Ο Γκότσης Γκότσης[1], αναφέρεται και σαν Γκότσης χωρίς άλλο όνομα[2], ήταν ονομαστός κλέφτης επί τουρκοκρατίας. Γεννήθηκε στο Μαζαράκι Αχαΐας[2][1], ένα χωριό στον ορεινό όγκο του Παναχαϊκού, ενώ ως τόπος θανάτου του φέρεται ή το Μαζαράκι ή η Τριπολιτσά.

Βιογραφία Επεξεργασία

Συνεργάστηκε επί 20 έτη, από το 1785 έως το 1805[2], με τον περίφημο κλέφτη Μπουρδάνο Ζαχαριά[2]. Το 1806 και κατά των διωγμό των κλεφτών κατέφυγε στη Ζάκυνθο[2] αλλά κι εκεί τον επικήρυξε με έγγραφο στις 30 Μαρτίου 1806[2] ο Βαλή Πασάς της Πελοποννήσου με 150 Φλωρίνια αλλά οι αρχές της Ζακύνθου αρνήθηκαν να τον εκδώσουν[2]. Αργότερα ωστόσο επέστρεψε στο χωριό του αφού ο Μπέης της περιοχής του, (της Ζουμπάτας)[1], του έταξε αμνηστία αλλά εν τέλει εκεί οθωμανικό απόσπασμα τον σκότωσε[2]. Βέβαια, άλλη εκδοχή λέει ότι λόγω του ότι ήταν και σε μεγάλη ηλικία[1] συλλήφθηκε και μεταφέρθηκε στην Τριπολιτσά όπου και κρεμάστηκε[2].

Λαϊκή παράδοση Επεξεργασία

Γύρω από το όνομα του Γκότση γεννήθηκε ένας θρύλος και η λαϊκή παράδοση κατέγραψε άλλη εκδοχή για τον θάνατο του. Σύμφωνα με αυτή[1], ο Γκότσης όταν ο Μπέης του έταξε αμνηστία γύρισε στο χωριό και πήγε με τα παλικάρια του να τον επισκεφτεί. Παρόλο τις αντιρρήσεις των συντρόφων του πήγαν άοπλοι επειδή είχε πιστέψει τον Μπέη για την αμνηστία. Εκεί κάθισαν κι έφαγαν κι έπειτα ήρθε η ώρα σύμφωνα με το εθιμοτυπικό να ανταλλάξουν δώρα σαν δείγμα φιλίας και αγάπης.

Ο Μπέης έδωσε στον Γκότση ένα πουγκί με γρόσια αλλά όταν ο Γκότσης του έδωσε το δικό του δώρο το αρνήθηκε δηλώνοντας ότι δεν δέχεται τη φιλία του. Τα παλικάρια κοιτάχτηκαν τότε μεταξύ τους και είπαν: Καπετάνιο νδείκμεν ντόνα βράσεν (Καπετάνιο πάμε να φύγουμε γιατί μας φάγανε) και τότε όλοι άρχισαν και πηδούσαν από τα παράθυρα για να διαφύγουν. Οι Οθωμανοί σκοτώνουν όλα τα παλικάρια αλλά τον ίδιο τον Γκότση δεν τον έπιαναν τα βόλια γι' αυτό έβαλαν χρυσό βόλι για να καταφέρουν να τον σκοτώσουν. Τέλος έκοψαν το κεφάλι του και το πήγαν στη γυναίκα του, αυτή μόλις το αντίκρισε ψύχραιμα τους είπε: «Ένα Γκότση σκοτώσατε, χίλιοι θα γεννηθούν».

Άλλη παράδοση λέει ότι το 1772 κατά τα Ορλωφικά τον ειδοποίησε κάποιος Παπαγιάννης που είχε καταφύγει στο Μαζαράκι με την οικογένεια του ότι έρχονται και κάνουν επιδρομές Αρβανίτες. Τότε και οι δύο πήραν τις οικογένειες τους και τις έκρυψαν σε ψηλότερο σημείο έξω από το χωριό[1]. Εκεί μάλιστα η γιος του Παπαγιάννη ζήτησε σε γάμο την κόρη του Γκότση τη Χρυσάνθη και οι δύο οικογένειες συμπεθέρεψαν[1]. Άλλη εκδοχή λέει ότι γνωρίζονταν από πριν αλλά ο Γκότσης δεν ήθελε τον νέο για γαμπρό κι είχε απειλήσει να τον σκοτώσει αν συνέχιζε να βλέπει τη Χρυσάνθη. Αλλά η συνάντηση των δύο οικογενειών για την αποφυγή των Αρβανιτών άλλαξε τη γνώμη του Γκότση[1]. Μάλιστα σήμερα κοντά στο χωριό Αράχοβα του Αιγίου υπάρχει η Βρύση του Στάθη και της Χρύσας όπου κατά την παράδοση οι δύο νέοι βλεπόντουσαν[1].

Η οικογένεια του Επεξεργασία

Ο Γκότσης είχε άλλα δύο αδέλφια, αγωνιστές του 21, που έδρασαν στην Τριφυλία: ο Γιώργος ήταν από τους πρωτεργάτες του ξεσηκωμού στην Τριφυλία[1] όπου είχε μόνιμα εγκατασταθεί[2]. Ο Γιάννης, και αυτός έδρασε στην Τριφυλία όπου κι έπεσε μαχόμενος στη Μάχη στο Μανιάκι[1]. Γιος του ήταν ο Κώστας αγωνιστής του 1821 και αυτός[2] και γιος αυτού και εγγονός του Γκότση ο Δημητράκης όπου αναφέρεται καπετάνιος της περιοχής στην Επανάσταση και που μετά την Απελευθέρωση έγινε δήμαρχος[2][1]. Πατέρας του, ίσως, ήταν ο Νικόλαος Γκοτσόπουλος, φερόμενος γενάρχης της οικογένειας. Δισέγγονος του Γκότση είναι ο πολιτικός Κωνσταντίνος Γκότσης.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 Ιωάννου Δ. Παπαδημητρίου, Το Μαζαράκι των Πείρων και της Παναχαίας και το Μαζαράκι των Πατρών και της Ωλενίας, από το 1600 π.Χ. μέχρι σήμερον, Πάτρα 2000, Δεύτερη Έκδοση.
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 2,11 Κώστας Ν. Τριανταφύλλου, Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών, Τόμος Α': Α-Λ, Τυπογραφείο Πέτρου Χρ. Κούλη, Πάτρα 1995, Τρίτη Έκδοση, λήμμα Γκότσης.

Πηγές Επεξεργασία

  • Ιωάννου Δ. Παπαδημητρίου, Το Μαζαράκι των Πείρων και της Παναχαίας και το Μαζαράκι των Πατρών και της Ωλενίας, από το 1600 π.Χ. μέχρι σήμερον, Πάτρα 2000, Δεύτερη Έκδοση.
  • Κώστας Ν. Τριανταφύλλου, Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών, Τόμος Α': Α-Λ, Τυπογραφείο Πέτρου Χρ. Κούλη, Πάτρα 1995, Τρίτη Έκδοση.