Γενικά ως αδρανή αέρια χαρακτηρίζονται τα αέρια εκείνα που υπό κανονικές συνθήκες παρουσιάζουν μηδενική μέχρι ελάχιστη αντιδραστικότητα, δηλαδή δεν προκαλούν, αλλά ούτε και συμμετέχουν σε χημική αντίδραση, παραμένοντας έτσι αδρανή, εξ ου και ο προσδιορισμός τους. Αυτό οφείλεται στην πληρότητα ηλεκτρονίων στην εξωτερική στιβάδα του ατόμου τους.
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται τα ευγενή αέρια, καλούμενα αρχικά ως αδρανή και επιπρόσθετα το άζωτο καθώς και το διοξείδιο του άνθρακα, υπό ειδικές συνθήκες.

Τα αδρανή αέρια χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη Χημεία, τη Φυσική, τη Βιομηχανία, τη τεχνολογία, στις μεταφορές επικίνδυνων φορτίων, στη πυροπροστασία, τη διατήρηση τροφίμων κ.λπ. κυρίως ως ενδιάμεσα μονωτικά υλικά προς αποφυγή χημικών αντιδράσεων ή ελέγχου της θερμότητας των εξώθερμων αντιδράσεων.
Μεγαλύτερη χρήση αδρανών αερίων παρουσιάζουν κυρίως το άζωτο, το διοξείδιο του άνθρακα, το αργό και το ήλιο.

Τα αδρανή αέρια ανακάλυψε πρώτος ο Βρετανός (Σκωτσέζος) χημικός Ουίλιαμ Ράμσεϊ (Sir William Ramsay) (1852-1916) το Καλοκαίρι του 1894 δίνοντας τις ονομασίες αυτών εκ της ελληνικής γλώσσας ξεκινώντας από το Αργό. Στη συνέχεια με τη συνεργασία του Μόρις Τράιβερς ανακάλυψε το νέον, το κρυπτό και το ξένο. Για την επιτυχία του αυτή του απενεμήθη το Βραβείο Νόμπελ Χημείας το 1904 "σε αναγνώριση των υπηρεσιών του στην ανακάλυψη των αδρανών αερίων στοιχείων στον αέρα".

Δείτε επίσης

Επεξεργασία
  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica τομ.2ος, σελ.353.