Ελληνικά μουσικά όργανα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 5:
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι ταξινόμησης των μουσικών οργάνων της κλασικής αρχαιοελληνικής περιόδου. Βάσει της σύγχρονης ορολογίας των μουσικολόγων του 20ού αιώνα [[Έριχ φον Χορνμπόστελ]] (Erich von Hornbostel) και [[Κουρτ Ζακς]] (Kurt Sachs) τα μουσικά όργανα διαιρούνται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, τα [[χορδόφωνα]] ή [[έγχορδα]], τα [[αερόφωνα]] ή πνευστά, τα [[μεμβρανόφωνα]] και [[ιδιόφωνα]] ή κρουστά<ref>Παπαοικονόμου-Κηπουργού Κ. 2003, σ. 105.</ref>. Οι ίδιες κατηγορίες απαντώνται και στα μουσικά όργανα της κλασικής περιόδου, που συνόδευαν [[θρησκεία|θρησκευτικές]] ή κοσμικές εκδηλώσεις.
 
Τα χορδόφωνα είναι τα όργανα που διαθέτουν [[χορδήΧορδή (μουσική)|χορδές]], προσαρμοσμένες σε [[ηχείο]]. Η διέργεση των χορδών παράγει συγκεκριμένο ήχο και στην [[αρχαία Ελλάδα]] υπάρχουν αναφορές μόνο για νυκτά έγχορδα όργανα. Τούτη η μείζων κατηγορία με τη σειρά της υποδιαιρείται σε τρεις ομάδες, τα έγχορδα της οικογένειας της [[λύρα]]ς και της [[κιθάρα]]ς, τα πολύχορδα έγχορδα, όπως είναι οι [[άρπα|άρπες]] και τα [[ψαλτήριο|ψαλτήρια]] και τα έγχορδα της οικογένειας του [[λαούτο|λαούτου]], με βραχίονα<ref>Παπαοικονόμου-Κηπουργού Κ. 2003, 106.</ref>.
 
Τα αερόφωνα με τη σειρά τους είναι όργανα που παράγουν ήχο με το εμφύσημα του μουσικού σε ένα σωλήνα. Τα αερόφωνα ως μείζων κατηγορία υποδιαιρούνται σε δύο ομάδες. Σε εκείνα που δε διαθέτουν επιστόμιο<ref>Το σημείο στο οποίο εφαρμόζει το στόμα του ο μουσικός, προκειμένου να φυσήξει στο όργανο και να προκαλέσει ταλάντωση της στήλης αέρος μέσα στον σωλήνα. Τούτη η ταλάντωση έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή ήχου.</ref> με ανοικτό ή κλειστό άκρο και εκείνα που διαθέτουν επιστόμιο είναι [[Αυλός|αυλοί]] με γλωττίδες ή [[Σάλπιγγα (μουσικό όργανο)|σάλπιγγες]] με επιχείλιο επιστόμιο<ref>Παπαοικονόμου-Κηπουργού Κ. 2003, ''ό.π.'', σ. 106.</ref>.
Γραμμή 15:
Τα χορδόφωνα, τα τοξωτά έγχορδα, στην προκειμένη περίπτωση, περιλαμβάνουν τις κιθάρες, όπως η αχλαδόσχημη λύρα με δοξάρι και η οικογένεια του λαούτου ([[πανδούριν]], [[θαμπούριν]], [[ταμπούριν]]) και τα πολύχορδα, την οικογένεια της άρπας/ψαλτηρίου ([[σαντούρι]], νυκτό [[κανονάκι]] και [[άρπα]])<ref>Μαλιάρας Ν. 2003, σ. 277.</ref>
 
Τα απαντώμενα αερόφωνα περιλαμβάνουν όργανα με ή χωρίς επιστόμιο, αν και οι μαρτυρούμενες ονομασίες δεν είναι ασφαλή μέσα για να διαπιστώσουμε τη συνέχεια της κλασικής παράδοσης. Εδώ περιλαμβάνονται οι αυλοί ([[σουραύλι]]α, [[πλαγίαυλος|πλαγίαυλοι]]), το [[εκκλησιαστικό όργανο]], η [[τούμπα]], η [[Σάλπιγγα (μουσικό όργανο)|σάλπιγγα]], το βούκινο και η [[σύριγγα του Πανός]]<ref>Μαλιάρας Ν. 2003, σσ. 276-277.</ref>.
 
Όσον αφορά στα κρουστά, μαζί με τα τύμπανα φαίνεται πως χρησιμοποιούνταν και ιδιόφωνα, όπως κρόταλα, κύμβαλα, σείστρα, πληθία, παρόμοια με το σημερινό [[ντέφι]] και ανακαράδες, μικρά ημισφαιρικά τύμπανα περσοαραβικής προέλευσης<ref>Μαλιάρας Ν. 2003, σ. 278.</ref>.
Γραμμή 37:
Λίγες πληροφορίες διαθέτουμε για άλλα πολύχορδα, όπως το επιγόνειο, επινόηση του Επίγονου, με 40 χορδές, το 35χορδο σιμίκιον, την 20χορδη μάγαδι προσφιλή στη [[Λέσβος|Λέσβο]], με χορδές τονισμένες σε ζεύγη, την επίσης 20χορδη πήκτι με τονισμένες χορδές κατά τον ίδιο τρόπο και την νάβλα, για την οποία υφίσταται [[αρχαιολογική μαρτυρία]], εκτός των φιλολογικών μαρτυριών από μικρή ανάγλυφη επιτύμβια πλάκα στην οποία είναι σχεδιασμένο το όργανο, επιβεβαιωμένο από σχετική επιγραφή Φεβρουάριος 1995, ανακοίνωση του Δ. Παντερμαλή για τις ανασκαφές στο Δίον. <ref>Βλ. Παπαοικονόμου-Κηπουργού Κ. 2003, ''ό.π.'', σ. 113.</ref>.
 
Από την ομάδα του λαούτου ξεχωρίζει η [[πανδουρίς]] ή πανδούρα, τρίχορδο όργανο με σχετικά μικρό και κοίλο συνήθως ηχείο, που φαίνεται ότι παιζόταν συνήθως από γυναίκες και για το οποίο διαθέτουμε, επίσης, αρχαιολογική μαρτυρία<ref>Βλ. για παράδειγμα, ανάγλυφο από τη βάση αγάλματος από τη [[Μαντίνεια Αρκαδίας|Μαντίνεια]] του ύστερου 4ου αι. ΠΚΕ, [[Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο]]. Βλ. Παπαοικονόμου-Κηπουργού Κ. 2003, ό.π., σ. 114.</ref>.
 
Εξετάζοντας τα αερόφωνα στην κλασική Ελλάδα, τα έμπνευστα ή εμπνεόμενα αλλιώς, βλέπουμε πως χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες, σε εκείνα που διέθεταν και εκείνα που δε διέθεταν επιστόμιο. Στους αυλούς ή φλάουτα, που δε διέθεταν επιστόμιο, περιλαμβάνονται όσοι έχουν ανοικτό και όσοι έχουν κλειστό ή φραγμένο άκρο, ενώ στα πνευστά με επιστόμιο ταξινομούνται οι αυλοί με γλωττίδες ή οι σάλπιγγες με επιχείλιο επιστόμιο<ref>Παπαοικονόμου-Κηπουργού Κ. 2003, ''ό.π.'' σ. 116.</ref>.
Γραμμή 43:
Ενδιαφέρον για την κλασική Ελλάδα συγκεντρώνουν ο μονός και οι διπλός αυλός από τα ανοικτά φλάουτα, η πολυκάλαμη σύριγξ του Πανός από τα κλειστά ή φραγμένα φλάουτα και η [[Ύδραυλις|ύδραυλις του Κτησίβιου]]. Όσον αφορά στα γλωττιδοφόρα, όπως περιγράφονται, σημαντικός θεωρείται ο αυλός, όχι μόνο γιατί συνόδευε πολλαπλές όψεις της ζωής κατά την κλασική αρχαιότητα, αλλά και ως όργανο αναφοράς με σημαντική κατασκευαστική εξέλιξη. Ωστόσο, δεν έχει διασωθεί καμία γλωττίδα καλαμένια, εξαιτίας του μη ανθεκτικού στη φθορά του χρόνου υλικό.
 
Πιθανώς το σημαντικότερο πνευστό όργανο είναι ο αυλός, καθώς συνδεόταν στενά με πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως είναι οι [[παιάνας|παιάνες]], οι θρήνοι, τα πολεμικά εμβατήρια ή οι γιορταστικοί χοροί. Αναφέρεται η χρήση του σε βακχικές και άλλες εκστατικές λατρείες. Από τον απλό βασικό αυλό που παράγει το αυλητικό τετράχορδο ή πεντάχορδο έως τον σύντονο μετονομασμένο σπονδειακό αυλό από [[Μουσικό κλειδί|ντο]], που χαρακτηρίζει την αρχαιοελληνική φθογγολογία ο αυλός σε όλες τις μορφές του υπήρξε βασικό εργαλείο για την απόδοση του πυθαγόρειου και του φυσικού συστήματος<ref>Βλ. Λέκκας Δ. 2003, σσ. 2, 5 και 7.</ref>.
 
Όργανο των ποιμένων και των συναφών θεοτήτων η σύριγξ αποτελείται από μια ομάδα σωλήνων συνδεδεμένων μεταξύ τους, από καλάμι ή από άλλο υλικό, χωρίς οπές, από τους οποίους ο καθένας έχει διαφορετικό μήκος, παράγοντας και διαφορετικό τονικό ύψος. Το όργανο συνδεόταν με την καθημερινότητα της ποιμενικής ζωής και αναπαρίστατο σε σχέση κυρίως με τον [[Πάνας|Πάνα]], με τον οποίο συνδεόταν [[μυθολογία|μυθολογικά]]<ref>Παπαοικονόμου-Κηπουργού Κ. 2003, ''ό.π.'' 118-9</ref>..
Γραμμή 51:
Τα τύμπανα, τα κρόταλα, τα κύμβαλα και τα σείστρα, ως εκπρόσωποι των μεμβρανόφωνων και των ιδιόφωνων θεωρούνται λιγότερο σημαντικά στα [[εννοιολογικό πλαίσιο|συμφραζόμενα]] της χρήσης των μουσικών οργάνων ως συνοδευτικών της ανθρώπινης φωνής.
 
Το τύμπανο στην [[αρχαία Ελλάδα]] φαίνεται πως ήταν ανοιχτός ρηχός κύλινδρος, στη μία πλευρά του οποίου τεντωνόταν ένα δέρμα. Το όργανο χρησιμοποιείτο σε οργιαστικές τελετές της [[Κυβέλη (μυθολογία)|Κυβέλη]]ς, του [[Διόνυσος|Διονύσου]] Βάκχου και του [[Σαβάζιος|Σαβάζιου]], όπως και τα κύμβαλα, και παιζόταν κυρίως από γυναίκες<ref>Παπαοικονόμου-Κηπουργού Κ. 2003, ''ό.π.'' 129.</ref>. Η τήρηση του [[ρυθμός|ρυθμού]] φαίνεται πως ήταν ο κύριος στόχος της χρήσης των κροτάλων, που απαντώνταν σε εορτασμούς, όπως είναι ο γάμος και παίζονταν από γυναίκες που συνόδευαν αυλό ή λύρα.
 
==Ιδιαίτερες χρήσεις των οργάνων στη βυζαντινή περίοδο==
Γραμμή 61:
Στα αποκαλούμενα [[θυμελικά παίγνια]] με το άσεμνο περιεχόμενό τους συμμετείχαν οργανοπαίκτες, που χρησιμοποιούσαν συνήθως αυλό και κιθάρα<ref>Μαλιάρας Ν., 2003, 276.</ref>. Βέβαια υπό τη σκέπη της ονομασίας αυλός περιγράφονταν όλα τα αερόφωνα που χρησιμοποιούσαν σωλήνα συνήθως με τρήματα. Άλλες ονομασίες ήταν ''δόναξ'' και ''κάλαμος'', ενώ στην ύστερη βυζαντινή περίοδο αναφέρονται σουραύλια, [[πλαγίαυλος|πλαγίαυλοι]] ή [[δίαυλος (μουσικό όργανο)|δίαυλοι]]. Με τη σειρά του ο πολυκάλαμος αυλός, δηλαδή η σύριγξ του Πανός, μνημονεύεται αποκλειστικά σε ποιμενικό πλαίσιο<ref>Μαλιάρας Ν., 2003, σ. 277.</ref>.
 
Όσον αφορά στα χορδόφωνα ως κιθάρα παραδίδεται η αρχαιοελληνική [[πανδουρίς]], όργανο 4χορδο με αχλαδόσχημο ηχείο, από την οικογένεια του οποίου αναπτύχθηκαν σταδιακά όργανα χορδόφωνα με δοξάρι<ref>Μαλιάρας Ν., 2003, σ. 277.</ref>. Στην οικογένεια των πολύχορδων παραδίδονται όργανα όπως το ψαλτήριον, η [[Σαμβύκη (όργανο)|σαμβύκη]], η [[πήκτις]], η [[μάγαδις]], το [[δεκάχορδον,]] το [[πληθίον]] με τις 32 χορδές του, το πλήκτρον ή η άρπα<ref>Μαλιάρας Ν., 2003, σ. 278.</ref>. Η ταξινομία των βυζαντινών οργάνων συμπληρώνεται με τα κρουστά όργανα, στα οποία περιλαμβάνονται τα κρόταλα, τα κύμβαλα, διάφορα είδη σείστρων, τα πληθία –ντέφια- και οι [[ανακαράς|ανακαράδες]] από τα μεμβρανόφωνα, ημισφαιρικά τύμπανα περσοαραβικής προέλευσης.
 
Σημαντική χρήση φαίνεται να παρουσιάζουν τα μουσικά όργανα στον βυζαντινό στρατό που εκπροσωπούνται από τα αερόφωνα με το [[βούκινο]], τη σάλπιγγα, δηλαδή τη ρωμαϊκή [[τούβα]], που χρησιμοποιείτο εκτός από στρατιωτικούς σκοπούς και για επευφημίες προς τον αυτοκράτορα εξαιτίας του δυνατού ήχου της<ref>Μαλιάρας Ν., 2003, σ. 279.</ref>. Στον στρατό επίσης χρησιμοποιούνταν διάφορα είδη τυμπάνων, τα μεταλικά κύμβαλα και διάφορα είδη ανακαράδων.
Γραμμή 83:
==Βιβλιογραφία==
*Λέκκας Δ. 2003, «Περί αυλών τρήσεως», στο Βασιλειάδης Στ. κ.ά, ''Συνοδευτικά Κείμενα: Ελληνική Μουσική και Χορός'', ΕΑΠ, Πάτρα.
*Παπαοικονόμου-Κηπουργού Κ. 2003, «Τα αρχαία ελληνικά μουσικά όργανα» στο Αγγελόπουλος Λ. κ.ά. ''Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού'', τόμος Β΄, [[Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο|ΕΑΠ]], Πάτρα.
*Μαλιάρας Ν. 2003, «Τα μαρτυρούμενα μουσικά όργανα στο Βυζάντιο» στο Αγγελόπουλος Λ. κ.ά. ''Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού'', τόμος Β΄, ΕΑΠ Πάτρα.
*Τυροβολά Β. 2003, «Τα μουσικά όργανα του βυζαντινού χορού και η στάση των εκκλησιαστικών ανδρών απέναντί τους», στο ''Βασιλειάδης Στ. κ.ά, Συνοδευτικά Κείμενα: Ελληνική Μουσική και Χορός'', ΕΑΠ, Πάτρα.
Γραμμή 91:
 
[[Κατηγορία:Αρχαία μουσικά όργανα]]
== References ==
<references />