Μάχη της Κλείσοβας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αναίρεση έκδοσης 7070114 από τον Glorious 93 (Συζήτηση)
Ετικέτα: Αναίρεση
Αναίρεση έκδοσης 7070084 από τον CubicStar (Συζήτηση)
Ετικέτα: Αναίρεση
Γραμμή 49:
''Δύο ώρες βάσταξαν τούτα τα γιουρούσια κι ο ήλιος αστραφτερός ψήλωσε στον ουρανό. Τότες, μ΄ένα σινιάλο χύμηξαν οι εχθροί όλοι μαζί για τρίτη φορά. Ζύγωσαν ίσαμε δέκα δρασκελιές και πάλι τους πισωγύρισαν οι αθάνατοι της Κλείσοβας. Οι Τούρκοι πια κοιτάζανε πούθε να λακήσουν κι αλλού χωμένοι στο νερό ώς το λαιμό κι αλλού ως το ζωνάρι, βγαίνανε αντίκρυ στην ξηρά. Φρόντισαν όμως και σύρανε τα κουφάρια των συντρόφων τους που σκοτώθηκαν.''
 
''Ύστερα από λίγη ώρα που άρχισε το τρίτο τούτο γιουρούσι τους, γίνηκε ανάμεσα στους Τούρκους που είχαν κάνει ντισμπάρκο (απόβαση) στο νησί μια μεγάλη αναταραχή (Οι Τούρκοι βγήκανε οπάνω στην Κλείσοβα και οι Έλληνες πολεμούσαν ταμπουρωμένοι στο περιτοίχισμα της Εκκλησίας). Συνάχτηκαν ίσαμε 2.000 εχθροί και τότες μέσα από το σωρό βλέπυμεβλέπουμε να βγαίνει ένας καβαλάρης και να τον κατεοδώνουνκατευοδώνουν καμιά 500 ώς τη στεριά.''
 
''Κοιτάζοντας από το Μεσολόγγι, ξεδιαλύναμε πως τ΄ασκέρι που έκανε το κίνημα (επίθεση) στην Κλείσοβα ήταν Αρβανίτες γκέκηδες και Τούρκοι Οσμανλήδες και τίποτις άλλο. Άμα αναμέρισαν κι αυτοί, τότες άλλοι βγήκαν στον πόλεμο και πέρασαν από τα ρηχά στο λιμάνι της Κλείσοβας, ίσαμε είκοσι βνάρκεςβάρκες και περιτριύρισανπεριτριγύρισαν πάλι το νησάκι.''
 
Την ώρα που οι Τούρκοι κάνανε το δεύτερο γιουρούσι τους, μπήκανε κάμποσοι ακόμα από τη "Βοήθεια" σε πρυάρια και τρέξανε από το Μεσολόγγι για την Κλείσοβα. Κθώς όμως ζύγωναν το νησάκι τους χτύπησαν οι εχθροί με τα κανόνια τους και βούλιαξαν οι βάρκες, κανεις όμως δεν έπαθε τίποτα και όλοι γύρισαν πίσω.
 
Πλέον οι Τούρκοι προσπαθούσαν να κουβαλήσουν στις πλάτες τους τις βάρκες τους για να τις βάλουν στο λιμανάκι της Κλείσοβας, οι μπλοκαρισμένοι τότε άδραξαν την ευκαιρία και στείλανε κάποιο παιδί μ΄ένα πρυάρι να μας παραγγείλει να τους προμηθεύσουμε με κάθε τρόπο νερό και φουσέκια. Πέρασε το ατρόμητο παιδί από την κοσμοχαλασιά και σώθηκε και μας είπε τι γίνεται. Όταν οι εχθροί άρχισαν να χτυπανε ξανά την Κλείσοβα με γρανάτες και κανόνια, οι μπλοκαρισμένοι έστειλαν άλλον ένα. Αυτός μας είπε ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν σκοτωθεί δεκατρείς Έλληνες κι ο Κίτσος Πάσχος, αξιωματικός του Νότη και συγγενής του και ίσαμε δεκάξι ήταν οι λαβωμένοι. Μονάχα 70-80 ντουφέκια αντέχανε ακόμα γερά, τα υπόλοιπα είτε χάλασαν, είτε σκάσανε από την πολλή φωτιά.
 
Αμέσως βάλαμε τότε σ΄ένα πρυάρι τέσσερις κάσες φουσέκια κια δυό βαρέλια νερό. Μπήκε στο πρυάρι ο Καρακώστας Δροσίνης, μ΄ενα ξαδερφάκι του το Γιωργάκη Δόστη. Πήρανε μαζί κι έναν κονταριστή και μαζί και το παιδί που μας είχε φέρει το μαντάτο. Ξεκίνησαν να τους κατευοδώσουν όλα τα πρυάρια που βρισκόταν στον ανεμόμυλο, τους είδαν όμως από τις βάρκες κανονιέρες, γυρνάνε τα κανόνια καταπάνω τους και τους βαράνε με χοντρη και ψιλή φωτιά. Ξαπλώθηκαν όλοι μέσα στο πρυάρι και οι κονταριστές αμπώθουν με όλη τους τη δύναμη! Τους σιμώνουν οι τούρκικες βάρκες, σκοτώνεται ο κονταριστής, μένει μόνο το παιδί ν΄αμπώθει. Μένουν μόνο τρεις οργιές και σκοτώνεται και το παιδί, τ΄αθάνατο! Πηδάνε τότε στη στεριά ο Καρακώστας κι ο Δόστης και σέρνουν το πρυάρι με τα χέρια τους! Βγαίνουν από μέσα οι μπλκαρισμένοι κιι αρπάζουν το νερό και το μπαρούτι!! Έριξα από τη χαρα μου το κυάλι κάτω αμα είδα πως πήρανε την προμήθεια!
 
Ίσαμε εκείνη τη στιμή είχαν σκοτωθεί ως χίλιοι Τούρκοι.
 
Μεσημέριασε πια και βλέπουμε να βγαίνουν απο τα τσαντήρια τους οι Αιγύπτιοι, μ΄έξι μπαιράκια και τούμπανα μπροστά. Βάρεσαν τα τούμπανά τους και μπήκαν στο αυλάκι να κάνουνε γιουρούσι. Άμα οι πρώτοι αραπάδες, ισαμε 50 περάσανε το αυλάκι, οι κανονιέρηδές μας στην Κλέισοβα τους χτυπάνε με μισδράλια, με αποτέλεσμα να πισωγυρίσουν κατά τη λίμνη για να κρυφτούν πίσω απ΄τις βάρκες τους. Οι αξιωματικοί τους τα χάσανε, κι ο καθένας πολέμαγε πια μόνο για τον εαυτό του! Οι αραπάδες αφού στριμώχτηκαν πια τόσοι πίσω από τις βάρκες, που δεν τους χωρούσε ο τόπος ακουμπούσαν με τα στήθια τους στην κουπαστή κι έσερναν τις βάρκες. Σύρθηκαν έτσι ως την άκρη του νησιού και οι Έλληνες έβαζαν δυο και τρία βόλια και χτύπαγαν πάνω στα σανίδια απ΄τις βάρκες και τις διαπερνούσαν.
 
Ο πόλεμος βάσταξε με τούτο το σχέδιο από το μεσημέρι ίσαμε τις πεντέμιση το απόγευμα. Μα καθώς οι βάρκες είχανε γεμίσει πια με κουφάρια και βάρυναν και δεν μπορούσαν να τις κουνήσουν άρχισαν οι αραπάδες πάλι να βγαίνουν πάνω στο νησί. Φτάσανε ίσαμε το μικρό χαντάκι που ήταν γύρω από το ταμπούρι της Εκκλησίας κι εκεί οι μπαιρακτάρηδες μπήξανε τα μπαιράκια τους. Βάραγαν πια από πολύ κοντά τους δικούς μας, μα όσοι έκαναν γιουρούσι να πατήσουν το ταμπούρι χτυπιόταν όλοι με άσφαλτο βόλι. Κοιτούσα τη λίμνη κι έβλεπα να πλέουν μπουλούκια τα κουφάρια.
 
Εκείνη τη στιγμή κατά τις εξίμηση το απόγευμα φάνηκε μια μικρή βάρκα να ορμά πάνω στην Κλείσοβα. Μόλις ζύγωσε στο νησάκι και στάθηκε, ξεχωρίζουμε μια αναταραχή και βλέπουμε το ασκέρι του εχθρού να λακάει με την ψυχή στο στόμα. Αιτία ήταν πως σκοτώθηκε ο Χουσείν Μπέης, ο γαμπρός του Ιμπραήμ, επίτροπος και πληρεξούσιός του σε όλα, είχε φτάσει στο νησί με τη μικρή βάρκα και με το σπαθί στο χέρι βίαζε τους αραπάδες να ριχτούν και να δώσουν ένα τέλος.
 
Πάνω στην Κλείσοβα υπήρχε ένα πιτσιρικάς που για την εξυπνάδα του , του είχαν βγάλει το παρατσούκλι "Σφήκας". Ανεβασμενος αυτός ψηλά στην Εκκλησιά, απόκαμε φωνάζοντας όλη την ημέρα. ήταν ψυχογιός του αξιωματικού Αποστόλη Νιχωρίτη από το Νταιφά του Χατζηπέτρου. Είπαν μερικοί πως αυτός ο μικρός πέτυχε από κει ψηλά τον Χουσείν Μπέη, οι άνθρωποι όμως του Παναγιώτη Κραβαρίτη είπαν πως αυτοί τον σκότωσαν. Η αλήθεια δεν ξεκαθάρισε, γιατί όσοι βάσταγαν εκείνο το πόστο, τον είδαν και πρόκριναν να ρίξουν πάνω του και τον χτύπησαν έτσι πολλά βόλια μαζί κι έτσι σωριάστηκε μέσα στη βάρκα.
 
Μόλις είδαμε από το Μεσολόγγι πως οι δικοί μας στην Κλείσοβα πήδηξαν έξω από τα ταμπούρια τους, όρμηξε τότε η "Βοηθεια", που είχε μπει στα πρυάρια και περίμενε. Λάμνοντας με όλη τη βία τράβηξαν γραμμή κατα το πιο κοντινό νησακι στην Κλείσοβα. Φοβήθηκαν τότε οι Αρβανίτες και οι Αραπάδες που ήταν κρυμμένοι σ΄αυτό και τρέχουν άλλοι απο δω άλλοι απο κει.
 
Νύχτωσε, γίνηκε σκοτάδι. Και τότε χάθηκαν οι εχθροί μέσα στα νερά μην ξέροντας πού να πάνε! 'Αφησαν μπαιράκια, παλάσκες, άρματα, γέμισε η λίμνη! Τρεχουν τότε οι ψαράδες όλη τη νύχτα και σκοτώνανε πλήθος απ΄αυτούς και γέμιζαν τα πρυάρια τους με άρματα και τα φέρνανε στο Μεσολόγγι.
 
Οι γενναίοι κι ατρόμητοι πολεμιστές της Κλείσοβας, που όλη η φρουρά τους σεβάστηκε για την παληκαριά τους ύπνο μονάχα ζητήσανε και τίπτα άλλο.
 
Από τους δικούς μας σκοτώθηκαν δεκαέξι και λαβώθηκαν τριάντα. Αξιωματικοί σκοτώθηκαν ο Κίτσος Πάσχος, ο Γρηγόρης Μεγαπάνος και ο Κώστας Γεροθανάσης.
 
==Πηγές==