Με τον όρο αλλαξοπατριαρχία εννοείται η αλλαγή, η αντικατάσταση Πατριάρχη με άλλον στον πατριαρχικό θρόνο, όσο ακόμα ο πρώτος Πατριάρχης βρίσκεται στη ζωή, παρά το ότι το αξίωμα αυτό είναι ισόβιο.

Η αλλαξοπατριαρχία είναι όρος της νεότερης εποχής: Δημιουργήθηκε επί Τουρκοκρατίας, εξαιτίας της συχνής αντικαταστάσεως Οικουμενικών Πατριαρχών εκείνη την περιόδο. Αρχικώς ο Πατριάρχης την ημέρα της ενθρονίσεώς του έπαιρνε από τον Οθωμανό Σουλτάνο χρήματα, μια επιχορήγηση. Αργότερα όμως όχι μόνο τα χρήματα αυτά καταργήθηκαν, αλλά αντιθέτως ο κάθε νέος Πατριάρχης έπρεπε προκειμένου να ενθρονισθεί να πληρώσει στον Σουλτάνο το λεγόμενο «πεσκέσι» (φιλοδώρημα). Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, αυτό έγινε για πρώτη φορά στην περίπτωση του Πατριάρχη Συμεών Α΄ στα μέσα του 1466, όταν Τραπεζούντιοι της Κωνσταντινουπόλεως κατάφεραν να εκλέξουν τον συμπατριώτη τους Συμεών, με την υπόσχεση να καταβάλλουν ετήσιο πεσκέσι στην Υψηλή Πύλη ύψους χιλίων χρυσών νομισμάτων, καθώς και να παραιτηθεί ο Πατριάρχης από την επιχορήγηση. Στα τέλη του ίδιου έτους όμως, η Μάρα Βράνκοβιτς κατέβαλε διπλάσιο χρηματικό ποσό στον Σουλτάνο και πέτυχε να ανατραπεί ο Συμεών και να εκλεγεί πατριάρχης ο Φιλιππουπόλεως Διονύσιος. Ο Διονύσιος καθαίρεσε τον Συμεών με συνοδική πράξη. Μετά την πρώτη Πατριαρχία του Διονυσίου συγκροτήθηκε Σύνοδος που επανεξέλεξε τον Συμεών στα τέλη του 1471 ή στις αρχές του 1472. Στη Σύνοδο αυτή συμμετείχαν δύο εκπρόσωποι του Σουλτάνου, προφανώς για να επηρεάσουν το αποτέλεσμα υπέρ του Συμεών, καθώς οι Τραπεζούντιοι αυτή τη φορά κατέβαλαν δύο χιλιάδες φλουριά στον Σουλτάνο. Με όλα αυτά ο Σουλτάνος (τότε ήταν ακόμη ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής) κατάλαβε ότι τον συνέφερε να αλλάζουν συχνά οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, ώστε να προσπορίζεται περισσότερα έσοδα. Συνακόλουθα, το 1475 ο Συμεών αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπό το βάρος ασαφών συκοφαντιών, καθώς ο διάδοχός του, ο Σέρβος ιερομόναχος Ραφαήλ, κατέβαλε μεγάλο χρηματικό ποσό για να ανέλθει εκείνος στον θρόνο. Αλλά ο Συμεών εξελέγη για τρίτη φορά το 1482, καταβάλλοντας πάλι δύο χιλιάδες φλουριά, τα οποία μάλιστα καταγράφονται στο βεράτι εκλογής του ως υποχρέωση[1][2].

Εξαιτίας αυτών των κακών προηγουμένων, καθιερώθηκε το πεσκέσι και εξ αυτού και η συχνή αλλαξοπατριαρχία. Αργότερα, το 1713, εμφανίσθηκε και άλλος πατριαρχικός «φόρος», το λεγόμενο «μουκαρέτιον», δηλαδή ένα είδος ετήσιας εισφοράς, από 500 έως χίλια φλουρια. Αυτό, καθώς ήταν ετήσιο και ανεξάρτητο της αλλαγής πατριάρχη, δημιούργησε την ελπίδα ότι θα ήταν δυνατό να εκλείψουν οι συχνές αλλαξοπατριαρχίες. Τούτο όμως διαψεύσθηκε για τον λόγο ότι το πεσκέσι αυξήθηκε και επιπλέον επεκτάθηκε και στους νέους μητροπολίτες.

Η χριστιανική κοινότητα της Κωνσταντινουπόλεως ανεζήτησε έτσι άλλον τρόπο για την καταπολέμηση του φαινομένου, το οποίο εκτός των άλλων συνέτεινε και στην οικονομική αφαίμαξη των πιστών, δεδομένου ότι τα χρήματα που πλήρωνε ο νέος πατριάρχης (ή και ο μητροπολίτης) προέρχονταν από το «Ταμιείον του Κοινού». Επεχείρησαν έτσι να ενισχύσουν τον ρόλο της «Ενδημούσης Συνόδου», η οποία ήταν δυνατόν να δώσει κάποια λύση στο πρόβλημα. Το σπουδαιότερο ίσως βήμα προς τον σκοπό αυτόν ήταν το σουλτανικό διάταγμα «Χάτι χουμαγιούν», που εκδόθηκε το 1759 και όριζε να μη γίνεται αλλαξοπατριαρχία χωρίς μαχζάρι (έγγραφο) των αρχιερέων[3]. Η «Ενδημούσα Σύνοδος» περιόρισε έτσι πράγματι τις αλλαξοπατριαρχίες, όχι όμως και την απολυταρχία του Πατριάρχη, καθότι μόνον εκείνος χρησιμοποιούσε την πατριαρχική σφραγίδα. Στο θέμα αυτό σημαντική μεταβολή επέφερε ο Πατριάρχης Σαμουήλ Α΄ ο Χαντζερής: Με ενέργειές του στις αρχές ήδη της πρώτης πατριαρχίας του εκδόθηκε σουλτανικό διάταγμα («Χάτι σερίφ», 1763), δια του οποίου διαιρείτο η πατριαρχική σφραγίδα σε τέσσερα τεμάχια. Τα τρία από αυτά ο Πατριάρχης τα παραχωρούσε σε τρεις σεβάσμιους μητροπολίτες (Γέροντες). Από τότε ο εκάστοτε πατριάρχης ήταν υποχρεωμένος να καθορίζει τακτικότερα τις συνεδριάσεις της Ενδημούσης Συνόδου, η απολυταρχία του έπαυσε και μέρος της εξουσίας του περιήλθε στα χέρια των Γερόντων, ως μελών της Συνόδου («Γεροντισμός»).

Γενικότερα η Ενδημούσα Σύνοδος απέτρεψε ή ματαίωσε πολλές φορές επικείμενες αλλαξοπατριαρχίες, υπήρξαν ωστόσο και περιπτώσεις κατά τις οποίες χωρίς σοβαρό λόγο πραγματοποίησε άλλες. Βέβαιο πάντως είναι ότι ο συνολικός «ισολογισμός» ήταν θετικός, δηλαδή εάν οι πατριάρχες αφήνονταν αδέσμευτοι οι αλλαξοπατριαρχίες θα ήταν περισσότερες.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Αγορίτσας 2019, σελ. 257.
  2. Ζαχαριάδου 1996, σελ. 84.
  3. Υψηλάντης, Αθανάσιος: Τα μετά την Άλωσιν, σελ. 379

Πηγές Επεξεργασία