Αιώρημα

διάλυμα ουσίας που αιωρείται μέσα σε ένα υγρό


Αιώρημα (ή εναιώρημα) στη Χημεία καλείται το ανομοιογενές μίγμα στερεών σωματιδίων που αιωρούνται μέσα σε υγρό ή αέριο. Συνηθίζεται, επίσης, να καλείται αιώρημα το συστατικό του μίγματος που αιωρείται.

Τα αιωρούμενα σωματίδια είναι μεγαλύτερα (> 1000 nm) από εκείνα που απαντώνται στα διαλύματα και στα κολλοειδή.

Το χαρακτηριστικό γνώρισμα, και η διαφορά με το διάλυμα, είναι ότι όταν το υγρό ισορροπήσει (μείνει ακίνητο) τα σωματίδια στο αιώρημα, λόγω γήινης βαρύτητας, κατακάθονται ως ίζημα.

Παράδειγμα αιωρήματος είναι το ανακάτεμα χώματος με νερό. Αρκετά γνωστό είναι και το "γάλα μαγνησίας".

Τα συνηθέστερα αιωρήματα είναι τα συστήματα διασποράς στερεού σε υγρό (s/l), ενώ υπάρχουν και οι υπόλοιποι συνδυασμοί αδρομερών συστημάτων διασποράς . Στην περίπτωση που η εξωτερική φάση είναι αέρια (s/g και l/g) ονομάζονται αεροζολ, ενώ αν η εσωτερική φάση είναι αέρια (g/s και g/l)ονομάζονται αφροί .

Στην φαρμακευτική τα αιωρήματα χαρακτηρίζονται ως φυσικώς σταθερά , όταν τα τεμαχίδια δεν συσσωματώνονται και κατανέμονται ομοιόμορφα στο μέσο διασποράς . Επειδή αυτή είναι μια ιδανική κατάσταση που σπάνια συμβαίνει , κρίνεται απαραίτητο τα τεμαχιδια που επικάθονται να μπορούν να επαναιωρούνται εύκολα με απλή ανατάραξη .