Ανεύρυσμα
διόγκωση γεμάτη με αίμα στο τοίχωμα αιμοφόρου αγγείου
Με τον όρο ανεύρυσμα εννοούμαι τη διεύρυνση, διόγκωση ή διάταση τμήματος ενός αιμοφόρου αγγείου (συνήθως αρτηρίας) εξαιτίας οργανικής πάθησης ή κάκωσης των τοιχωμάτων του.
Ανευρύσματα μπορεί να παρουσιαστούν σε οποιοδήποτε αιμοφόρο αγγείο, συμπεριλαμβανομένου του κύκλου του Willis στον εγκέφαλο, στη θωρακική και κοιλιακή αορτή, ακόμη και μέσα στην καρδιά.
Ετυμολογία
Προέρχεται από τη λέξη ἀνευρύνω που σημαίνει «διαστέλλομαι» <ref>[Liddell, Scott, Jones(LSJ)[/b] http://lsj.translatum.gr/wiki/%E1%BC%80%CE%BD%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%8D%CE%BD%CF%89<ref>.
Αναφορές
<references>
Πηγές
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
|
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Aneurysm της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες). |