Άνθρωπος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αναίρεση έκδοσης 6510033 από τον 2A02:587:AC08:9700:F532:843C:B393:2261 (Συζήτηση)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 36:
Επί πολλά χρόνια η ακριβής ετυμολογική ανάλυση του όρου έχει αποτελέσει πρόβλημα και στο παρελθόν διατυπώθηκαν αρκετές μη επιστημονικές (παρετυμολογικές) εικασίες.
 
Σύμφωνα με την πιθανότερη εκδοχή, στην οποία συγκλίνουν τα πορίσματα της [[ιστορική γλωσσολογία|ιστορικής γλωσσολογίας]], η αρχαία λέξη ''ἄνθρωπος'' απαντά ήδη με τον μυκηναϊκό τύπο ''a-to-ro-qo'', παρουσιάζοντας παραγωγικό [[επίθημα]] το οποίο εμφανίζουν λέξεις που προέρχονται από το αρχ. ''{{Πολυτονικόlang|grc|ὄψ}}'' «πρόσωπο».<ref>«Le mycénien ''a-to-ro-qo'' rend quasi-certaine l’existence d’un second terme -okwo- (exprimant l’idée de visage ou d’aspect), cf. ''{{Πολυτονικόlang|grc|ὄψ}}, πρόσωπον,'' et apporterait un petit appui par ex. à l’explication par ''*{{Πολυτονικόlang|grc|ἄνδρ-ωπος}}''», σελ. 91, ''Dictionnaire étymologique du grec'' του P. Chantraine (1999, β΄ έκδ.). Εντούτοις, ο R. Beekes θεωρεί ότι πρόκειται για όρο του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος (''Etymological dictionary of Greek'', Leiden 2010, vol. 1).</ref>
 
Η ανάλυση ''{{Πολυτονικόlang|grc|ἄνδρ-ωπος}}'' «αυτός που έχει όψη ή πρόσωπο άνδρα» είναι αυτή που τείνει να γίνει περισσότερο αποδεκτή στη σύγχρονη [[γλωσσολογία]]. Το αρχαίο ουσιαστικό ''{{Πολυτονικόlang|grc|ἀνήρ, ἀνδρός}}'' σήμαινε συγχρόνως «άνδρας, άνθρωπος», πράγμα που αποτελεί κοινό τόπο για πολλές σύγχρονες γλώσσες (λ.χ. [[Αγγλική γλώσσα|αγγλ.]] ''man,'' [[Γαλλική γλώσσα|γαλ.]] ''homme,'' [[Γερμανική γλώσσα|γερμ.]] ''Mann'' «άνδρας» - ''man'' «κάποιος (άνθρωπος)», [[Ισπανική γλώσσα|ισπ.]] ''hombre,'' [[Ιταλική γλώσσα|ιταλ.]] ''uomo'' κ.α.), που όλα συνδυάζουν τις σημασίες «άνδρας, άνθρωπος», αντανακλώντας έτσι το γνωσιακό σύστημα των ομιλητών.
 
Δημοφιλείς παραμένουν ορισμένες εσφαλμένες (παρετυμολογικές) αναγωγές, οι οποίες δεν στηρίζονται σε επιστημονικά κριτήρια. Περισσότερο γνωστή είναι η λανθασμένη αναγωγή σε ''{{Πολυτονικόlang|grc|ἄνω}}'' + ''θρώσκω'' («αναπηδώ») + ''{{Πολυτονικόlang|grc|ὄπωπα}}'' (αρχαϊκός παρακείμενος του ''{{Πολυτονικόlang|grc|ὁρῶ}}'', «βλέπω»), βάσει της οποίας ο άνθρωπος είναι το ον που κοιτάζει και κινείται προς τα εμπρός, άρα είναι γεμάτος αισιοδοξία και στόχους. Η άποψη αυτή προσκρούει στους μορφολογικούς κανόνες τής Ελληνικής, διότι παρουσιάζει τονισμό που δείχνει ότι πρόκειται για παράγωγο και όχι για σύνθετο, το δε ρήμα ''θρώσκω'' δεν έχει δώσει παράγωγα επίθετα τέτοιας μορφής. Εξίσου αβάσιμη είναι η παρετυμολογική εκδοχή που αναφέρεται στον πλατωνικό διάλογο «Κρατύλος», ότι η λέξη προέρχεται από συγχώνευση της φράσης ''ἀναθρῶν ᾰ ὄπωπε ''«(αυτός που) αναλογίζεται αυτά που βλέπει», παραγωγή που επίσης αντιβαίνει στους μορφολογικούς κανόνες τής Ελληνικής και δεν συμφωνεί με τον τρόπο λειτουργίας του συμφυρμού.
 
Η ονομασία ''Ηomo'', που εμφανίστηκε τον 18ο αιώνα στους επιστημονικούς κύκλους ως επιστημονικός όρος αναφοράς στο [[Homo|γένος Homo]], προέρχεται από το [[λατινικά|λατινικό]] ''homō'' «άνθρωπος».