Ράινουλφ Ντρένγκοτ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ 🛠️ (By FindAndReplace)
 
Γραμμή 8:
Αργότερα βοήθησαν τον [[Πανδόλφος Δ΄ της Κάπουα|Πανδόλφο Δ΄ της Κάπουα]] αλλά από καιρό σε καιρό τον εγκατέλειψαν και πούλησαν τις υπηρεσίες τους όσο μπορούσαν, ανάλογα με τις περιστάσεις, προσφέροντας τα περισσότερα σε αυτόν που έδινε τα περισσότερα<ref>Amatus of Montecassino, ''History of the Normans'' book I</ref>. Σύντομα η ισορροπία δύναμης στη Λομβαρδική Καμπανία βρισκόταν στα χέρια των Νορμανδών<ref>Amatus</ref>. Νορμανδικές ενισχύσεις και ντόπιοι κακοποιοί, οι οποίοι έβρισκαν καταφύγιο στο στρατόπεδο του Ράινουλφ χωρίς καμία ερώτηση αύξαναν τον στρατό του.
 
Αργότερα ο Ράινουλφ υποστήριξε τον [[Σέργιος Δ΄ της Νάπολης|Σέργιο Δ΄της Νάπολης]] ενάντια στον Πανδόλφο Δ΄ της Κάπουα. Το 1030, ο Δούκας Σέργιος του έδωσε το πρώην βυζαντινό προπύργιο της Αβέρσα βόρεια της Νάπολης<ref name="Beeler67">John Beeler, ''Warfare in Feudal Europe'', (Cornell University Press, 1971), 67.</ref>, με τον τίτλο του κόμη και την αδερφή του σε γάμο<ref name="Chibnall76" />. Το 1034, αυτή η πρώτη γυναίκα πέθανε και η Ράινουλφ παντρεύτηκε την κόρη του δούκα της Αμάλφι, [[Σέργιος Γ΄ του Αμάλφι|Σέργιου Γ΄]], η οποία ήταν επίσης ανιψιά του Πανδάλφου Δ΄ της Κάπουα. Επέκτεινε την επικράτειά του εις βάρος της μονής του Μόντεκασσίνο. Ο τίτλος του στην Αβέρσα αναγνωρίστηκε το 1037 από τον αυτοκράτορα [[Κορράδος Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας|Κορράδο Β΄]]<ref name="Beeler67" />. Μετά την νίκη του επί των Βυζαντινών στη μάχη του 1038, ανακήρυξε τον εαυτό του πρίγκιπα, επισημοποιώντας την ανεξαρτησία του από τη Νάπολη και από τους πρώην συμμάχους του στη Λομβαρδία. Κατέκτησε το πριγκιπάτο της Κάπουα, του γείτονά του Πανδούλφου και ο Κόνραντ ενέκρινε την ένωση των δύο περιοχών, που αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη πολιτεία στη νότια Ιταλία. Το 1039, βρισκόταν στο πλευρό του [[ΓκουάιμαρΓουαϊμάρος Δ΄ του Σαλέρνο]] και του αυτοκράτορα Κορράδου.
 
Ο Ράινουλφ ήταν ένας από τους ηγέτες του αντιβυζαντινού συνασπισμού που εξεγέρθηκε στη νότια Ιταλία το 1040. Συμμετείχε στην αποφασιστική νίκη στη μάχη του Ολίβεντο τον Μάρτιο του 1041<ref>John Beeler, ''Warfare in Feudal Europe'', 68.</ref>. Το 1042, μετά τη νίκη του Νορμανδικού συμμάχου του, [[Γουλιέλμος Α΄ της Απουλίας|Γουλιέλμου του Σιδηρόχειρ]], έλαβε, από τα προηγούμενα βυζαντινά εδάφη, την κυριαρχία επί του Σίποντο και του Μόντε Γκαργκάνο. Πέθανε τον Ιούνιο του 1045 και τον διαδέχθηκε ο ανιψιός του, [[Ασκλεττίνο Β΄ Ντρένγκοτ|Ασκλεττίνος]].