Συντεταγμένες: 38°1′53″N 23°49′40″E / 38.03139°N 23.82778°E / 38.03139; 23.82778

Το Δάσος Άνω Βριλησσίων εκτείνεται στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του Πεντελικού Όρους, στα σύνορα των Δήμων Βριλησσίων, Μελισσίων, Πεντέλης και Νέας Πεντέλης απ'όπου διέρχεται το μεγάλο πεντελικό Ρέμα Πολυδρόσου που χύνεται στο Χαλάνδρι. Η δασική ζώνη περιβάλλει το Λόφο Πατήματος από τη Λεωφόρο Πεντέλης, μέχρι και την ημιδασική ζώνη Κρασσά στα ανατολικά. Αποτελεί έναν από τους τελευταίους πνεύμονες πεντελικού πρασίνου και παραμένει ορφανό από την τουρκοκρατία, ενώ έκτοτε η Ιερά Μονή Πεντέλη φέρεται να το νέμεται με την ανοχή του ελληνικού κράτους. Σήμερα συνιστά έκταση του περιαστικού δάσους των Βριλησσίων, ενώ κάποια κομμάτια γης κατακερματίζονται από ιδιώτες ή συνεταιρισμούς, φερόμενους ως ιδιοκτήτες, παρά το γεγονός ότι η έκταση έχει χαρακτηρισθεί ως δασική, λόγω της αργοπορίας στην χαρτογράφηση του δασολογίου από το ΥΠΕΧΩΔΕ.[1] Συγκεκριμένα η δασική αυτή έκταση των 152,93 στρεμμάτων οριοθετείται από τις Οδούς: Πεντέλης-Έλλης-Μπότσαρη-Σολωμού-Παπαφλέσσα-Μεταμορφώσεως-Παπαφλέσσα. [2] Τμήμα δε του Δάσους του Ράματος Πολυδρόσου, δυτικά της Λεωφόρου Πεντέλης και συγκεκριμένα στα διοικητικά όρια Μελισσίων και Νέας Πεντέλης φαίνεται να οικοδομείται με την ανέγερση ξενοδοχείων και κέντρων εστίασης.

Περιαστικό Δάσος
Όπως φαίνεται από το Άλσος Βριλησσίων

Η δασόφυτη λωρίδα εκτείνεται από τα βόρεια σύνορα του Δήμου, μέχρι και τις γειτονικές πόλεις κατά μήκος των ρεμάτων που περιβάλλουν την πόλη των Βριλησσίων. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 εμφανίζονται μέλη του Οικοδομικού Συνεταιρισμού "Άγιος Θεόκλητος" συνεταιρισμός του προσωπικού εκκλησιαστικών ιδρυμάτων της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, που υποστηρίζει πως πλειοδότησε σε διαγωνισμό που προκήρυξε η Ι. Μ. Πεντέλης στις 14/2/60 και αγόρασε 122 στρέμματα δάσους στα όρια Ν. Πεντέλης-Βριλησσίων. Ο υπουργός Γεωργίας το 1965 έδωσε άδεια να κατατμηθεί η έκταση και ο συνεταιρισμός άρχισε να πουλάει οικόπεδα. Παρά ταύτα, γνωμοδότηση του ΣτΕ το 1968 απαγόρευσε τη σύνταξη οριστικών συμβολαίων σε δασικές εκτάσεις. Η διαδικασία οικοπεδοποίησης όμως ευνοήθηκε, όταν το Σύνταγμα του 1975 εξομοίωσε το δημόσιο δάσος με τις ιδιωτικές δασικές εκτάσεις.[3] Παράλληλα, η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και οι ρυθμίσεις του νόμου 3208/2003 ανεβάζουν το ποσοστό δενδροκάλυψης από 15% σε 25% για το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασική.

Άποψη Λ. Πεντέλης

Τα μέλη του συνεταιρισμού όμως αδυνατούν επί της ουσίας να αξιοποίησουν την περιουσία τους, καθώς πρόκειται για δασική έκταση, ενώ και το ιδιοκτησιακό καθεστώς τίθεται υπό αίρεση αφού νομικοί κύκλοι υποστηρίζουν ότι ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο. Το Δασαρχείο της Πεντέλης θεωρεί άκυρους τους τίτλους. Επιπλέον, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την 3537/2001 απόφασή του έχει δεχτεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο είναι κύριος της επίδικης έκτασης γιατί η αρχική πωλήτρια Ιερά Μονή δεν είχε καταστεί κύριος της έκτασης των 88.542 τ.μ. που πούλησε στο Συνεταιρισμό. Δυστυχώς, για μια άλλη διεκδίκηση από ιδιώτη έκτασης 9.713 τ.μ. στην ίδια γεωγραφική περιοχή, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την 7319/2005 απόφασή του δέχτηκε ότι ο ιδιώτης αγόρασε την επίδικη έκταση σε πλειοδοτικό διαγωνισμό (20/12/1971) από την Ιερά Μονή Πεντέλης αντί τιμήματος 2.980.000 δραχμών. Στο δικαστήριο επικράτησε η σκέψη ότι η ευρύτερη περιοχή κτήμα " Γεροτσακούλι" περιήλθε στην Ιερά Μονή από της ιδρύσεώς της το 1578 υπό του Αγίου Τιμόθεου, Επισκόπου Ευρίπου από δωρεές ευσεβών Χριστιανών κατά ένα μέρος καιτο υπόλοιπο από αγορά το 1600 από Οθωμανό από την Κάρυστο Ευβοίας ονομαζόμενο Καγκάδη με τίτλους που καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης από το στρατό του Ομέρ Βρυώνη. Παρά ταύτα, η συγκεκριμένη έκταση εντοπίζεται στους ανατολικούς πρόποδες του Πεντελικού στη Νέα Μάκρη και ουδεμία σχέση έχει με την επίμαχη έκταση.[4]

Περιαστικό Δάσος

Οι έγγραφες προτάσεις του Ελληνικού Δημοσίου ότι η επίδικη έκταση ήταν Δάσος από το 1836 και ότι αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης έκτασης που περιήλθε σε αυτό δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως "περί οριστικού διαδκανονισμού των ορίων της Ελλάδος" και των από του έτους 1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου, ως διαδόχου του Τουρκικού Κράτους δεν έγιναν δεκτές. Αντίθετα θεωρήθηκε ότι η Ιερά Μονή από το 1600 μέχρι το 1955 νεμήθηκε με καλή πίστη τα τμήματα αυτά (μαζί με το υπόλοιπο) και έγινε κυρία αυτών (των δημοσίων κτημάτων) με έκτακτη χρησικτησία, δεδομένου ότι και επί δημοσίων κτημάτων ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον η επί αυτών 30ετής συνεχής νομή με καλή πίστη είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11/9/1915. Ωστόσο, μόλις τον Ιούλιο του 2007 εκδόθηκε και η εφετειακή απόφαση για την ίδια υπόθεσηη οποία μάλιστα δικαίωσε εκ νέου τον ιδιώτη με το ίδιο σκεπτικό και μάλιστα δε δέχθηκε ούτε διαδικαστικά την παρέμβαση του Δήμου. Η τελευταία αποτελεί εξαιρετικά κρίσιμη απόφαση ως προς την οριστική εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, διότι ακόμα και η άσκηση αναίρεσης θα αναφέρεται σε νομικούς μόνο λόγους. Σε κάθε περίπτωση όμως το Ελληνικό Δημόσιο θα πρέπει να να προσφύγει σε ένδικα μέσα. Αλλά και ο Δήμος θα πρέπει να εξετάσει τις όποιες νομικές δυνατότητες του έχουν απομείνει. [5]

Το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου επί δασών και δασικών εκτάσεων έχει σφραγιστεί με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830, όταν αναγνωρίστηκε ότι η Ελλάδα τα κατέχει "πολεμικώς και δημευτικώς". "Δεν δύνανται συνεπώς να διατεθούν ως περιουσία των εκάστοτε κυβερνώντων ή προς όφελος ομάδων συμφερόντων", επιμένει ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και επίτιμος αντιπρόεδρος του ΣτΕ, Μιχάλης Δεκλερής.

Ένα μήνα μετά την έκδοση της απόφασης και την άρνηση του Δήμου να συμμορφωθεί σε αυτή ξεσπά μεγάλη πυρκαγιά στην έκταση ενώ η κρατική μηχανή είναι διασκορπισμένη σε άλλες πυρκαγιές εκτός Αττικής. Ο κρατικός μηχανισμός παλεύει και κατορθώνει να τη θέσει υπό πλήρη έλεγχο λίγο προτού νυχτώσει, μαζί με τη βοήθεια των κατοίκων. Κατά τη θερινή περίοδο του 2008 ξεσπούν ξανά πυρκαγιές στο ίδιο σημείο, που τίθενται υπό έλεγχο[6].

Παραπομπές

Επεξεργασία