Ανευπλοειδία
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Η ανευπλοειδία είναι μια αριθμητική χρωμοσωμική ανωμαλία στην οποία υπάρχει ένα επιπλέον ή ένα λιγότερο χρωμόσωμα. Είναι η συνηθέστερη χρωμοσωμική ανωμαλία με κλινικό αντίκτυπο. Τα άτομα με ανευπλοειδία λέγοντα ανευπλοειδή. Συνήθως τα ανευπλοειδή άτομα έχουν τρισωμία (τρία αντί για δύο αντίγραφα ενός χρωμοσώματος) ή μονοσωμία (με ένα μόνο αντίγραφο ενός χρωμοσώματος). Και οι δύο καταστάσεις έχουν σοβαρές επιπτώσεις στο φαινότυπο ενός ατόμου, ο οποίος είναι σε όλες τις περιπτώσεις σωματική ή/και νοητική υστέρηση. Ανευπλοειδία εμφανίζεται τουλάχιστον στο 5% των διαπιστωμένων κυήσεων.
Αίτια
ΕπεξεργασίαΤα αίτια της ανευπλοειδίας δεν έχουν κατανοηθεί πλήρως. Ο πιο συνηθισμένος μηχανισμός είναι ο λανθασμένος διαχωρισμός των ομόλογων χρωμοσωμάτων ή των αδελφών χρωματίδων κατά τη διαδικασία της μείωσης, ένα φαινόμενο γνωστό ως μη-διαχωρισμός. Αν ο μη φυσιολογικός γαμέτης που προκύψει γονιμοποιηθεί από φυσιολογικό γαμέτη, τότε το ζυγωτό διαθέτει λάθος ποσότητα γεννητικού υλικού και δεν αναπτύσσεται σωστά. Τα αποτελέσματα του μη διαχωρισμού διαφέρουν ανάλογα με το στάδιο της μείωσης στο οποίο συμβαίνει ο μη διαχωρισμός. Αν ο μη διαχωρισμός συμβεί στη μείωση Ι, τότε ο γαμέτης έχει ένα χρωμόσωμα πατρικής και ένα μητρικής προελεύσεως χρωμόσωμα. Αν συμβεί στη μείωση ΙΙ, τότε ο γαμέτης έχει δύο αντίγραφα είτε του πατρικού είτε του μητρικού χρωμοσώματος. Έχει βρεθεί ότι η πιθανότητα μη διαχωρισμού των ομολόγων χρωμοσωμάτων σχετίζεται με παρεκκλίσεις στον αριθμό και τη θέση των ανασυνδυασμών στην μείωση Ι. Αν ο αριθμός των ανασυνδυασμών σε ένα ζεύγος χρωμοσωμάτων είναι μικρός ή οι ανασυνδυασμοί έγιναν κοντά στο κεντρομερές ή το τελομερές, τότε τα χρωμοσώματα είναι πιο επιρρεπή σε φαινόμενα μη διαχωρισμού.
Πέρα από το κλασσικό μη διαχωρισμό, σε ανευπλοειδία μπορεί να οδηγήσει και ο διαχωρισμός των αδελφών χρωματίδων στην μείωση Ι αντί στην μείωση ΙΙ. Σε αυτή τη περίπτωση, οι χρωματίδες κατανέμονται τυχαία στους γαμέτες, οι οποίοι δεν έχουν σωστή χρωμοσωματική σύνθεση. Τέλος, μη διαχωρισμός μπορεί να προκύψει και μετά το σχηματισμό του ζυγωτού, σε κάποια πρώιμη μιτωτική διαίρεση. Σε αυτή τη περίπτωση, προκύπτει ένας κλινικά σημαντικός μωσαϊκισμός.
Παθήσεις
ΕπεξεργασίαΟι περισσότερες ανευπλοειδίες είναι θανάσιμες. Ο συνηθέστερος τύπος τρισωμίας είναι η ύπαρξη τριών χρωμοσωμάτων 21, γνωστή ως τρισωμία 21 ή σύνδρομο Ντάουν (Down). Άλλες τρισωμίες στα νεογνά είναι οι τρισωμίες 13 και 18, των οποίων τα συμπτώματα είναι βαρύτερα από αυτά του συνδρόμου Ντάουν. Τρισωμίες σε άλλα χρωμοσώματα είναι θανατηφόρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα χρωμοσώματα 13, 18 και 21 έχουν το μικρότερο αριθμό γονιδίων. Επίσης, τρισωμίες συμβαίνουν και στα φυλετικά χρωμοσώματα Χ και Υ. Η πιο κοινή από αυτές τις τρισωμίες είναι το σύνδρομο Κλαϊνεφέλτερ, στο οποίο υπάρχουν 44 φυσιολογικά αυτοσωμικά χρωμοσώματα και τρία φυλοσύνδετα, τα ΧΧΥ.
Οι μονοσωμίες που αφορούν την απουσία ενός ολόκληρου χρωμοσώματος δεν είναι βιώσιμες. Εξαίρεση αποτελεί η μοσωμία στο χρωμόσωμα Χ ή σύνδρομο Turner, η οποία είναι η μόνη που έχει εντοπιστεί στον άνθρωπο. Τα άτομα που πάσχουν από σύνδρομο Τέρνερ έχουν μόνο ένα χρωμόσωμα Χ (Χ0) και δεν εμφανίζουν δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του φύλου, παρόλο που έχουν φαινότυπο θηλυκού ατόμου, και είναι στείρα.
Διάγνωση
ΕπεξεργασίαΗ διάγνωση των ανευπλοειδιών γίνεται με προγεννητικό έλεγχο. Συνήθως, η διάγνωση γινόταν με λήψη χοριακών λαχνών ή με αμνιοπαρακέντηση, από τις οποίες απομονωνόταν τα κύτταρα του εμβρύου και ύστερα από κυτταροκαλλιέργεια γινόταν καρυοτυπική ανάλυση στην οποία εμφανιζόταν αν το έμβρυο είχε λάθος αριθμό χρωμοσωμάτων.
Σήμερα χρησιμοποιείται πολύ περισσότερο η μέθοδος FISH, η οποία δεν απαιτεί κυτταροκαλλιέργεια. Η μέθοδος FISH καθορίζει γρήγορα και αποτελεσματικά αν το έμβρυο πάσχει από ανευπλοειδία. Πολλά κυτταρογενετικά εργαστήρια κάνουν προγεννητική μεσοφασική ανάλυση για τα χρωμοσώματα 13, 18, 21, Χ και Υ, τα οποία ευθύνονται για τη πλειονότητα των ανευπλοειδιών στα νεογνά.
Πηγές
Επεξεργασία- Β. Αλεπόρου κ.ά. (1999). Βιολογία θετικής κατεύθυνσης Γ’ τάξης Γενικού Λυκείου. ΟΕΔΒ. σελ. 96 - 97, 100.
- R.L. Nussbaum· R.R. McInnes· H.F. Willard (2011). Thompson & Thompson Ιατρική Γενετική. Π.Χ. Πασχαλίδης. σελ. 90 - 94. ISBN 978-960-489-062-0.