Ο Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917) ήταν Κύπριος ποιητής. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της Κυπριακής λογοτεχνίας.

Βασίλης Μιχαηλίδης
Γέννηση1849
Λευκόνοικο
Θάνατος18 Δεκεμβρίου 1917
Λεμεσός
Επάγγελμα/
ιδιότητες
ποιητής και συγγραφέας
ΥπηκοότηταΒρετανική Κύπρος

Βιογραφικό Επεξεργασία

Παιδικά Χρόνια Επεξεργασία

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης γεννήθηκε στο Λευκόνοικο το 1849 (ή 1853). Γονείς του ήταν ο Χατζημιχαήλ Χατζηκουμπάρος και η Αννέττα Κονόμου. Το επίθετο "Μιχαηλίδης" υιοθετήθηκε αργότερα από τον ποιητή.

Έμαθε τα πρώτα του γράμματα από το θείο του Χρύσανθο Παπακονόμου, ποιητή και ζωγράφο, στο Δάλι [1]. Σε νεαρή ηλικία (δέκα ή δώδεκα χρονών) ο Μιχαηλίδης έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει στη Λευκωσία για να παρακολουθήσει μαθήματα αγιογραφίας. Εκεί ο νεαρός Μιχαηλίδης έζησε υπό την προστασία του θείου του, Γιάννη Οικονομίδη, αργότερα μητροπολίτη Κιτίου[1].

Εφηβικά Χρόνια Επεξεργασία

Κατά την παραμονή του στην Αρχιεπισκοπή της Λευκωσίας ο Μιχαηλίδης απέτυχε στην απόκτηση ανώτερης σχολικής μόρφωσης. Παράλληλα, η αγιογραφία που διδάχθηκε ο Μιχαηλίδης δεν τον οδήγησαν σε σημείο που θα μπορούσε να ασχοληθεί βιοποριστικά με την τέχνη. Ωστόσο, στην Αρχιεπισκοπή ο Μιχαηλίδης ενδέχεται να γνωρίστηκε με τον Γεώργιο Βιζυηνό, που βρισκόταν στην Κύπρο για να παρακολουθήσει μαθήματα στην Ελληνική Σχολή.

Με τη χειροτόνησή του ως Μητροπολίτη Κιτίου το 1868 ο θείος έφυγε για τη Λάρνακα παίρνοντας μαζί του τον έφηβο Μιχαηλίδη. Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της Λάρνακας και οι επιρροές από τους λόγιους της περιοχής έστρεψαν το ενδιαφέρον του Μιχαηλίδη προς την ποίηση. Με παρότρυνση του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θεόδουλου Κωνσταντινίδη ο Μιχαηλίδης δημοσίευσε τα πρώτα του έμμετρα κείμενα στον Πυθαγόρα της Σμύρνης το 1873.

Ενήλικη Ζωή Επεξεργασία

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης πήγε στην Ιταλία ανάμεσα στο 1875-1877, ο Λεύκης πιστεύει ότι πήγε το 1875, ο Αλιθέρσης το 1876 και ο Ιντιάνος στα τέλη του 1877 ή στις αρχές του 1877.[2] Ο Μιχαηλίδης το 1878 εγκαταλέιπει την Ιταλία και πηγαίνει στην Ελλάδα, όπου κατατάσσεται ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό και παίρνει μέρος στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους.[3] Επέστρεψε στην Κύπρο το 1878, με τη λήξη της Τουρκοκρατίας και την αρχή της Αγγλοκρατίας.

Το βάρος των αποτυχημένων του σπουδών κράτησαν τον Μιχαηλίδη μακρυά από τους φιλικούς του κύκλους στη Λευκωσία και στη Λάρνακα. Εγκαταστάθηκε στη Λεμεσό όπου, άνεργος και άστεγος, υποχρεώθηκε να αναζητήσει στέγη στη Μητρόπολη της Λεμεσού. Την ίδια χρονιά και μέχρι το 1884 εργάστηκε ως υπάλληλος στη φαρμακευτική του Δημοτικού Νοσοκομείου Λεμεσού [1]. Παράλληλα άρχισε να ασχολείται συστηματικότερα με την ποίηση. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Η Ασθενής Λύρα, εκδόθηκε το 1882, ενώ συνάμα ο Μιχαηλίδης δημοσίευε διάφορα πατριωτικά και σατιρικά ποιήματα στην εφημερίδα Αλήθεια.

Το 1884 ο Μιχαηλίδης έγινε επιστάτης του νοσοκομείου στο Δήμο Λεμεσού. Συνάμα άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα στην εφημερίδα Σάλπιγξ. Το 1888 δημιούργησε ένα έμμετρο παράρτημα της Σάλπιγγας, τον Διάβολο. Ωστόσο η προχειρότητα και ο επικαιρισμός του εγχειρήματος εμπόδισαν την επιβίωσή του.

Τελευταία Χρόνια Επεξεργασία

Η κατάσταση της υγείας του Μιχαηλίδη επιδεινώθηκε κατά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του. Το 1904 και το 1906 υποχρεώθηκε να ταξιδέψει στο εξωτερικό για λόγους υγείας. Παράλληλα, ο αλκοολισμός του και οι προστριβές με συνεργάτες του στο νοσοκομείο οδήγησαν στη μείωση του μισθού του.

Το 1910, λόγω προβλημάτων με το αλκοόλ, έχασε τη δουλειά του ως νοσοκόμος. Παρ' ολ' αυτά του δόθηκε στέγη στο Δημαρχείο της Λεμεσού και διορίστηκε στο Υγειονομείο. Παρόλη τη σωματική και ψυχική του εξαθλίωση, ο Μιχαηλίδης δεν σταμάτησε να γράφει. Το 1911 εξέδωσε τη συλλογή Ποιήματα, ενώ το 1915 ο αλκοολισμός του ποιητή ήταν πια σε προχωρημένη κατάσταση και ο Μιχαηλίδης εγκαταστάθηκε στο Πτωχοκομείο της Λεμεσού.

Με την πνευματική του διαύγεια ανέπαφη, ο Μιχαηλίδης έγραφε μέχρι την τελευταία του στιγμή. Προσπάθησε μάλιστα να συνθέσει ένα εκτενές ποίημα σχετικά με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο τελικά το ποίημα έμεινε ατελές· ο Μιχαηλίδης πέθανε στις 8 Δεκεμβρίου του 1917.

Έργα Επεξεργασία

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης έγραψε τα έργα του στην κυπριακή διάλεκτο, αλλά και στη δημοτική και την καθαρεύουσα [1]. Τα πιο γνωστά του έργα είναι τα «Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», «Η Χιώτισσα» και «Η Ανεράδα». Η συλλογή του «Ποιήματα» κυκλοφόρησε το 1911, ενώ τελευταίο του έργο θεωρείται το «Όρομαν του Ρωμιού».

Γνωστά παραθέματα Επεξεργασία

Το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, φιλοξενεί 29 αποσπάσματα από τα ποιήματα του Βασίλη Μιχαηλίδη:

Η Ρωμιοσύνη έν’ φυλή συνόκ̌αιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν γαι να την-ι ’ξηλείψει,
κανένας, γιατί σ̌κ̌έπει την ’που τ’ άψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη έν’ να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει![4]
Σφάξε μας ούλους κ̌ι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάκ̌ιν,
κάμε τον κόσμον μακ̌ελλειόν κ̌αι τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξερε πως ίλαντρον όντας κοπεί καβάκ̌ιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσ̌ια παραπούλια.
Το ’νιν αντάν να τρώ’ την γην, τρώει την γην θαρκέται,
μα πάντα κ̌είνον τρώεται κ̌αι κ̌είνον καταλυέται.[5]
Συ που σκοτώθης για το φως,
σήκου να δεις τον ήλιο·
ξύπνα να δεις το αίμα σου
πως έγινε βασίλειο.[6]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Ορφανίδης Ν. Παπαντωνίου Σ. Παναγίδης Α., p. 67.
  2. Πιερής, Μιχάλης (2009). "Χρονολόγιο Βασίλη Μιχαηλίδη" στο Βιβλίο Βασίλης Μιχαηλίδης Η Ρωμιοσύνη εν' φυλή συνότζιαιρη του κόσμου. Λευκωσία: ΘΕΠΑΚ. σελ. 14. ISBN 9963-631-72 Check |isbn= value: length (βοήθεια). 
  3. Πιερής, Μιχάλης. Χρονολόγιο Βασίλη Μιχαηλίδη. σελ. 15. 
  4. Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου, 18
  5. Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου, 5
  6. «ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ». 

Πηγές Επεξεργασία