Αλτηρία

γένος από πλαγκτονικούς μικροοργανισμούς των γλυκών νερών, που ανήκουν στα βλεφαριδωτά

Η αλτηρία (λατινική και επιστημονική ονομασία Halteria), είναι γένος από πλαγκτονικούς μικροοργανισμούς, που ανήκουν στα βλεφαριδωτά και ζουν σε γλυκά νερά σε όλη τη Γη. Είναι σχετικώς εύκολο να εντοπισθούν εξαιτίας της αφθονίας τους και της χαρακτηριστικής συμπεριφοράς τους. Παρατηρήσεις αλτηρίας πιθανώς χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα, δηλαδή μπορεί να είναι από τους πρώτους μικροοργανισμούς που ανακαλύφθηκαν, αμέσως μετά την εφεύρεση του μικροσκοπίου.[1]

Σήμερα η αλτηρία ταξινομείται ως γένος που υπάγεται στη δική του ομώνυμη τάξη βλεφαριδωτών, τα Halteriida, και τη δική του οικογένεια, τις αλτηριίδες. Τα είδη της αλτηρίας υπάρχουν το καθένα σε δύο διαφορετικές μορφές, την τροφική και την εγκυστωμένη, περιγραφόμενα συνήθως στην πρώτη από τις δύο.[2] Ταυτοποιούνται από τη μοναδική τους κίνηση με «άλματα», στην οποία οφείλουν και την ίδια την ονομασία τους. Αυτή η κίνηση καθίσταται εφικτή χάρη σε μια σειρά άκαμπτων θυσάνων από λεπτές νηματοειδείς βλεφαρίδες, που κινούνται συντονισμένα και επιτρέπουν έτσι στον οργανισμό να κινηθεί απότομα με μεγάλη ταχύτητα προς τα πίσω.[3]

Οι αλτηρίες είναι ετερότροφοι οργανισμοί και σημαντικοί καταναλωτές βακτηρίων στα ενδιαιτήματά τους, ενώ αποτελούν οι ίδιες τροφή κυρίως μετάζωων. Μια πρόσφατη ερευνητική εργασία χαρακτηρίζει είδη αλτηρίας ως τους πρώτους ταυτοποιημένους ως «ιοφάγους» οργανισμούς, δηλαδή οργανισμούς που μπορούν να τρέφονται με ιούς.[4] Τα κύτταρα της αλτηρίας έχουν προσεγγίστικά σχήμα θόλου και, εκτός από τους θυσάνους, φέρουν ένα «περιδέραιο» βλεφαρίδων γύρω από το στοματικό άνοιγμα. Αυτές οι βλεφαρίδες χρησιμεύουν τόσο για τη λήψη τροφής, όσο και για τη μετακίνηση του οργανισμού-κυττάρου.[3] Ο σημαντικός οικολογικός ρόλος που διαδραματίζουν οι αλτηρίες, καθώς και ο μοναδικός τρόπος μετακινήσεώς τους, καθιστούν το γένος Halteria ενδιαφέρον για διάφορες μελέτες της πρωτιστολογίας.


Παραπομπές Επεξεργασία

Πηγές Επεξεργασία

  • Το λήμμα «αλτήρια» στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμ. 4, σελ. 524