Κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
 
[[File:Bundesarchiv Bild 102-14381, Berlin, Polizeipatrouille am Wahltag.jpg|thumb|Η «κατάληψη της εξουσίας» στην πράξη: άνδρας των [[Ες-Ες]] ως επικουρικός αστυφύλακας μαζί με έναν Πρώσο αστυνόμο στο Βερολίνο κατά τις εκλογές της 4ης Μαρτίου 1933]]
Ως '''κατάληψη''' ή '''ανάληψη της εξουσίας από τους Ναζί''' ({{lang-de|Machtergreifung ή Machtübernahme}}) ονομάζεται η άνοδος στην εξουσία του [[Αδόλφος Χίτλερ|Αδόλφου Χίτλερ]] και του [[Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα|Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος]] (Ναζιστικό κόμμα) στις [[30 Ιανουαρίου]] [[1933]] και η αμέσως ακόλουθη περίοδος. Το γεγονός σημάδεψε την κατάλυση του δημοκρατικού καθεστώτος της [[Δημοκρατία της Βαϊμάρης|Δημοκρατίας της Βαϊμάρης]] και την σταδιακή εγκαθίδρυση ενός [[ολοκληρωτισμός|ολοκληρωτικού]] [[φασισμόςΝαζισμός|φασιστικούναζιστικού]] καθεστώτος, του επιλεγόμενου «[[Τρίτο Ράιχ]]».
 
Ύστερα από απανωτές εκλογές και λόγω της αδυναμίας να σχηματιστεί κυβέρνηση, στις 30 Ιανουαρίου [[1933 ]],ο Αδόλφος Χίτλερ διορίστηκε από τον πρόεδρο του Ράιχ , [[Πάουλ φον Χίντενμπουργκ]] και με την μεσολάβηση του πρώην πρωθυπουργού [[Φραντς φον Πάπεν]] ως αρχηγός ([[καγκελάριος]]) μιας κυβερνήσεως συνεργασίας μεταξύ του Ναζιστικού κόμματος και εθνικοσυντηρητικών δυνάμεων (του [[Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα|Γερμανικού Εθνικού Λαϊκού Κόμματος]] και της παραστρατιωτικής οργάνωσης «[[Στάλχελμ]]»), ενώ στο υπουργικό συμβούλιο εκτός από τον Χίτλερ υπήρχαν μόνο δυο άλλοι Ναζί, ο [[Βίλχελμ Φρικ]] ως υπουργός εσωτερικών και ο [[Χέρμαν Γκαίρινγκ]] ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου. Ο φον Πάπεν έγινε αντικαγκελάριος, ενώ τα περισσότερα χαρτοφυλάκια καταλήφθησαν από συντηρητικούς πολιτικούς ή μη πολιτικούς τεχνοκράτες.<ref>Alan BullocK: "Hitler: A Study in Tyranny". Harper Perennial, 1991, σελ. 132</ref>
 
Ήδη από τις 4 Φεβρουαρίου, το «[[Διάταγμα του Προέδρου του Ράιχ για την Προστασία του Γερμανικού Λαού]]» (Verordnung des Reichspräsidenten zum Schutze des Deutschen Volkes) περιόριζε την ελευθερία του Τύπου και την ελευθερία της συνάθροισης, ενώ ο Βίλχελμ Φρικ αποκτούσε έκτακτες αρμοδιότητες. Μετά τον [[Εμπρησμός του Ράιχσταγκ|Εμπρησμό του Ράιχσταγκ]] στις 27 Φεβρουαρίου, το «[[Διάταγμα του Προέδρου του Ράιχ για την Προστασία του Λαού και του Κράτους]]» (Verordnung des Reichspräsidenten zum Schutz von Volk und Staat, ευρύτερα γνωστό ως Reichstagsbrandverordnung, «Διάταγμα περί του Εμπρησμού του Ράιχσταγκ») στις 28 Φεβρουαρίου αποτέλεσε την «συντακτική πράξη του Τρίτου Ράιχ», σύμφωνα με τον πολιτολόγο [[Ερνστ Φραίνκελ]], καθώς περιόρισε τις διατάξεις του συντάγματος που εγγυόνταν θεμελιώδη πολιτικά και δημοκρατικά δικαιώματα, την αυτονομία των γερμανικών κρατιδίων, το ταχυδρομικό απόρρητο, κ.ά., ανοίγοντας τον δρόμο στην «ευθυγράμμιση» ([[Gleichschaltung]]) του κράτους και όλων των δημοσίων οργανώσεων με το καθεστώς. <br />