Στη χημεία, οι δεσμοί δέλτα (δ δεσμοί) είναι ομοιοπολικοί χημικοί δεσμοί, όπου τέσσερις λοβοί του ενός ατομικού τροχιακού επικαλύπτουν τέσσερις λοβούς του άλλου ατομικού τροχιακού. Αυτή η επικάλυψη οδηγεί στο σχηματισμό ενός δεσμικού μοριακού τροχιακού με δύο κομβικά επίπεδα που περικλείουν τον διαπυρηνικό άξονα και διέρχονται από τα δύο άτομα.

Σχηματική αναπαράσταση δημιουργίας δ δεσμού από επικάλυψη δύο d τροχιακών
Τρισδιάστατη αναπαράσταση της επιφάνειας ενός δ δεσμού στο Mo2

Το ελληνικό γράμμα δ στο όνομά τους αναφέρεται σε d τροχιακά, αφού η τροχιακή συμμετρία του δεσμού δ είναι ίδια με αυτή των συνηθισμένων (τέσσερις λοβοί) τύπων d τροχιακών όταν παρατηρούνται από κάτω από τον άξονα του δεσμού. Αυτός ο τύπος δεσμού παρατηρείται σε άτομα που έχουν καταλάβει d τροχιακά με αρκετά χαμηλή ενέργεια ώστε να συμμετέχουν σε ομοιοπολικούς δεσμούς, για παράδειγμα, σε οργανομεταλλικά είδη μετάλλων μετάπτωσης. Ορισμένες ενώσεις ρηνίου, μολυβδαινίου και χρωμίου περιέχουν έναν τετραπλό δεσμό, που αποτελείται από έναν δεσμό σ, δύο δεσμούς π και έναν δεσμό δ.

Η τροχιακή συμμετρία του δεσμικού τροχιακού δ είναι διαφορετική από εκείνη ενός αντιδεσμικού τροχιακού π, το οποίο έχει ένα κομβικό επίπεδο που περικλείει τον διαπυρηνικό άξονα και ένα δεύτερο κομβικό επίπεδο κάθετο σε αυτόν τον άξονα μεταξύ των ατόμων.

Ο συμβολισμός δ εισήχθη από τον Robert Mulliken το 1931. Η πρώτη ένωση που αναγνωρίστηκε ότι έχει δ δεσμό ήταν το οκταχλωροδιρενικό κάλιο (III). Το 1965, ο F. A. Cotton ανέφερε ότι υπήρχε δ-δεσμός ως μέρος του τετραπλού δεσμού ρηνίου-ρηνίου στο ιόν [Re2Cl8]2−. Ένα άλλο ενδιαφέρον παράδειγμα ενός δεσμού δ προτείνεται στο τρικαρβονύλιο κυκλοβουταδιενοσίδηρο μεταξύ ενός τροχιακού σιδήρου d και των τεσσάρων τροχιακών p του συνδεδεμένου μορίου κυκλοβουταδιενίου.