Αρηίθοος
Ο Αρηίθοος αναφέρεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα, ως βασιλιάς της Άρνης, πατέρας του Μενέσθιου, και άνδρας της Φυλομέδουσας[2]. Από μία διήγηση του Νέστορα πληροφορούμαστε ότι δε μαχόταν με ακόντιο ή τόξο, αλλά επιτίθονταν στις εχθρικές φάλαγγες με ένα σιδερένιο ρόπαλο το οποίο του είχε χαρίσει ο Άρης. Τον Αρηίσθοο σκότωσε με δόλο ο Λυκούργος και τον έγδυσε από τα όπλα του, τα οποία στη συνέχεια χάρισε στον Ερευθαλίωνα[3].
Αρηίθοος | |
---|---|
Πληροφορίες ασχολίας | |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Φυλομέδουσα |
Τέκνα | Μενέσθιος[1] |
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ «Areithous» (Ρωσικά)
- ↑ Ιλιάς, ραψωδία η, στίχοι 8-10, Ἔνθ' ἑλέτην ὃ μὲν υἱὸν Ἀρηϊθόοιο ἄνακτος Ἄρνῃ ναιετάοντα Μενέσθιον, ὃν κορυνήτης γείνατ' Ἀρηΐθοος καὶ Φυλομέδουσα βοῶπις
- ↑ η, στίχοι 137 κ.εξ., τεύχε' ἔχων ὤμοισιν Ἀρηϊθόοιο ἄνακτος δίου Ἀρηϊθόου, τὸν ἐπίκλησιν κορυνήτην ἄνδρες κίκλησκον καλλίζωνοί τε γυναῖκες οὕνεκ' ἄρ' οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ, ἀλλὰ σιδηρείῃ κορύνῃ ῥήγνυσκε φάλαγγας. τὸν Λυκόοργος ἔπεφνε δόλῳ, οὔ τι κράτεΐ γε, στεινωπῷ ἐν ὁδῷ ὅθ' ἄρ' οὐ κορύνη οἱ ὄλεθρον χραῖσμε σιδηρείη· πρὶν γὰρ Λυκόοργος ὑποφθὰς δουρὶ μέσον περόνησεν, ὃ δ' ὕπτιος οὔδει ἐρείσθη· τεύχεα δ' ἐξενάριξε, τά οἱ πόρε χάλκεος Ἄρης. καὶ τὰ μὲν αὐτὸς ἔπειτα φόρει μετὰ μῶλον Ἄρηος· αὐτὰρ ἐπεὶ Λυκόοργος ἐνὶ μεγάροισιν ἐγήρα, δῶκε δ' Ἐρευθαλίωνι φίλῳ θεράποντι φορῆναι