Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 18:
== Πρώτα χρόνια ==
[[Αρχείο:Mansion of Patriarch Gregory V.jpg|thumb|left|180px|Η πατρική οικία του Γρηγορίου Ε΄ στη [[Δημητσάνα]]]]
Γεννήθηκε το [[1746]] στη [[Δημητσάνα]] από φτωχούςφτωχή γονείς,οικογένεια τουκαι βοσκούτο στοκοσμικό επάγγελματου Ιωάννουόνομα καιήταν τηςΓεώργιος Ασημίνας ΑγγελοπούλουΑγγελόπουλος. Το κοσμικό όνομάΓονείς του ήταν ''Γεώργιοςο Αγγελόπουλος''βοσκός Ιωάννης και η Ασημίνα Αγγελοπούλου. Μετά τις βασικές σπουδές στο χωριό του, το [[1765]] πήγε στην [[Αθήνα]] για δύο χρόνια όπου μαθήτευσε παρά τον Δημήτριο Βόδα, ιεροκήρυκα από τα Ιωάννινα. Το [[1767]] μετέβη στη [[Σμύρνη]] όπου ένας θείος του που υπηρετούσε νεωκόρος στο ναό του Αγίου Γεωργίου της [[Σμύρνη]]ς, τον βοήθησε να σπουδάσει στο περιώνυμο Γυμνάσιο της πόλης για πέντε χρόνια. Από την παιδική του ηλικία ο Γεώργιος Αγγελόπουλος είχε σχέση με τη [[Μονή Φιλοσόφου]] της Αρκαδίας, μέσω της οποίας ενισχύθηκε ο έμφυτος ασκητισμός του. Έτσι, αποσύρθηκε στις [[Στροφάδες]] και στην εκεί Μονή του Αγίου Διονυσίου εκάρη μοναχός λαμβάνοντας το ιερατικό του όνομα '''Γρηγόριος'''.
 
Στη συνέχεια ο Γρηγόριος αφού σπούδασε [[θεολογία]] και [[φιλοσοφία]] στην [[Πατμιάδα Σχολή]], υπό τους Δανιήλ Κεραμέα και Βασίλειο Κουταληνό επέστρεψε στη Σμύρνη, κατόπιν πρόσκλησης του τότε Μητροπολίτη Σμύρνης [[Πατριάρχης Προκόπιος|Προκόπιου]], όπου και χειροτονήθηκε [[διάκονος]] και [[αρχιδιάκονος]]. Γρήγορα χειροτονήθηκε [[ιερέας]] και κατόπιν ανέλαβε [[πρωτοσύγκελος]] Σμύρνης, θέση που διατήρησε μέχρι το [[1785]].
Γραμμή 82:
Στις 30 Ιουλίου του 1819 σε επιστολή του προς τον ηγεμόνα της Μάνης [[Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης|Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη]], ο Γρηγόριος Ε΄ κάνοντας μνεία περί της Σχολής αυτής αποκαλύπτει την επ´ αυτής έννοια των Φιλικών. Εξ αυτού του γράμματος αποφάσισε στη συνέχεια ο Μαυρομιχάλης να συμμετάσχει στον Αγώνα με όλους τους οπλαρχηγούς της Μάνης. Αλήθεια πάντως είναι ότι με τις επιστολές εκείνες η Φιλική Εταιρεία είχε ενισχυθεί και οικονομικά και αριθμητικά με εγγραφή νέων μελών όπως και πολλών κληρικών. Αλλά και άλλοι εγκύκλιοι που αφορούσαν την «Κιβωτό του Ελέους» οι Φιλικοί τις χρησιμοποίησαν κατάλληλα.
 
Ο πατριάρχης δεν εκδήλωσε ποτέ δημόσια τη θέση του απέναντι στη Φιλική Εταιρεία αλλά ούτε και οι επιστολές που έστελνε την εποχή εκείνη θα μπορούσαν να γίνουν ευρύτερα γνωστές ακόμα και στους μυημένους. Ο ίδιος μάλιστα φέρεται να δήλωνε «''Γνωρίζων, ...δεν ήθελον γίνει προδότης του έθνους μου. Αλλά δια τούτο δεν θέλω να γνωρίζω τίποτε εκ των πολιτικών, δια να μη γίνω επίορκος, ή ψεύστης, εαν εξεταζόμενος ηρνούμην''». Πολλοί όμως, εκτός των κατακριτών του, ήταν και εκείνοι που θεωρούσαν ότι ενεργούσε με ιδιαίτερα μεγάλη περίσκεψη απέναντι στον Σουλτάνο.{{πηγή}} Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι ο Γρηγόριος γνώριζε για τη Φιλική Εταιρεία και άλλοι ισχυρίζονται ότι του ζητήθηκε να γίνει μέλος. Ο ίδιος ανεχόταν την Εταιρεία αλλά δεν δέχτηκε να γίνει μέλος της για ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους, καθώς η Εταιρεία εκπροσωπούσε τις ιδέες που από το β' μισό του 18ου αιώνα αντιστρατευόταν η Εκκλησία ως ασύμβατες με την κοσμοθεωρία της. Πολιτικά, η συμμετοχή του θα έθετε ενσε κινδύνωκίνδυνο όχι μόνο μεμονωμένους ιεράρχες αλλά κυρίως το θεσμό του Πατριαρχείου. Οι συνέπειες τυχόν συμμετοχής του στην Εταιρεία θα μπορούσαν να είναι καταστροφικές για όλους τους Έλληνες, μια θυσία που δεν μπορούσαν να την αναλάβουν. Ωστόσο, δεν έδωσε πληροφορίες στις οθωμανικές αρχές για τις δραστηριότητές της. Αυτή η στάση παραλληλίζεται με τη στάση του αρχιεπίσκοπου Δαμασκηνού στη διάρκεια του Β'Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.<ref>[https://books.google.gr/books?id=MEpGCgAAQBAJ&printsec=frontcover&source=gbs_ge_summary_r&cad=0#v=onepage&q&f=false Panteleymon Anastasakis, The Church of Greece Under Axis Occupation, Fordham University Press, 2015, σ. 21, 256 σημ. 31]</ref>
 
Τον Απρίλιο του 1820 τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ επισκέφθηκε στην Κωνσταντινούπολη ο διερχόμενος από εκεί για την Αγία Πετρούπολη [[Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος]] ο οποίος και του επέδωσε επιστολή του Παλαιών Πατρών Γερμανού που ρωτούσε «''Τι πρέπει να κάμουν και πως πρέπει να φερθούν''». Ο Γρηγόριος φέρεται να είπε στον κομιστή «''Περιττόν να μας ζητούν συμβουλή δια πράγματα τα οποία γνωρίζουν. Χρεωστούμεν να ποιμαίνωμεν καλώς τα ποίμνιά μας και χρείας τυχούσης να κάμωμε όπως έκαμεν ο Ιησούς δι΄ ημάς δια να μας σώσει''». Παράλληλα έδωσε και επιστολή προς τον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη στην οποία επαναλάμβανε τη λέξη «''φρόνησις, φρόνησις, φρόνησις''». Σε άλλη δε επιστολή προς Ιωάννη Ζωσιμά έγραφε «''βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια''».<br />
Γραμμή 89:
Θα μπορούσε όμως να είχε φύγει όπως τον παρακάλεσε και ο Παπαρρηγόπουλος. Μάλιστα όταν ο Παπαρρηγόπουλος τον ενημέρωσε ότι πολύ σύντομα θα ξεσπούσε η επανάσταση, ο πατριάρχης φέρεται να δήλωσε ότι ήταν φρονιμότερο να περιμένουν ένα ρωσοτουρκικό πόλεμο προσθέτοντας «''Λυπούμαι, μήπως η πατρίς πάθει όσα έπαθε και άλλοτε''». Κατά τον πατριάρχη η επανάσταση έπρεπε να ξεκινούσε αργότερα μετά την καταστροφή του Αλή πασά και μάλιστα από την Πελοπόννησο και όχι από την Μολδοβλαχία.
 
Μετά την εκδήλωση της επανάστασης του Υψηλάντη στη Βλαχία, άρχισαν μαζικές διώξεις κατά των χριστιανών της Κωνσταντινούπολης, με σφαγές και φυλακίσεις. Μεταξύ των άλλων φυλακίστηκαν ή εκτελέστηκαν πολλοί επίσκοποι, όπως ο Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης που απαγχονίστηκε πρώτος «κατά την οδόν ιχθυοπωλείου (Μπαλούκ-παζάρ)» (Φιλήμων, Β', σ. 114), φυλακίστηκαν οι Νικομηδείας Αθανάσιος και Δέρκων Γρηγόριος, ο Αγχιάλης Ευγένιος, ενώ ο Σουλτάνος διέτασε τον Πατριάρχη να στείλει και άλλους για φυλάκιση.[[Αρχείο:Γρηγόριος Ε´ - Αποκήρυξη της Ελληνικής επανάστασης του 1821.jpg|thumb|371x371px|Επιστολή του Γρηγορίου Ε´με την οποία αποκηρύσσεται η εξέγερση και αφορίζεται ο Αλέξανδρος Υψηλάντης]]. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ("''υπό την δαμόκλειαν σπάθην την κρεμαμένην ... επί της κεφαλής του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινουπόλεως''"<ref>Κόκκινος Διονύσιος, Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν "Ήλιος", τ. 7, σ. 346</ref>) ο Πατριάρχης, επικεφαλής συνόδου αρχιερέων και λαϊκών, αναγκάστηκαν να εκδώσουν δύο αφορισμούς. Αυτοί υπογράφονται από 21 αρχιερείς του Πατριαρχείου, αλλά στην σύνοδο που έλαβε την απόφαση συμμετείχαν και λαϊκοί προύχοντες της Κωνσταντινούπολης, όπως ο πρώην ηγεμόνας της Βλαχίας Σκαρλάτος Καλλιμάχης, ο μεγάλος διερμηνέας της Πύλης Κων. Μουρούζης, ο διερμηνέας του στόλου Νικ. Μουρούζης (αδελφός του Κ. Μουρούζη), ηγέτες των συντεχνιών κ.ά., συνολικώς 72 άτομα. Οι μεν λαϊκοί αποφάσισαν να υποβάλουν αναφορά αποκήρυξης της επανάστασης και δήλωση υποταγής με αναφορές στην «συνήθη καλοκαγαθία του σουλτάνου», οι δε ιερωμένοι να συνθέσουν την πράξη αφορισμού (Φιλήμων, τ. Β', σ. 112). Δεν είναι ακριβώς{{Ref_label|I|i|none}} γνωστές οι ημερομηνίες που υπεγράφησαν οι αφορισμοί. Πολλοί ιστορικοί εκτιμούν ότι έγινε την 23 Μαρτίου. Ο πρώτος αφορισμός συνοδευόταν από διαβιβαστική πατριαρχική επιστολή την οποία μερικοί συγγραφείς εκλαμβάνουν επίσης ως αφοριστικό έγγραφο και έτσι αναφέρονται σε συνολικά τρείς αφορισμούς, ενώ ουσιαστικά πρόκειται για δύο.<ref>Γεωργαντζής Πέτρος Α., Ο "Αφορισμός" του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ιστορική και θεολογική διερεύνηση του θέματος. Εκδ. "Παρουσία", Καβάλα, 1988, σ. 43.</ref> Οι οθωμανικές αρχές, αφού επέβαλαν στον Πατριάρχη την έκδοση των εν λόγω αφορισμών, είχαν τοποθετήσει στο περιβάλλον του τουρκοκρητικούς[[Τουρκοκρητικοί|Τουρκοκρητικούς]] που γνώριζαν την ελληνική γλώσσα ώστε να παρακολουθούν τις εργασίες των συνόδων και τα κείμενα. Φαίνεται ότι ο πρώτος αφορισμός που περιοριζόταν στην επαρχία της Ουγγροβλαχίας δεν ικανοποιούσε τον Σουλτάνο και τον ''σεϊχουλισλάμ'', οι οποίοι επέβαλαν και δεύτερο αφορισμό που να περιλαμβάνει όλους τους χριστιανούς της Αυτοκρατορίας. Εκτιμάται ότι ο δεύτερος αυτό αφορισμός εκδόθηκε την Κυριακή 27 Μαρτίου. Εξέταση του κειμένου του δεύτερου αφορισμού υποδεικνύει ότι έγινε προσπάθεια ώστε το δεύτερο κείμενο να είναι διπλωματικό και να αφήνει κενά ως προς την θεολογική ερμηνεία του. Για παράδειγμα, δεν επαναλαμβάνει τις κατάρες του πρώτου, και ενώ στον πρώτο αφορισμό αναφέρεται «αφωρισμένοι υπάρχουσι», στο δεύτερο η έγκλιση γίνεται ευκτική μέλλοντος «αφωρισμένοι υπάρχοιεν».<ref>Γεωργαντζής Α. Πέτρος, δ.Θ. Ο «αφορισμός» του Αλέξανδρου Υψηλάντη, 1988.</ref><ref>[http://www.documentacatholicaomnia.eu/20vs/200_Mansi/1692-1769,_Mansi_JD,_Sacrorum_Conciliorum_Nova_Amplissima_Collectio_Vol_040,_LT.pdf Sanctorum Conciliorum nova et emplissima collectio, εκδ. Joannes Mansi, Παρίσι, 1901, XL, σελ. 151-154]</ref>
 
Ο πρώτος αφορισμός αναφέρει ότι «''Ὑπεγράφη συνοδικῶς ἐπὶ τῆς ἁγίας Τραπέζης''».<ref>{{cite book|last=Κανδηλώρος|first=Τάκης|title=Ιστορία του εθνομάρτυρος Γρηγορίου Ε΄|page=40|year=1909}}</ref> Ο ίδιος ο Υψηλάντης, έχοντας προβλέψει το ενδεχόμενο, καθησύχαζε με επιστολή του της 29ης Ιανουαρίου τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ότι «''ο μεν Πατριάρχης βιαζόμενος παρά της [[Υψηλή Πύλη|Πόρτας]] σας στέλλει αφοριστικά και εξάρχους παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρτα, εσείς όμως να τα θεωρείτε ταύτα ως άκυρα, καθότι γίνονται με βία και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του πατριάρχου''»<ref>{{cite book |last=Δεσποτόπουλος|first=Αλέξανδρος|editor-first=Αλέξανδρος|editor-last=Δεσποτόπουλος|series=Ιστορία του Ελληνικού Έθνους|title=Η Ελληνική Επανάσταση και η δημιουργία του Ελληνικού κράτους (1821-1832). Τόμος ΙΒ'|publisher=Εκδοτική Αθηνών|year=1977|page=36|chapter=Η Επανάσταση στη Μολδοβλαχία}}</ref>.
 
Γενικώς οι απόψεις και οι κρίσεις που διατυπώθηκαν για το θέμα, κατατάσσονται σε 4 κατηγορίες. Η πρώτη υποστηρίζει ότι πρόκειται για πραγματικό αφορισμό και είναι προϊόν συνειδητής τουρκόφιλης και αντεπαναστατικής θέσης του Πατριάρχη και των λοιπών συνοδικών. Υποστηρικτές αυτής της άποψης είναι κυρίως οι Π. Πιπινέλης, Γ. Κορδάτος, Γ. Σκαρίμπας και Γ. Καρανικόλας και διάφοροι μαρξιστές ιστορικοί. Η δεύτερη άποψη δέχεται ότι ο αφορισμός είναι πραγματικός (δηλ. έγκυρος) αλλά έγινε υπό την απειλή βίας. Αυτή υποστηρίζεται από αγωνιστές της Επανάστασης και μεταγενέστερους ιστορικούς. Για παράδειγμα, ο Αναστ. Εμμ. Παπάς σε επιστολή του προς τον αδελφό του Αθανάσιο, την 18 Απριλίου 1821 γράφει "Οι εξορκισμοί δεν έχουν πέραση, διότι είναι φτιαγμένοι κατά διαταγήν του Σουλτάνου".<ref>Γ. Λάιος, Ανέκδοτες επιστολές και έγγραφα 1821, Αθήνα 1958, σ. 93. Αναφέρεται στο Γεωργαντζής, σ. 34.</ref> Το ίδιο υποστηρίζουν οι Ι. Φιλήμων, Τ. Γκόρντον, Μ. Οικονόμου, Τζ. Φίνλεϋ, Απ. Βακαλόπουλος και άλλοι. Επίσης αναφέρεται στην "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους" (τ. ΙΒ', σ. 36). Η τρίτη άποψη δέχεται επίσης ότι ο αφορισμός είναι πραγματικός αλλά ανακλήθηκε λίγο αργότερα. Την παράδοση αυτή αναφέρουν ο Ι. Φιλήμων, ο Σπηλιάδης, ο Γ. Πιλάβιος στη βιογραφία του Γρηγορίου (1872), ο Μ. Οικονόμου και νεώτεροι μελετητές. Σύμφωνα με αυτή την παράδοση, ο αφορισμός ανακλήθηκε σε μυστική τελετή το ίδιο βράδυ ή τη Μ. Δευτέρα ή τη Μ. Παρασκευή. Κατά την τέταρτη άποψη ο αφορισμός είναι "οικονομικός" (εισαγωγικά συγγραφέα) ή εικονικός, προς το θεαθήναι και όχι πραγματικός. Αυτή η εκδοχή υποστηρίζεται από τον Ι. Φιλήμονα, Ι. Χατζηφώτη και άλλους.<ref>Γεωργαντζής, σ. 35-41.</ref>
 
Σύμφωνα με τον [[Τάκης Κανδηλώρος|Τάκη Κανδηλώρο]], βιογράφο του Πατριάρχη, ο Γρηγόριος «''ως αντιπρόσωπος του Χριστού ουδέποτε έπρεπεν να υπογράψει έγγραφον εις το οποίον δεν επίστευεν. Αλλ' ως αρχηγός κινδυνεύοντος έθνους ώφειλε να στέρξει μέτρον, όπερ έστω και προσωρινώς έσωζε τους ανίσχυρους και εμπεπιστευμένους αυτώ πληθυσμούς εκ της σφαγής''» και έδρασε εκβιαζόμενος.<ref>{{cite book|last=Κανδηλώρος|first=Τάκης|title=Ιστορία του εθνομάρτυρος Γρηγορίου Ε΄|pages=219-220|year=1909|url=http://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/6/1/2/metadata-b6b67504ff0288dbf7709219ee3fdcb4_1245247904.tkl&do=84506_w.pdf&pageno=112&pagestart=1&width=841&height=595&maxpage=149&lang=el}}</ref> Ο Ιωάννης Κολιόπουλος χαρακτηρίζει τον αφορισμό ως «μνημείο της εκκλησιαστικής γλώσσας που είχε φιλοτεχνήσει η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία τους αιώνες της τουρκικής κυριαρχίας» και τον ερμηνεύει στο συγκείμενο της αναγνώρισης από την Εκκλησία της νομιμότητας του καθεστώτος του Σουλτάνου, του οποίου αποτελούσε οργανικό τμήμα, και της εναντίωσης στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του εθνικού κινήματος των Ελλήνων.<ref>{{cite book |first=Ιωάννης Σ.|last=Κολιόπουλος||year=2000|title=Ιστορία της Ελλάδος από το 1800. Τεύχος Α': Το έθνος, η πολιτεία και η κοινωνία των Ελλήνων|pages=214, 63-64, 53-57|publisher=Βάνιας|isbn=9602880724}}</ref>. Ο [[Τάκης Σταματόπουλος]] θεωρεί ότι ο Πατριάρχης αντέδρασε στην επανάσταση και αναφέρει ''«πως μ'αλεπάλληλα έγγραφά του και αφορισμούς συνιστούσε πάντα πίστη και τυφλήν υποταγή στους Τούρκους.».<ref name="Σταματόπουλος">Τάκης Σταματόπουλος, ''Ο εσωτερικός αγώνας'', εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1979, τόμος Α΄, σελ. 198</ref>
 
Σε επιστολή του προς τον επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα της 28ης Δεκεμβρίου 1820 έγραφε: «''...Κρυφά υπερασπίζου αυτόν (σσ. Η του Παπανδρέου πράξις πατριωτική), εν φανερόν δε άγνοια υποκρίνου, έστι δε ότε και επίκρινε τοις θεοσεβέσι αδελφοίς και αλλοφύλοις ιδία. Πράυνον βεζύρην λόγοις και υποσχέσεσιν αλλά μη παραδοθήτω εις λέοντος στόμα. Άσπασον συν ταις εμαίς ευχαίς τους ανδρείους αδελφούς, προτρέπον εις κρυψίνοιαν δια τον φόβον των Ιουδαίων''».<ref>{{cite book |last=Αγγελόπουλος|first=Γ.Π.|year=1865|title=Τὰ κατὰ τὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριον τὸν Ε', τόμος Α'|page=221|publisher=Εθνικόν Τυπογραφεῖον|url=http://books.google.co.uk/books?id=10IBAAAAQAAJ|accessdate=6 Ιουνίου 2012}}</ref> Σώζονται επίσης και επιστολές του του Μαρτίου 1821 προς τους επισκόπους Βλαχίας, Παλαιών Πατρών Γερμανό, Τριπόλεως και Αμυκλών Δανιήλ στις οποίες τους παρότρυνε να συνεχίσουν την πολιτική «ειλικρινούς ευπειθείας και υποταγής [...] εις την κραταιάν βασιλείαν».<ref>{{cite journal|editor = Μάρθα Πύλια|year= 2008|month= Μάρτιος|title= Διαδρομές εθνικού προσδιορισμού - Εκκλησία, Μύθος, Ιστορία|journal= Αυγή-Αναγνώσεις|issue= 274}}