Η παρουσία των γυναικών στην επιστήμη ήταν ήδη αισθητή με σημαντικές συμβολές στους πρώτους χρόνους της ιστορίας της επιστήμης. Οι ιστορικοί που ασχολούνται με την σχέση μεταξύ φύλου και επιστήμης έχουν ερευνήσει τις επιστημονικές προσπάθειες και τα επιτεύγματα των γυναικών, τα εμπόδια που έχουν αντιμετωπίσει και τις στρατηγικές που εφαρμόζονται για να αξιολογηθεί και να γίνει αποδεκτή η εργασία τους σε μεγάλα επιστημονικά περιοδικά και άλλες δημοσιεύσεις. Η ιστορική, πολιτική και κοινωνιολογική μελέτη αυτών των θεμάτων αποτελεί πλεόν ξεχωριστή ειδικότητα στον χώρο των επιστημών.

Η Laura Bassi, η πρώτη γυναίκα που έγινε καθηγήτρια φυσικής σε πανεπιστήμιο της Ευρώπης
Η Marie Curie, η πρώτη γυναίκα που πήρε βραβείο Νόμπελ (φυσικής και χημείας)

Οι γυναίκες συμμετείχαν στην άσκηση της ιατρικής ήδη σε πολλούς πρώιμους δυτικούς πολιτισμούς και η μελέτη της φυσικής φιλοσοφίας στην αρχαία Ελλάδα ήταν ανοιχτή στις γυναίκες. Οι γυναίκες συνέβαλαν επίσης στην εξέλιξη της πρωτοεπιστήμης της αλχημείας τον πρώτο ή το δεύτερο αιώνα μ.Χ. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, τα μοναστήρια ήταν ένας σημαντικός τόπος εκπαίδευσης για τις γυναίκες και ορισμένες από αυτές τις κοινότητες παρείχαν ευκαιρίες στις γυναίκες να συνεισφέρουν στην επιστημονική έρευνα. Ο 11ος αιώνας είδε την εμφάνιση των πρώτων πανεπιστημίων. Οι γυναίκες ωστόσο αποκλείστηκαν επί το πλείστον από την πανεπιστημιακή εκπαίδευση.[1] Η βοτανική ήταν η επιστήμη που επωφελήθηκε περισσότερο από τις συνεισφορές των γυναικών στις αρχές της σύγχρονης εποχής, καθότι δεν αποτελούσε επίσημο κλάδο στα πανεπιστήμια.[2] Η στάση απέναντι στην εκπαίδευση των γυναικών σε ιατρικούς τομείς φαίνεται να ήταν πιο φιλελεύθερη στην Ιταλία από ό, τι σε άλλα μέρη. Η πρώτη γνωστή γυναίκα που δίδαξε σε πανεπιστήμιο ήταν η ιταλίδα Λάουρα Μπάσι τον 18ο αιώνα.

Τον δέκατο όγδοο αιώνα οι γυναίκες σημείωσαν πιο ενεργή συμμετοχή στην εξέλιξη της επιστήμης, αποκλείστηκαν αποκλείστηκαν ωστόσο ξανά κατά μεγάλο μέρος από την επίσημη επιστημονική εκπαίδευση τον 19ο αιώνα. Προς το τέλος ωστόσο του αιώνα άρχισαν να γίνονται δεκτές στις ακαδημαϊκές κοινότητες, κατά μέρος επειδή ιδρύθηκαν γυναικεία κολλέγια, τα οποία παρείχαν θέσεις εργασίας σε γυναίκες επιστήμονες και ευκαιρίες για εκπαίδευση.

Γεννημένη στη Βαρσοβία της Πολωνίας, η Μαρί Κιουρί άνοιξε το δρόμο για την επιστήμη να μελετήσει τη ραδιενεργή διάσπαση και ανακάλυψε τα στοιχεία ράδιο και πολώνιο.[3] Δουλεύοντας ως φυσικός και χημικός, πραγματοποίησε πρωτοποριακή έρευνα για τη ραδιενεργή διάσπαση, ήταν η πρώτη γυναίκα που έλαβε το βραβείο Νόμπελ στη Φυσική καθώς και το πρώτο άτομο που έλαβε δεύτερο βραβείο Νόμπελ, αυτήν τη φορά στη Χημεία. Με τον τρόπο αυτόν βοήθησε στην αποδοχή των γωναικών στον επιστημονικό χώρο. Μεταξύ 1901 και 2010 σαράντα γυναίκες έχουν γίνει αποδέκτες του βραβείου Νόμπελ, δεκαεπτά από αυτές στον χώρο των φυσικών επιστημών (φυσική, χημεία, φυσιολογία και ιατρική).[4]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Whaley, Leigh Ann. Women's History as Scientists. Santa Barbara, California: ABC-CLIO, INC. 2003.
  2. Women in Botany
  3. Rutherford. “Marie Curie.” The Slavonic and East European Review, vol. 13, no. 39, 1935, pp. 673–676. JSTOR, www.jstor.org/stable/4203041. Accessed 18 Dec. 2020.
  4. «Nobel Prize Awarded Women».