Οι Αύσονες ήταν όνομα με το οποίο οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς είχαν περιγράψει λαούς που ζούσαν στην κεντρική και την νότια Ιταλία.[1] Σύμφωνα με τη μυθολογία, βασιλιάς των Αύσονων ήταν ο Αύσονας γιος του Οδυσσέα και της Κίρκης ή της Καλυψούς. Γιος του Αύσονα ήταν ο Λίπαρος επώνυμος της νήσου Λίπαρος. Οι Αύσονες κατοικούσαν σε μια περιοχή που ονομαζόταν Αυσονία και καταλάμβανε τις σημερινές επαρχίες Λάτσιο, Καμπανία, Ρέτζιο Καλάμπρια και Σέλε, στις περιοχές αυτές εγκαταστάθηκαν αργότερα Έλληνες άποικοι. Η γλώσσα τους ήταν παρακλάδι της ινδοευρωπαϊκής, πιστεύεται ότι είχαν έρθει στην Ιταλία πριν τον 17ο αιώνα π.Χ. Γύρω στο 1271 π.Χ. Αύσονες εγκαταστάθηκαν και στη Σικελία. Κυριότερες πόλεις τους ήταν η Αύσονα, η Μιντούρνο και η Σινούεσσα. Στην επαρχία Καζέρτα έχει βρεθεί ή αρχαία Αύσονα. Στο πάρκο της Ροκαμονφίνα έχουν ανασκαφή πολυγωνικά τείχη που ανήκουν στον πολιτισμό των Αύσονων. Την ορολογία χρησιμοποίησε ο Τίτος Λίβιος για να καταγράψει τους Αύρογγες, αργότερα το όνομα "Αυσονία" έγινε ένας ποιητικός ορισμός για να περιγράψει όλους τους Έλληνες και τους Λατίνους που ζούσαν στην Ιταλική χερσόνησο.[1]

Η Αυσονία σε χάρτη της αρχαίας κεντρικής Ιταλίας

Συνωνυμίες

Επεξεργασία
 
Η περιοχή της Αυσονίας

H χρήση του ονόματος από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς είναι ασαφής, δεν συμπίπτει με τον ίδιο τον πληθυσμό των Αύσονων.[2] Η ορολογία "Αύρογγες" χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους Ρωμαίους με στόχο να περιγράψουν τους λαούς που οι Έλληνες κατέγραφαν ως "Αύσονες".[1][3] Τα ονόματα φαίνονται διαφορετικά αλλά πολλές φορές στα Λατινικά το "Σ" μετατρέπεται σε "Ρ".[2][3] Το γεγονός ότι ήταν οι ίδιοι λαοί επιβεβαιώνει ο Μαύρος Σέρβιος Ονοράτος και αργότερα ο Δίων Κάσσιος, λένε με σαφήνεια ότι οι Αύσονες ζούσαν ανάμεσα στην περιοχή των Βόλσκων και των Ιταλών της Καμπανίας. Η ονομασία "Αύρογγες" δεν χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους τόσο συχνά όσο έκαναν οι Έλληνες.[3] Οι Ρωμαίοι τον 4ο αιώνα π.Χ. εμπνεύστηκαν δύο διαφορετικές φυλές με στόχο να διακρίνουν τα δύο ονόματα, κατοικούσαν και οι δύο φυλές στα σύνορα ανάμεσα στο Λάτιο και την Καμπανία.[2][4] Πολύ πιθανό οι Αύσονες να ταυτίζονται με τους Όσκους που καταγράφονται πολλές φορές ως "Οπικοί". Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι η Τυρρηνική Ιταλία κατοικήθηκε από τους Οπικούς "που πολλές φορές στην εποχή του λέγονταν και Αύσονες" [5] Ο Αντίοχος ο Συρακούσιος σημειώνει επίσης το ίδιο, ότι η Ιταλική Καμπανία κατοικήθηκε για πρώτη φορά από τους Οπικούς "που λεγόντουσαν και Αύσονες".[6]

Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος συμφωνεί με τον Αντίοχο και καταγράφει την Νώλα στην Καμπανία ως "πόλη των Αυσόνων".[7] Ο Πολύβιος αντίθετα έγραψε ότι στην Καμπανία ζούσαν δύο διαφορετικά έθνη οι Αύσονες και οι Οπικοί, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είχαν διαφορετική καταγωγή. Οι Οπικοί και οι Όσκοι ήταν ξεκάθαρα ο ίδιος λαός.[8] Η χρήση του ονόματος "Αύσονες" πιθανότατα να χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει όλους τους κατοίκους της Ιταλικής χερσονήσου.[1]

Προέλευση του ονόματος

Επεξεργασία
 
Οι Αιολίδες νήσοι

Οι Έλληνες ανέφεραν πολλές φορές το όνομα των Αυσόνων χωρίς να λάβουν υπόψη ότι καταγράφουν μαζί με αυτούς και άλλες διαφορετικές φυλές. Οι πληθυσμοί στους οποίους αναφέρονταν κατοικούσαν σε μια μεγάλη περιοχή της κεντρικής Ιταλίας. Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια πόσο ταυτίζονται οι Οπικοί και οι Όσκοι. Τα αποσπάσματα δείχνουν ότι ζούσαν στις δυτικές ακτές της Τυρρηνικής θάλασσας, οι Έλληνες την έλεγαν "Αυσονική θάλασσα".[2] Άλλοι συγγραφείς γράφουν ότι ήταν γηγενείς Ιταλοί και ζούσαν στα βουνά γύρω από το Μπενεβέντο.[2] Ο Σκύμνος ο Χίος γράφει επίσης ότι ζούσαν στα εσωτερικά της χερσονήσου και ο Στράβων ότι κατοικούσαν στα βουνά γύρω από τα Ποντινά έλη μαζί με τους Βόλσκους.[2][2] Το πιθανότερο η ονομασία αφορούσε τους γηγενείς Ιταλικούς λαούς γύρω από το Σάμνιον πριν καταλάβουν την περιοχή της Καμπανίας οι Σαμνίτες. Με την ονομασία αυτή διακρίθηκαν οι γηγενείς από τους Οίνωτρες και τους υπόλοιπους Πελασγούς που ζούσαν στα νότια της Ιταλικής Χερσονήσου.[2] Ο Ελλάνικος ο Λέσβιος σύμφωνα με τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα έγραψε ότι οι Αύσονες με τον βασιλιά τους Σικελό πήγαν στην Σικελία, από αυτούς προήλθαν οι Σικελοί.[2] Σύμφωνα με τον Στράβωνα η Τεμέση ιδρύθηκε από τους Αύσονες, πιθανότατα εννοούσε τους Οινωτρείς που ήταν οι μοναδικοί κάτοικοι της περιοχής πριν την Μεγάλη Ελλάδα.[2]

Το όνομα της Αυσονίας για ολόκληρη την Ιταλική χερσόνησο έχει πιθανότατα ποιητική σημασία, σύμφωνα με τον Διονύσιο χρησιμοποιήθηκαν από τους Έλληνες σε πανάρχαια χρόνια, σχετίζονταν με τις Εσπερίδες και την Σατουρνία.[9] Ο Λυκόφρων ο Χαλκιδεύς χρησιμοποιεί μιά παραλλαγή του ονόματος για να προσδιορίσει τους κατοίκους της Ιταλικής χερσονήσου. Στην ονομασία αυτή περιλαμβάνονται οι Άρποι στην Απουλία, η Καιρέα στην Ετρουρία, γείτονες της Ελληνικής Κύμης στην Καμπανία και οι όχθες του ποταμού Κράτη στην Λευκανία.[10] Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος χρησιμοποίησε λίγο αργότερα το όνομα της Αυσονίας για να περιγράψει όλους τους κατοίκους της Ιταλικής χερσονήσου, όπως ο Διονύσιος ο Περιηγητής και άλλοι Έλληνες ποιητές. Οι συγγραφείς της Αλεξάνδρειας ασπάστηκαν την ίδια ονομασία για τους κατοίκους της Ιταλίας ως ποιητική, το ίδιο έκαναν και οι Ρωμαίοι ποιητές.[10] Η προέλευση του ονόματος των Αύσονων είναι αβέβαιη, πιθανότατα έχει την ίδια ρίζα με τους Όσκους ή Οπικούς.[10] Οι Ρωμαίοι της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Ρωμανίας) χρησιμοποιούσαν μέχρι το 12ο αιώνα τον όρο Αύσονες για να περιγράψουν τον εαυτό τους, στα πλαίσια του κλασικιστικού μοντέλου ιστοριογραφίας της εποχής που απέδιδε σε σύγχρονους λαούς αρχαία ονόματα (π.χ. οι Άραβες καλούνταν Ασσύριοι). Από τον Μιχαήλ Ψελλό και έπειτα αρχίζει να χρησιμοποιείται, σε αυτό το κλασικιστικό πλαίσιο, ο όρος Έλληνες (που μέχρι τότε σήμαινε τον ειδωλολάτρη) γα να περιγράψει τους ελληνόφωνους Ρωμαίους της Ρωμανίας.

Οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες βρήκαν στην Ιταλία γηγενείς πληθυσμούς: Αύσονες, Οινωτροί και Ιάπυγες. Οι Αύσονες μιλούσαν μία από τις Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και βρισκόντουσαν στην Ιταλία από τον 17ο αιώνα π.Χ. Ο πυρήνας του πληθυσμού των Αυσόνων ζούσαν σε μια περιοχή που καταγραφόταν ως Αυσονία, τον 8ο αιώνα π.Χ. περιείχε το νότιο Λάτιο και την Καμπανία μέχρι τον ποταμό Σέλε. Ο Τίτος Λίβιος έγραψε ότι πρωτεύουσα τους ήταν οι Καλές αλλά λίγο αργότερα καταγράφει τις τρεις μεγαλύτερες πόλεις τους : Αυσονία, Μιντούρνη και Βέτσια. Οι πόλεις βρισκόντουσαν στην πεδιάδα, στα σύνορα με τον ποταμό Λείρις, όχι μακριά από το στόμιο του.[2] Την ίδια εποχή κατοικούσε την Αυσονία ένας ασήμαντος λαός που δεν μπόρεσε να αντισταθεί στους Ρωμαίους και την κατέκτησαν εύκολα (333 π.Χ.), οι Καλές έγιναν Ρωμαϊκή επαρχεία. Μετά την ήττα των Ρωμαίων από τους Σαμνίτες στην Μάχη της Λαυτούλης οι Αύσονες πήραν θάρρος και επαναστάτησαν, οι Ρωμαίοι ωστόσο τους υπέταξαν όλους και τους έσφαξαν, σύμφωνα με τον Λίβιο "το Αυσονικό έθνος αφανίστηκε".[2] Το σίγουρο είναι ότι δεν εμφανίζονται ποτέ ξανά στην ιστορία και καταγράφονται στα εξαφανισμένα έθνη του Πλίνιου.[2] Άλλες πηγές αναφέρουν ότι οι Αύσονες εγκαταστάθηκαν στην Καλαβρία. Ο Τίτος Λίβιος επαναλαμβάνει ότι οι μεγάλες πόλεις Αυσονία, Μιντούρνη, Βέτσια και Σινούεσσα καταστράφηκαν ολοκληρωτικά από τους Ρωμαίους επειδή συμμάχησαν με τους εχθρούς τους Σαμνίτες.

Αιολίδες νήσοι

Επεξεργασία

Ο Διόδωρος Σικελιώτης διέδωσε τον θρύλο ότι ο βασιλιάς των Αυσόνων Αύσων ήταν γιος του Οδυσσέα και της Κίρκης ή της Καλυψούς, ο γιος του ήταν ο Λίπαρος που έδωσε το όνομα του στις Λίπαρες νήσους. Την περίοδο 1240 π.Χ.-850 π.Χ. οι Αιολίδες νήσοι κατοικήθηκαν από τους Αύσονες υπό την ηγεσία του θρυλικού Λίπαρου.[11] Τον Λίπαρο διαδέχθηκε ο Αίολος που φιλοξένησε τον Οδυσσέα όπως περιγράφει ο Όμηρος. Η συνεχής κατοχή των Αυσόνων στα νησιά διακόπηκε βίαια τον 9ο αιώνα π.Χ. όταν κάηκε η πρωτεύουσα τους Λίπαρα και δεν ξανακτίστηκαν ποτέ, ένα μέρος των Αυσόνων μετακινήθηκε από την Καμπανία στην Σικελία (1270 π.Χ.). Οι ανασκαφές του Λίπαρι έφεραν στην επιφάνεια πολλά ευρήματα παρόμοια με αυτά στην Νότια Ιταλία, έμειναν γνωστά ως Αυσόνια Α΄ (1250 π.Χ.-1150 π.Χ.) και Αυσόνια Β΄ (1150 π.Χ.-850 π.Χ.), αντιστοιχούν στις Σικελικές Παντάλικα Α΄ και Β΄.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 https://www.britannica.com/topic/Aurunci
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 2,11 2,12 Bunbury 1854b, σ. 345
  3. 3,0 3,1 3,2 Bunbury 1854a, σ. 343
  4. Bunbury 1854a, p. 343 cites Livy, viii. 16
  5. Bunbury 1854b, p. 345 cites Aristotle Pol. vii. 10
  6. Bunbury 1854b, p. 345 cites Antiochus of Syracuse v. σ. 242
  7. Bunbury 1854b, σ. 345 cites ap. Steph. B. s. v. Νῶλα
  8. Bunbury 1854b, σ. 345 cites Strab. l. c
  9. Bunbury 1854b, σσ. 345-346
  10. 10,0 10,1 10,2 Bunbury 1854b, σ.346
  11. Διόδωρος Σικελιώτης, Ε΄, 7
  • Bunbury, Edward Hurbert (1854). "Aurunci". In Smith, William (ed.). Dictionary of Greek and Roman Geography