Αναστασιανός Πόλεμος

πόλεμος μεταξύ της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών από το 502 έως το 506

Ο Αναστασιανός πόλεμος διεξήχθη από το 502 έως το 506 μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Σασανιδικής Αυτοκρατορίας. Ήταν η πρώτη μεγάλη σύγκρουση μεταξύ των δύο δυνάμεων από το 440, και θα ήταν το προοίμιο μίας μακράς σειράς καταστροφικών συγκρούσεων μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών τον επόμενο αιώνα.

Προανάκρουσμα

Επεξεργασία

Διάφοροι παράγοντες αποτελούν τη βάση τού τερματισμού της μεγαλύτερης περιόδου ειρήνης, που απόλαυσαν ποτέ η Ανατολική Ρωμαϊκή και η Σασσανιδική αυτοκρατορία. Ο Πέρσης βασιλιάς Καβάδης Α' χρειαζόταν χρήματα, για να πληρώσει τα χρέη του στους Εφθαλίτες, που τον είχαν βοηθήσει να ανακτήσει τον θρόνο του το 498/499. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από τις πρόσφατες αλλαγές στη ροή του Τίγρη στην Κάτω Μεσοποταμία, που πυροδότησε λιμούς και πλημμύρες. Όταν ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Αναστάσιος Α' αρνήθηκε να παράσχει οποιαδήποτε βοήθεια, ο Καβάδης Α΄ προσπάθησε να κερδίσει τα χρήματα με τη βία.[1]

 
Η Ρωμαϊκή και η Σασσανιδική Αυτοκρατορία το 500, δείχνοντας επίσης τους γείτονές τους, πολλοί από τους οποίους σύρθηκαν σε πολέμους μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων.

Η εκστρατεία του Καβάδη Α΄ του 502

Επεξεργασία

Το 502, ο Kαβάδης Α΄ κατέλαβε γρήγορα την απροετοίμαστη πόλη της Θεοδοσιόπολης, ίσως με τοπική υποστήριξη: η πόλη ήταν σε κάθε περίπτωση ανυπεράσπιστη από στρατεύματα και ασθενώς οχυρωμένη.[2] Την ίδια χρονιά έπεσε και η Μαρτυρόπολις. Στη συνέχεια, ο Καβάδης Α΄ πολιόρκησε την πόλη-φρούριο της Άμιδας το φθινόπωρο και τον χειμώνα (502-503), και την κατέλαβε μετά από μία μακρά πολιορκία, αν και οι υπερασπιστές δεν υποστηριζόταν από στρατεύματα.[2] Πολλοί άνθρωποι, ιδιαίτερα ο πληθυσμός της Άμιδας, εκτοπίστηκαν στο Παρς και στο Kουζεστάν στην Περσία, ιδιαίτερα στη νέα πόλη Βεχ-αζ-Aμίδ Kαβάδ (Arrajan).[3]

Η εκστρατεία του Αναστασίου Α΄ το 503 και η αντεπίθεση του Καβάδη Α΄

Επεξεργασία

Ο Ρωμαίος (Βυζαντινός) Αυτοκράτορας Αναστάσιος Α' έστειλε στρατό τον Μάιο του 503 εναντίον των Σασσανιδών. Ο στρατός αριθμούσε 52.000 άνδρες, η μεγαλύτερη ρωμαϊκή δύναμη στην Ανατολή από την εισβολή του Ιουλιανού στην Περσία και ο μεγαλύτερος συγκεντρωμένος ρωμαϊκός στρατός κατά τη διάρκεια του 6ου αι.[4] Η δύναμη συγκεντρώθηκε στην Έδεσσα και στα Σαμόσατα. Λειτούργησε σε τρεις μεραρχίες υπό τον magister militum per Orientem Aρεόβινδο, τον στρατηγό Πατρίκιο και τον Υπάτιο. Ο Υπάτιος και ο Πατρίκιος επιτέθηκαν στην Άμιδα, την οποία κρατούσε μία φρουρά 3.000 ατόμων υπό τον Γλόνη. Ο Αρεόβινδος, μαζί με τον Ρωμανό και τον Άραβα φύλαρχο Ασουάδ (ή Ασβάντ) (πιθανώς βασιλιά της Κίνδα) επιτέθηκαν στη Νίσιβη, στην οποία διέμενε ο Καβάδης Α΄.[5] Ο Προκόπιος αναφέρει επίσης τον Κέλερ ως τέταρτο διοικητή.[6] Αξιοσημείωτοι αξιωματικοί που σχετίζονται με αυτή τη δύναμη περιλαμβάνουν τον «ύπαρχο» Απίωνα Α' (τον Αιγύπτιο),[7] τον κόμη Ιουστίνο (τον μελλοντικό Αυτοκράτορας),[8] τον Πατρικίολο και τον γιο του Βιταλιανό (ο οποίος αργότερα επαναστάτησε εναντίον του Αναστάσιου Α΄), ο Κόλχος Φαρεσμάνης και οι Γότθος Γοδιδίσκλος και Bέσσας.[6]

Αρχικά, ο Aρεόβινδος κέρδισε το επάνω χέρι στη Nίσιβι, αλλά η αντεπίθεση τού Kαβάδη Α΄ τον νίκησε, λεηλάτησε το οχυρό του στα Aπάδανα και τον ανάγκασε να υποχωρήσει προς τα δυτικά. Ο Υπάτιος και ο Πατρίκιος προσπάθησαν να τον βοηθήσουν, αλλά ήταν πολύ αργά.[5] Δεν κατάφεραν να ενωθούν με τον Aρεόβινδο και ηττήθηκαν αποφασιστικά μεταξύ Aπαδάνων και Τελ Μπεσμέ και υποχώρησαν στα Σαμόσατα. Σύμφωνα με τον Ζαχαρία, το ιππικό τους υπέφερε πολύ κατά την υποχώρηση, πέφτοντας από τα βράχια των βουνών. Ο Καβάδης Α΄ συνέχισε προς τα δυτικά προς την Κωνσταντία, αλλά δεν κατάφερε να την καταλάβει, αν και έλαβε προμήθειες από τους κατοίκους της. Στις αρχές Σεπτεμβρίου ο Καβάδης Α΄ έφτασε κοντά στην Έδεσσα. Ο Aρεόβινδος απέρριψε το αίτημα του Kαβάδη για 10.000 λίβρες (4.500 κιλά) χρυσού με αντάλλαγμα την ειρήνη. Οι Σασσανίδες και οι Λαχμίδες κατέλαβαν μεγάλο μέρος της Oσροηνής, αλλά οι προσπάθειες να επιτεθούν στην οχυρωμένη πόλη απέτυχαν. Εν τω μεταξύ, οι ρωμαϊκές δυνάμεις υπό τον Φαρεσμάνη επιτέθηκαν στην Άμιδα, η οποία σκότωσε με πονηριά τον Σασσανίδη διοικητή Γλόνη. Αυτό, μαζί με τις επιδρομές των Ούννων, την άφιξη των ρωμαϊκών ενισχύσεων και την έλλειψη προμηθειών του Καβάδη Α΄, τον ανάγκασαν να αποσυρθεί στην Περσία. Αυτό συνέβαλε περαιτέρω στη φήμη της Έδεσσας ως απόρθητης.[8] Εν τω μεταξύ, ο δούκας της Οσροηνής, ο Τιμόστρατος, νίκησε τους Λαχμίδες και οι Θαλαβίτες (Βυζαντινοί Άραβες) επιτέθηκαν στην πρωτεύουσα των Λαχμιδών αλ-Χίρα.[8]

Η νέα επίθεση του Αναστασίου Α΄

Επεξεργασία

Το καλοκαίρι του 503, ο Αναστάσιος Α΄ έστειλε ενισχύσεις υπό τον magister officiorum Κέλερ και ακύρωσε τους φόρους από τη Μεσοποταμία και την Oσροηνή, ενώ ο Υπάτιος και ο Απίων ανακλήθηκαν. Ο Πατρίκιος μετακόμισε στην Άμιδα, νίκησε μία δύναμη που εστάλη εναντίον του και επένδυσε την πόλη. Ο Κέλερ ενώθηκε μαζί του αργότερα την άνοιξη του 504. Ενώ η πολιορκία συνεχιζόταν, ο Κέλερ επιτέθηκε στην Μπεθ Αραμπαγιέ, ενώ ο Aρεόβινδος επιτέθηκε στην Aρζανηνή. Η αδυναμία των Σασσανιδών σε αυτό το σημείο είναι εμφανής, από τις αυτομολήσεις προς τη ρωμαϊκή πλευρά από τον αποστάτη Κωνσταντίνο, κάποιον Άραβα αρχηγό Αντίντ και τον Αρμένιο Μουσλέκ. Οι Βυζαντινοί κατέλαβαν τελικά την Άμιδα.[2][8]

Συνθήκη ειρήνης

Επεξεργασία

Την ίδια χρονιά, συμφωνήθηκε ανακωχή ως αποτέλεσμα εισβολής των Ούννων από τον Καύκασο στην Αρμενία. Έγιναν διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο δυνάμεων, αλλά ήταν τέτοια η δυσπιστία που το 506 οι Ρωμαίοι, υποπτευόμενοι για προδοσία, κατέλαβαν τους Πέρσες αξιωματούχους. Μόλις απελευθερώθηκαν, οι Πέρσες προτίμησαν να μείνουν στη Νισίβη.[2] Τον Νοέμβριο του 506, επιτέλους συμφωνήθηκε μία συνθήκη, αλλά λίγα είναι γνωστά για τους όρους της συνθήκης. Ο Προκόπιος αναφέρει ότι συμφωνήθηκε ειρήνη για επτά χρόνια, και είναι πιθανό να έγιναν κάποιες πληρωμές στους Πέρσες.[9] Οι Πέρσες δεν κράτησαν ρωμαϊκά εδάφη και δεν καταβάλλονταν ετήσιοι φόροι, οπότε φαίνεται ότι η συνθήκη ειρήνης δεν ήταν σκληρή για τους Ρωμαίους.[10]

Συνέπεια

Επεξεργασία

Οι Ρωμαίοι στρατηγοί κατηγόρησαν πολλές από τις δυσκολίες τους σε αυτόν τον πόλεμο στην έλλειψη μίας σημαντικής βάσης στην άμεση γειτνίαση των συνόρων, έναν ρόλο που έκανε για τους Πέρσες η Νίσιβις (η οποίοα μέχρι την απόσχισή της το 363 είχε τον ίδιο σκοπό για τους Ρωμαίους). Έτσι το 505 λοιπόν ο Αναστάσιος Α΄ διέταξε να κτιστεί μία μεγάλη οχυρή πόλη στη Δάρα. Οι ερειπωμένες οχυρώσεις αναβαθμίστηκαν επίσης στην Έδεσσα, τις Βάτνες και την Άμιδα.[2]

Αν και δεν έλαβε χώρα καμία άλλη μεγάλης κλίμακας σύγκρουση κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού Αναστασίου Α΄, οι εντάσεις συνεχίστηκαν, ειδικά όσο συνεχίζονταν οι εργασίες στο Δάρα. Αυτό το κατασκευαστικό έργο επρόκειτο να γίνει βασικό συστατικό της ρωμαϊκής άμυνας και επίσης μία διαρκής πηγή διαμάχης με τους Πέρσες, οι οποίοι παραπονούντο ότι η κατασκευή του παραβίαζε τη συνθήκη, που είχε συμφωνηθεί το 422, με την οποία και οι δύο αυτοκρατορίες είχαν συμφωνήσει να μην δημιουργήσουν νέες οχυρώσεις στην συνοριακή ζώνη. Ο Αναστάσιος Α΄, ωστόσο, συνέχισε το έργο, εκτρέποντας τα παράπονα του Καβάδη Α΄ με χρήματα.[11] Οι Πέρσες σε καμία περίπτωση δεν μπόρεσαν να σταματήσουν το έργο, και τα τείχη ολοκληρώθηκαν το 507/508.[2]

Βιβλιογραφικές αναφορές

Επεξεργασία
  1. Procopius. History of the Wars, I.7.1-2; Greatrex & Lieu 2002.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 Greatrex & Lieu 2002.
  3. A. Shapur Shahbazi, Erich Kettenhofen, John R. Perry, “DEPORTATIONS,” Encyclopædia Iranica, VII/3, pp. 297-312, available online at http://www.iranicaonline.org/articles/deportations (accessed on 30 December 2012).
  4. Petersen, Leif Inge Ree (15 Σεπτεμβρίου 2013). Siege Warfare and Military Organization in the Successor States (400-800 AD): Byzantium, the West and Islam (στα Αγγλικά). BRILL. σελ. 342. ISBN 978-90-04-25446-6. 
  5. 5,0 5,1 Heather, Peter J. (2018). Rome Resurgent: War and Empire in the Age of Justinian (στα Αγγλικά). Oxford University Press. σελ. 77. ISBN 978-0-19-936274-5. 
  6. 6,0 6,1 Procopius of Caesarea (2007). History of the Wars: Books 1-2 (Persian War) (στα Αγγλικά). Cosimo, Inc. σελίδες 61–63. ISBN 978-1-60206-445-4. 
  7. Bury, John Bagnell (1958). History of the Later Roman Empire from the Death of Theodosius I. to the Death of Justinian (στα Αγγλικά). Courier Corporation. σελ. 471. ISBN 978-0-486-20398-0. 
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 Dodgeon, Michael H.· Lieu, Samuel N. C. (1991). The Roman Eastern Frontier and the Persian Wars Ad 363-628 (στα Αγγλικά). Psychology Press. σελίδες 68–72. ISBN 978-0-415-46530-4. 
  9. Procopius. History of the Wars, I.9.24; Greatrex & Lieu 2002.
  10. Heather, P. J. (Peter J.) (2018). Rome resurgent : war and empire in the age of Justinian. New York, NY: Oxford University Press. ISBN 9780199362745. 
  11. Hughes, Ian (Historian) (2009). Belisarius : the last Roman general. Yardley, Pa.: Westholme. ISBN 9781594160851. 
  • Procopius; Dewing, H. B. (trans.) (1914). History of the Wars. Books I–II.

Δευτερεύουσες

Επεξεργασία
  • Greatrex, Geoffrey; Lieu, Samuel N. C. (2002). The Roman Eastern Frontier and the Persian Wars (Part II, 363–630 AD). New York, New York and London, United Kingdom: Routledge (Taylor & Francis). ISBN 0-415-14687-9.