αγαλμάτων, όπως ήταν το περίφημο άγαλμα του Φειδία, που παρίστανε τον θεό Δία και ήταν στημένο στην Ολυμπία.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία