Διαφορική διάγνωση
Διαφορική διάγνωση (μερικές φορές συντέμνεται ΔΔ) ή διαφοροδιάγνωση είναι η διαγνωστική διαδικασία μέσω της οποίας αποκλείουμε παθήσεις με παρόμοια συμπτώματα ώστε να καταλήξουμε στην επικρατέστερη διάγνωση. Για παράδειγμα, για ένα παιδί που δεν μιλά πραγματοποιείται η διαφορική διάγνωση μεταξύ κώφωσης και ψυχικής διαταραχής.[1]
Οι ασθενείς παρουσιάζουν συχνά έναν αριθμό συμπτωμάτων που μπορούν εύκολα να οδηγήσουν στην πιθανή διάγνωση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι σχετικά απλό να γίνει η σωστή διάγνωση, επειδή η κλινική εικόνα του ασθενούς παρουσιάζει ένα συγκεκριμένο μοτίβο της νόσου με το οποίο υπάρχει εξοικείωση από τους επαγγελματίες υγείας. Για παράδειγμα, όταν ένας ασθενής παρουσιάζει πυρετό, βήχα με σκούρα πτύελα, πλευριτικό πόνο στο στήθος και λοβώδη διήθηση, η κατάσταση μπορεί γρήγορα να διαγνωστεί ως πνευμονία, πιθανώς από πνευμονιόκοκκο. Σε κάποιες περιπτώσεις, ωστόσο, ένας ασθενής παρουσιάζει μια ασθένεια με συμπτώματα που δεν ταιριάζουν εύκολα σε ένα αναγνωρίσιμο μοτίβο. Για να εξαχθεί ένας κατάλογος πιθανών αιτίων και συνθηκών, τέτοιες περιπτώσεις απαιτούν πιο συστηματική προσέγγιση.[2]
Στη συστηματική προσέγγιση αρχικά δημιουργείται μια λίστα με τα ιατρικά προβλήματα του ασθενούς (π.χ. πόνος στο στήθος, αλλοιωμένη ψυχική κατάσταση, αναιμία, υπερασβεστιαιμία, υπονατριαιμία).[2] Το ιστορικό, η φυσική εξέταση και τα εργαστηριακά δεδομένα (αίματος και ούρων) είναι η βάση για αυτήν τη λίστα.[3] Ακολουθεί η λίστα με πιθανές αιτίες - μια διαφορική διάγνωση - για κάθε πρόβλημα. Μια υποκείμενη αιτιολογία που συνδέει τα διάφορα προβλήματα μπορεί να είναι εμφανής. Ορισμένα προβλήματα έχουν μόνο λίγες πιθανές αιτίες, ενώ άλλα έχουν πολλές. Όταν δημιουργείται η λίστα αυτή, τα παράπονα του ασθενούς συνδέονται με το ιστορικό, τη φυσική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα για να γίνει κατανοητό ποια συστήματα, συνθήκες ή σχετικοί παράγοντες μπορεί να έχουν οδηγήσει στην ασθένεια. Στη συνέχεια λαμβάνεται απόφαση ποιες επιπλέον εξετάσεις θα πρέπει να πραγματοποιηθούν για να συμπεριληφθεί ή να αποκλειστεί μια πιθανή διάγνωση. Μετά τα αποτελέσματα των εξετάσεων αποφασίζεται η διάγνωση με τη συμπερίληψη όλων των στοιχείων. Συχνά είναι δύσκολο να αναγνωριστεί μία μόνο ασθένεια που ευθύνεται για όλα τα προβλήματα σε μια περίπλοκη περίπτωση. Καταγράφοντας, ωστόσο, συστηματικά τις πιθανές αιτίες κάθε ανωμαλίας, μπορεί να αποκαλυφθεί μια ενοποιητική διάγνωση.[2][4]
Βασικά στοιχεία
ΕπεξεργασίαΗ διαφορική διάγνωση έχει τέσσερα γενικά βήματα. Ο ιατρός πρέπει να:
- Συγκεντρώσει σχετικές πληροφορίες για τον ασθενή και να δημιουργήσει μια λίστα συμπτωμάτων.[5]
- Καταγράψει τις πιθανές αιτίες (υποψήφιες συνθήκες) για τα συμπτώματα.[6] Η λίστα δεν χρειάζεται να είναι γραπτή. Είναι σημαντικό, ωστόσο, να συμπεριληφθούν τόσο ασυνήθιστες όσο και κοινές αιτίες.[7]
- Προτεραιοποιήσει τη λίστα εξισορροπώντας τους κινδύνους μιας διάγνωσης με τις πιθανότητες. Αυτές οι παράμετροι είναι υποκειμενικές και όχι αντικειμενικές.
- Πραγματοποιήσει εξετάσεις για να προσδιορίσει την επικρατέστερη διάγνωση. Ακόμη και μετά τη διαδικασία, η διάγνωση μπορεί να μην είναι ξεκάθαρη. Ο γιατρός εξετάζει και πάλι τους κινδύνους και μπορεί να τους αντιμετωπίσει εμπειρικά, κάνοντας την «καλύτερη δυνατή εκτίμηση».
Κατά τη δημιουργία της λίστας οι Αγγλοσάξονες χρησιμοποιούν την έκφραση «CHOPPED MINTS» (σ.σ. ψιλοκομμένες μέντες) για να θυμούνται τις πιθανές αιτίες των ιατρικών προβλημάτων.[2]
Πιθανές αιτίες
- Congenital: εκ γενετής
- Hematologic or vascular: αιματολογική ή αγγειακή
- Organ disease: ασθένεια οργάνου
- Psychiatric or Psychogenic: ψυχιατρική ή ψυχογενής
- Pregnancy-related: σχετιζόμενη με την εγκυμοσύνη
- Environmental: περιβαλλοντική
- Drugs (prescription, over-the-counter, herbal, illicit): φάρμακα (με συνταγή, χωρίς συνταγή, φυτικά, παράνομα)
- Metabolic or endocrine: μεταβολική ή ενδοκρινική
- Infections, Inflammatory, Iatrogenic, or Idiopathic: λοιμώδης, φλεγμονώδης, ιατρογενής ή ιδιοπαθής
- Neoplasm-related (and paraneoplastic syndrome): σχετιζόμενη με νεόπλασμα (και παρανεοπλασματικό σύνδρομο)
- Trauma: τραύμα
- Surgical- or procedure-related: σχετιζόμενη με χειρουργική επέμβαση ή κάποια διαδικασία
Ειδικές μέθοδοι
ΕπεξεργασίαΥπάρχουν διάφορες μέθοδοι για διαφορικές διαγνωστικές διαδικασίες και διάφορες παραλλαγές μεταξύ αυτών.[8] Επιπλέον, μια διαφορική διαγνωστική διαδικασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ταυτόχρονα ή εναλλακτικά με πρωτόκολλα, οδηγίες ή άλλες διαγνωστικές διαδικασίες (όπως αναγνώριση μοτίβων ή χρήση ιατρικών αλγορίθμων). Στην περίπτωση έκτακτης ανάγκης μπορεί να μην υπάρχει αρκετός χρόνος για να γίνουν λεπτομερείς υπολογισμοί ή εκτιμήσεις διαφορετικών πιθανοτήτων, οπότε το πρωτόκολλο ABC (Airway, Breathing and Circulation) μπορεί να είναι πιο κατάλληλο.[9][10] Αργότερα, όταν η κατάσταση είναι λιγότερο επείγουσα, μπορεί να υιοθετηθεί μια πιο περιεκτική διαφορική διαγνωστική διαδικασία.
Η διαφορική διαγνωστική διαδικασία μπορεί να απλουστευθεί εάν βρεθεί ένα «παθογνωμονικό» σημάδι ή σύμπτωμα (στην περίπτωση αυτή είναι σχεδόν βέβαιο ότι υπάρχει η κατάσταση στόχος) ή ελλείψει τέτοιου σημείου ή συμπτώματος (σε αυτήν την περίπτωση είναι σχεδόν βέβαιο ότι η κατάσταση στόχος απουσιάζει).
Γενικά, θα πρέπει να υπάρχει επιλεκτικότητα, λαμβάνοντας υπόψη πρώτα τις διαταραχές που είναι πιο πιθανές (μια πιθανολογική προσέγγιση), πιο σοβαρές εάν αφεθούν χωρίς διάγνωση και χωρίς θεραπεία (μια προγνωστική προσέγγιση) ή πιο εύκολα αντιμετωπίσιμες εάν προσφερθεί θεραπεία (μια ρεαλιστική προσέγγιση).[11] Δεδομένου ότι η υποκειμενική πιθανότητα παρουσίας μιας πάθησης δεν είναι ποτέ ακριβώς 100% ή 0%, η διαφορική διαγνωστική διαδικασία μπορεί να στοχεύσει στον προσδιορισμό αυτών των διαφόρων πιθανοτήτων για να υπάρξουν ενδείξεις για περαιτέρω δράση.[12]
Παράδειγμα μολυσματικής ασθένειας
ΕπεξεργασίαΗ κλινική εικόνα μιας μολυσματικής ασθένειας προέρχεται από την αλληλεπίδραση μεταξύ του ξενιστή (ανοσολογικό σύστημα) και του μικροοργανισμού. Τα συμπτώματα ποικίλουν ανάλογα με την τοποθεσία και τη σοβαρότητα της λοίμωξης. Για να μπορεί να διαγνωστεί, απαιτείται το ιστορικό, η φυσική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα. Οι λοιμώξεις μπορούν να προκληθούν από βακτήρια, ιούς, μύκητες και παράσιτα, ενώ το παθογόνο μπορεί να είναι εξωγενές ή ενδογενές (συστατικό της γηγενούς χλωρίδας του ασθενή). Η ποσότητα του δείγματος που συλλέγεται για ανάλυση και η ταχύτητα μεταφοράς στο εργαστήριο επηρεάζουν τα αποτελέσματα της εξέτασης. Η μικροβιολογική εξέταση περιλαμβάνει την άμεση ανάλυση (μέθοδος FISH κ.α.), την καλλιέργεια, τη μικροβιακή ταυτοποίηση, την οροδιαγνωσία, και την αντιμικροβιακή ευαισθησία. [13]
Κάποιες μολυσματικές ασθένειες μπορούν αμέσως να αναγνωριστούν κλινικά. Ωστόσο, τα περισσότερα παθογόνα προκαλούν ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων στον άνθρωπο. Παράλληλα, ένα ίδιο σύμπτωμα μπορεί να προκληθεί από διαφορετικά παθογόνα. Για παράδειγμα, ένα αναπνευστικό πρόβλημα μπορεί να προκληθεί από τον ιό της γρίπης, τον στρεπτόκοκκο, το μυκόπλασμα και περισσότερους από 100 άλλους ιούς. Ταυτόχρονα, η εκδήλωση της ασθένειας είναι διαφορετική για κάθε οργανισμό και εξαρτάται από την ηλικία, το φύλο, την ανοσολογική κατάσταση του ασθενούς, τις υποκείμενες ασθένειες κ.α. Τέλος, το δείγμα που λαμβάνεται πρέπει να είναι αρκετά μεγάλο για να προκύψουν αξιόπιστα αποτελέσματα, και να έχει απολύμανθεί καθώς εάν προέρχεται από το δέρμα ή τις βλενογόννους μεμβράνες μπορεί να μολυνθεί από τη γηγενή χλωρίδα που υπάρχει. Η διαφορική διάγνωση βασίζεται σε προσεκτικό ιστορικό, φυσική εξέταση, και κατάλληλες ακτινογραφικές και εργαστηριακές μελέτες, συμπεριλαμβανομένου του κατάλληλου δείγματος για μικροβιολογική ανάλυση. Όλα αυτά τα στοιχεία θα επιτρέψουν στον γιατρό να ταιριάξει τις εξετάσεις για τους μικροοργανισμούς για να βρει την αιτία της μόλυνσης.[13]
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ «Διαφορική διάγνωση ή διαφοροδιάγνωση». www.greek-language.gr. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουλίου 2021.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 Saint, Sanjay· Chopra, Vineet. Approach to Differential Diagnosis. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-086283-1.
- ↑ «Differential Diagnosis: MedlinePlus Medical Test». medlineplus.gov (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 23 Ιουλίου 2021.
- ↑ Joseph Herman. (1994). "The unifying diagnosis", Scandinavian Journal of Primary Health Care, 12:2, 68-69, DOI: 10.3109/02813439409003677
- ↑ Siegenthaler, Walter (1 Ιανουαρίου 2011). Differential Diagnosis in Internal Medicine: From Symptom to Diagnosis. Thieme. ISBN 978-1-60406-219-9.
- ↑ Raftery, Andrew T.· Lim, Eric Kian Saik (18 Μαρτίου 2014). Churchill's Pocketbook of Differential Diagnosis E-Book. Elsevier Health Sciences. ISBN 978-0-7020-5404-4.
- ↑ Jain, Bimal (2017-11-27). «The key role of differential diagnosis in diagnosis». Diagnosis (Berlin, Germany) 4 (4): 239–240. doi: . ISSN 2194-802X. PMID 29536937. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/29536937/.
- ↑ «Strategies for generating differential diagnoses» (PDF). Ανακτήθηκε στις 23 Ιουλίου 2021.
- ↑ Field, John M.; Hazinski, Mary Fran; Sayre, Michael R.; Chameides, Leon; Schexnayder, Stephen M.; Hemphill, Robin; Samson, Ricardo A.; Kattwinkel, John και άλλοι. (2010-11-02). «Part 1: Executive Summary». Circulation 122 (18_suppl_3): S640–S656. doi:. https://www.ahajournals.org/doi/10.1161/CIRCULATIONAHA.110.970889.
- ↑ Hazinski, Mary Fran; Nolan, Jerry P.; Billi, John E.; Böttiger, Bernd W.; Bossaert, Leo; de Caen, Allan R.; Deakin, Charles D.; Drajer, Saul και άλλοι. (2010-10-19). «Part 1: Executive summary: 2010 International Consensus on Cardiopulmonary Resuscitation and Emergency Cardiovascular Care Science With Treatment Recommendations». Circulation 122 (16 Suppl 2): S250–275. doi: . ISSN 1524-4539. PMID 20956249. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/20956249/.
- ↑ «Validate User». jamanetwork.com. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουλίου 2021.
- ↑ «Measures of differential diagnostic value of diagnostic procedures» (στα αγγλικά). Journal of Clinical Epidemiology 49 (12): 1435–1439. 1996-12-01. doi: . ISSN 0895-4356. https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S0895435696002156.
- ↑ 13,0 13,1 Kumars, Merim· Dunders, Gerald. Ιατρική Μικροβιολογία II: Αποστείρωση, Εργαστηριακή Διάγνωση και Ανοσοαπόκριση. Cambridge Stanford Books.